Κιννασρίν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαλκίς Συρίας
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Χαλκίς Συρίας
35°59′55″N 36°59′53″E
ΧώραΣυρία
Διοικητική υπαγωγήΣυρία

Η Κιννασρίν (αραβικά: قنسرين‎‎; συριακά: ܩܢܫܪܝܢ‎‎, Qinnašrīn; "αετοφωλιά"[1]) είναι πόλη της Συρίας, στο Κυβερνείο του Χαλεπίου. Πλησίον της βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Χαλκίδος.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Χαλκίς ιδρύθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους. Βρισκόταν στην επαρχία της Χαλυβωνίτιδος, 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Βέροιας, στη δυτική όχθη του ποταμού Χάλου (σημ. Queiq). Σε αντιδιαστολή με την άλλη ομώνυμη πόλη της Κοίλης Συρίας, λεγόταν Χαλκίς η προς Βήλω όρει. Η γύρω περιοχή ονομάστηκε, λόγω της πόλης, Χαλκιδική.

Ιδρύθηκε, κατά τον Αππιανό (Συριακής, 57) από τον Σέλευκο Α΄ Νικάτορα. Στην πόλη προσήλθαν άποικοι από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Προορίζονταν να αποικήσουν την Αντιόχεια, αλλά ο γενάρχης των Σελευκιδών έκρινε σκόπιμο να ιδρύσουν νέα αποικία στα ενδότερα της Συρίας.

Κατά τους χρόνους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, η Χαλκίς απέκτησε ιδιαίτερη εμπορική σημασία, καθώς μεγάλη εμπορική οδός διέσχιζε την πόλη και έφθανε στον Ευφράτη, μέσω της Βέροιας. Το 92 μ.Χ. η πόλη ονομάστηκε Φλαβία Χαλκίς, προς τιμήν του αυτοκράτορα Δομιτιανού. Αργότερα, κατά την εποχή του Τραϊανού, η πόλη απέκτησε δικαίωμα νομισματοκοπίας. Εκεί τελούνταν αγώνες και στους νικητές προσφέρονταν χρηματικά έπαθλα. Υπήρξε γενέτειρα του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Ιαμβλίχου (245 -325 μ.Χ.). Όταν ο Ιουλιανός βρισκόταν στην Αντιόχεια το 362, διέταξε να μεταφερθούν 400.000 μόδιοι σίτου από τη Χαλκίδα και τη γειτονική Ιεράπολη, προκειμένου να αποτρέψει τις συνέπειες από την έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Τελικά οι μεγαλέμποροι της Συρίας έκρυψαν το σιτάρι στις αποθήκες. Τότε μάλιστα ο αυτοκράτωρ μετέφερε τους κατοίκους της γείτονος πόλεως Ανασάρθας στην εν λόγω πόλη. Η Χαλκίς χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό προπύργιο απέναντι στους εχθρικούς Πέρσες. Σε μια επιδρομή του βασιλιά των Περσών Χοσρόη (542), οι Χαλκιδείς προκειμένου να σώσουν την πόλη τους από την λεηλασία, κατέβαλαν στον πρώτο 200 λίτρες χρυσού.

Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια κατέστη κέντρο του συριακού Χριστιανισμού. Από πληροφορίες που καταγράφηκαν στις πράξεις εκκλησιαστικών συνόδων, πληροφορούμαστε για τους επισκόπους της συριακής Χαλκίδος. Πρώτος γνωστός ήταν ο Μάγνος που συμμετείχε στη Σύνοδο της Αντιοχείας το 363 και δεύτερος ο Ευσέβιος που επίσης συμμετείχε στη σύνοδο της Αντιοχείας το 381. Στην θρησκευτική ιστορία του αγίου Θεοδωρήτου Κύρρου, μαθαίνει κανείς ότι ο Ευσέβιος Χαλκίδος μαζί με τον επίσκοπο της συριακής Βέροιας Ακάκιο, μετέπεισαν έναν ειδωλολάτρη Σύρο ονόματι Rabbula να βαπτιστεί Χριστιανός, έπειτα από χρονοβόρα συζήτηση, πείθοντάς τον πως καλύτερα ήταν να αφήσει την ανησυχία για την αναζήτηση του αγνώστου και ελευθερωθεί η ψυχή του εν Χριστώ.

Το 639 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν και κατέστρεψαν την πόλη. Έκτοτε ξεκινάει η βαθμιαία παρακμή της συριακής Χαλκίδος, αφού τα καραβάνια δεν διέρχονταν από αυτήν, αλλά ούτε και από τη Βέροια. Όταν η τελευταία κατελήφθη από τον Νικηφόρο Φωκά, οι Χαλκιδείς εγκατέλειψαν την πόλη τους που έμεινε ερειπωμένη έως τον 13ο αιώνα. Όταν την κατέλαβαν οι Τούρκοι την απεκάλεσαν Εσκί Χαλέπ (=παλαιό Χαλέπι/Βέροια). Τότε κτίστηκε ο νέος οικισμός πάνω στα ερείπια της αρχαίας σελευκιδικής πόλεως.

Πρόκειται για την σημερινή Qinnasrin (=αετοφωλιά) και πιο συγκεκριμένα τα ερείπια της αρχαίας Χαλκίδος βρίσκονται λίγο πιο έξω στο χωριό Hadir. Διασώζονται ερείπια αρχαίων τειχών από ογκόλιθους, κόγχες σε βράχους που χρησίμευαν ως τάφοι και πολλά νομίσματα ρωμαϊκής εποχής. Σε ένα από αυτά διαβάζει κανείς την επιγραφή: ΦΛ. ΧΑΛΚΙΔΕΩΝ ΕΠΙ ΟCΕΙΡΟCΙ.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών.
  • Johann Gustav Droysen, Ιστορία των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκδ. ελεύθερη σκέψις.
  • The sermons on Joseph of Balai of Qenneshrin του Robert R. Phenix.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «قنشرين (ܩܢܫܪ̈ܝܢ) كلمة سريانية تعني عش النسور». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2017.