Φύλαρχος (αξίωμα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη φύλαρχος («φυλή» + αρχείν) που σημαίνει «αρχηγός φυλής», έχει χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, και σε αυτές τις περιπτώσεις:

Στην Αρχαία Αθήνα, φύλαρχοι ονομάζονταν οι επικεφαλής του ιππικού κάθε μιας από τις δέκα φυλές της πόλης.

Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, ο τίτλος απονεμόταν στους αρχηγούς των αραβικών φυλών - συμμάχων της Αυτοκρατορίας στην Ανατολή (ουσιαστικά το ισοδύναμο του «σεΐχη»), τόσο σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν εντός όσο και εκτός της Αυτοκρατορίας. Ειδικά την περίοδο από το 530 έως περίπου το 585, οι μεμονωμένοι φύλαρχοι υπάγονταν σε έναν ανώτατο φύλαρχο από τη δυναστεία των Γασσανιδών.[1]

Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί επίσης και στην Ουτοπία του Τόμας Μορ (1516), όπου οι ηγέτες των πόλεων ονομάζονται φύλαρχοι. [2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. σελ. 1672. ISBN 978-0-19-504652-6. 
  2. Rudat, Wolfgang E. H. (1981). «THOMAS MORE AND HYTHLODAY: SOME SPECULATIONS ON UTOPIA». Bibliothèque d'Humanisme et Renaissance 43 (1): 123–127. ISSN 0006-1999. https://www.jstor.org/stable/20676287.