Τρυγόνι
Τρυγόνι | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο τρυγόνι
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Streptopelia turtur (Στρεπτοπηλία η τρυγών) [i] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Streptopelia turtur arenicola |
Το τρυγόνι είναι περιστερόμορφο πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Streptopelia turtur και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2][3]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Streptopelia turtur turtur (Linnaeus, 1758).[2]
Το τρυγόνι, από τα χαρακτηριστικότερα «αγριοπερίστερα» της ελληνικής ορνιθοπανίδας, έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται πολύ μεγάλη πίεση από το κυνήγι, νόμιμο ή παράνομο, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες μεσογειακές χώρες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μετανάστευσης (βλ. Κυνήγι).[4] Είναι το μοναδικό, αποκλειστικά μεταναστευτικό «αγριοπερίστερο» της Ευρώπης.[5]
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ασπρόμαυρες ραβδώσεις στα πλαϊνά του λαιμού
- Χαρακτηριστική «τουρτουριστή» φωνή
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [6]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι όροι streptopelia και turtur παρουσιάζουν εξαιρετικό ετυμολογικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα ο δεύτερος, κυρίως λόγω της μη-προφανούς σημασίας τους. Η επιστημονική ονομασία του γένους Streptopelia, αποτελεί (νεο-)λατινική απόδοση του ελληνικού όρου στρεπτοπηλία < στρεπτοπέλια < στρεπτός + πέλεια (< πελός) «περιστέρι».[7]
Ο όρος στρεπτός δεν προέρχεται άμεσα από το ομώνυμο επίθετο που σημαίνει «συνεστραμμένος», αλλά από το ουσιαστικό στρεπτός που συνδέεται έμμεσα με το επίθετο και σημαίνει «περιδέραιο, από συνεστραμμένο μέταλλο» (στρεπτόν κυμάτιον: αρχιτεκτονικό κόσμημα σε σχήμα ελισσομένου κυματίου).[8] Επειδή, το τρυγόνι και ιδιαίτερα η δεκαοχτούρα (Streptopelia decaocto) το άλλο γνωστό είδος του γένους, φέρουν χαρακτηριστικές περιτραχήλιες δομές, εν είδει περιδεραίου («στρεπτού»), πήρε την ονομασία του το α’ συνθετικό της λέξης.
Το β’ συνθετικό, η λέξη πέλεια (ή πελίη) «αγριοπερίστερο» έχει σχηματιστεί, πιθανότατα, από τον αμάρτυρο τύπο πελύς και ανάγεται στην ίδια ρίζα pel-, pol- «γκρίζος, φαιός» που με το επίθημα -ja, έδωσε διάφορους ονοματικούς τύπους, όπως πελιδνός, πολιός, κ.α. Η πρωταρχική σημασία όλων αυτών των όρων έχουν να κάνουν με το γκρίζο χρώμα που, έδωσε την ονομασία στο «περιστέρι» λόγω του γκριζόμαυρου χρώματός του. Από εκεί, άλλωστε, προέρχεται και η λατινική ονομασία palumbes.[9]
- Η λέξη πέλεια, απετέλεσε τη βάση -πάντοτε με τη σημασία του γκρίζου -για επακόλουθη ορολογία σε ονοματικούς τύπους που η σημασία τους είναι «κρυμμένη». Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι οι Πελειάδες, ιέρειες του μαντείου της Δωδώνης, είτε για το γκριζωπό χρώμα των μαλλιών τους, είτε για για τις κραυγές που έβγαζαν και θύμιζαν πουλιά. Από αυτόν τον όρο προέρχεται και η ονομασία του πασίγνωστου αστερισμού των Πλειάδων.[9] [iii]
Το συνθετικό turtur στην ονομασία του είδους, ανάγεται σε ονοματοποιία και σχετίζεται με την ελληνική λέξη τρυγών κάτι που, επίσης, εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται πιθανόν. Συγκεκριμένα, ο όρος παραπέμπει στην πολύ χαρακτηριστική φωνή του πουλιού, ένα επαναλαμβανόμενο τουρ-τουρ (βλ. Φωνή), που ακούγεται έντονα κατά την άφιξη στα αναπαραγωγικά εδάφη και από την οποία προέρχεται η λέξη τουρτούρα, μία από τις συνηθέστερες λαϊκές ονομασίες του τρυγονιού (βλ. Άλλες ονομασίες). Φαίνεται ότι ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Εβραϊκή γλώσσα, ως thor/ thur, από την οποία τον δανείστηκε η Λατινική και τον εισήγαγε με αναδιπλασιασμό: ...nec gemereaeria cessabit turtur ab ulmo... (Βιργίλιος).[10]
- Η ελληνική λέξη τρυγών θεωρείται ονοματικός τύπος σχηματισμένος παράλληλα με το ρήμα τρύζω συν το επίθημα -ών. Η συγκεκριμένη ετυμολογική διαδικασία απαντάται και σε άλλες ονομασίες πτηνών (λ.χ. αηδ-ών, αλκυ-ών).[11] Η λέξη τρύζω, μεταγενέστερα τρίζω, με τη σειρά της σημαίνει «βγάζω σιγανό και γογγυστικό ήχο» [12] και η πρωταρχική της έννοια δεν ήταν αυτή που σήμερα είναι σε χρήση, π.χ. «η πόρτα τρίζει», αλλά αναφερόταν κυρίως σε πτηνά: «το χελιδόνι/το τρυγόνι τρίζει».[13][14] Επομένως, η λέξη τρυγών σχετίζεται άμεσα με τον όρο turtur που είναι, επίσης, ηχομιμητικός (βλ. Φωνή).
Η αγγλική ονομασία του πτηνού είναι turtle dove «περιστέρι-χελώνα», ωστόσο, το συνθετικό «χελώνα» ουδεμία σχέση έχει με το ερπετό και, πιθανότατα, προέρχεται από παράφραση της λέξης turtur που αποτελεί την ονοματολογική βάση των λαϊκών όρων για το τρυγόνι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (γερμ. Turteltaube, ισπ. tórtola, γαλλ. tourterelle, ιταλ. tortora, κ.ο.κ).
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο ως Columba turtur (Ινδία, 1758) [15] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Streptopelia, από τον Γάλλο βιολόγο και ορνιθολόγο Σαρλ Μποναπάρτ (Charles Lucien Bonaparte, 1803-1857) το 1855.
Ανάλυση αλληλουχίας DNA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γένος αποτελείται από τρεις διακριτές γενεαλογικές γραμμές (lineage). Η πρώτη απαρτίζεται από τα είδη Spilopelia senegalensis και Spilopelia chinensis, τα οποία έχουν από καιρό αναγνωριστεί ως ξεχωριστά taxa, βάσει μορφολογικών και ηθολογικών δεδομένων. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είδη, εκτός από τα Nesoenas picturata και Columba mayeri, τα οποία φαίνεται να είναι τα σωζόμενα είδη από ενδημικό μαλαγασιανό διαχωρισμό που επήλθε κάποτε και, τα έχει τοποθετήσει σε διαφορετικά γένη, που αποτελούν την τρίτη γενεαλογική γραμμή.[16]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (Ευρασία και Αφρική), όπου απαντά είτε ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό (Ευρασία), είτε ως διαχειμάζον (Αφρική και Ευρασία).
Στην Ευρώπη, τα τρυγόνια έρχονται το καλοκαίρι για να αναπαραχθούν και φθάνουν μέχρι τη Δανία και τη Ν. Φινλανδία στα βόρεια, ενώ φαίνεται να απουσιάζουν από την υπόλοιπη Σκανδιναβία. Στα δυτικά, φθάνουν μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ακτές της Ιρλανδίας. Ολόκληρη η υπόλοιπη ήπειρος καλύπτεται, εκτός από τις βόρειες ρωσικές περιοχές.
Στην Ασία, το είδος εξαπλώνεται από τη Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή στα δυτικά, μέχρι τη Μογγολία και τη ΒΔ. Κίνα στα ανατολικά, αλλά δεν επεκτείνεται προς βοράν. Στα νότια φθάνει μέχρι την Αραβική Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό στη Σαουδική Αραβία, χωρίς περαιτέρω επέκταση προς ανατολάς.
Τέλος, η Αφρική αποτελεί τον σημαντικότερο τόπο διαχείμασης του είδους, ιδιαίτερα η ζώνη μεταξύ της υποσαχάριας Αφρικής και του ισημερινού. Ωστόσο, απαντά και ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στις βόρειες παραμεσόγειες χώρες και, αρκετά νοτιότερα, κατά μήκος του Νείλου, και στις παρυφές της Σαχάρας.[17]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Streptopelia turtur arenicola | B Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη, ανατολικά προς Ιράκ, Ιράν, Καζακστάν, Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν και ΒΔ Κίνα, μέχρι τα σύνορα με τη Μογγολία | Αφρική (Σενεγάλη, ανατολικά προς Αιθιοπία | Είναι το κύριο ασιατικό υποείδος. Λίγο μικρότερο και πιο ανοικτόχρωμο από το 4 |
2 | Streptopelia turtur hoggara | Ν. Σαχάρα (οροσειρές Χογκάρ, Τιμπέστι, Ενέντι και Άιρ | Τοπικές μετακινήσεις στην περιοχή | Πιθανόν ενδημικό κατά μεγάλο ποσοστό των πληθυσμών του [εκκρεμεί παραπομπή]. Εμφανίζεται με πιο λαμπερά χρώματα από το 4, ενώ τα φτερά του ουροπυγίου και του κεφαλιού έχουν αμμόχρωμα άκρα. |
3 | Streptopelia turtur rufescens | Δέλτα του Νείλου, Φαγιούμ και οάσεις Κούφρα (Λιβύη), Ντάχλα και Χάργκα {Αίγυπτος) | Κ. Σουδάν και ΒΔ Αιθιοπία | Παλαιότερα θεωρείτο ως ξεχωριστό υποείδος (S. t. isabellina). Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά πολύ περισσότερο από ότι στα υπόλοιπα υποείδη (φυλετικός διμορφισμός) |
4 | Streptopelia turtur turtur | Ευρώπη, ανατολικά προς Δ Σιβηρία και Καζακστάν, επίσης, Συρία, Μαδέρα και Κανάρια | Αφρική (Σενεγάλη, ανατολικά προς Αιθιοπία | Είναι το ευρωπαϊκό υποείδος. Παλαιότερα, οι πληθυσμοί της Ιταλίας θεωρούντο ως ξεχωριστό υποείδος (S. t. moltonii), όπως και των Βαλεαρίδων (S. t. loei) |
Πηγές:[2][15][17] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τρυγόνι είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τη συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών του να πραγματοποιούν μεγάλες αποδημίες. Ιδιαίτερα οι ασιατικοί πληθυσμοί, κάνουν μεγάλα ταξίδια για να έρθουν να ξεχειμωνιάσουν στην Αφρική. Ανάλογες αποστάσεις διανύουν και οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί.
Οι πληθυσμοί από τη δυτική Ευρώπη συγκεντρώνονται κυρίως στη ΝΔ. Γαλλία και την Ιβηρική (αλλά όχι στη Γαλικία), και περνάνε στην Αφρική μέσω του Μαρόκου. Πολλοί πληθυσμοί διασχίζουν τα Βαλκάνια και την Ιταλία κατά τις δύο μεταναστευτικές εποχές, για να εισέλθουν ή να εξέλθουν από την Αφρική μέσω της Τυνησίας και της Λιβύης. Πολυάριθμες καταγραφές σε οάσεις, δείχνουν ότι η Σαχάρα διασχίζεται από πολλά σημεία και, πιθανώς, σε ευρύ μέτωπο. Οι περισσότεροι πληθυσμοί εξαφανίζονται από τα νότια της Σαχάρας τον Μάρτιο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, αν και μικρός αριθμός παραμένει εκεί (Streptopelia turtur hoggara). Το κύριο εαρινό πέρασμα μέσω της Μεσογείου, πραγματοποιείται στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, με τα εδάφη αναπαραγωγής να «επαναποικίζονται» κατά τη διάρκεια του Μαΐου.[18]
- Κατά την περίοδο της μετανάστευσης, τα τρυγόνια συνηθίζουν να ακολουθούν ευλαβικά, συγκεκριμένες «γραμμές» και σταθμούς, κάτι που τούς έχει κοστίσει πολύ ακριβά, διότι οι κυνηγοί γνωρίζοντας τις συγκεκριμένες θέσεις, τα περιμένουν και τούς προκαλούν εξαιρετικά μεγάλες απώλειες. Από τις πλέον σημαντικές τέτοιες θέσεις στη Μεσόγειο, είναι η Μάλτα και οι Στροφάδες.[19]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, τη Νορβηγία και τα Σβάλμπαρντ (!), τη Λιβερία, την Κένυα, τη Νότια Αφρική και τις Σεϋχέλλες, τις Μαλδίβες και το Πακιστάν.[6]
Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, το τρυγόνι είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, έρχεται δηλαδή στη χώρα τα καλοκαίρια μόνο για να φωλιάσει και φεύγει νωρίς το φθινόπωρο.[20][21] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται κυρίως ως διαβατικό πτηνό κατά τις μεταναστεύσεις, αλλά μερικοί πληθυσμοί παραμένουν για να φωλιάσουν σε δενδρώδεις περιοχές [22][23]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τρυγόνι είναι πτηνό που αρέσκεται σε ανοικτές, όχι ιδιαίτερα πυκνοδασωμένες περιοχές (φυλλοβόλα, κωνοφόρα και μικτά δάση), με πλούσιο υποόροφο, ενώ περιστασιακά μπορεί να φωλιάζει σε μεγάλους κήπους, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, που δεν υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι. Επίσης σε πάρκα, κτήματα με φράκτες, οπωρώνες,[24] αμπελώνες,[25] και στις αφρικανικές οάσεις σε φυτείες με φοίνικες.[26]
Επίσης, στην Αφρική μπορεί να συχνάζει σε στεπώδεις και ημιερημικές περιοχές. Αποφεύγει τις υγρές περιοχές που συχνά έχουν συννεφιασμένο καιρό, ενώ προτιμάει ηλιόλουστες, ξηρές και προστατευμένες περιοχές. Γενικά αποφεύγει τα βουνά και φθάνει μέχρι τα 350-500 μέτρα.[27]
Ιδιαίτερα στενή σχέση με οικισμούς δείχνει η εξάπλωση στη Β. Αφρική, όπου οι εκεί πληθυσμοί, συχνά εγκαθίστανται σε ερειπωμένα σπίτια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 προτιμητέων οικοτόπων είναι κατά σειράν η εξής: Καλλιέργειες, Θαμνότοποι, Καλαμιώνες, Πλατύφυλλα δένδρα και Χωριά.[5]
Στην Ελλάδα, το τρυγόνι απαντά σε περιοχές με αραιές συστάδες δένδρων, θαμνότοπους, λόχμες, φράκτες και άλση.[20] Σε δασωμένες περιοχές, για αναπαραγωγή επιλέγει θέσεις κυρίως με πεύκα μεσαίας ηλικιακής κλάσης (στηθαία διάμετρος: 21-30 εκ.) χωρίς πυκνό υπόροφο, ενώ αποφεύγει συστάδες με υπερήλικα δέντρα (στηθαία διάμετρος: >45 εκ.).[28]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τρυγόνι είναι μικρότερο από τα υπόλοιπα «αγριοπερίστερα», με μέγεθος όσο της δεκαοχτούρας, αν και πιο λεπτό, με πιο σκούρο παρουσιαστικό. Το κεφάλι, όπως και το άνω τμήμα της ράχης (μανδύας) είναι γκρίζα με ελαφριά κυανή απόχρωση, ενώ η περιοχή του στήθους είναι, επίσης, γκριζωπή αλλά με ελαφριά ροζέ -στο χρώμα του κρασιού/σωμόν- απόχρωση. Η κάτω επιφάνεια και η περιοχή της κοιλιάς είναι πιο λευκωπές. Οι πτέρυγες είναι χαρακτηριστικές, με κανελλί-σκωριόχρωμες καλυπτήριες περιοχές (ελάσσονα καλυπτήρια φτερά και ωμοπλατιαία, που περιβάλλουν μαύρα τριγωνικά στίγματα.
Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά είναι σκούρα καφετί-μαυρωπά. Τα δευτερεύοντα ερετικά φτερά εμφανίζουν κυανή απόχρωση. Η ουρά είναι σκούρα μαυριδερή (κυανόμαυρα πηδαλιώδη φτερά, με λεπτά, λευκωπά περιθώρια (τα δύο τελευταία ζεύγη των πηδαλιωδών) καθ’ όλο το μήκος της, τόσο στην πάνω όσο και στην κάτω πλευρά της. Οι ταρσοί και τα πόδια -όπως όλα τα περιστέρια- έχουν το χαρακτηριστικό ροζ χρώμα της σάρκας, ενώ το ράμφος είναι γκριζόμαυρο με πορφυρή απόχρωση, πιο ανοικτόχρωμο στο άκρο του. Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από πορφυροκυανό περιθώριο (orbital skin) που έρχεται σε αντίθεση με το γκριζόχρωμο κεφάλι, ενώ η ίριδα ποικίλλει από κίτρινη έως πορτοκαλί.
- Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του τρυγονιού είναι οι λεπτές, ασπρόμαυρες ραβδώσεις στα πλαϊνά του λαιμού και προς τον τράχηλο. Το λευκό χρώμα σε αυτές τις ρίγες έχει κάποια κυανή απόχρωση.[4]
Γενικά, δεν υφίσταται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα (βλ. Βιομετρικά στοιχεία) και με πιο «θαμπά» χρώματα από τα αρσενικά. Όμως, τα νεαρά άτομα στερούνται των χαρακτηριστικών ραβδώσεων στον λαιμό, ενώ έχουν καφετί χρώμα στο κεφάλι, τη ράχη και τις πτέρυγες. Το χρώμα της ίριδας είναι ανοικτό καφέ.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (24-) 27 έως 28 (-29) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 47 έως 53 εκατοστά
- Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 180,2 ± 4,4 χιλιοστά [Εύρος 173,0 – 187,0 χιλιοστά (σε δείγμα Ν=149 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 175,9 ± 4,6 χιλιοστά [Εύρος 170,0 – 184,0 χιλιοστά (Ν=87)]
- Βάρος: ♂ 135 – 181 γραμμάρια (Ν=94), ♀ 129 – 187 γραμμάρια (Ν=70) [29]
(Πηγές:[4][24][26][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τρυγόνια αναζητούν την τροφή τους σχεδόν αποκλειστικά στο έδαφος, συνήθως σε καλλιεργημένες εκτάσεις, κατά ομάδες, μαζί με άλλα περιστέρια.[30] Τρέφονται με φυτικά τμήματα, κυρίως σπέρματα, που τρώγονται τόσο ώριμα όσο και σε ανώριμη κατάσταση. Μεγάλο μέρος αποτελούν οι σπόροι δημητριακών, τα σπέρματα διαφόρων κωνοφόρων, της σημύδας, του σκλήθρου και της ψευδακακίας, καθώς και τα σπέρματα της Fumaria (αγριοκαπνός). Μπορούν επίσης να φάνε σωροκάρπια (μούρα, βατόμουρα), μανιτάρια και ποώδη φυτά όπως Trifolium, Brassica και Chenopodium. Σπανιότερα συλλαμβάνουν έντομα και μικρά σαλιγκάρια,[25] ενώ στους οικισμούς μπορεί να τρώνε ακόμη και ψωμί.[35]
Ηθολογία και πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τρυγόνια συχνά απαντούν κατά ζεύγη ή αραιά κοπάδια.[24] Είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες, παραμένοντας δραστήρια ακόμη και στους 45°C.[5] Θεωρούνται δειλά πτηνά, κρύβονται στο θόλο των δένδρων και είναι δύσκολο να προσεγγιστούν, πιθανότατα λόγω της μεγάλης πίεσης που υφίστανται από το κυνήγι. Πάντως, από κάποια απόσταση μπορεί να παρατηρηθούν πάνω σε καλώδια παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ή να βόσκουν στο έδαφος.[4]
Η πτήση τους μοιάζει με της φάσσας και είναι δυνατή, αλλά όχι εντυπωσιακά γρήγορη, ελαφρά κυματιστή. Όταν πετούν ξεχωρίζει η βενταλωτή ουρά με τα χαρακτηριστικά λευκά περιθώρια, τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνεια.[26] Κατά την απογείωση οι πτέρυγες παράγουν χαρακτηριστικό θόρυβο.[4]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φωνή του τρυγονιού είναι πολύ χαρακτηριστική, μια σειρά από δισύλλαβα καλέσματα, που στα αυτιά του παρατηρητή φθάνουν ως τουρ-τουρ. Οι «φθόγγοι» αυτοί έχουν μέση συχνότητα (ούτε υψηλοί ούτε χαμηλοί), το ίδιο τονικό ύψος (δεν διαφέρουν μεταξύ τους) και την ίδια ένταση. Μοιάζει με το χαρακτηριστικό «γουργούρισμα» του κοινού περιστεριού, μόνο που είναι τρεμουλιαστό, «τουρτουριστό», από την οποία πήρε το πτηνό τη χαρακτηριστική του ονομασία (βλ. Ονοματολογία). Επίσης από τη φωνή αυτή προέρχεται η λαϊκή ονομασία τουρτούρα που, με τη σειρά της έδωσε το ρήμα τουρτουρίζω (π.χ. «τουρτουρίζω από το κρύο») (βλ. Άλλες ονομασίες).
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τρυγόνια αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα από το 1ο έτος της ζωής τους και είναι μονογαμικά, σχηματίζοντας «δεμένα» ζευγάρια. Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο, περίπου, ενώ η ωοτοκία μπορεί να πραγματοποιείται δύο φορές (στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι και τρεις φορές). Στο τρυγόνι παρατηρείται μια περίοδος «μη-ανταπόκρισης» σε ερεθίσματα οίστρου μετά την αναπαραγωγή, μοναδική μεταξύ όλων των περιστεριών που μελετήθηκαν μέχρι σήμερα. Τα τελετουργικά επίδειξης περιλαμβάνουν υποκλίσεις, αλληλοραμφισμούς και μεγάλους εναέριους κύκλους, όπως όλα τα περιστέρια.
Στις περιοχές όπου απαντούν (βλ. Βιότοπος), τα τρυγόνια φωλιάζουν σε θάμνους, μικρά δένδρα, φράκτες και φυτείες, συνήθως σε χαμηλότερες θέσεις από τα άλλα αγριοπερίστερα.[40]
Η φωλιά είναι μια λεπτή «πλατφόρμα» κατασκευασμένη από μικρά κλαδιά και επιστρωμένη από λεπτές ρίζες, βλαστούς και φρέσκο χορτάρι. Περιστασιακά, μπορεί να χρησιμοποιούν, επίσης, τις φωλιές άλλων πουλιών ή σκίουρων.[40] Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους.
Το θηλυκό εναποθέτει 2 αβγά, σπανιότερα μόνον ένα (1), διαστάσεων 30,7 Χ 23,0 χιλιοστών και βάρους 8,2 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[5] Η επώαση πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς και διαρκεί 15-16 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της απόλυτης προστασίας των γονέων. Σιτίζονται με το υγρό του προλόβου («γάλα περιστεριού») και, αργότερα, με μισοχωνεμένα σπέρματα. Αρχίζουν να αφήνουν τη φωλιά σε ηλικία περίπου 14 ημερών, ενώ πτερώνονται στις 18-19 ημέρες.[5]
Στην Ελλάδα, τα τρυγόνια έρχονται για να φωλιάσουν το καλοκαίρι. Είναι πιο κοινά στη βόρεια χώρα παρά στη νότια, ενώ στην Πελοπόννησο θεωρούνται μη κοινά.[41]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι κύριες αιτίες μείωσης των πληθυσμών τους είναι η πτωχή αναπαραγωγική επιτυχία και η εντατικοποίηση της γεωργικής καλλιέργειας που σημειώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.[42] Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν την αύξηση της χρήσης των ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρμάκων, τη μείωση της διαθεσιμότητας των τροφίμων, και την απομάκρυνση των δενδροστοιχιών και θάμνων, οπότε μειώθηκαν οι θέσεις φωλιάσματος.[39] Οι πληθυσμοί του Ηνωμένου Βασιλείου μειώθηκαν κατά 60% μεταξύ 1966 - 1972 και 1988 - 1991. Την ίδια στιγμή, πολλά άλλα είδη πτηνών των αγρών υπέστησαν, επίσης, τεράστιες απώλειες.
Κυνήγι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τρυγόνι είναι μαζί με την μπεκάτσα και τη φάσσα από τα «αγαπημένα» θηράματα των κυνηγών και έχει υποστεί εξαιρετικά μεγάλη πίεση από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η ιδιαιτερότητα με το τρυγόνι είναι ότι, σε αντίθεση με τα δύο πρώτα είδη, θηρεύεται έντονα στις μεσογειακές χώρες, κυρίως στους σταθμούς-περάσματα κατά τις μεταναστεύσεις, όπου οι αποδημητικοί πληθυσμοί υφίστανται τεράστιες απώλειες. Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι, ενώ το νόμιμο κυνήγι διαρκεί από τις 20 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου,[43] οι λαθροθήρες εξακολουθούν να αποδεκατίζουν τα πουλιά και κατά την εαρινή μετανάστευση.[44]
Στη Μάλτα, έχουν παρατηρηθεί μέχρι και 20.000 μεταναστευτικά πουλιά ημερησίως στο εαρινό πέρασμα (λιγότερα το φθινόπωρο), από τα οποία πυροβολούνται συνολικά τα 100.000 κάθε χρόνο.[18]
Στις Στροφάδες, ένα από τα σημαντικότερα «περάσματα» τρυγονιών, παρόλο που το κυνήγι είναι απαγορευμένο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, επειδή τα νησιά αποτελούν Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ),[45], η λαθροθηρία εξακολουθεί να υφίσταται.[46] Μάλιστα, παλαιότερα θεωρείτο τοπικό «έθιμο» η συγκέντρωση κυνηγών στη Ζάκυνθο και ο «πυροβολισμός» των τρυγονιών, ως κομμάτι της τοπικής «παράδοσης».[41]
Μετά την έκκληση της Μητρόπολης Ζακύνθου για αυξημένους ελέγχους στις Στροφάδες, κατά την περίοδο της εαρινής μετανάστευσης των τρυγονιών, η Διεύθυνση Δασών συγκάλεσε στις 7/4/2014 σύσκεψη στην Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών για τον καλύτερο συντονισμό της προσπάθειας ελέγχου. Σήμερα, οι κυνηγοί ισχυρίζονται ότι συγκροτούν ομάδες θηροφυλάκων για την προστασία του είδους.[47][48]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τον Αύγουστο του 2019 το τρυγόνι θεωρείται απειλούμενο (εκτεθειμένο) είδος από την IUCN.[49]
H τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική, ιδιαίτερα στις μεσογειακές χώρες, όπου το νόμιμο κυνήγι και η λαθροθηρία είναι σε πολύ αυξημένο επίπεδο (βλ. Κυνήγι). Αυτός είναι άλλωστε ο κύριος λόγος για την καθοδική τάση των πληθυσμών του τρυγονιού στις συγκεκριμένες περιοχές.
Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ισπανία και η Γαλλία, ενώ τους μεγαλύτερους ασιατικούς, η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν.[50]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πιθανόν λόγω των Βιβλικών αναφορών (ειδικά από το «Άσμα Ασμάτων»), τη χαρακτηριστική φωνή του και το γεγονός ότι σχηματίζει ισχυρούς δεσμούς, το τρυγόνι έχει γίνει σύμβολο αφιερωμένο στην αγάπη. Στην Καινή Διαθήκη δύο τρυγόνια αναφέρεται ότι είχαν θυσιαστεί για τη Γέννηση του Ιησού. Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, το τρυγόνι καταγράφεται ως αφοσιωμένος συνεργάτης του μυθολογικού Φοίνικα. Από εκεί προέρχεται και το ποίημα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ «The Phoenix and the Turtle» (όπου ο όρος turtle αναφέρεται στο τρυγόνι, βλ. Ονοματολογία).
Επίσης, το τρυγόνι είναι το θέμα πολλών λαϊκών τραγουδιών στην Αγγλία, μερικά από τα οποία έχουν μελοποιηθεί από τον Ραλφ Βων Ουίλλιαμς.[51] Αλλά και στην Ελλάδα, το τρυγόνι είναι το αγαπημένο θέμα σε πολλά τραγούδια, ιδιαίτερα στη δημοτική μουσική, όπου απαντάται κυρίως με την ονομασία τρυγόνα (ηπειρώτικα, κ.α.).[52]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο το Τρυγόνι απαντά και με τις ονομασίες Τρυγόνα και Τουρτούρα.[53] Η ονομασία τουρτούρα είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το -πολύ οικείο- ρήμα τουρτουρίζω, του οποίου η πρωταρχική σημασία είναι «τρύζω, βγάζω φωνή σαν του τρυγονιού»,[54] (βλ. και Ονοματολογία) με την παράλληλη σημασία «τουρτουρίζω από το κρύο», όπου χρησιμοποιείται σχεδόν πάντοτε υπό αυτή την έννοια.
Επίσης είναι πολύ συνηθισμένη η γραφή με -ω- (Τρυγώνα), που προέρχεται από την αρχαία γραφή τρυγών.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Η απόδοση τρυγών παρόλο που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι απολύτως τεχνητή, έχει άμεση σχέση με τον λατινικό όρο turtur (βλ. Ονοματολογία)
ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος S. t. moltonii [2]
iii. ^ Το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη δίνει εντελώς διαφορετική ετυμολογία του όρου Πλειάδες.[55]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Howard and Moore, p. 157
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Howard and Moore, p. 160
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177149
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Mullarney et al, p. 218
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob6870.htm
- ↑ 6,0 6,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22690419/0
- ↑ ΠΛ, 11:46
- ↑ ΠΛΜ, 55:454
- ↑ 9,0 9,1 ΠΛΜ, 48:499
- ↑ Valpy
- ↑ ΠΛΜ, 58:457
- ↑ ΠΛΜ, 58:458
- ↑ Μπαμπινιώτης, σ. 1802
- ↑ http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volD/pdf/pg_0392.pdf
- ↑ 15,0 15,1 http://ibc.lynxeds.com/species/european-turtle-dove-streptopelia-turtur
- ↑ Johnson et al
- ↑ 17,0 17,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22690419
- ↑ 18,0 18,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2020.
- ↑ Bezzel, p. 299
- ↑ 20,0 20,1 Όντρια (Ι), σ. 133
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 156
- ↑ Σφήκας, σ. 52
- ↑ Σφήκας, σ. 64
- ↑ 24,0 24,1 24,2 Bruun, p. 168
- ↑ 25,0 25,1 Rösler, p. 115
- ↑ 26,0 26,1 26,2 Heinzel et al, p. 198
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2019.
- ↑ Bakaloudis, D. E.; Vlachos, C. G.; Chatzinikos, E.; Bontzorlos, V.; Papakosta, M. (2009-06-05). «Breeding habitat preferences of the turtledove (Streptopelia turtur) in the Dadia-Soufli National Park and its implications for management» (στα αγγλικά). European Journal of Wildlife Research 55 (6): 597. doi: . ISSN 1439-0574. https://doi.org/10.1007/s10344-009-0287-y.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ 30,0 30,1 Avon & Tilford, p. 54
- ↑ Ηarrison & Greensmith, p. 160
- ↑ Flegg, p. 144
- ↑ Perrins, p. 134
- ↑ Όντρια, σ. 133
- ↑ 35,0 35,1 Singer, p. 227
- ↑ Scott & Forrest, p. 132
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ 39,0 39,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ 40,0 40,1 Harrison, p. 195
- ↑ 41,0 41,1 Handrinos & Akriotis
- ↑ http://blx1.bto.org/birdtrends/species.jsp?&s=turdo
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ http://www.ornithologiki.gr/page_list.php?lID=2&sp=side&st=yes&sf=no&ss=yes&bc=2353
- ↑ ΣΠΕΕ, σ. 168
- ↑ http://ornithologiki.gr/page_iba.php?aID=87
- ↑ http://www.knf.gr/xekinhsan-elegxoi-lathrothirias-sta-nhsia-strofades/
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ https://www.iucnredlist.org/species/22690419/154373407
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 20 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ Kennedy, Michael; William, Ralph Vaughan (1992). The Works of Ralph Vaughan Williams. Oxford University Press. p. 178. ISBN 0-19-816330-4
- ↑ https://www.youtube.com/watch?v=wiRBXXs-6sk
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 55
- ↑ ΠΛΜ, 58:409
- ↑ Μπαμπινιώτης, σ. 1420
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Einhard Bezzel: Vögel. BLV Verlagsgesellschaft, München 1996, ISBN 3-405-14736-0
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Browne, S. J.; Aebischer, N. J. 2003. Temporal changes in the migration phenology of turtle doves Streptopelia turtur in Britain, based on sightings from coastal bird observatories. Journal of Avian Biology 34: 65-71.
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2014).
- Johnson, Kevin P.; de Kort, Selvino; Dinwoodey, Karen, Mateman, A. C.; ten Cate, Carel; Lessells, C. M. & Clayton, Dale H. (2001): A molecular phylogeny of the dove genera Streptopelia and Columba. Auk 118(4): 874-887.
- Gerhard Rösler: Die Wildtauben der Erde – Freileben, Haltung und Zucht, Verlag M. & H. Schaper, Alfeld-Hannover 1996, ISBN 3-7944-0184-0
- Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.