Γ´ Μιθριδατικός πόλεμος

Ο Γ΄ Μιθριδατικός Πόλεμος (73 π.Χ. - 63 π.Χ.) ήταν ο τελευταίος και μακροβιότερος από τους τρεις Μιθριδατικούς Πολέμους ανάμεσα στον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ και την Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Με τις δύο πλευρές ενώθηκαν μια σειρά από συμμάχους στην ανατολική Μεσόγειο όπως η Μικρά Ασία, το αρχαίο Βασίλειο της Αρμενίας, η βόρεια Μεσοποταμία και το Λεβάντες. Η σύγκρουση έληξε με οριστική ήττα του Μιθριδάτη ΣΤ΄, το Βασίλειο του Πόντου διαλύθηκε, η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και το Βασίλειο της Αρμενίας έγιναν Υποτελή κράτη της Ρώμης.
Τα προηγούμενα γεγονότα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλιάς Μιθριδάτης Ε΄ του Πόντου πέθανε δηλητηριασμένος από αγνώστους (120 π.Χ.), πιθανότατα πίσω από την δολοφονία βρισκόταν η σύζυγος του Λαοδίκη ΣΤ΄ της Συρίας.[1][2] Στην διαθήκη του ο Μιθριδάτης Ε΄ όρισε την κοινή διακυβέρνηση του βασιλείου του ανάμεσα στην σύζυγο του Λαοδίκη, τον μεγαλύτερο γιο του Μιθριδάτη και τον μικρότερο γιο του Μιθριδάτη Χρηστό. Οι δύο γιοι τους ήταν ακόμα ανήλικοι για αυτό ολόκληρη την εξουσία ασκούσε η ίδια η Λαοδίκη ως αντιβασιλεύς.[3] Την περίοδο της αντιβασιλείας της (120 π.Χ.-116 π.Χ.) η Λαοδίκη ευνόησε προκλητικά τον μικρότερο γιο της με αποτέλεσμα να δραπετεύσει ο Μιθριδάτης.[4] Την περίοδο που επέστρεψε (116 π.Χ.-113 π.Χ.) εκδίωξε από τον θρόνο την μητέρα και τον αδελφό του, κατέστη ο μοναδικός βασιλεύς του Πόντου.[5] Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ φιλοδοξούσε να καταστεί ο μοναδικός κυβερνήτης σε ολόκληρη την περιοχή ανατολικά από την Μικρά Ασία και την Μαύρη Θάλασσα, αρχικά υπέταξε την Κολχίδα που ήταν ανεξάρτητο βασίλειο από πριν το 164 π.Χ. Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε σε σύγκρουση με τον βασιλιά των Σκυθών Παλακό σχετικά με την κυριαρχία στις Ποντιακές Στέπες. Οι πιο σημαντικές πόλεις και λαοί της Κριμαίας όπως η Ταυρική Χερσόνησος και το Βασίλειο του Βοσπόρου παρέδωσαν την ανεξαρτησία τους στον Μιθριδάτη ΣΤ΄ με αντάλλαγμα την προστασία από τους επικίνδυνους Σκύθες. Οι Σκύθες και οι σύμμαχοι τους Ρωξολανοί υπέστησαν βαριές απώλειες από τον στρατηγό των Ποντίων Διόφαντο και δέχτηκαν τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ ως ηγεμόνα τους.[6]
Ο νέος βασιλιάς έστρεψε κατόπιν την προσοχή του στην Μικρά Ασία στην οποία η Ρωμαϊκή δύναμη βρισκόταν σε άνοδο, διέλυσε την Παφλαγονία και την Γαλατία της Μικράς Ασίας, τις παρέδωσε στον βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη Γ΄. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ σύντομα ωστόσο υποψιάστηκε ότι ο Νικομήδης Γ΄ θα προχωρήσει σύντομα σε συμμαχία με την Ρωμαϊκή Δημοκρατία και θα στραφεί εναντίον του. Την εποχή που ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ διαφώνησε με τον Νικομήδη Γ΄ σχετικά με τον έλεγχο της Καππαδοκίας τον νίκησε σε μια σειρά από μάχες, ο Νικομήδης Γ΄ ζήτησε την βοήθεια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έκαναν δύο επεμβάσεις (95 π.Χ.-92 π.Χ.) υπέρ του Νικομήδη Γ΄ αφήνοντας τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ χωρίς άλλες επιλογές, από τότε αποφάσισε να εκδιώξει τους Ρωμαίους από την Μικρά Ασία.[7] Ο διάδοχος του Νικομήδης Δ΄ Φιλοπάτωρ ήταν μαριονέτα των Ρωμαίων, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ προσπάθησε να τον ανατρέψει χωρίς επιτυχία, τότε ο Νικομήδης Δ΄ με την προτροπή των Ρωμαίων του κήρυξε τον πόλεμο. Την ίδια εποχή είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην Ρώμη και τους υπόλοιπους Ιταλούς ο Συμμαχικός Πόλεμος (91-87 π.Χ.), τα περισσότερα Ρωμαϊκά στρατεύματα ήταν απασχολημένα με αυτόν και απουσίαζαν από την Μικρά Ασία. Οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν πολλά στρατεύματα κυρίως από γηγενείς Μικρασιάτες συμμάχους τους και εισέβαλαν στο βασίλειο του Πόντου υπό την ηγεσία του Νικομήδη Δ΄ (89 π.Χ.). Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ συνέτριψε τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους στην αποφασιστική μάχη (89 π.Χ.), οι Ποντιακές δυνάμεις έγιναν δεκτές στην Μικρά Ασία ως ελευθερωτές. Την επόμενη χρονιά (88 π.Χ.) ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ διέταξε γενική σφαγή όλων των Ρωμαίων της Μικράς Ασίας, υπολογίζεται ότι 80.000 Ρωμαίοι εκτελέστηκαν, η σφαγή έμεινε γνωστή ως "Ασιατικός Εσπερινός".[8] Οι Ρωμαίοι αντέδρασαν ακαριαία με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Α΄ Μιθριδατικός Πόλεμος, ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας εισέβαλε στην ηπειρωτική Ελλάδα για λογαριασμό των Ρωμαίων. Ο Σύλλας συνέτριψε ολοκληρωτικά τον υπεράριθμο Ποντιακό στρατό σε μια μεγάλη σειρά από μάχες, ανάγκασε τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ να αποχωρήσει. Την ίδια εποχή οι αντίπαλοι του στην Ρώμη ανέλαβαν την εξουσία και τον κήρυξαν παράνομο, ο ίδιος αναγκάστηκε να ξεκινήσει βιαστικές ειρηνικές διαπραγματεύσεις με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ με στόχο να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του. Την εποχή που ο Σύλλας επέστρεψε στην Ρώμη ο Λεύκιος Λικίνιος Μουρένα διοικητής των Ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ασία δεν αναγνώρισε την ειρήνη του Σύλλα που ήταν επιεικέστατη για τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ και δεν επικυρώθηκε από την Γερουσία. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ο Β´ Μιθριδατικός πόλεμος (83 π.Χ.-81 π.Χ.), οι Ρωμαϊκές δυνάμεις ήταν ωστόσο αυτή την φορά σημαντικά μικρότερες με αποτέλεσμα να ηττηθούν στην "μάχη του Άλυ" (82 π.Χ.), ανακηρύχτηκε ξανά ειρήνη με συνθήκη.[9] Οι μακρόχρονοι πόλεμοι ανάμεσα στην Ρώμη και το βασίλειο του Πόντου ήταν αποτέλεσμα του Α΄ Μιθριδατικού Πολέμου, ιδιαίτερα χάρη στην συμμαχία του Μιθριδάτη ΣΤ΄ και του Κόιντου Σερτώριου που απειλούσε έντονα την Ρωμαϊκή εξουσία. Η αιτία του Γ΄ Μιθριδατικού Πολέμου κληροδοτήθηκε από τον Νικομήδη Δ΄ της Βιθυνίας μετά τον θάνατο του (74 π.Χ.), ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ αφού οργάνωσε τον στρατό του επιτέθηκε στην Βιθυνία.[10]
Οι πρώτες περιορισμένες κατακτήσεις του Μιθριδάτη ΣΤ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την εποχή που είχε πετύχει η εξέγερση του Σερτώριου στις Ισπανικές επαρχίες ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έγινε ασύδοτος, ο Λούκουλλος και ο Μάρκος Αυρήλιος Κόττα πήγαν με εντολή του Συγκλήτου για να τον αντιμετωπίσουν. Ο ικανότερος στρατηγός Πομπήιος βρισκόταν στην Ισπανία ώστε να βοηθήσει τον Μέτελλο Πίο στην εξέγερση που είχε προκαλέσει ο Σερτώριος. Ο Λούκουλλος απεστάλη για να κυβερνήσει την Κιλικία και ο Μάρκος Αυρήλιος Κόττα την Βιθυνία.[11] Σύμφωνα με τον Αππιανό και τον Πλούταρχο οι Ρωμαίοι είχαν 30.000 πεζούς και 1.600-2.500 ιππείς, ενώ ο Μιθριδάτης ενώ ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ όπως φημολογείται γύρω στις 300.000.[12] To αρχικό σχέδιο είχε στόχο να επιτεθεί ο Κόττα στον στόλο του Μιθριδάτη στην Χαλκηδόνα και ο Λούκουλλος μέσω της Φρυγίας θα έκανε εισβολή στον Πόντο. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έκανε μια γρήγορη πορεία προς τα δυτικά πριν φτάσει ο Λούκουλλος στον Πόντο, νίκησε τον Λούκουλλο στην "μάχη της Χαλκηδόνας" και τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή. Τα 64 Ρωμαϊκά πλοία είχαν αιχμαλωτιστεί ή καεί και ο Μάρκος Αυρήλιος Κόττα είχε χάσει 3.000 άνδρες.[13][14] Ο Κόττα εξαναγκάστηκε να παραμείνει αιχμάλωτος περιμένοντας τον Λούκουλλο να έρθει να τον σώσει.[15]
Με την άφιξη του στην Αρχαία Νικομήδεια ο Κόττας παρακολούθησε με θλίψη τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ να καταλαμβάνει όλες τις μεγάλες πόλεις όπως η Νίκαια της Βιθυνίας, η Λάμψακος, η Νικομήδεια και η Απάμεια. Η Κύζικος ήταν η μοναδική πόλη που παρέμεινε πιστή στους Ρωμαίους πιθανότατα επειδή οι περισσότεροι από τους πολίτες της είχαν πεθάνει πολεμώντας τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ στην Χαλκηδόνα. Ο στρατός των Ποντίων βάδισε προς την Κύζικο και ξεκίνησε την πολιορκία.[16] Ο Λούκουλλος στρατοπέδευσε κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου στην Βιθυνία, εκεί του έφτασαν τα νέα σχετικά με την ήττα του Κόττα. Οι στρατιώτες του πρότειναν στον Λούκουλλο να αγνοήσει τον Κόττα και να προχωρήσει ο ίδιος στην πολιορκία του Πόντου, ο Λούκουλλος τους αγνόησε και πήγε προς την Χαλκηδόνα. Ο Μάρκος Μάριος ένας Ρωμαίος αποστάτης που συνεργαζόταν με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ τον εμπόδισε να προχωρήσει, ο Λούκουλλος συνάντησε τον εχθρικό στρατό στο σημερινό Ιζνίκ κοντά στην Νίκαια.[17] Ο Λούκουλλος που διέθετε 30.000 πεζούς και 2.500 ιππείς τρόμαξε από το μέγεθος του στρατού των Ποντίων και δίσταζε να ξεκινήσει την μάχη. Ο Μάρκος Μάριος δίσταζε και αυτός με την σειρά του να ξεκινήσει την μάχη επειδή δεν είχε αρκετές προμήθειες, ο Λούκουλλος το έμαθε μέσω των αιχμαλώτων του, με τον τρόπο αυτό προετοιμάστηκε μεθοδικά για την μάχη.
Η αποτυχημένη πολιορκία της Κυζίκου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την εποχή που ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ πολιορκούσε την Κύζικο έφτασε στην πόλη ο Λούκουλλος με τον Ρωμαϊκό στρατό, με την βοήθεια μερικών αποστατών οι Ρωμαίοι τον παγίδευσαν στην χερσόνησο του Κύζικου. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έστειλε μακριά το ιππικό του μαζί με τους τραυματίες αλλά ο στρατός του έπεσε σε παγίδα και σφαγιάστηκε στην "μάχη του ποταμού Ρύνδακος". Ο Λούκουλλος επιτέθηκε στον στρατό των Ποντίων την ώρα που διέσχιζε τον ποταμό, σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Αππιανό αιχμαλωτίστηκαν 15.000 άνδρες και 6.000 άλογα.[18] Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ αναγκάστηκε να δραπετεύσει ο Λούκουλλος τον καταδίωξε, τον συνάντησε στην συμβολή των ποταμών Αίσηπου και Γρανικού σφαγιάζοντας 20.000 Ποντίους. Στα τέλη του πολέμου είχαν απομείνει στον Μιθριδάτη ΣΤ΄ μόνο 20.000 από τον τεράστιο στρατό των 300.000 ανδρών, η πολιορκία της Κυζίκου ήταν για τον ίδιο μια ολοκληρωτική καταστροφή.[19] Ο Μάρκος Μάριος επιβίωσε από την αποτυχημένη εκστρατεία στην Κύζικο, μαζί με τους στρατηγούς του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Αλέξανδρο τον Παφλαγόνιο και Διονύσιο τον Ευνούχο ηγήθηκε σε 90 πλοία και 10.000 επιλεγμένους άνδρες, σύμφωνα με τον Μόμσεν "το άνθος των Ρωμαίων μεταναστών".[20] Ο Λούκουλλος τους καταδίωξε και συνέλαβε ένα απόσπασμα 13 πλοίων ανάμεσα στην Τένεδο και το λιμάνι που διέθετε στην αρχαιότητα η Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο κύριος Ποντιακός στόλος κατέφυγε στο μικρό νησί των Νέων ανάμεσα στην Λήμνο και την Σκύρο, ο Λούκουλλος τους καταδίωξε άγρια, βύθισε και κατέλαβε 32 βασιλικά πλοία.[21] Ο Διονύσιος αυτοκτόνησε και ο Αλέξανδρος κρατήθηκε ώστε να παραστεί στον θρίαμβο του Λούκουλλου στην Ρώμη, ο Μάρκος Μάριος δραπέτευσε αρχικά αλλά βρέθηκε αργότερα όταν κατέφευγε σε μία σπηλιά.[22] Ο Μάρκος Μάριος είχε χάσει και ο ίδιος το ένα μάτι, όταν έψαχναν τους επιζώντες ο Λούκουλλος έδωσε εντολή να μην θανατωθούν οι μονόφθαλμοι, ήθελε να επιβλέψει ο ίδιος προσωπικά τον θάνατο του αποστάτη ώστε να πεθάνει υπό τις χειρότερες προσβολές.[23] Την ίδια εποχή που ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν έτοιμος να εισβάλει στον Πόντο η Ηράκλεια η Ποντική καταλήφθηκε από τον Μιθριδάτη ΣΤ΄, τοποθετήθηκε σε αυτή φρουρά 4.000 ανδρών.[24] Με τα νέα της είδησης οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να χωρίσουν τις δυνάμεις τους, ο Κόττα θα βάδιζε προς την Ηράκλεια και ο Λούκουλλος θα προχωρούσε σε εισβολή στον Πόντο μέσω της Μικρασιατικής Γαλατίας (72 π.Χ.).[25]
Η κατάκτηση του Πόντου και η τελική συντριβή του Μιθριδάτη ΣΤ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Γαλάτες της Μικράς Ασίας ήταν πολύ χαρούμενοι για την βοήθεια απέναντι στους Ρωμαίους επειδή μισούσαν τον Μιθριδάτη ΣΤ΄.[26] Ο Λούκουλλος βρέθηκε στην καρδιά του βασιλείου του Πόντου και ξεκίνησε την πολιορκία των εύφορων εδαφών του. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα επειδή ήθελε να ανασυγκροτήσει τον στρατό του, συγκέντρωσε κοντά στα Κάβειρα 20.000 άντρες και περίμενε τον Λούκουλλο.[27] Ο Λούκουλλος πολιόρκησε την Θεμίσκυρα την θρυλική πρωτεύουσα των αρχαίων Αμαζόνων στον ποταμό Τέρμε. Ο στρατός του Λούκουλλου οικοδόμησε πύργους και έσκαψε πολλές σήραγγες μέσα από τις οποίες δόθηκαν αργότερα σημαντικές μάχες. Οι κάτοικοι της Θεμίσκυρας απέκτησαν αρκούδες, πολλά άγρια ζώα ακόμα και σμήνη μελισσών με στόχο να τα χρησιμοποιήσουν για άμυνα απέναντι στον Λούκουλλο.[28] Ο Λούκουλλος κατέλαβε ένα παλιό φρούριο στα υψώματα με θέα την Κάβειρα, ήταν σημαντικό αλλά απέκοψε τις δυνάμεις του από τις κατακτήσεις του στον Πόντο, έπρεπε να εφοδιαστεί από την σύμμαχο του Καππαδοκία. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην ύπαιθρο, για αυτό ο Λούκουλλος αναγκάστηκε να στείλει νηοπομπές ώστε να συλλέξει εφόδια για τον στρατό του. Η πρώτη από αυτές περιείχε δέκα μονάδες πεζικού 3.000-5.000 άνδρες, η νηοπομπή δέχτηκε επίθεση από το Ποντιακό ιππικό αλλά την απέκρουσε προκαλώντας τρομερές απώλειες στους εισβολείς. Η δεύτερη νηοπομπή επίσης βαριά οπλισμένη υπό την διοίκηση του Μάρκου Φάβιου Αδριανού πήγε προς το στρατόπεδο του Λούκουλλου να το εφοδιάσει, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ αποφάσισε να κάνει συνδυασμένη επίθεση με πεζικό και ιππικό. Οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν ότι η στενή κοιλάδα ήταν ακατάλληλη για το ιππικό του Μιθριδάτη, αντεπιτέθηκαν και εξόντωσαν την μισή τουλάχιστον επιθετική ομάδα των 4.000 ανδρών.[29] Ο Λούκουλλος είχε πλέον ενισχυθεί με επιτυχία και ο αποδεκατισμένος Μιθριδάτης ΣΤ΄ αποφάσισε να υποχωρήσει πανικόβλητος. Ο πανικός ξέσπασε στα Ποντιακά στρατεύματα την περίοδο της υποχώρησης, ο Λούκουλλος το αναγνώρισε έκανε την τελική επίθεση και τους συνέτριψε ολοκληρωτικά.[30]
Ο Μιθριδάτης δαπέτευσε για βοήθεια στην Αρμενία στην οποία ήταν βασιλιάς ο γαμπρός του Τιγράνης ο Μέγας. Οι στρατοί του Λούκουλλου και του Κόττα συναντήθηκαν (73 π.Χ.), αποφάσισαν να κατακτήσουν την Ηράκλεια την Ποντική την οποία ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ είχε ενισχύσει με φρουρά 4.000 ανδρών.[31] Ο Κόττας ξεκίνησε την πολιορκία της Ηράκλειας της Ποντικής αλλά έπρεπε να περιμένει δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι να την κατακτήσει ολοκληρωτικά (71 π.Χ.).[32] Την περίοδο αυτή καθαίρεσε έναν από τους Quaestor του τον Πόμπλιο Όππιο τον οποίο κατηγόρησε για δωροδοκία και συνομωσία.[33] Ο Λούκουλλος αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση του Πόντου, εδραίωσε την κυριαρχία του και επέστρεψε στην πολιορκία της Αμισού. Η Σαμψούντα μια πανάρχαια Ελληνική πόλη στον Πόντο εξακολουθούσε να αντιστέκεται στις Ρωμαϊκές Λεγεώνες υπό την διοίκηση του Λεύκιου Λικίνιου Μουρένα, γιου του ομώνυμου στρατηγού στον Β΄ Μιθριδατικό Πόλεμο. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έστειλε στην Αμισό τον Έλληνα μηχανικό Καλλίμαχο για να βοηθήσει τους πολιορκημένους, κατασκεύασε πολλές μηχανές που προκάλεσαν δυσκολίες στους Ρωμαίους. Ο Λούκουλλος αντικατέστησε ο ίδιος τον Μουρένα και απέδειξε για άλλη μια φορά την στρατιωτική του ιδιοφυΐα, εξαπέλυσε την κατάλληλη στιγμή επίθεση και κατέλαβε την Αμισό. Οι στρατιώτες του όρμησαν στην πόλη και την ισοπέδωσαν, ο Λούκουλλος θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού θρήνησε επειδή το όνομα του δεν θα έμενε ισότιμο του γενναιόδωρου Σύλλα αλλά του καταστροφέα της Κορίνθου Μόμμιου.[34] Μετά την καταστροφή της Αμισού ο Λούκουλλος πολιόρκησε στην Σινώπη το κύριο λιμάνι του Πόντου που εξακολουθούσε να αντιστέκεται σκληρά τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Ο Λούκουλλος επέμενε έντονα στην πολιορκία μέχρι την εποχή που οι αμυνόμενοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν, έκαψαν τα βαρύτερα πλοία τους και δραπέτευσαν με τα ελαφρύτερα. Ο Λούκουλλος φέρθηκε γενναιόδωρα στους κατοίκους, τους χάρισε την ελευθερία επειδή δεν του αντιστάθηκαν οι ίδιοι αλλά ο στρατός που είχε στείλει ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ από την Κιλικία.[35] Ο Κόττας επέστρεψε εν τω μεταξύ στην Ρώμη για να τελέσει τον θρίαμβο ο οποίος αφορούσε την κατάκτηση της Ηρακλείας της Ποντικής (70 π.Χ.).[36] Τα επόμενα χρόνια ωστόσο κατηγορήθηκε για οικειοποίηση λαφύρων, καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε από την Γερουσία.[37]
Ο Α΄ Αρμενο-Ρωμαϊκός Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την συντριβή στην "μάχη των Καβείρων" ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ δραπέτευσε στον γαμπρό του Βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη τον Μέγα. Ο Λούκουλλος που ήταν απασχολημένος με τις εκκαθαρίσεις στον Πόντο έστειλε μια επιστολή υπό την διοίκηση του κουνιάδου του Άππιου Κλαύδιο Πούλχερ, το αίτημα ήταν να του παραδώσει ο Τιγράνης τον Μιθριδάτη. Ο Τιγράνης ο Μέγας αρνήθηκε να γίνει μαριονέτα των Ρωμαίων προδίδοντας τον ίδιο τον πεθερό του, δεν είχε πλέον καμιά άλλη επιλογή από την προετοιμασία σε πόλεμο.[38] Την άνοιξη του 69 π.Χ. ο Λούκουλλος διέσχισε τον Ευφράτη προς την Μεγάλη Αρμενία, ο πόλεμος ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Αρμενίους είχε ήδη ξεσπάσει.[39] Ο Τιγράνης ο Μέγας έστειλε τον ευγενή του Μιθροβαρζάνη να τον αντιμετωπίσει με 2.000-3.000 ιππείς, οι Ρωμαίοι έστειλαν μια δύναμη φρουράς 3.500 ανδρών με αποτέλεσμα να ηττηθούν οι Αρμένιοι ιππείς ενώ ο ίδιος ο Μιθροβαρζάνης σκοτώθηκε.[40]
Ο Λούκουλλος κινήθηκε εναντίον της πρωτεύουσας των Αρμενίων Τιγρανόκερτα, ο Τιγράνης ο Μέγας επέστρεψε επειγόντως από την Συρία και προετοιμάστηκε για μάχη με τους Ρωμαίους. Ο στρατός του Λούκουλλου συνέτριψε τους Αρμενίους στην "μάχη των Τιγρανόκερτων" παρά το γεγονός ότι ήταν αριθμητικά σημαντικά μικρότερος. Ο Τιγράνης ο Μέγας κινήθηκε βόρεια στην πατροπαράδοτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Αρτάξατα και ο Λούκουλλος κινήθηκε νότια στην Κορδυηνή των Κούρδων, στα σύνορα με την Παρθία. Τον χειμώνα του 69 π.Χ. οι δύο πλευρές ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά της Παρθίας Αρσάκη ΙΣΤ΄ στον οποίο είχε επιτεθεί ο αντίπαλος του Φραάτης Γ΄ της Παρθίας από την Βακτρία.[41] Το καλοκαίρι του 68 π.Χ. ο Λούκουλλος ξεκίνησε την επίθεση εναντίον του Τιγράνη του Μέγα, διέσχισε την οροσειρά του Αντιταύρου με κατεύθυνση την παραδοσιακή πρωτεύουσα των Αρμενίων Αρτάξατα. Ο Τιγράνης ο Μέγας δέχτηκε την πρόκληση να αντιδράσει και ο Λούκουλλος νίκησε για άλλη μια φορά τον στρατό των εχθρών του.[42][43][44] Ο σκληρός χειμώνας ωστόσο στις Αρμενικές οροσειρές έφεραν κούραση στον στρατό με αποτέλεσμα την ανταρσία, ο Λούκουλλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει νότια προς την Αρζανηνή. Αφού μετέβη πρώτα στο αρχαίο βασίλειο της Ασσυρίας στις αρχές του χειμώνα πολιόρκησε την Νίσιβις, την πιο οχυρωμένη Αρμενική πόλη και το θησαυροφυλάκιο τους στην βόρεια Μεσοποταμία.[45] Την άμυνα της Νίσιβις ανέλαβαν ο αδελφός του Τιγράνη Γούρα και ο ταλαντούχος Έλληνας μηχανικός Καλλίνικος. Ο Λούκουλλος δεν μπόρεσε να κατακτήσει εύκολα την Νίσιβις, ήταν καλά οχυρωμένη με δύο σειρές τοίχων και μια τάφρο, τον χειμώνα του 68 π.Χ. ωστόσο στην διάρκεια μιας ισχυρής καταιγίδας έκανε αιφνίδια επίθεση καταλαμβάνοντας την Νίσιβις και το θησαυροφυλάκιο. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ και ο Τιγράνης ο Μέγας δίστασαν να ξεκινήσουν νέο πόλεμο, ο Τιγράνης βάδισε να ανακτήσει τον νότια Αρμενία και ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ήταν έτοιμος για την ανακατάληψη του Πόντου.[46]
Η εκστρατεία του Πομπήιου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την εποχή που ο Λούκουλλος πολιορκούσε την Νίσιβις ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ επέστρεψε ξαφνικά στον Πόντο.[47] Οι Ρωμαίοι πιάστηκαν στον ύπνο, δεν το περίμεναν και ο Γάιος Βαλέριος Τριάριος που έστειλε δύο Λεγεώνες για να ενισχύσουν τον Λούκουλλο ανέλαβε την διοίκηση του Ρωμαϊκού στρατού στον Πόντο. Μετά από μερικές αψιμαχίες ακολούθησε η "μάχη της Ζέλας" στην οποία ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ νίκησε και ανέλαβε τον έλεγχο του Πόντου, οι Ρωμαίοι είχαν 7.000 νεκρούς, ανάμεσα τους 24 Τριβούνοι και 150 Εκατόνταρχοι.[48] Τον χειμώνα του 68 π.Χ. η εξουσία του Λούκουλλου στην Νίσιβη κλονίστηκε, ο κουνιάδος του Πόπλιος Κλόδιος Πούλχερ χρηματοδοτήθηκε από τον Πομπήιο να του αφαιρέσει την διοίκηση και να την δώσει στον ίδιο. Ο Λούκουλλος έπεισε τον στρατό του να επιστρέψει στην Μικρά Ασία αλλά κατόπιν αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε εκστρατεία εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄, τον κατηγόρησαν ότι ήταν ο μοναδικός που είχε κέρδος από την εκστρατεία και του πρότειναν να συνεχίσει μόνος του.[49] Μετά την άρνηση ο Λούκουλλος αποχώρησε στους συμμάχους του Γαλάτες της Μικράς Ασίας επιτρέποντας στον Μιθριδάτη ΣΤ΄ να εδραιώσει την εξουσία του και να ανασυγκροτήσει τον στρατό του. Η Γερουσία απέστειλε τον Πομπήιο να αντικαταστήσει τον Λούκουλλο (53 π.Χ.), την ίδια εποχή ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ και ο Τιγράνης ο Μέγας είχαν ανακαταλάβει τα βασίλεια τους.
Ο Τριβούνος Γάιος Μανίλιος πρότεινε στον Πομπήιο να αναλάβει την διοίκηση του πολέμου εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄ (66 π.Χ.) και του γαμπρού του Τιγράνη, θα μπορούσε να διορίζει τους διοικητές της Μικράς Ασίας και να συνάπτει ειρηνικές συνθήκες. Ο νόμος "Λέξ Μανίλια" επικυρώθηκε από τον λαό και την Σύγκλητο, ο Πομπήιος ανέλαβε την ηγεσία του πολέμου στην ανατολή.[50] Με την άφιξη του Πομπήιου ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ υποχώρησε στο κέντρο του βασιλείου του και προσπάθησε να ανακόψει τις εφοδιαστικές δυνάμεις του Ρωμαϊκού στρατού. Ο Πομπήιος τον έριξε στην παγίδα και τον νίκησε στην "μάχη του ποταμού Λύκου", ο γαμπρός του Τιγράνης αρνήθηκε να τον δεχτεί και ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ κατέφυγε μέσω της Κολχίδας στον Κιμμέριο Βόσπορο. Ο Πομπήιος βάδισε κατόπιν στην Αρμενία εναντίον του Τιγράνη του Μέγα που είχε αποδυναμωθεί σημαντικά, ο Τιγράνης το αναγνώρισε ζήτησε από τον Πομπήιο ειρήνη και μετέτρεψε το βασίλειο του σε υποτελές της Ρώμης. Ο Πομπήιος βάδισε εναντίον των Καυκάσιων φυλών που υποστήριζαν τον Μιθριδάτη, στην πορεία του συνάντησε ισχυρή αντίσταση από την Αλβανία του Καυκάσου και το Βασίλειο της Ιβηρίας. Μετά την νίκη του απέναντι στους Αλβανούς και τους Ίβηρες προχώρησε στην Φάσις, οι Ίβηρες ανασυγκροτήθηκαν αλλά ο Πομπήιος επέστρεψε, τους παγίδευσε στον ποταμό Άβα και τους νίκησε οριστικά στην "μάχη του ποταμου Άβα". Μετά την ήττα του από τον Πομπήιο (63 π.Χ.) ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ δραπέτευσε στην Κριμαία, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον στρατό του απέναντι στους Ρωμαίους αλλά απέτυχε, υποχώρησε στο Παντικάπαιον (63 π.Χ.). Ο μεγαλύτερος γιος του και βασιλιάς του Κιμμέριου Πόντου Μαχάρης αρνήθηκε να βοηθήσει τον πατέρα του, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ τον σκότωσε και κατέλαβε τον θρόνο του με στόχο να ανακατακτήσει τον Πόντο. Ο μικρότερος γιος του Φαρνάκης Β΄ του Πόντου αποστάτησε επίσης, η προδοσία αυτή πλήγωσε τόσο έντονα τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ που αποφάσισε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Η απόπειρα αυτοκτονίας απέτυχε γιατί ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ είχε ανοσία από τα δηλητήρια γνωστή ως Μιθριδατισμός αφού έπαιρνε σε όλη του την ζωή μικρές δόσεις για να αποκτήσει ανοσία.[51] Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ διέταξε τότε έναν Γαλάτη σωματοφύλακα να τον σκοτώσει με το σπαθί του, με εντολή του Πομπήιου η σωρός του τάφηκε στην Σινώπη ή την Αμάσεια.[52]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Mayor, The Poison King: the life and legend of Mithradates, Rome's deadliest enemy σ. 68
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σ. 6
- ↑ Mayor, The Poison King: the life and legend of Mithradates, Rome's deadliest enemy, σ. 69
- ↑ Mayor, The Poison King: the life and legend of Mithradates, Rome's deadliest enemy, σ. 69
- ↑ Mayor, The Poison King: the life and legend of Mithradates, Rome's deadliest enemy, σ. 394
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 13–18
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 19–24
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 25–47
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 57–100
- ↑ Philip Matyzak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 101–102
- ↑ Anthon, Charles & Smith, William, A New Classical Dictionary of Greek and Roman Biography, Mythology and Geography, 1860, σ. 226
- ↑ Αππιανός, Mithridatica, XI.72; Πλούταρχος, Life of Lucullus, 8
- ↑ Holmes, T. Rice, The Roman Republic and the Founder of the Empire, Τομ. 1, 1923, σ. 180
- ↑ Appian Mithridates. 71; Plutarch. Lucullus. 8
- ↑ T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, Τομ. 2 (1952), σ. 99
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, Rome's indomitable Enemy, σσ. 106–113
- ↑ Keaveney, Lucullus, σ. 77
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus, p. 60; Philip Matyszak, Mithridates the Great, σ. 112
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 112–113
- ↑ Theodor Mommsen, The History of Rome, Τομ. 4, σ. 329
- ↑ Keaveney, Lucullus, σ. 85
- ↑ Ορόσιος, 6.2.21–22
- ↑ Πλούταρχος, Lucullus 12.5
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus: the Life and Campaigns of a Roman Conqueror σ. 159; Memnon, History of Heraclea, 29
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus: the Life and Campaigns of a Roman Conqueror, σ. 159
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great: Rome's Indomitable Enemy; Plutarch, Life of Lucullus, 14
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great: Rome's Indomitable Enemy, σ. 119; Αππιανός, Mithridatica, 78
- ↑ Fratantuono, Lucullus, σ. 64; Αππιανός, Mithridatica, XI.78
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great: Rome's Indomitable Enemy σ. 121; Lee Fratantuono, Lucullus: the Life and Campaigns of a Roman Conqueror σ. 69
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great: Rome's Indomitable Enemy σσ. 121–122; Lee Fratantuono, Lucullus: the Life and Campaigns of a Roman Conqueror σ. 69
- ↑ Holmes, T. Rice, The Roman Republic and the Founder of the Empire, Τομ. 1, 1923, σ. 184
- ↑ T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, Τομ. 2 (1952), σσ. 110, 116 & 122
- ↑ T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, Τομ. 2 (1952), σ. 110
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus: The Life and Campaigns of a Roman Conqueror, σ. 72; Keaveny, Sulla, the Last Republican, σ. 124
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus: the Life and Campaigns of a Roman Conqueror σσ. 73–74; Plutarch, Life of Lucullus, 13; Orosius, Historiae Adversus Paganos, VI 3.2–3.3
- ↑ T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, Τομ. 2 (1952), σ. 127
- ↑ T. Robert S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic, Τομ. 2 (1952), σσ. 127 & 144
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, σσ. 123–125; Lee Frantatuono, Lucullus, σ. 77
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, σ. 126; Lee Frantatuono, Lucullus, σ. 77
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, σσ. 127–128; Lee Frantatuono, Lucullus, σσ. 83–84; Plutarch, Life of Lucullus, XII.84
- ↑ Plutarch, Lucullus, 30
- ↑ Sherwin-White 1994, σ. 242
- ↑ Steel 2013, σ. 141
- ↑ Wylie 1994, σ. 117
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus, the Life and Campaigns of a Roman Conqueror, σσ. 101–104
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σ. 139; Lee Fratantuono, Lucullus, the Life and Campaigns of a Roman Conqueror, σσ. 104–105; Eutropius, Breviarium, 6.9.1
- ↑ Philip Matyszak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σ. 140
- ↑ Lee Fratantuono, Lucullus, the Life and Campaigns of a Roman Conqueror, σ. 108; Philip Matyszak, Mithridates the Great, Rome's Indomitable Enemy, σσ. 140–142; Mayor, σ. 311; Appian, Mithridatica, 89; Cassius Dio, Roman History, 36.12
- ↑ Πλούταρχος, Life of Lucullus, 35
- ↑ John Leach, Pompey the Great, σ. 75; Cicero, Cassius Dio, Roman History, 36.43.2
- ↑ A History of Rome, LeGlay, et al. 100
- ↑ Hojte, Jakob Munk. "The Death and Burial of Mithridates VI"
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βίοι Παράλληλοι/Πομπήιος § 30-42
- Αππιανός«Ιστορία της Ρώμης (History of Rome)»:πόλεμοι εναντίον του Μιθριδάτη § 69-121 Αρχειοθετήθηκε 2015-11-16 στο Wayback Machine.
