Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το όνειρο του θείου μου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το όνειρο του θείου μου
Η πρώτη δημοσίευση της ιστορίας του Ντοστογιέφσκι «Το όνειρο του θείου μου», στο περιοδικό Russian Word, 1859, αρ. 3
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΤίτλοςДядюшкин сон
ΥπότιτλοςИз мордасовских летописей
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1859
Ημερομηνία δημοσίευσης1859
Μορφήμυθιστόρημα
ΠροηγούμενοΝιέτοτσκα Νιεζβάνοβα
ΕπόμενοΤο χωριό Στεπαντσίκοβο
Δημοσιεύθηκε στοRusskoye Slovo[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το όνειρο του θείου μου (ρωσικός τίτλος: Дядюшкин сон) είναι μικρό μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που εκδόθηκε το 1859. Είναι το πρώτο έργο με το οποίο ο Ντοστογιέφσκι επέστρεψε στη λογοτεχνική δραστηριότητα μετά από μια μακρά παύση κατά τη διάρκεια της εξορίας του, γράφτηκε κατά την παραμονή του συγγραφέα στο Σεμιπαλατίνσκ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ρωσικό περιοδικό Russkoye Slovo το 1859.[2]

Μια σπουδαία κυρία μιας επαρχιακής ρωσικής πόλης προσπαθεί να παντρέψει την κόρη της με έναν ηλικιωμένο πλούσιο πρίγκιπα, καταλήγει όμως στη γελοιοποίηση καθώς αυτός δεν είναι σε κατάσταση να καταλάβει αν η πρόταση γάμου που έκανε είναι όνειρο ή πραγματικότητα και η ιστορία καταλήγει σε γκροτέσκα κωμωδία. [3]

Κάτω από το ανάλαφρο και χιουμοριστικό ύφος, που ακροβατεί στα όρια της σάτιρας και της τραγωδίας και εμβαθύνει στα πιο μυστικά όρια της συνείδησης, αποκαλύπτεται το πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινωνίας της επαρχιακής Ρωσίας του 19ου αιώνα.

Το έργο έχει διασκευαστεί για το θέατρο.[4]

Η ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη Μορντασώφ, στην περιφέρεια του Βλαντίμιρ, στα δυτικά της Ρωσίας.

Η Μαρία Αλεξάντροβνα Μοσκάλοβα, κυρία της τοπικής αριστοκρατίας, έχει το πιο αξιοσέβαστο σαλόνι στη μικρή πόλη, και γεμάτη επιρροή, δόξα και καθωσπρεπισμό πάντα ήξερε να διευθύνει τις υποθέσεις και τα κουτσομπολιά της ώστε όλοι μάλλον να τη φοβούνται παρά να τη σέβονται. Ο σύζυγός της βρίσκεται στο κτήμα τους γιατί η Μαρία δεν υποφέρει την ανοησία του. Αναζητά έναν καλό σύζυγο για την 23χρονη μοναχοκόρη της Ζίνα, η οποία είχε ερωτευτεί τον Βάσια, έναν νεαρό δάσκαλο, δύο χρόνια νωρίτερα. Η Μαρία τότε είχε κάνει τα πάντα για να την αποτρέψει να τον παντρευτεί και τα κατάφερε αλλά η Ζίνα τον αγαπά ακόμη. Συχνός επισκέπτης τους αυτή την περίοδο είναι ο Πάβελ Μοζγκλιάκοφ, νεαρός αξιωματούχος, ερωτευμένος με τη Ζίνα, της έκανε πρόταση γάμου αλλά αυτή τον κρατάει σε αναμονή.[5]

Μετά από ένα ατύχημα, φτάνει στο σπίτι της Μαρίας Αλεξάντροβνας ο θείος του Μοζγκλιάκοφ πρίγκιπας K, ένας ηλικιωμένος αριστοκράτης, που πάσχει, σύμφωνα με τους κατοίκους της πόλης, από γεροντική άνοια. Αφού κατασπατάλησε την περιουσία του, ο πρίγκιπας έλαβε πρόσφατα μια απροσδόκητη τεράστια κληρονομιά και ζει για χρόνια απομονωμένος σε ένα από τα κτήματά του. Έχουν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφθηκε το Μορντασώφ, ξέχασε όλα τα πρόσωπα και μπερδεύει τους πάντες.

Ενώ μιλάει με τον καλεσμένο, η Μαρία Αλεξάντροβνα αναπτύσσει ένα σχέδιο: να τον παντρέψει με την κόρη της. Η Ζίνα στην αρχή απορρίπτει με βδελυγμία κάθε συζήτηση για γάμο μαζί του, αλλά η μητέρα της έχει σοβαρά επιχειρήματα απέναντι στην αγανακτισμένη Ζίνα και της παρουσιάζει τον γάμο της ως μια ειδική αποστολή - θα είναι μια αδελφή του ελέους για τον σύζυγό της, και μετά τον θάνατό του (κάτι που δεν θα αργήσει) θα γίνει πλούσια πριγκίπισσα, ελεύθερη να παντρευτεί «όποιον θέλει».

Η Ζίνα συμφωνεί με το σχέδιο της μητέρας της και αυτή κάνει τα πάντα για να κρατήσει στο σπίτι τον πρίγκιπα, τον οποίο και άλλες μητέρες επιθυμούν για τις κόρες τους. Δυστυχώς για εκείνη, μια χήρα φιλοξενούμενή της, που είχε ακούσει τη συζήτηση μεταξύ μητέρας και κόρης και που επίσης είχε βλέψεις να παντρευτεί τον πρίγκιπα, παρέσυρε τον Μοζγκλιάκοφ να κρυφακούσει μια συνομιλία μητέρας και κόρης.

Η Μαρία θα δώσει πολλές μάχες για να προωθήσει το σχέδιό της, πρώτα ενάντια στον πρίγκιπα, ο οποίος, χαλαρωμένος με ποτά και το τραγούδι της Ζίνας, κάνει την πρόταση γάμου. Εναντίον του συζύγου της, τον οποίο περιφρονεί και του απαγορεύει να ανοίγει το στόμα του. Ενάντια στον Μοζγκλιάκοφ, τον οποίο ξεγελά με παραπλήσια επιχειρήματα που έπεισε και την κόρη της, αλλά αυτός, σε μια έκρηξη διαύγειας, καταλαβαίνει ότι δεν έχει ελπίδες και εκδικείται. Εναντίον της κόρης της Ζίνας, που αισθάνεται αηδία για τον ρόλο που την κάνει να παίξει η μητέρα της. Και το κυριότερο, ενάντια στις δέκα κουτσομπόλες κυρίες της καλής κοινωνίας «φίλες» της, που ήρθαν όλες μαζί επίσκεψη για να αποτρέψουν το σχέδιό της.

Το βράδυ, μπροστά σε όλες τις συγκεντρωμένες στο σαλόνι της «φίλες», ο πρίγκιπας, μετά από ένα σύντομο ύπνο, αποδεικνύεται ότι θυμάται τα πρόσφατα γεγονότα πολύ αόριστα και ο Πάβελ Μοζγκλιάκοφ έχει καταφέρνει να τον πείσει ότι είδε την πρόταση γάμου του σε όνειρο. Όταν αποκαλύπτεται η εξαπάτηση, η Ζίνα παραδέχεται ειλικρινά την ενοχή της στη συμπαιγνία της μητέρας της. Λόγω του ισχυρού σοκ, ο πρίγκιπας τρεις μέρες αργότερα πεθαίνει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που τον μετέφερε ο Μοζγκλιάκοφ.

Η Ζίνα πηγαίνει να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο Βάσια, που πεθαίνει στην αγκαλιά της. Ο Μοζγκλιάκοφ την παρακολουθεί και ανανεώνει την πρόταση γάμου, αλλά η κοπέλα τον απορρίπτει και αυτός φεύγει για την Αγία Πετρούπολη. Η Μαρία, ο σύζυγός της και η Ζίνα, μετά τη δημόσια καταισχύνη τους, πουλούν την περιουσία τους και φεύγουν από την πόλη.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ο Μοζγκλιάκοφ επισκέπτεται για διοικητικό έλεγχο μια μακρινή επαρχία. Ο Γενικός Κυβερνήτης τον προσκαλεί σε ένα χορό στο σπίτι του, όπου στο πρόσωπο της συζύγου του κυβερνήτη αναγνωρίζει τη Ζίνα, που δεν τον αναγνώρισε. Η Μαρία Αλεξάντροβνα, που βρίσκεται επίσης στη γιορτή, μετά βίας του απηύθυνε το λόγο.[6]

Το σπίτι του Ντοστογιέφσκι στο Σεμιπαλατίνσκ

Ο Ντοστογιέφσκι άρχισε να γράφει το έργο μετά από μια μακρά παύση, που σχετίζεται με την παραμονή του πρώτα στη φυλακή στο Ομσκ της Σιβηρίας και αργότερα με την εποχή που αναγκάστηκε να υπηρετήσει στο Σώμα Στρατού της Σιβηρίας στο Σεμιπαλατίνσκ. Ο συγγραφέας παρακινήθηκε να το δημιουργήσει όχι μόνο από την επιθυμία να επιστρέψει στη λογοτεχνική δραστηριότητα, αλλά και από οικονομικές δυσκολίες: το 1858, σε μια επιστολή που απευθυνόταν στον δημοσιογράφο Μιχαήλ Κατκόφ, αναφέροντας την ιδέα ενός νέου έργου, ο συγγραφέας ξεκαθάρισε ειλικρινά ότι είχε απόλυτη ανάγκη από χρήματα: «Αν θέλετε να έχετε για δημοσίευση φέτος το μυθιστόρημά μου, τότε μπορείτε να μου στείλετε τώρα, εκ των προτέρων, τα 500 ρούβλια που μου λείπουν και χρειάζομαι επειγόντως».[7]

Οι ερευνητές δεν έχουν καθορίσει την ακριβή ημερομηνία της έναρξης συγγραφής. Παρά τη βιασύνη του, ο Ντοστογιέφσκι - κατά παράβαση της προκαταρκτικής συμφωνίας - μπόρεσε να στείλει το τελειωμένο χειρόγραφο στο περιοδικό Russkoye Slovo τον Ιανουάριο του 1859. Τον Μάρτιο η ιστορία είχε ήδη τυπωθεί.

Μεταφράσεις στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Το όνειρο, μετάφραση Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Φοντάνα, 1973
  • Το όνειρο του θείου μου, μετάφραση Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1992[8]