Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων
Πίνακας για το έργο του Φ. Ντοστογιέφσκι, του Νικολάι Καραζίν, 1893
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΤίτλοςЗаписки из Мёртвого дома
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1860
Ημερομηνία δημοσίευσης1862
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΡωσική Αυτοκρατορία
Σιβηρικό Ομοσπονδιακό Διαμέρισμα
LC ClassOL166970W[1]
ΠροηγούμενοΤαπεινοί και καταφρονεμένοι
ΕπόμενοΣημειώσεις από το υπόγειο
Δημοσιεύθηκε στοVremya
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (ρωσικός τίτλος: Записки из Мёртвого дома) είναι ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που δημοσιεύθηκε το 1862. Είναι μια σκληρή αφήγηση-μαρτυρία της εμπειρίας του ίδιου του συγγραφέα από τη φυλάκισή του στο φρούριο του Ομσκ στη Σιβηρία από το 1850 έως το 1854. Με ζωντανές και εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές της καθημερινής ζωής στη φυλακή αναφέρεται στα βάσανα των καταδίκων - την εξαθλίωση και την υποβάθμισή τους, τον τρόμο και την παραίτησή τους.[2]

Αν και το μυθιστόρημα δεν έχει πλοκή με τη συμβατική έννοια, τα γεγονότα και οι περιγραφές οργανώνονται προσεκτικά γύρω από τη σταδιακή αντίληψη του αφηγητή για την αληθινή φύση του στρατοπέδου-φυλακής και των άλλων κρατουμένων. Είναι πρωτίστως με αυτή την έννοια που το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται αυτοβιογραφικό: Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε αργότερα, στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα και άλλα έργα του, για τη μεταμόρφωση που υπέστη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, καθώς ξεπέρασε σιγά-σιγά τις προκαταλήψεις και την απώθησή του, αποκτώντας μια νέα κατανόηση της ανθρωπότητας.[3]

Η ιστορία εισάγει τον αναγνώστη στη ζωή των φυλακισμένων εγκληματιών σε στρατόπεδο κρατούμενων στη Σιβηρία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο συγγραφέας κατέγραψε όλα όσα είδε και βίωσε κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών καταναγκαστικών έργων στο Ομσκ (από το 1850 έως το 1854 ), έχοντας εξοριστεί εκεί μετά την καταδίκη του για συμμετοχή στον κύκλο Πετρασέφσκι, μια ομάδα διανοουμένων που συζητούσαν για τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Το έργο γράφτηκε από το 1860 έως το 1862, τα πρώτα κεφάλαια δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό του αδελφού του.[4]

Πολλοί από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος βασίστηκαν σε καταδίκους που γνώρισε ο Ντοστογιέφσκι όταν ήταν στη φυλακή και εμφανίζονται σε μεταγενέστερα έργα του. Σχετικά έγραψε στον αδελφό του Μιχαήλ: «Γνώρισα τόσους λαϊκούς τύπους και χαρακτήρες... Αρκετούς για ολόκληρους τόμους».[5]

Κατάδικοι σε ρωσικό στρατόπεδο κρατουμένων, φωτογραφία των αρχών του 20ού αιώνα.

Η ιστορία παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του Αλεξάντερ Πέτροβιτς Γκοριαντσίκοφ, ενός ευγενή που καταδικάστηκε σε ποινή καταναγκαστικών έργων για 10 χρόνια για τη δολοφονία της γυναίκας του. Αφού σκότωσε τη γυναίκα του από ζήλια, ομολόγησε τη δολοφονία και μετά την έκτιση της ποινής του, διέκοψε όλους τους δεσμούς με τους συγγενείς του και παρέμεινε στην πόλη Κ. της Σιβηρίας, ζώντας απομονωμένα και κερδίζοντας τα προς το ζην με μαθήματα. Μία από τις λίγες διασκεδάσεις του ήταν η ανάγνωση και κάποιες σημειώσεις στις οποίες κατέγραφε τις αναμνήσεις του από το στρατόπεδο κρατούμενων.[6]

Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Δέκα χρόνια κατάδικος», είναι μια εισαγωγή που γράφτηκε από έναν ανώνυμο γνωστό του Γκοριαντσίκοφ στην πόλη Κ.. Αυτός ο αφηγητής αναφέρει το ιστορικό του Γκοριαντσίκοφ, το έγκλημα, την ποινή του και τη ζωή του στη Σιβηρία μετά την αποφυλάκισή του. Περιγράφει την έντονη προσωπικότητα και την απομονωμένη συμπεριφορά του και γράφει ότι έχει αναπτύξει έντονη περιέργεια για αυτόν. Μετά τον θάνατο του Γκοριαντσίκοφ, είχε καταφέρει να αποκτήσει μερικά χαρτιά από τη σπιτονοικοκυρά, μεταξύ των οποίων ήταν τα απομνημονεύματα της ζωής στη φυλακή. Τα περιγράφει ως «ασυνάρτητα και αποσπασματικά... διακοπτόμενα, εδώ κι εκεί...».  Αυτά τα απομνημονεύματα του Γκοριαντσίκοφ αποτελούν το υπόλοιπο του μυθιστορήματος.

Όταν βρέθηκε στη φυλακή, ο Ρώσος ευγενής Γκοριαντσίκοφ - ένας χαρακτήρας από αστικό περιβάλλον με παρόμοιες ευαισθησίες με τον Ντοστογιέφσκι - τον πρώτο καιρό βιώνει ιδιαίτερα δύσκολα τη φυλάκισή του. Οι περισσότεροι κρατούμενοι, που ήταν κατά κύριο λόγο αγρότες ή από φτωχές τάξεις, δεν τον αποδέχονται ως ίσο και τον περιφρονούν για την καταγωγή του. Έχοντας επιβιώσει από το πρώτο σοκ, ο Γκοριαντσίκοφ αρχίζει να μελετά με ενδιαφέρον τη ζωή των συγκρατούμενων, ανακαλύπτοντας τους ταπεινούς «κοινούς ανθρώπους». Σταδιακά, ξεπερνά την αποστροφή για την κατάστασή του και τους συντρόφους του, υφίσταται μια πνευματική αφύπνιση που κορυφώνεται με την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο.[7]

Στο έργο περιγράφονται αναλυτικά η καθημερινή ζωή και οι συνήθειες των κρατουμένων, οι σχέσεις των καταδίκων μεταξύ τους, η θρησκευτική πίστη και τα εγκλήματά τους. Αναφέρεται στη σκληρή καταναγκαστική εργασία των κατάδικων, πώς κέρδιζαν χρήματα, πώς έφερναν κρυφά κρασί στη φυλακή, τι ονειρεύονταν, πώς διασκέδαζαν, πώς συμπεριφέρονταν στους δεσμοφύλακες. Οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στο στρατόπεδο, τι απαγορευόταν, τι επιτρεπόταν, σε τι έκλειναν τα μάτια οι αρχές, πώς τιμωρούνταν οι κατάδικοι, περιγράφει τη βαρβαρότητα των φρουρών και την τραγωδία των διαψευσμένων ελπίδων για ελευθερία. Σχολιάζει επίσης την εθνική σύνθεση των καταδίκων, τη στάση τους απέναντι στη φυλάκιση και έναντι κρατουμένων άλλων εθνικοτήτων και τάξεων.[8]

Η ιστορία δεν έχει συνεκτική πλοκή και εμφανίζεται στους αναγνώστες με τη μορφή μικρών διηγήσεων, ωστόσο, ταξινομημένων με χρονολογική σειρά. Τα κεφάλαια της ιστορίας περιέχουν προσωπικές εντυπώσεις του συγγραφέα, ιστορίες από τη ζωή άλλων καταδίκων, ψυχολογικές σκιαγραφήσεις και βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις. Ο Ντοστογιέφσκι απεικονίζει τους κρατούμενους της φυλακής με συμπάθεια για την κατάστασή τους και εκφράζει θαυμασμό για το θάρρος, την ενέργεια, την εφευρετικότητα και το ταλέντο τους να ξεπερνούν τις δυσκολίες. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη της φυλακής, με τις παράλογες πρακτικές και τις άγριες σωματικές τιμωρίες, είναι ένα τραγικό γεγονός, τόσο για τους κρατούμενους όσο και για τη Ρωσία.[9]

Μεταφράσεις στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • μετάφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστης, 1959
  • μετάφρ. Σωτήρης Πατατζής, εκδ. Διεθνείς εκδόσεις / Δεληχρυσός, 1953
  • μετάφρ. Αντωνέλλα Α. Δαμιανού, εκδ. Δαμιανός
  • μετάφρ. Νίκος Κυτόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1983[10]