Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο κύριος Προχάρτσιν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο κύριος Προχάρτσιν
Εικονογράφηση από έκδοση του 1895
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1846
Ημερομηνία δημοσίευσης1846
Μορφήδιήγημα

Ο κύριος Προχάρτσιν (ρωσικός τίτλος: Господин Прохарчин) είναι διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που γράφτηκε και εκδόθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Otečestvennye Zapiski (Χρονικά της Πατρίδας) το 1846. Είναι μέρος του πρώιμου έργου του Ντοστογιέφσκι και ακολούθησε τις επιτυχίες Οι φτωχοί και Ο σωσίας.[1]

Ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας είναι ένας γέρος, μοναχικός και ασήμαντος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος παλεύει να πληρώσει τα λίγα καπίκια για το νοίκι και το φαγητό του. Μετά τον θάνατό του, αποκαλύπτεται κρυμμένη η πραγματική του περιουσία. Στην εικόνα του Προχάρτσιν, ο Ντοστογιέφσκι, όπως και στα προηγούμενα έργα του, συνέχισε να εξετάζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα του «αδύναμου ανθρώπου».[2]

Έμπνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, το διήγημα περιγράφει τη φιλαργυρία του «ήρωα»: ζει σε εξαιρετική φτώχεια, παρόλο που έχει τις υλικές δυνατότητες να ζήσει καλύτερα. Η ιστορία - ένας φτωχός υπάλληλος κρύβει χρήματα στο «παλιό, φθαρμένο στρώμα του» - μπορεί να προέκυψε υπό την επίδραση της είδησης «Εξαιρετική φιλαργυρία», που δημοσιεύτηκε σε ρωσική εφημερίδα με ημερομηνία 9 Ιουνίου, 1844. Η είδηση αναφερόταν στον κρατικό γραμματέα N. Μπρόβκιν, ο οποίος, όπως ο Προχάρτσιν, νοίκιαζε για πέντε ρούβλια ένα μικρό δωμάτιο, τρεφόταν με «ένα κομμάτι ψωμί, με ένα ραπανάκι ή κρεμμύδι και ένα ποτήρι νερό» και πέθανε από υποσιτισμό, αφήνοντας στο στρώμα του 1035 ασημένια ρούβλια.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ηλικιωμένος κατώτερος κρατικός υπάλληλος Σιμόν Ιβάνοβιτς Προχάρτσιν, ζει στην Αγία Πετρούπολη σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο στο σπίτι της Ουστίνιας Φεντόροβνα εδώ και είκοσι περίπου χρόνια. Προσπαθεί να κάνει οικονομία και στερείται τα πάντα: το φαγητό, τη διασκέδαση, τα ρούχα. Η σπιτονοικοκυρά τον συμπονά λόγω της φτώχειας του και του χρεώνει πέντε ρούβλια το μήνα ενοίκιο, ενώ χρέωνε τα διπλάσια στους άλλους ενοίκους.

Την τελευταία περίοδο, στο σπίτι εγκαταστάθηκαν μερικοί νεαροί συγκάτοικοι, αλλά ο Προχάρτσιν, συνηθισμένος στη μοναξιά του, δεν τους συναναστρέφεται. Δεν τους δανείζει τίποτε και μάλιστα ξοδεύει τα ελάχιστα για το φαγητό του στο κοινό γεύμα και για το καθάρισμα των ρούχων του. Σε κανέναν δεν άρεσε η φιλαργυρία, η δυσκολία επικοινωνίας και η έλλειψη κοινωνικότητας του.

Όταν ο νεαρός Ζινοβίι Προκόφιεβιτς λέει ότι ο κύριος Προχάρτσιν μπορεί να κρύβει χρήματα σε κασέλα κάτω από το κρεβάτι του, ο τελευταίος, προς έκπληξη όλων, δίνει μακροσκελείς εξηγήσεις για την οικονομική του κατάσταση και για τα πέντε ρούβλια που στέλνει κάθε μήνα σε συγγενείς του που βρίσκονται σε ανάγκη.

Ενδιαφερόμενοι για τη συμπεριφορά του, οι νεαροί συγκάτοικοί του αποφάσισαν να αστειευτούν με τον υπάλληλο: κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους, παρουσία του, άρχισαν να λένε απίστευτες ψευδείς πληροφορίες για επερχόμενες δυσάρεστες αλλαγές στην κοινωνική ζωή και για τις απαιτήσεις της διοίκησης προς τους κρατικούς υπαλλήλους, οι οποίες ήταν όλες αντίθετες με τον χαρακτήρα του κ. Προχάρτσιν: εξετάσεις για όλους τους υπαλλήλους στα γραφεία, προαγωγές μόνο για παντρεμένους αξιωματούχους και εκπαίδευση για ανύπαντρους στον χορό και τους κοινωνικούς τρόπους με έξοδα των ίδιων των υπαλλήλων. Ο εύθραυστος Προχάρτσιν δεν ήξερε τι να πιστέψει και από φόβο μήπως χάσει τη θέση του, άρχισε να χάνει το μυαλό του από αυτές τις διαδόσεις. Παγιδευμένος στη δίνη των κακών ειδήσεων, αναγκάστηκε να αναζητήσει πληροφορίες. Ωστόσο, λόγω της αντικοινωνικότητάς του, δεν συμβουλεύτηκε τους συναδέλφους του στο γραφείο, αλλά απευθύνθηκε απευθείας στον διευθυντή του προσωπικού και η υπόθεσή του έφτασε τελικά στον ίδιο τον επικεφαλής του τμήματος. Έχοντας χάσει την τελευταία του λογική, ο Προχάρτσιν σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά και εξαφανίστηκε και από το σπίτι, όπου πλέον όλοι ανησυχούν για την ψυχική του υγεία.

Τρεις μέρες αργότερα, εμφανίστηκε ξανά στο σπίτι προς μεγάλη ανακούφιση των νεαρών συγκατοίκων, οι οποίοι είχαν φοβηθεί για το χειρότερο. Ο Προχάρτσιν βρισκόταν στην πόλη παρέα με έναν μέθυσο ζητιάνο ονόματι Ζιμοβέκιν που κάποτε καταργήθηκε η θέση του και εκδιώχθηκε από γραφείο. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά, πηγαίνει στο κρεβάτι, έχει εφιάλτες, παραλήρημα, προσβάλλει τον παλιό ένοικο Μαρκ Ιβάνοβιτς, ο οποίος προσπαθεί μάταια να τον λογικέψει. Οι νεαροί ένοικοι, που η Ουστίνια Φεντόροβνα και ο Μαρκ Ιβάνοβιτς τους είχαν επικρίνει δριμύτατα για τη σκληρή συμπεριφορά τους και κοροϊδία του Προχάρτσιν, έχουν τύψεις και χύνουν πραγματικά δάκρυα λύπης. Το επόμενο πρωί, τον βρίσκουν αναίσθητο και πεθαίνει λίγες στιγμές αργότερα.

Ο αστυνομικός επίτροπος Γιαροσλάβ Ίλιτς φτάνει αμέσως και αρχίζει να ελέγχει τα υπάρχοντα του νεκρού: ο Προχάρτσιν είχε κρύψει 2.497 ρούβλια και 50 καπίκια στο στρώμα του, μια πραγματική περιουσία δεδομένου του μισθού του. Η σπιτονοικοκυρά θυμώνει που τον λυπόταν για χρόνια. Το πρόσωπο του κυρίου Προχάρτσιν στο νεκροκρέβατό του φαίνεται επιτέλους ήρεμο και εντελώς απαλλαγμένο από άγχος και ανησυχία.[4]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κύριος Προχάρτσιν

  • μετάφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Άγκυρα, 1974 [5]
  • μετάφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές, 2005 [6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]