Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η σπιτονοικοκυρά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σπιτονοικοκυρά
Εξώφυλλο της ρωσικής έκδοσης του 1865
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΤίτλοςХозяйка
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1847
Ημερομηνία δημοσίευσης1847
Μορφήδιήγημα
ΤόποςΑγία Πετρούπολη
Πρώτη έκδοσηOtechestvennye Zapiski
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η σπιτονοικοκυρά (πρωτότυπος τίτλος στα ρωσικά: Хозяйка, Khozjajka) είναι νουβέλα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1847 σε ρωσικό περιοδικό. Αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός νεαρού μοναχικού ονειροπόλου για μια νεαρή γυναίκα παντρεμένη με έναν ηλικιωμένο άνδρα - την σπιτονοικοκυρά του σπιτιού στο οποίο μόλις βρήκε ένα δωμάτιο. Οι επιπλοκές προκύπτουν καθώς ο νεαρός εντοπίζει την παράξενη δύναμη που ασκεί ο σύζυγος στη γυναίκα του καθώς εμβαθύνει στο μυστηριώδες και ύποπτο παρελθόν του ζευγαριού.[1]

Το έργο απηχεί στοιχεία της ρωσικής λαογραφίας και γοτθικής λογοτεχνίας και περιλαμβάνει θέματα και τεχνικές που επανεμφανίζονται στα πιο ώριμα έργα του συγγραφέα. Η ιστορία, που αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τους μελετητές της λογοτεχνίας, εμφανίζεται πλέον ως μια εξερεύνηση της ρωσικής πίστης και της ιστορικής συνείδησης του ρωσικού λαού. [2]

Την εποχή της δημοσίευσής του, το έργο δεν είχε επιτυχία. Ο κριτικός λογοτεχνίας Βισαριόν Μπελίνσκι το σχολίασε αρνητικά, σε αντίθεση με το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα Οι φτωχοί, το οποίο είχε επαινέσει εξαιρετικά. [3]

Το έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε αναξιόπιστη αφήγηση. Ο νεαρός Όρντινοφ είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει τον κόσμο μόνο μέσω των βιβλίων και είναι εντελώς αφελής και άπειρος στις σχέσεις του με ανθρώπους και βασικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Επιπλέον, πολλές ιστορίες, εξηγήσεις και φήμες περιπλέκουν την αφήγηση, οι περισσότερες από τις οποίες δεν επιλύονται ποτέ πλήρως, τα όρια μεταξύ αλήθειας-ψέμματος και ονείρου-πραγματικότητας είναι ασαφή. Έτσι, η Κατερίνα - η νεαρή γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος - μπορεί να είναι τρελή ή να της έχουν κάνει μάγια. Ο Μούριν μπορεί να είναι σύζυγος της Κατερίνας, μάγος, κατά συρροή δολοφόνος, ληστής, ο πατέρας της Κατερίνας ή ο συγγενής της που την έχει πάρει μαζί του.

Ο αναγνώστης οδηγείται να αναρωτηθεί ποιον να εμπιστευτεί και τι είναι αλήθεια καθώς οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις των ηρώων είναι αλληλοσυγκρουόμενες, ακόμη και στη συγγενική σχέση Μούριν-Κατερίνας υπάρχει ασάφεια. Το έργο προσφέρεται για ανάγνωση σε πολλά επίπεδα καθώς ο συγγραφέας κάνει ελάχιστα για να βοηθήσει στην αποκρυπτογράφηση. Ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τις διάφορες εκδοχές της ιστορίας με σκόπιμη ασάφεια μέσα σε ένα ονειρικό είδος αβεβαιότητας που επιτείνεται από θέματα της λαογραφίας και δραματικά στοιχεία γοτθικής μυθοπλασίας.[4]

Η εικόνα της Κατερίνας, σύμφωνα με τους μελετητές, συμβολίζει την ψυχή του λαού που υποφέρει από το σκοτεινό παρελθόν. Ο παλαιός πιστός Μούριν ενσαρκώνει αυτή τη ζοφερή δύναμη και την καταπίεση, ενάντια στην οποία μάχεται ο ήρωας-ονειροπόλος Ορντίνοφ, πασχίζοντας να ελευθερώσει την Κατερίνα και να την ξαναζωντανέψει σε μια νέα ζωή.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασίλι Μιχαήλοβιτς Ορντίνοφ είναι ένας φτωχός νεαρός από την Αγία Πετρούπολη. Από το τέλος των σπουδών του, τρία χρόνια νωρίτερα, ζει ερημικά, δεν έχει κοινωνικές σχέσεις και αφιερώνει τον χρόνο του στη μελέτη, ζώντας σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο με πόρους τα τελευταία απομεινάρια της οικογενειακής περιουσίας. Είχε υπολογίσει ότι ξοδεύοντας μόνο τα ελάχιστα, και με λιγοστό φαγητό, θα μπορούσε να αντέξει το πολύ τέσσερα χρόνια. Η σπιτονοικοκυρά του φεύγει από την πόλη και πρέπει να ψάξει για νέο δωμάτιο, έτσι αναγκάζεται να βγει στην πόλη, κάτι που δεν συνήθιζε. [5]

Η αναζήτηση νέου δωματίου τον οδηγεί στα προάστια της Αγίας Πετρούπολης. Μπαίνει σε μια εκκλησία όπου βλέπει μια νεαρή κοπέλα «θαυμαστής ομορφιάς» και έναν μεσήλικα άνδρα. Ακολουθεί το ζευγάρι σε ένα μικρό κτίριο. Την επόμενη μέρα, επιστρέφει στην εκκλησία και στέκεται δίπλα στη νεαρή κοπέλα κατά τη λειτουργία. Δύο μέρες αργότερα χτυπά την πόρτα του ζευγαριού, το οποίο τον δέχεται ως υπενοικιαστή και μετακομίζει αμέσως με τα πενιχρά προσωπικά του αντικείμενα. Ο Ορντίνοφ μόλις και μετά βίας προλαβαίνει να γνωρίσει την Κατερίνα πριν πέσει άρρωστος με πυρετό και παραλήρημα. «Σαν σε όνειρο», μπαίνει στο δωμάτιο του ζεύγους και ο άνδρας, Ίλια Μούριν, τον πυροβολεί και αστοχεί.[6]

Την επόμενη μέρα ο Ορντίνοφ συναντά τον παλιό γνωστό του αστυνομικό Γιαροσλάβ Ίλιτς, ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι ο Μούριν είναι φιλήσυχος οικογενειάρχης.

Η Κατερίνα θεωρεί τον ερωτευμένο νεαρό σαν μικρό αδερφό της και δίνει την εντύπωση ότι θέλει να ξεπλύνει τις αμαρτίες της μέσω της εξομολόγησης. Του διηγείται για την περίοδο που άλλαξε η ζωή της: Ήταν μόλις έφηβη στο σπίτι όταν ένας γέρος έμπορος (πιθανόν ο Μούριν) ήρθε να δει τη μητέρα της την οποία φαίνεται να γνώριζε. Του αναφέρει τον θάνατο του πατέρα της που σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα και τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της Αλιόσα, ο οποίος μια βραδιά με άσχημο καιρό έχασε τη ζωή του σε βάρκα, οι συνθήκες των θανάτων παρουσιάζονται περίεργες και ύποπτες. Ο γέρος έμπορος φαίνεται ότι έκαμψε τις αντιστάσεις της με τα δώρα του και εκείνη έφυγε μαζί του.Η Κατερίνα κατηγορεί τον εαυτό της και πιστεύει ότι είναι καταραμένη, ο συναισθηματικός Όρντινοφ μοιράζεται τον πόνο της. [7]

Ενώ αρχικά ο Μούριν εμφανιζόταν επιθετικός και απειλητικός προς τον Ορντίνοφ, τελικά του εξηγεί ότι η Κατερίνα είναι μισότρελη μυθομανής και τον διώχνει από το σπίτι του. Τρεις μήνες αργότερα, ο Ορντίνοφ μετά από μια νέα αρρώστια του έχει αναρρώσει και είναι ακόμη ερωτευμένος με την Κατερίνα. Ένα βράδυ, συναντά τον Γιαροσλάβ Ίλιτς που του λέει ότι στο σπίτι κατοικούσε μια συμμορία ληστών, οι οποίοι συνελήφθησαν με πρώτο τον σπιτονοικοκύρη, κάποιον που φαινόταν για φιλήσυχος οικογενειάρχης, ενώ ο Μούριν με την Κατερίνα είχαν εγκαταλείψει προηγουμένως το σπίτι.[2]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • μετάφρ. Κοραλία Μακρή, εκδ. Κοροντζής
  • μετάφρ. Σίμος Σπαθάρης & Τάσος Μιχαλακέας, εκδ. Μιχαλακέας, 1960
  • μετάφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές, 2005
  • μετάφρ. Γιώργος Κοτζιούλας, εκδ. Ηριδανός, 2023 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]