Το χωριό Στεπαντσίκοβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το χωριό Στεπαντσίκοβο
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΤίτλοςСело Степанчиково и его обитатели
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1859
Ημερομηνία δημοσίευσης1859
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΡωσική Αυτοκρατορία
LΤ ID591706
ΠροηγούμενοΝιέτοτσκα Νιεζβάνοβα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το χωριό Στεπαντσίκοβο, με πλήρη τίτλο Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (ρωσικός τίτλος: Село Степанчиково и его обитатели) είναι μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που εκδόθηκε το 1859.[1]

Το θέμα του είναι ο αφόρητος ψυχολογικός εκφοβισμός που ασκεί ο υποκριτής και θρασύς Φομά Φόμιτς στον οικοδεσπότη του, τον ταγματάρχη Ροστάνεβ. Η πραότητα με την οποία ο ταγματάρχης υποτάσσεται και επιτρέπει σε όλους γύρω του, στους φίλους και τους υπηρέτες του, να εκφοβίζονται από τον Φομά, και η διεστραμμένη εφευρετικότητα του φιλοξενούμενου παράσιτου να επινοεί διάφορες ψυχολογικές ταπεινώσεις για τα θύματά του, δημιουργούν μια εντύπωση ανυπόφορου, σχεδόν σωματικού πόνου.[2]

Παρά το σοβαρό θέμα του, το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τόνο διασκεδαστικό.

Το έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό Στεπάντσικοβο σηματοδότησε, μαζί με Το όνειρο του θείου μου (1859), την επιστροφή του Ντοστογιέφσκι στη λογοτεχνική σκηνή, μετά από αναγκαστική διακοπή δέκα ετών λόγω της καταδίκης και εξορίας του το 1849.

Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το έργο μεταξύ 1857 και 1858, αρχικά θέλοντας να γράψει μια θεατρική κωμωδία. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1859 και εκδόθηκε για πρώτη φορά σε βιβλίο το 1860. Εκείνη την εποχή, το βιβλίο είχε μέτριες κριτικές και μόνο μετά τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι ο χαρακτήρας του υποκριτή Φομά Φόμιτς έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Ορισμένοι τον σύγκριναν με τον Ταρτούφο του Μολιέρου ή με τον συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ, ένας 40χρονος απόστρατος ταγματάρχης, είναι χήρος με δύο παιδιά 8 και 15 ετών. Είναι ευκατάστατος γαιοκτήμονας, ζει στο κτήμα του στο χωριό Στεπαντσίκοβο και κοντά του πρόσφατα ήρθε να μείνει η μητέρα του, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της στρατηγού Κρακότκιν. Η στρατηγίνα, εξουσιαστική και ιδιότροπη, ζει περιτριγυρισμένη από μια κουστωδία από παρατρεχάμενες κυρίες και μεγαλοκοπέλες με ειδίκευση στα κουτσομπολιά. Στη συνοδεία της βρίσκεται και ο Φομά Φόμιτς Οπίσκιν, ένα παράσιτο προικισμένο με απέραντη αυτοεκτίμηση. Όλοι ζουν πλουσιοπάροχα εις βάρος του ταγματάρχη.

Η δράση αρχίζει όταν ο αφηγητής, ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς ανιψιός του Ροστάνεβ, καλείται από την Αγία Πετρούπολη στο κτήμα του θείου του με σκοπό να παντρευτεί τη νεαρή γκουβερνάντα Νάστενκα. Καθ'οδόν, μαθαίνει ανησυχητικά νέα για το σπίτι του θείου του. Όταν φτάνει, γίνεται μάρτυρας της εξέγερσης της 15χρονης ξαδέρφης του Σάσα εναντίον του Φομά: «Υπερασπίζω τον μπαμπά, γιατί ο ίδιος δεν ξέρει πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του.» Ο Σεργκέι ανησυχεί για τον θείο του, ξέρει ότι είναι πολύ γενναίος αλλά όχι αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στην καταδυνάστευση της μητέρας του και του Φομά. [3]

Ο Φομά τυραννά τον Γιεγκόρ, τον ταπεινώνει συνεχώς, τον κατασκοπεύει τη νύχτα, του απαγορεύει να παντρευτεί τη φτωχή γκουβερνάντα Νάστενκα με την οποία ο θείος Γιεγκόρ είναι ερωτευμένος και θέλει να τον παντρέψει με τη μισότρελλη πλούσια Τατιάνα Ιβάνοβνα, απαιτεί να τον αποκαλούν «εξοχότατε», τρομοκρατεί τους υπηρέτες, τους υποχρεώνει να μάθουν γαλλικά και εξοργίζεται όταν πιάνει έναν νεαρό υπηρέτη να χορεύει, ζητάει συνεχώς την προσοχή στο πρόσωπό του και κάνει όλους να πιστεύουν ότι είναι ενάρετος παρά την εγωιστική και μοχθηρή συμπεριφορά του. Όταν ο Σεργκέι του επιτίθεται, του λέει ότι έχει μια αποστολή: «Είμαι σταλμένος από τον ίδιο τον Θεό για να ξεσκεπάσω την ατιμία όλου του κόσμου», όλο το σπίτι ζει σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες του.

Η Τατιάνα Ιβάνοβνα έχει στο σπίτι κι άλλους ενδιαφερόμενους μνηστήρες, φιλοξενούμενους του θείου Γιεγκόρ: ο Μιζιντσίκοφ εκμυστηρεύεται στον Σεργκέι τα σχέδιά του να την κλέψει. Ωστόσο, το επόμενο πρωί τον προλαβαίνει ο Ομπνόσκιν και απαγάγει την Τατιάνα για να την παντρευτεί με το ζόρι με σκοπό να της πάρει την περιουσία. Μετά από καταδίωξη, η Τατιάνα επιστρέφει οικειοθελώς.[4]

Εν τω μεταξύ, ο Φομά Φόμιτς είναι έξαλλος επειδή έπιασε τον θείο Γιεγκόρ τη νύχτα στον κήπο με τη Νάστενκα. Ο θείος κάνει πρόταση γάμου στη Νάστενκα μπροστά σε όλους, ο Φομά προσβάλλει τη νεαρή γυναίκα και ο Ροστάνεβ, επί τέλους, τον διώχνει από το σπίτι του. Ο Φομά φεύγει, αλλά η καρότσα του πέφτει σε ένα χαντάκι. Ο θείος μετανιωμένος τρέχει να τον φέρει πίσω, όταν τον φέρνει όλοι τον παρακαλούν να μείνει. Ακολουθεί μια γενική συμφιλίωση και ο Φομά, σε τελευταία ανατροπή και αντιλαμβανόμενος προς τα πού φυσάει ο άνεμος, δίνει την ευλογία του στον γάμο μεταξύ του θείου Γιεγκόρ και της Νάστενκας, ευλογία που ήταν απαραίτητη ώστε να συναινέσει και η μητέρα του - η θέληση της μητέρας του είναι για τον Γιεγκόρ ιερή - που επίσης ήταν αρνητική στον γάμο.

Επίλογος: Πέρασαν επτά χρόνια, η στρατηγίνα πέθανε, η Νάστενκα επιβλήθηκε ως κυρία του σπιτιού, η Σάσα παντρεύτηκε και ο Ηλιούσα σπουδάζει στην Πετρούπολη. Ο Φομά Φόμιτς έζησε μαζί τους και μόλις πέθανε.[5]

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φομά Φόμιτς Οπίσκιν: 50 χρονών, ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας. Καταπιεσμένος από βαριές αποτυχίες του παρελθόντος, υπέστη ταπεινωτική μεταχείριση από τον πρώην αφέντη του στρατηγό Κραχότκιν και όταν ο αφέντης του πεθαίνει, ασκεί ισχυρή επιρροή στη χήρα του, μητέρα του ταγματάρχη Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ, στην ιδιοκτησία του οποίου εγκαθίστανται και οι δύο. Εκεί επιδεικνύει τον δεσποτικό και κακόβουλο χαρακτήρα του συμπεριφερόμενος σαν άρχοντας, είναι η ενσάρκωση της πιο απεριόριστης φιλαυτίας και ματαιοδοξίας.
  • Σεργκέι Αλεξάντροβιτς: ο αφηγητής, ανιψιός του ταγματάρχη, 22 ετών. Πρόκειται για έναν μορφωμένο νεαρό που τον καλεί ο θείος του για να τον βοηθήσει στην καταστροφή που έχει γίνει στο σπίτι του αλλά και για να παντρευτεί την γκουβερνάντα. Από την αρχή ο νεαρός καταλαβαίνει την τρέλα που επικρατεί στο σπίτι του θείου του, τον οποίο υπεραγαπά. Επιτίθεται στον Φομά Φόμιτς, αποκομίζοντας το μίσος και τις λοιδορίες του.
  • Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ: χήρος ταγματάρχης, 40 ετών, αγαπητός στους μουζίκους, ευγενικός, καλόκαρδος, ευαίσθητος και μεγαλόψυχος, δεν κρατά κακία και αναγνωρίζει ακόμη την ενοχή του για ανύπαρκτα σφάλματα. Είναι κατά κάποιο τρόπο το θύμα της ιστορίας, που πρέπει να ζει σχεδόν στις μύτες των ποδιών μέσα στο ίδιο του το σπίτι, υποταγμένος από την αδυναμία του χαρακτήρα του στη δεσποτική και ηλικιωμένη μητέρα του και πάνω από όλα στον προστατευόμενό της Φομά Φόμιτς.
  • Ηλιούσα: Ο γιος του Ροστάνεβ, 8 ετών
  • Σάσα ή Σάσενκα: κόρη του Ροστάνεβ, 15 ετών
  • Νάστενκα Γιεβγκράφοβνα: η γκουβερνάντα των παιδιών του ταγματάρχη, με τον οποίο την ενώνει αμοιβαία αγάπη. Στην αρχή προσπαθεί να την παντρέψει με τον ανιψιό του αλλά εκείνη τον απορρίπτει. Τελικά ο Γιεγκόρ και η νεαρή γυναίκα παντρεύονται. Είναι η μόνη που καταφέρνει να βάλει στη θέση του τον αυτόκλητο άρχοντα Φομά Φόμιτς.
  • Γιεβγκράφ Λαριόνιτς Γιεζεβίκιν: δουλοπάροικος, πατέρας της Νάστενκα
  • Η μητέρα του Ροστάνεβ: παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον στρατηγό Κραχότκιν και ζούσαν πλουσιοπάροχα με έξοδα του γιου της. Η στρατηγίνα τρέφει για τον Φομά Φόμιτς έναν μυστικιστικό σεβασμό.
  • Δεσποινίς Περεπελίτσινα: έμπιστη της στρατηγίνας
  • Πράσκοβα Ιλίνιτσνα: αδερφή του Ροστάνεβ, μεγαλοκοπέλα υποταγμένη στη μητέρα της.
  • Στεπάν Αλεξέιτς Μπαχτσέγιεφ: γείτονας γαιοκτήμονας φίλος του Ροστάνεβ με εύρωστη οικονομική κατάσταση και εκρηκτικό χαρακτήρα αλλά αφελής ταυτόχρονα. Δύστροπος και ευμετάβλητος, ξέρει πολύ καλά τι κακός άνθρωπος είναι ο Φομά Φόμιτς, αλλά τελικά τον φιλοξενεί στο σπίτι του.
  • Ιβάν Ιβάνιτς Μιζίντσικοβ: μακρινός ξάδερφος του Ροστάνεβ, 28 ετών. Μένει στο σπίτι του ταγματάρχη και ζει με δικά του έξοδα. Σκοπεύει να το σκάσει με την Τατιάνα Ιβάνοβνα για να κρατήσει την περιουσία της, αλλά ένας άλλος καλεσμένος στο σπίτι του αρπάζει την ιδέα. Στο τέλος εργάζεται με επιτυχία σαν διαχειριστής ενός μεγάλου αγροκτήματος και με τον καιρό γίνεται ο ίδιος πλούσιος ιδιοκτήτης.
  • Πάβελ Σεμιόνιτς Ομπνόσκιν: ένας καλεσμένος του Ροστάνεβ, 25 ετών, απαγάγει την Τατιάνα Ιβάνοβνα με σκοπό να την παντρευτεί και να οικειοποιηθεί την περιουσία της.
  • Ανφίσα Πέτροβνα: η μητέρα του Ομπνόσκιν, 50 ετών, συνεργός του στην απαγωγή.
  • Τατιάνα Ιβάνοβνα: υποψήφια νύφη, 35 ετών. Πλούσια κληρονόμος που στα νιάτα της υπέφερε τις πιο ακραίες ταπεινώσεις και στην ώριμη ηλικία κληρονόμησε μια σημαντική περιουσία. Η στρατηγίνα και ο Φομά Φόμιτς την προορίζουν για σύζυγο του ταγματάρχη. Αυτή ζει στον κόσμο απραγματοποίητων φαντασιώσεων περιμένοντας τον ιδανικό γαμπρό. Αγγίζει σχεδόν τα όρια της τρέλας, αλλά στο τέλος δείχνει αρκετή λογική αφήνοντας την περιουσία της υπέρ των φτωχών παιδιών.
  • Κορόβκιν: φίλος του Ροστάνεβ
  • Γαβρίλα: ηλικιωμένος υπηρέτης, ο Φομά Φόμιτς προσπαθεί να του μάθει γαλλικά και τον τιμωρεί όταν είναι αδιάβαστος.
  • Γκριγκόρι Βιντοπλιάσοβ: υπηρέτης, επηρεασμένος από τον Φομά Φόμιτς προσπαθεί ανεπιτυχώς να γίνει ποιητής.
  • Φαλαλέι: 16χρονος υπηρέτης, δεινός χορευτής λαϊκών χορών - χορεύει εξαιρετικά την καμαρίνσκαγια. Ο Φομά Φόμιτς τον του απαγορεύει να χορεύει όσο και να βλέπει χυδαία, χωριάτικα όνειρα, το καημένο παιδί βλέπει συχνά στον ύπνο του ένα άσπρο βόδι.

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το χωριό Στεπαντσίκοβο, μετάφραση: Ανδρέας Σ. Σαραντόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., 1992
  • Το χωριό Στεπαντσίκοβο, μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστης, 2010 [6]
  • Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του, μετάφραση: Άρης Δικταίος, εκδόσεις Κ.Μ.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]