Τζέιμς Τισό
Τζέιμς Τισό | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | James Tissot (Γαλλικά) |
Γέννηση | 15 Οκτωβρίου 1836[1][2][3] Νάντη[4][5] |
Θάνατος | 8 Αυγούστου 1902[1][2][3] Σενεσέ-Μπουιγιόν[5] |
Τόπος ταφής | Château de Buillon[6] |
Ψευδώνυμο | Coïdé |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[7] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[2] Αγγλικά |
Σπουδές | Lycée Saint-François-Xavier de Vannes Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[8][9] γελοιογράφος χαράκτης[9] |
Εργοδότης | Vanity Fair (1869–1876) |
Αξιοσημείωτο έργο | What Our Lord Saw from the Cross Le Cercle de la rue Royale The Shop Girl La Fortune (James Tissot) |
Επηρεάστηκε από | Λούκας Κράναχ ο Πρεσβύτερος[10] Τζοβάνι Μπελλίνι[10] Βιττόρε Καρπάτσο[10] Χανς Χόλμπαϊν ο νεότερος[10] Άλμπρεχτ Ντύρερ[10] |
Οικογένεια | |
Σύντροφος | Kathleen Newton[11] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Γαλλοπρωσικός πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (1894) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζακ Ζοζέφ Τισό ή Τζέιμς Τισό (Jacques Joseph/James Tissot, 15 Οκτωβρίου 1836 – 8 Αυγούστου 1902, αγγλ. προφορά Τίσοου) ήταν Γάλλος ζωγράφος. Παρότι ήταν επιτυχημένος στο Παρίσι, μετανάστευσε στο Λονδίνο το 1871. Ειδικεύθηκε στη θεματογραφία σκηνών της καθημερινής ζωής και μόδας, ενώ στην ύστερη περίοδό του αφιερώθηκε στη φιλοτέχνηση αποκλειστικά θρησκευτικών θεμάτων, και συγκεκριμένα σκηνών από την Αγία Γραφή.
Οικογένεια και σπουδές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ζακ Τισό γεννήθηκε στη Νάντη της Γαλλίας. Ο πατέρας του, ο Μαρσέλ Τεοντόρ Τισό, ήταν επιτυχημένος έμπορος υφασμάτων. Η μητέρα του, η Μαρί Ντυράν-Τισό (Marie Durand), βοηθούσε τον σύζυγό της στην οικογενειακή επιχείρηση και σχεδίαζε καπέλα. Ως πιστή Χριστιανή, η μητέρα εμφύσησε την ευσέβεια στον μελλοντικό καλλιτέχνη κατά την παιδική του ηλικία. Η νεότητά του στη Νάντη συνετέλεσε μάλλον στο να απεικονίζει συχνά πλοία και βάρκες, ενώ η σχέση των γονέων του με την ένδυση πιστεύεται ότι επηρέασε τόσο την κυρίως θεματολογία του, όσο και τη ζωγραφική του, καθώς απεικόνιζε τις ενδυμασίες των γυναικών με μεγάλη λεπτομέρεια. Σε ηλικία 17 ετών ο Τισό γνώριζε ότι ήθελε να σταδιοδρομήσει ως ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν αντίθετος, καθώς προτιμούσε ο γιος του να ακολουθήσει επιχειρηματική σταδιοδρομία, αλλά ο Τισό κέρδισε την υποστήριξη της μητέρας του για το αυτό που είχε επιλέξει. Από εκείνα τα χρόνια άρχισε να χρησιμοποιεί το αγγλικό «Τζέιμς» αντί του γαλλικού «Ζακ» για το βαφτιστικό του όνομα (αμφότερα μεταφράζονται ως «Ιάκωβος») και μέχρι το 1854 ήταν γενικότερα γνωστός ως Τζέιμς Τισό. Πιθανώς να το υιοθέτησε εξαιτίας του αυξανόμενου ενδιαφέροντός του για το οτιδήποτε αγγλικό.[12]
Η πρώιμη περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1856 ή το 1857 ο Τισό εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει καλές τέχνες. Διέμενε στο σπίτι ενός γνωστού της μητέρας του, του ζωγράφου Ελί Ντελωναί, και εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μελέτησε στα ατελιέ των Ζαν-Ιπολύτ Φλαντρέν και Λουί Λαμότ (L. Lamothe, 1822-1869).[13], ιδίως του δεύτερου. Επίσης ο νεαρός Τισό μελέτησε μόνος του αντιγράφοντας έργα στο Μουσείο του Λούβρου, όπως έκαναν οι περισσότεροι νεαροί καλλιτέχνες στο Παρίσι εκείνης της εποχής. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Αμερικανό ζωγράφο Τζέιμς Μακνήλ Χουίσλερ, και με τους Γάλλους Εντγκάρ Ντεγκά (επίσης μαθητή του Λαμότ και φίλο του Ντελωναί) και Εντουάρ Μανέ.[12]
Το 1859 ο Τισό εξέθεσε για πρώτη φορά έργα του στο «Σαλόν» των Παρισίων: Παρουσίασε πέντε απεικονίσεις σκηνών από τον Μεσαίωνα, ιδίως από τον Φάουστ του Γκαίτε.[14] Αυτά τα έργα δείχνουν την επίδραση που του είχε ασκήσει ο Βέλγος Γιαν Λεΰς, τον οποίο ο Τισό είχε συναντήσει στην Αμβέρσα ενωρίτερα εκείνο το έτος. Πρώιμες επιδράσεις επί του Τισό απετέλεσαν επίσης τα έργα των Γερμανών Πέτερ φον Κορνέλιους και Μόριτς Ρετς (Moritz Retzsch, 1779-1857). Μετά την έκθεση αυτή, μολονότι δεν είχε κερδίσει μετάλλιο, ο Τισό δέχθηκε προσφορά από το γαλλικό κράτος για την αγορά του έργου του «Η συνάντηση του Φάουστ και της Μαργαρίτας», 5 χιλιάδες φράγκα.[12]
Η ώριμη περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Εμίλ Περεϊρέ χρηματοδότησε την παρουσίαση του πίνακα του Τισό «Περίπατος στο χιόνι» στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου του 1862. Το επόμενο έτος τρία ακόμα έργα του Τισό εκτέθηκαν στο Λονδίνο, στην γκαλερί Γκαμπάρ.[12] Περί το 1863 ο Τισό άλλαξε τη θεματογραφία του, από μεσαιωνικές σκηνές στην αναπαράσταση της σύγχρονης ζωής. Κέρδισε έτσι την εκτίμηση των κριτικών και την επορική επιτυχία ως καλλιτέχνης. Ο Τισό εξερεύνησε (όπως και αρκετοί σύγχρονοί του καλλιτέχνες) τον ιαπωνισμό, εισάγοντας ιαπωνικά αντικείμενα και ενδυμασίες στα έργα του, και εκφράζοντας υφολογικά στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης.[15]
Ο Τισό πολέμησε στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1871) ως μέρος της αυτοσχέδιας άμυνας των Παρισίων, πρώτα με την Εθνική Φρουρά και μετά με την Παρισινή Κομμούνα. Ο πίνακάς του «La Partie Carrée» (1870) ανακαλεί τη Γαλλική Επανάσταση[16] Ενώ το Παρίσι έπεφτε στα χέρια των Γερμανών την άνοιξη του 1871, ο Τισό διέφυγε στο Λονδίνο.[17] Εκεί ο Φράνσις Σέυμουρ Χέιντεν τον βοήθησε να μάθει τεχνικές της οξυγραφίας, ενός είδους χαρακτικής.[18] `Εχοντας ήδη από το 1869 εργασθεί ως γελοιογράφος στο βρετανικό περιοδικό Vanity Fair (με το ψευδώνυμο «Coïdé»)[19], και έχοντας εκθέσει έργα του στη Βασιλική Ακαδημία, ο Τισό έφθασε στο Λονδίνο έχοντας προϋπάρχουσες κοινωνικές και καλλιτεχνικές διασυνδέσεις στην πόλη.[20][21] Tissot used the name Coïdé in Vanity Fair from 1869 to 1873
Ο Τισό ανέπτυξε γρήγορα και στην Αγγλία τη φήμη του ως ζωγράφου κομψά ντυμένων γυναικών σε σκηνές της καθημερινής ζωής. Το 1872 κιόλας αγόρασε ένα σπίτι στο Σεντ Τζονς Γουντ, περιοχή του Λονδίνου όπου τότε ζούσαν πολλοί καλλιτέχνες. Σύμφωνα με το The Oxford Dictionary of Art and Artists, «το 1874 ο Εντμόν ντε Γκονκούρ έγραψε σαρκαστικά ότι ο Τισό είχε ένα ατελιέ με δωμάτιο αναμονής, όπου πάντοτε υπήρχε παγωμένη σαμπάνια στη διάθεση των επισκεπτών.[22]
Κέρδισε, το 1873, την ιδιότητα του μέλους στην πριβέ λέσχη «The Arts Club»[12], όπου σύχναζαν προσωπικότητες όπως ο Κάρολος Ντίκενς και ο ζωγράφος Φρέντερικ Λέιτον. Οι πίνακές του είχαν μεγάλη ζήτηση μεταξύ των Βρετανών βιομηχάνων της εποχής, μέχρι και τις αρχές του επόμενου αιώνα. Το εισόδημά του το 1872 ήταν 94.515 γαλλικά φράγκα, αντίστοιχο με εκείνο ενός μέλους της ανώτερης τάξεως.[12]
Το 1874 ο Ντεγκά ζήτησε από τον Τισό να συμμετάσχει μαζί τους στην πρώτη έκθεση των καλλιτεχνών που έγιναν γνωστοί ως «ιμπρεσιονιστές», αλλά ο Τισό αρνήθηκε. Συνέχισε πάντως να συνδέεται με αυτούς τους ζωγράφους: Η Μπερτ Μοριζό τον επισκέφθηκε στο Λονδίνο το ίδιο έτος, ενώ ταξίδεψε στη Βενετία μαζί με τον Εντουάρ Μανέ την ίδια περίπου εποχή. Συναντιόταν τακτικά και με τον Χουίσλερ, που επηρέασε τις σκηνές του ποταμού Τάμεση που φιλοτέχνησε ο Τισό.[12]
Το 1875 ή το 1876 ο Τισό γνώρισε την Καθλήν («Κέιτ») Νιούτον, το γένος Κέλυ, μια νεαρή διαζευγμένη γυναίκα ιρλανδικής καταγωγής, που έγινε συχνά μοντέλο του και συντρόφισσά του. Δημιούργησε μια οξυγραφία της το 1876 με τίτλο «Πορτρέτο της κυρίας N.», γνωστή στα γαλλικά ως «La frileuse».[12] Το ίδιο έτος η Κέιτ γέννησε έναν γιο, τον Σέσιλ Τζωρτζ Νιούτον, που πιστεύεται ότι ήταν γιος του Τισό, και μετακόμισε στο σπίτι του Τισό στο Σεντ Τζονς Γουντ. Από τότε έζησε μαζί του μέχρι τον θάνατό της από φυματίωση το 1882. Ο Τισό αναφερόταν σε αυτά τα χρόνια που έζησε με τη Νιούτον ως τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του και ως μια εποχή που μπορούσε να ζήσει το όνειρό του μιας οικογενειακής ζωής.[17]
Μετά τον θάνατο της Νιούτον, ο Τισό επέστρεψε στο Παρίσι. Μία μείζων έκθεση έργων του έλαβε χώρα το 1885 στην γκαλερί Sedelmeyer, όπου παρουσίασε 15 μεγάλους πίνακες σε μια σειρά υπό τον γενικό τίτλο «Η γυναίκα στο Παρίσι. Αντίθετα με την έμφαση στη μόδα που έδινε όταν ήταν στο Λονδίνο, τα θέματά του εδώ ήταν διάφοροι τύποι και τάξεις γυναικών σε επαγγελματικές και κοινωνικές σκηνές.[12] Υπάρχει και εδώ η επίδραση των ιαπωνικών μεταξοτυπιών, με τις απροσδόκητες για το δυτικό μάτι γωνίες και framing.[23] Ο Τισό συγκαταλεγόταν μεταξύ των πολλών δυτικών ζωγράφων και σχεδιαστών που είχαν επηρεασθεί εκείνη την εποχή από την ιαπωνική τέχνη, την ιαπωνική ενδυμασία και την ιαπωνική αισθητική.[24][25]
-
«Στη λιακάδα» (περ. 1881)
-
«Στον Τάμεση» (1882)[26]
-
«Η δεσποινίς του καταστήματος»
-
«Ο χήρος» (1876)
-
«Αναρρωνύουσα» (περ. 1876)
-
«Στο Ωδείο»
-
«Η βαρετή ιστορία»
Η ύστερη περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1885 ο Τισό είχε μια αναγέννηση της χριστιανικής του πίστης, γεγονός που τον οδήγησε στο να ζωγραφίζει για όλη την υπόλοιπη ζωή του μόνο θρησκευτικά θέματα, και πιο συγκεκριμένα σκηνές από την Αγία Γραφή. Σε μια εποχή που οι Γάλλοι καλλιτέχνες άρχιζαν να υιοθετούν τον ιμπρεσιονισμό, τον πουαντιγισμό, και τις «βαριές» ελαιογραφίες, ο Τισό κινήθηκε προς τον ρεαλισμό και τις υδατογραφίες (ακουαρέλες). Για να βοηθηθεί στην αναπαράσταση των βιβλικών σκηνικών, ο Τισό ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή το 1886, το 1889 και το 1896 προκειμένου να σχεδιάσει μελέτες του τοπίου και των ανθρώπων. Η μεγάλη σειρά του από 365 εικόνες γκουάς με θέμα τη ζωή του Χριστού απέσπασε τους επαίνους των κριτικών και προσέλκυσε ενθουσιώδη πλήθη στο Παρίσι (1894–1895), το Λονδίνο (1896) και τη Νέα Υόρκη (1898–1899). Τελικώς αγοράσθηκε το 1900 από το Μουσείο του Μπρούκλιν.[27] Η κυκλοφορία τους σε λευκώματα, με μια γαλλική έκδοση το 1896–1897 και μια αγγλική έκδοση το 1897–1898, απέφερε στον Τισό τεράστια έσοδα και μια νέα φήμη. Τον Ιούλιο του 1894 ο Τισό τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.[12] Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επικεντρώθηκε σε θεματογραφία από την Παλαιά Διαθήκη.[28] Αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και αυτή τη σειρά, ο Τισό παρουσίασε σε έκθεση στο Παρίσι 80 από αυτά τα έργα ζωγραφικής (1901).[17] Εκδόθηκαν σε μορφή βιβλίου το 1904, μετά τον θάνατό του.
Θάνατος και κληρονομιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τισό απεβίωσε ξαφνικά σε ηλικία 65 ετών, ενώ παραθέριζε στο Ντου της Γαλλίας, στο Château de Buillon, ένα πρώην αββαείο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του το 1888. Ο τάφος του βρίσκεται στο παρεκκλήσιο μέσα στην ιδιοκτησία.[12][17]
Η ευρεία χρήση των εικόνων του σε βιβλία και διαφάνειες συνεχίσθηκε μετά τον θάνατό του, με τις σειρές της Ζωής του Χριστού και της Παλαιάς Διαθήκης να γίνονται «στάνταρ» για τη βιβλική εικονογράφηση στη Δύση. Το 1906 η κινηματογραφίστρια Αλίς Γκυ-Μπλασέ (1873-1968) τις χρησιμοποίησε ως υλικό αναφοράς για τη μεγαλύτερη παραγωγή της στην Gaumont «Τα Πάθη», κινηματογραφώντας 25 επεισόδια με περίπου τριακόσιους κομπάρσους. Οι εικόνες του Τισό παρέσχαν επίσης μια βάση για πολύ μεταγενέστερες ταινίες, όπως τους Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού (1981, η σχεδίαση της Κιβωτού της Διαθήκης). Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για τους πίνακές του με θέμα τις πλούσια ντυμένες γυναίκες και περίπου πενήντα χρόνια αργότερα αυτοί επετύγχαναν τιμές-ρεκόρ.[12]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 119021056. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 11943882s. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 «James Tissot» (Ολλανδικά) 77649.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ 5,0 5,1 (Ολλανδικά) RKDartists. 77649.
- ↑ 6,0 6,1 (Αγγλικά) Find A Grave.
- ↑ LIBRIS. Εθνική Βιβλιοθήκη της Σουηδίας. 17 Σεπτεμβρίου 2012. gdsvwns02cvdxgx. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2018.
- ↑ The Fine Art Archive. 119463. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2021.
- ↑ 9,0 9,1 (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 500010633.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 www
.musee-orsay .fr /en /whats-on /exhibitions /presentation /james-tissot-1836-1902-ambiguously-modern #anchor-navigation-2. - ↑ 00176791.
- ↑ 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 Matyjaszkiewicz, Krystyna (2011), «Tissot, Jacques Joseph (1836-1902)», Oxford Dictionary of National Biography (Oxford University Press), http://www.oxforddnb.com/view/article/68966, ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2014
- ↑ «James Tissot». Tate.
- ↑ «Catholic Encyclopedia: James Tissot». newadvent.org.
- ↑ «Portrait of James-Jacques-Joseph Tissot».
- ↑ «Acquisitions of the month: December 2018». Apollo Magazine.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 Misfeldt, Willard E., «Tissot, James», Grove Art Online, Oxford Art Online (Oxford University Press), http://www.oxfordartonline.com/subscriber/article/grove/art/T085236, ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2014
- ↑ Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Tissot, James Joseph Jacques» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 26 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 1015-1016
- ↑ «Coïdé». ChrisBeetles.com.
- ↑ «James Tissot: Tea (1998.170) – Heilbrunn Timeline of Art History». The Metropolitan Museum of Art.
- ↑ Roy T. Matthews· Peter Mellini (1982). In "Vanity Fair". University of California Press. σελ. 32. ISBN 978-0-85967-597-0.
- ↑ Το λήμμα για τον Τισό στο Oxford Dictionary of Art and Artists, στην ενότητα "artist profile"
- ↑ Jules Claretie: L'Art français en 1872, και Philippe Burty: Japonisme III: La Renaissance littéraire et artistique
- ↑ «Définition japonisme et traduction». Le Dictionnaire. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2014.
- ↑ «Japonism». Dictionary.com. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2014.
- ↑ «On the Thames». The Athenaeum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2014.
- ↑ Brooklyn Museum. «James Tissot». Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2011.
- ↑ Jewish Museum. «James Tissot». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Σεπτεμβρίου 2012.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βιογραφία με πρόσφατες πληροφορίες για την Καθλήν Νιούτον
- Misfeldt, Willard E.: το λήμμα «Tissot, James [Jacques-Joseph]» στο Oxford Art Online
- Wentworth, Michael: James Tissot, Clarendon Press, Οξφόρδη 1984
- Wood, Christopher: Tissot: Life and Work of Jacques Joseph Tissot 1836-1902, Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 1986
- κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Tissot, James Joseph Jacques» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 26 (11η έκδοση) Cambridge University Press Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον