Πολιορκία της Ιερουσαλήμ (1099)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιορκία της Ιερουσαλήμ
Μέρος της Α΄ Σταυροφορίας


H κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, 15 Ιουλίου 1099, Εμίλ Σινόλ, λάδι σε καμβά (1847)
Ημερομηνία 7 Ιουνίου – 15 Ιουλίου 1099
Τοποθεσία
Αποτέλεσμα

νίκη των Σταυροφόρων[1]

Εδαφικές

αλλαγές
Συμμετέχοντες

Σταυροφόροι

Χαλιφάτο Φατιμιδών

διοικητής και ηγέτες

Γοδεφρείδος του Μπουγιόν

Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης

Ροβέρτος Β΄ της Νορμανδίας

Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας

Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης

Ταγκρέδος των Ωτβίλ

Γκαστόν Δ΄ του Μπεάρν

Γουλιέλμος Εμπριάκο

Ιφτικάρ αλ-Νταουλά Παραδόθηκε

Δυνάμεις

1.200-1.300 ιππότες

11.000-12.000 πεζικό

[2][3][4]

Συνολική δύναμη: 20.000 αξιόλογοι φρουροί[5]

400 ελαφροί ιππείς[4][6]

Θύματα και απώλειες

3.000-4.000[7]

Eκτίμηση: Άγνωστο· η φρουρά σκοτώθηκε και 3.000-45.000 κάτοικοι σφαγιάστηκαν[8]

Η Πολιορκία της Ιερουσαλήμ (7 Ιουνίου – 15 Ιουλίου 1099) διεξήχθη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της Α΄ Σταυροφορίας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Ιεράς Πόλης της Ιερουσαλήμ από το Μουσουλμανικό χαλιφάτο των Φατιμιδών και θέτοντας τα θεμέλια για το Χριστιανικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο διήρκεσε σχεδόν δύο αιώνες. Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη της πρώτης από τις Σταυροφορίες για την απελευθέρωση και την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που ξεκίνησαν το 1095. Καταγράφηκαν ορισμένες μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας, με τις περισσότερες αναφορές να είναι αυτές από τα ανώνυμα Φραγκικά Πεπραγμένα (Gesta Francorum). Μετά την ανακήρυξη του κοσμικού κράτους, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, εξέχων μεταξύ των ηγετών των Σταυροφόρων, εξελέγη ηγεμόνας, αποφεύγοντας τον τίτλο «βασιλιάς». Η πολιορκία οδήγησε στη μαζική σφαγή χιλιάδων Μουσουλμάνων και Εβραίων και στη μετατροπή των μουσουλμανικών ιερών τόπων στο Όρος του Ναού σε χριστιανικά ιερά. [9]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Σύνοδο της Πιατσέντσα το 1095, ο πάπας Ουρβανός Β΄ δέχθηκε απεσταλμένους από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, που ζητούσε από τους Δυτικούς Χριστιανούς βοήθεια για την απελευθέρωση μεγάλων τμημάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Σελτζούκους, που είχαν κατακτήσει μεγάλα τμήματα της περιοχής το 1070. Ο Σελτζούκος Aτσίζ ιμπν Ουβάκ είχε κατακτήσει την Ιερουσαλήμ από τους Φατιμίδες το 1073, κάνοντας το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ πιο δύσκολο και καταπνίγοντας μία εξέγερση της πόλης το 1077 με λουτρό αίματος. [10] Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα, ο Ουρβανός Β΄ έκανε ένα κήρυγμα στη Σύνοδο του Κλερμόν τον Νοέμβριο του 1095, το οποίο περιλάμβανε μία έκκληση σε έγερση με όπλα για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων και την επιστροφή της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ σε χριστιανικά χέρια. [11] Η έκκλησή του σηματοδότησε την έναρξη των Σταυροφοριών, ενός για τον Θεό, ιερού πολέμου, ο οποίος εξασφάλιζε στους συμμετέχοντες μία θέση στον παράδεισο.

Μετά την επιτυχή πολιορκία της Αντιόχειας τον Ιούνιο του 1098, οι Σταυροφόροι παρέμειναν στην περιοχή για τον υπόλοιπο χρόνο. Ο παπικός λεγάτος Aντεμάρ ντε Λε Πυύ είχε αποβιώσει και ο Bοημούνδος του Τάραντο είχε διεκδικήσει την Αντιόχεια για τον εαυτό του. Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης παρέμεινε στην Έδεσσα, καθώς είχε συλληφθεί πριν το 1098. Υπήρχε διαφωνία ανάμεσα στους ευγενείς, για το τι να κάνουν στη συνέχεια. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης απογοητευμένος έφυγε από την Αντιόχεια, για να καταλάβει το φρούριο στο Μααράτ αλ-Νουμάν στην πολιορκία του Mααράτ. Μέχρι το τέλος του χρόνου οι ελάσσονες ιππότες και το πεζικό απειλούσαν να βαδίσουν στην Ιερουσαλήμ χωρίς αυτούς. Τελικά στις 13 Ιανουαρίου 1099 ο Ραϋμόνδος ξεκίνησε την πορεία προς τα νότια, στην ακτή της Μεσογείου, ακολουθούμενος από τον Ροβέρτο Β΄ της Νορμανδίας και τον ανιψιό τού Bοημούνδου, Tαγκρέδο, που συμφώνησαν να γίνουν υποτελείς του.

Μικρογραφία του 13ου αι., που απεικονίζει την πολιορκία.

Στο δρόμο τους οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν την Άρκα (20 χλμ. πριν την Τρίπολη), αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν και εγκατέλειψαν την πολιορκία στις 13 Μαΐου. Οι Φατιμίδες είχαν προσπαθήσει να κάνουν ειρήνη, με την προϋπόθεση ότι οι Σταυροφόροι δεν θα συνέχιζαν προς την Ιερουσαλήμ, αλλά αυτό αγνοήθηκε. Ο Iφτικάρ αλ-Νταουλά, ο Φατιμίδης κυβερνήτης της Ιερουσαλήμ, γνώριζε τις προθέσεις των Σταυροφόρων. Ως εκ τούτου έδιωξε όλους τους Χριστιανούς κατοίκους της Ιερουσαλήμ. [12] Η περαιτέρω πορεία προς την Ιερουσαλήμ δεν συνάντησε αντίσταση.

Πολιορκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φατιμίδης κυβερνήτης Ιφτικάρ αλ Νταουλά προετοίμασε την πόλη για την πολιορκία, καθώς άκουσε για την άφιξη των σταυροφόρων. Ετοίμασε ένα επίλεκτο στράτευμα 400 Αιγυπτίων ιππέων και εκδίωξε όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής από την πόλη, από φόβο μήπως προδοθεί από αυτούς (στην πολιορκία της Αντιόχειας ένας Αρμένιος, ο Φιρόζ, είχε βοηθήσει τους Σταυροφόρους να εισέλθουν στην πόλη ανοίγοντας τις πύλες). Για να επιδεινώσει την κατάσταση για τους Σταυροφόρους, ο αλ-Νταουλά δηλητηρίασε ή έθαψε όλα τα πηγάδια νερού και έκοψε όλα τα δέντρα έξω από την Ιερουσαλήμ. Στις 7 Ιουνίου 1099 οι Σταυροφόροι έφτασαν στα εξωτερικά οχυρά της Ιερουσαλήμ, τα οποία είχαν ανακαταλάβει οι Σελτζούκοι από τους Φατιμίδες μόλις τον προηγούμενο χρόνο. Η πόλη φυλασσόταν από ένα αμυντικό τείχος μήκους 4 χλμ., το οποίο είχε πάχος 3 μέτρα και ύψος 15 μέτρα. Υπήρχαν πέντε μεγάλες πύλες, που η καθεμία φρουρείτο από ένα ζεύγος πύργων. [13] Οι Σταυροφόροι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες ομάδες: ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας και ο Tαγκρέδος σχεδίαζαν να πολιορκήσουν από τον βορρά, ενώ ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης τοποθέτησε τις δυνάμεις του στον νότο.

Οι Μουσουλμάνοι (Φατιμίδες) έπρεπε τώρα να είναι προετοιμασμένοι να πολεμήσουν σε δύο μέτωπα. Αφού πήραν τις θέσεις τους, οι Σταυροφόροι εξαπέλυσαν την πρώτη τους επίθεση στις 13 Ιουνίου. Το κύριο πρόβλημα ήταν, ότι δεν είχαν πρόσβαση σε ξύλα για την κατασκευή πολιορκητικού εξοπλισμού. Ωστόσο ο Tαγκρέδος, μετά από ένα όραμα, βρήκε μία στοίβα από ξύλα κρυμμένη στη σπηλιά και τα χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν μία σκάλα. Ένας ιππότης ονόματι Ράινμπολντ στερέωσε στη σκάλα για να ανέλθει στον τοίχο, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεδομένου ότι αυτή η επίθεση ήταν αποτυχημένη, οι Σταυροφόροι υποχώρησαν και δεν έκαναν καμία προσπάθεια μέχρι να πάρουν τα εργαλεία και τον εξοπλισμό τους. Οι Σταυροφόροι αντιμετώπισαν πολλές περισσότερες δυσκολίες, όπως η έλλειψη νερού, η καυτή ζέστη της Παλαιστίνης και η έλλειψη τροφίμων. Στα τέλη Ιουνίου ήρθε η είδηση, ότι ένας στρατός των Φατιμιδών βάδιζε βόρεια από την Αίγυπτο. Η αυξανόμενη πίεση ανάγκασε τους Σταυροφόρους να δράσουν γρήγορα.

Τελική επίθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 17 Ιουνίου 1099, οι Σταυροφόροι άκουσαν για την άφιξη Γενουατικών πλοίων στο λιμάνι της Γιάφα. Οι Γενουάτες ναύτες είχαν φέρει μαζί τους όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για την κατασκευή των πολιορκητικών μηχανών. Ο Ροβέρτος της Νορμανδίας και ο Ροβέρτος της Φλάνδρας προμηθεύοντο ξυλεία από τα κοντινά δάση. Υπό τις διαταγές του Γουλιέλμου Εμπριάκο και του Γκαστόν ντε Μπεάρν, οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν την κατασκευή των πολιορκητικών όπλων τους. Κατασκεύασαν τον καλύτερο πολιορκητικό εξοπλισμό του 11ου αι. σε σχεδόν 3 εβδομάδες. Σε αυτόν περιλαμβάνοντο: 2 μεγάλοι επάνω σε τροχούς πολιορκητικοί πύργοι, έναν πολιορκητικό κριό με ένα κεφάλι επενδυμένο με σίδερο, πολυάριθμες κλιμακωτές σκάλες και μία σειρά από φορητές καλαμόπλεκτα πλαίσια. [14] Από την άλλη πλευρά, οι Φατιμίδες παρακολουθούσαν την προετοιμασία των Φράγκων και έστησαν τις βλητικές μηχανές τους επάνω στα τείχη, μόλις άρχιζε μία επίθεση. Η προετοιμασία από τους Σταυροφόρους είχε ολοκληρωθεί.

Στις 14 Ιουλίου 1099, οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν την επίθεσή τους: ο Γοδεφρείδος και οι σύμμαχοί του τοποθετήθηκαν προς το βόρειο τείχος της Ιερουσαλήμ, όπου προτεραιότητά τους ήταν να σπάσουν το εξωτερικό παραπέτασμα των τειχών της Ιερουσαλήμ. Μέχρι το τέλος της ημέρας είχαν διεισδύσει στην πρώτη γραμμή άμυνας. Στον Νότο οι δυνάμεις του Ραϋμόνδου της Τουλούζης αντιμετώπισαν άγρια αντίσταση από τους Φατιμίδες. Στις 15 Ιουλίου η επίθεση ξανάρχισε στο βόρειο μέτωπο, και ο Γεοδεφρείδος και οι σύμμαχοί του είχαν επιτυχία: ο Σταυροφόρος Λούντολφ του Τουρναί ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο τείχος. Οι Φράγκοι κέρδισαν γρήγορα τη βάση στο τείχος και καθώς η άμυνα της πόλης κατέρρεε, κύματα πανικού τάραξαν τους Φατιμίδες.

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σταυροφόροι εισέρχονται στην Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 15 Ιουλίου 1099 οι Σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη μέσω του Πύργου του Δαβίδ και η ιστορία γνώρισε μία από τις πιο αιματηρές αναμετρήσεις. Οι Σταυροφόροι έσφαξαν μεγάλο αριθμό κατοίκων της πόλης, Μουσουλμάνους και Εβραίους. Ο Φατιμίδης κυβερνήτης της πόλης κατάφερε να δραπετεύσει. [15] Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ γέμισαν αίματα. Το πόσα άτομα σκοτώθηκαν είναι θέμα συζήτησης, με τον αριθμό των 70.000 που δόθηκε από τον Μουσουλμάνο ιστορικό Ιμπν αλ-Ατίρ (γράφοντας γύρω στο 1200) να θεωρείται σημαντική υπερβολή. Οι 40.000 είναι εύλογο, δεδομένου ότι ο πληθυσμός της πόλης είχε διογκωθεί από πρόσφυγες, που διέφυγαν από την προέλαση του Σταυροφορικού στρατού. [16]

Σφαγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνέπειες της πολιορκίας οδήγησαν στη μαζική σφαγή χιλιάδων Μουσουλμάνων και Εβραίων, η οποία σύμφωνα με τις σύγχρονες πηγές ήταν άγρια και διαδεδομένη, και στη μετατροπή των Μουσουλμανικών ιερών τόπων στο Όρος του Ναού σε χριστιανικά ιερά. [17] [18]

Οι φρικαλεότητες που διαπράττοντο εναντίον των κατοίκων μίας πόλης, όταν αυτή κατακλυζόταν από εισβολή μετά από μία πολιορκία, ήταν επόμενο να συμβαίνουν στον αρχαίο [19] και στον μεσαιωνικό πόλεμο, τόσο από Χριστιανούς όσο και από Μουσουλμάνους. Οι Σταυροφόροι το είχαν κάνει ήδη στην Αντιόχεια και οι Φατιμίδες το είχαν κάνει οι ίδιοι στην Ταορμίνα, στη Ρομέττα και στην Τύρο. Θεωρείται, αλλά μάλλον είναι προκατάληψη, ότι η σφαγή των κατοίκων της Ιερουσαλήμ -τόσο Μουσουλμάνων όσο και Εβραίων- μπορεί να ξεπέρασε ακόμη και αυτά τα πρότυπα. [20] [21]

Οι Μουσουλμάνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί Μουσουλμάνοι αναζήτησαν καταφύγιο στο τζαμί αλ-Ακσά, στον Θόλο του Βράχου και στην περιοχή του Όρος του Ναού γενικά. Σύμφωνα με τα Φραγκικά Πεπραγμένα (Gesta Francorum), μιλώντας μόνο για την περιοχή του Όρους του Ναού, «... [οι άνδρες μας] σκότωναν και σφαγίαζαν ακόμη και στον Ναό του Σολομώντα, όπου η σφαγή ήταν τόσο μεγάλη, που οι άνδρες μας ήταν στο αίμα μέχρι τους αστραγάλους τους ..." Σύμφωνα με τον Ραϋμόντ Αγκυλέρ, ο οποίος έγραψε επίσης αποκλειστικά για την περιοχή του Όρους του Ναού, «στον Ναό και στο πλάτωμα του Σολομώντα οι άνθρωποι βρέχονταν στο αίμα μέχρι τα γόνατά τους και τα ηνία τους». Γράφοντας μόνο για την περιοχή του Όρους του Ναού, ο Φουλσέρ ντε Σαρτρ, ο οποίος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, επειδή είχε μείνει με τον Βαλδουίνο στην Έδεσσα εκείνη την εποχή, λέει: «Σε αυτόν τον ναό σκοτώθηκαν 10.000. Πράγματι, αν ήσουν εκεί θα έβλεπες τα πόδια μας να βάφονται μέχρι τους αστραγάλους μας με το αίμα των σκοτωμένων. Αλλά τι άλλο να αναφέρω; Κανένας από αυτούς δεν έμεινε ζωντανός, ούτε γυναίκες ούτε παιδιά γλίτωσαν» [22].

Ο αυτόπτης μάρτυρας των Φραγκικών Πεπραγμένων αναφέρει, ότι κάποιοι γλίτωσαν. Ο ανώνυμος συγγραφέας τους έγραψε: «Όταν οι ειδωλολάτρες νικήθηκαν, οι άνδρες μας κατέλαβαν μεγάλους αριθμούς ανδρών και γυναικών είτε σκοτώνοντάς τους, είτε κρατώντας τους αιχμάλωτους, όπως ήθελαν. [23] Αργότερα η ίδια πηγή γράφει, «[οι αρχηγοί μας] διέταξαν επίσης να πετάξουν έξω όλους τους Σαρακηνούς νεκρούς λόγω της μεγάλης δυσοσμίας, αφού ολόκληρη η πόλη ήταν γεμάτη με τα πτώματά τους· και έτσι οι ζωντανοί Σαρακηνοί έσυραν τους νεκρούς έξω από τις πύλες και τους τακτοποίησαν σε σωρούς, μεγάλους σαν να ήταν σπίτια. Κανείς δεν είδε, ούτε άκουσε ποτέ για τέτοια σφαγή ειδωλολατρών, διότι από αυτούς σχηματίστηκαν για καύση στοίβες σαν πυραμίδες και κανείς δεν ξέρει τον αριθμό τους εκτός από τον Θεό μόνο. Αλλά ο Ραϋμόνδος έκανε τον εμίρη και τους άλλους που ήταν μαζί του να οδηγηθούν στην Ασκαλώνα, ακέραιοι και αβλαβείς» [24].

Μία άλλη πηγή αυτόπτη μάρτυρα, ο Ραϋμόντ ντ' Αγκυλέρ, αναφέρει ότι κάποιοι Μουσουλμάνοι επέζησαν. Αφού εξιστόρησε τη σφαγή στο Όρος του Ναού, αναφέρει για μερικούς που «βρήκαν καταφύγιο στον Πύργο του Δαβίδ και, παρακαλώντας τον κόμη Ραϋμόνδο για προστασία, παρέδωσαν τον Πύργο στα χέρια του». [25] Αυτοί οι Μουσουλμάνοι έφυγαν μαζί με τον Φατιμίδη κυβερνήτη για την Ασκαλώνα. [26] Μία εκδοχή αυτής της παράδοσης είναι επίσης γνωστή στον μετέπειτα Μουσουλμάνο ιστορικό Ιμπν αλ-Αθίρ (10, 193–95), ο οποίος αφηγείται ότι μετά την κατάληψη και τη λεηλασία της πόλης «μία ομάδα Μουσουλμάνων οχυρώθηκε στο Ιερό του Δαβίδ (Mihrab Dawud) και πολέμησε για αρκετές ημέρες. Τους παραχωρήθηκε η ζωή, με αντάλλαγμα να παραδοθούν. Οι Φράγκοι τίμησαν τον λόγο τους και η ομάδα αναχώρησε τη νύχτα για την Ασκαλώνα» [27] Μία επιστολή της Γκενίζα του Καΐρου αναφέρεται επίσης σε ορισμένους Εβραίους κατοίκους, που έφυγαν μαζί με τον κυβερνήτη των Φατιμιδών. [28]

Ο Tαγκρέδος διεκδίκησε τη συνοικία του Ναού για τον εαυτό του και προσέφερε προστασία σε μερικούς από τους Μουσουλμάνους εκεί, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον θάνατό τους στα χέρια των συναδέλφων του Σταυροφόρων. Επιπλέον οι Σταυροφόροι διεκδίκησαν τους Μουσουλμανικούς ιερούς χώρους του Θόλου του Βράχου και του τζαμιού αλ-Ακσά ως σημαντικούς χριστιανικούς χώρους και τους μετονόμασαν Templum Domini και Templum Salomonis αντίστοιχα. Το 1141 το Templum Domini θα καθαγιαζόταν και το Templum Solomonis θα γινόταν η έδρα των Ναϊτών Ιπποτών. [29]

Ο Αλβέρτος του Άαχεν, ο οποίος προσωπικά δεν ήταν παρών, αλλά έγραψε χρησιμοποιώντας ανεξάρτητες συνεντεύξεις, που έγιναν με επιζώντες στην Ευρώπη, έγραψε, ότι ακόμη και πέρα από τον πρώτο γύρο σφαγής που συνόδευε την πτώση της Ιερουσαλήμ, υπήρχε ένας άλλος γύρος: «την τρίτη ημέρα μετά τη νίκη η απόφαση εκφωνήθηκε από τους ηγέτες και όλοι άρπαξαν τα όπλα και ξεχύθηκαν για μία άθλια σφαγή όλου του πλήθους των εθνών, που είχε απομείνει...τους οποίους είχαν προηγουμένως γλιτώσει για χάρη των χρημάτων και του ανθρώπινου οίκτου». [30] Ο αριθμός των νεκρών δεν διευκρινίζεται, ούτε αναφέρεται αυτή η σφαγή σε άλλες σύγχρονες πηγές.

Αν και οι Σταυροφόροι σκότωσαν πολλούς από τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους κατοίκους, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων (Φραγκικά Πεπραγμένα, Ραϋμόν ντ' Αγκυλέρ και τα έγγραφα Γκενίζα του Καΐρου) δείχνουν ότι ορισμένοι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν, αρκεί να έφευγαν από την Ιερουσαλήμ. [31]

Οι Εβραίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών [32].

Οι Εβραίοι είχαν πολεμήσει πλάι-πλάι με Μουσουλμάνους στρατιώτες για να υπερασπιστούν την πόλη, και καθώς οι Σταυροφόροι παραβίασαν τα εξωτερικά τείχη, οι Εβραίοι της πόλης υποχώρησαν στη συναγωγή τους για να «προετοιμαστούν για το τέλος». [33] Σύμφωνα με το μουσουλμανικό χρονικό του Iμπν αλ-Καλανισί, «Οι Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στη συναγωγή τους και οι Φράγκοι την έκαψαν επάνω από τα κεφάλια τους». [34] Μία σύγχρονη εβραϊκή επιστολή επιβεβαιώνει την καταστροφή της συναγωγής, αν και δεν επιβεβαιώνει, ότι κάποιοι Εβραίοι ήταν μέσα της, όταν κάηκε. [35] Αυτό το γράμμα ανακαλύφθηκε στη συλλογή του Καΐρου Γκενίζα το 1975 από τον ιστορικό Σελόμο Ντοβ Γκοϊτέιν. [36] Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι γράφτηκε μόλις δύο εβδομάδες μετά την πολιορκία, καθιστώντας το «την παλαιότερη αναφορά για την κατάκτηση, σε οποιαδήποτε γλώσσα». [36] Η επιστολή των Καραϊτών πρεσβυτέρων της Ασκαλώνος από την Γκενίζα του Καΐρου δείχνει ότι ορισμένοι εξέχοντες Εβραίοι, που κρατούντο για λύτρα από τους Σταυροφόρους, ελευθερώθηκαν, όταν η εβραϊκή κοινότητα των Καραϊτών Ασκαλώνος κατέβαλε τα ζητούμενα χρηματικά ποσά.

Χριστιανοί της Ανατολής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται μερικές φορές, καμία πηγή αυτόπτη μάρτυρα δεν αναφέρεται σε Σταυροφόρους, που να σκότωσαν Ανατολικούς Χριστιανούς στην Ιερουσαλήμ και οι πρωτοχριστιανικές πηγές (Ματθαίος της Έδεσσας, Άννα Κομνηνή, Μιχαήλ ο Σύρος, κ.λπ.) δεν κάνουν τέτοιο ισχυρισμό για τους Σταυροφόρους στην Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με το Συριακό Χρονικό, όλοι οι Χριστιανοί είχαν ήδη εκδιωχθεί από την Ιερουσαλήμ, πριν φθάσουν οι Σταυροφόροι. [37] Προφανώς αυτό θα είχε γίνει από τον Φατιμίδη κυβερνήτη για να αποτρέψει την πιθανή συμπαιγνία τους με τους Σταυροφόρους. [38]

Τα Φραγκικά Πεπραγμένα (Gesta Francorum) ισχυρίζονται ότι την Τετάρτη 9 Αυγούστου, δυόμισι εβδομάδες μετά την πολιορκία, ο Πέτρος ο Ερημίτης ενθάρρυνε όλους τους «Έλληνες και Λατίνους ιερείς και κληρικούς» να κάνουν ευχαριστήρια πομπή προς την Εκκλησία του Παναγίου Τάφου. [39] Αυτό δείχνει ότι ορισμένοι Ανατολικοί Χριστιανοί κληρικοί παρέμειναν μέσα ή κοντά στην Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Τον Νοέμβριο του 1100, όταν ο Φουλσέρ ντε Σαρτρ συνόδευσε προσωπικά τον Bαλδουίνο σε μία επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ, τους υποδέχτηκαν Έλληνες και Σύριοι κληρικοί και λαϊκοί (Βιβλίο II, 3), κάτι που υποδεικνύει μία Ανατολική Χριστιανική παρουσία στην πόλη ένα χρόνο αργότερα.

Ο νέος κυβερνήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού (Γκυστάβ Ντορέ).

Στις 17 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ένα συμβούλιο για να συζητηθεί, ποιος θα στεφθεί βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Στις 22 Ιουλίου ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (ο οποίος έπαιξε τον πιο θεμελιώδη ρόλο στην κατάκτηση της πόλης) ονομάστηκε Υπερασπιστής του Παναγίου Τάφου (Advocatus Sancti Sepulchri) στις 22 Ιουλίου, αρνούμενος να ονομαστεί βασιλιάς στην πόλη όπου είχε σταυρωθεί ο Χριστός, λέγοντας ότι αρνείται να φορέσει χρυσό στεφάνι στην πόλη, όπου ο Χριστός φόρεσε αγκάθινο. [40] Ο Ραϋμόνδος είχε αρνηθεί οποιονδήποτε τίτλο και ο Γοδεφρείδος τον έπεισε να εγκαταλείψει και τον Πύργο του Δαβίδ. Στη συνέχεια ο Ραϋμόνδος πήγε για προσκύνημα και εν απουσία του, ο Αρνούλφ ντε Σοκ -στον οποίο ο Ραϋμόνδος είχε αντιταχθεί λόγω της δικής του υποστήριξης προς τον Πέτρο Βαρθολομαίο- εξελέγη πρώτος Λατίνος Πατριάρχης την 1η Αυγούστου (οι διαμαρτυρίες του Έλληνα Πατριάρχη αγνοήθηκαν). Στις 5 Αυγούστου ο Aρνούλφ, αφού ρώτησε τους επιζώντες κατοίκους της πόλης, ανακάλυψε το κειμήλιο του Τιμίου Σταυρού.

Στις 12 Αυγούστου ο Γοδεφρείδος οδήγησε έναν στρατό, με τον Τίμιο Σταυρό να φέρεται στην εμπροσθοφυλακή, εναντίον του στρατού των Φατιμιδών στη μάχη της Ασκαλώνος το 1099. Οι Σταυροφόροι ήταν επιτυχείς, αλλά μετά τη νίκη, η πλειονότητά τους θεώρησε ότι οι σταυροφορικοί όρκοι τους είχαν εκπληρωθεί και όλοι, εκτός από μερικές εκατοντάδες ιππότες, επέστρεψαν σπίτι τους. Ωστόσο η νίκη τους άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση του Σταυροφορικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.

Η πολιορκία έγινε γρήγορα θρυλική και τον 12ο αι. αποτέλεσε το θέμα της Ωδής της Κατάκτησης (Chanson de Jérusalem), ένα σημαντικό άσμα κατάκτησης (chanson de geste) στον κύκλο των Σταυροφόρων.

Συμπέρασμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι Σταυροφόροι επέτυχαν στην προσπάθειά τους. Ο Ουρβανός Β΄ είχε ανάψει τη φλόγα του ιερού πολέμου στη Σύνοδο του Κλερμόν. Πολλές άλλες Σταυροφορίες ξεκίνησαν στο πέρασμα του χρόνου για διάφορους λόγους και κίνητρα. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε σε χριστιανικά χέρια για σχεδόν έναν αιώνα, έως ότου οι Σταυροφόροι αντιμετώπισαν την τελική τους ήττα από τον Σαλαντίν στη μάχη του Χατίν το 1187, και τρεις μήνες αργότερα, οι τελευταίοι υπερασπιστές εκδιώχθηκαν από την πόλη. [41] Η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ στην Α΄ Σταυροφορία συνέχισε να αντηχεί στο πέρασμα του χρόνου και έκτοτε έχει διαμορφώσει τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων της περιοχής.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Valentin, François (1867). Geschichte der Kreuzzüge. Regensburg.
  2. Skaarup, Harold A. (2003).
  3. Mikaberidze, Alexander (2011).
  4. 4,0 4,1 Watson, Bruce (1993).
  5. Asbridge 2004, p. 300
  6. Haag, Michael (2008).
  7. France 1994, p. 3
  8. Η "σφαγή" στη λεηλασία της πόλης είναι κοινή αναφορά σε λαϊκές περιγραφές, αλλά το ιστορικό γεγονός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με κάποια βεβαιότητα.
  9. France, John.
  10. Cline, Eric H.(2007) [2004].
  11. Allen, S. J. (Susan Jane), 1959- author. An introduction to the crusades. ISBN 978-1-4426-0023-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  12. Thomas F. Madden, The New Concise History of the Crusades at 33 (Rowman & Littlefield Pub., Inc., 2005).
  13. Asbridge, Thomas S. (2005). The first crusade : a new history : the roots of conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-518905-6. 
  14. Asbridge, Thomas S. (2005). The first crusade : a new history : the roots of conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-518905-6. 
  15. Asbridge, Thomas S. (2005). The First Crusade : a new history : the roots of conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-518905-6. 
  16. Kostick, Conor (2009). The Siege of Jerusalem. Continuum. ISBN 978-1-84-725231-9. 
  17. Krey, August. C. (1921). The First Crusade: The Accounts of Eyewitnesses and Participants. Princeton Univ. σελίδες 257–62. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019. But these were small matters compared to what happened at the Temple of Solomon, a place where religious services are ordinarily chanted. What happened there? If I tell the truth, it will exceed your powers of belief. So let it suffice to say this much, at least, that in the Temple and porch of Solomon, men rode in blood up to their knees and bridle reins. [quoting eyewitness Raymond d'Aguiliers] 
  18. Krey, August. C. (1921). The First Crusade: The Accounts of Eyewitnesses and Participants. Princeton Univ. σελίδες 256–57. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019. One of our knights, named Lethold, clambered up the wall of the city, and no sooner had he ascended than the defenders fled from the walls and through the city. Our men followed, killing and slaying even to the Temple of Solomon, where the slaughter was so great that our men waded in blood up to their ankles.... 
  19. Hirschler, Konrad (2014). «The Jerusalem Conquest of 492/1099 in the Medieval Arabic Historiography of the Crusades: From Regional Plurality to Islamic Narrative». Crusades13: 74. 
  20. Bradbury, Jim (1992). The Medieval Siege (New έκδοση). Woodbridge: The Boydell. σελ. 296. ISBN 0851153577. 
  21. Montefiore, Simon Sebag (2012). Jerusalem : the Biography (1st Vintage Books έκδοση). New York: Vintage Books. σελ. 222. ISBN 978-0307280503. 
  22. Fulk (or Fulcher) of Chartres, "Gesta Francorum Jerusalem Expugnantium [The Deeds of the Franks Who Attacked Jerusalem]", republished (1912). Krey, August C., επιμ. Parallel Source Problems in Medieval History. New York: Harper & Brothers. σελίδες 109–115. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019. 
  23. «Medieval Sourcebook: Gesta Francorum». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2021. 
  24. «Medieval Sourcebook: Gesta Francorum». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2021. 
  25. «Medieval Sourcebook: Raymond of Aguilers». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2021. 
  26. Crusaders, Greeks, and Muslims by Sanderson Beck
  27. Gabrieli, Francesco (1984) [1969]. «From Godefry to Saladin». Arab Historians of the Crusades. Berkeley: University of California Press. σελ. 11. ISBN 0-520-05224-2. 
  28. Peters, Edward (1998). The First Crusade (2nd έκδοση). Philadelphia: University of Pennsylvania Press. σελ. 265. ISBN 0-8122-1656-3. 
  29. Giebfried, John (2013). «The Crusader Rebranding of Jerusalem's Temple Mount». Comitatus: A Journal of Medieval and Renaissance Studies 44: 77–94. doi:10.1353/cjm.2013.0036. 
  30. of Aachen, Albert (2013). History of the Journey to Jerusalem. Surrey, UK: Ashgate Publishing Limited. σελ. 229. ISBN 9781409466529. 
  31. See also Thomas F. Madden, New Concise History at 34
  32. Muir, Ramsay, 1872-1941. (1959). Muir's historical atlas : mediæval & modern. G. Philip. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  33. Saint Louis University Professor Thomas F. Madden, author of A Concise History of the Crusades in CROSS PURPOSES: The Crusades (Hoover Institute television show, 2007).
  34. Gibb, H. A. R. The Damascus Chronicle of the Crusades: Extracted and Translated from the Chronicle of Ibn Al-Qalanisi.
  35. Kedar, Benjamin Z. "The Jerusalem Massacre of July 1099 in the Western Historiography of the Crusades."
  36. 36,0 36,1 Kedar: pg. 63
  37. Tritton, A. S.; Gibb, H. A. R. (1933). «The First and Second Crusades from an Anonymous Syriac Chronicle». Journal of the Royal Asiatic Society 65 (2): 273–305. doi:10.1017/S0035869X00074839. 
  38. Thomas F. Madden.
  39. Gesta Francorum.
  40. Hamilton, Bernard (1980). The Latin Church in the Crusader States. Variorum Publications. σελ. 12. 
  41. Allen, S. J. (Susan Jane), 1959- author. An introduction to the crusades. ISBN 978-1-4426-0023-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]