Σερβική Επανάσταση
Η Σερβική Επανάσταση (σερβικά : Српска револуција) ήταν η εθνική εξέγερση και συνταγματική αλλαγή που συνέβη στη Σερβία από το 1804 μέχρι το 1835, οπότε η χώρα αυτή μετεξελίχθηκε από Οθωμανική επαρχία σε επαναστατημένη, συνταγματική μοναρχία και τη νεότερη Σερβία. Η πρώτη της περίοδος, από το 1804 ως το 1815, σημαδεύτηκε από το βίαιο αγώνα για ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με δύο ένοπλες εξεγέρσεις, που τερματίστηκαν με κατάπαυση του πυρός. Την επόμενη περίοδο (1815–1835) σημειώθηκε μια ειρηνική ενοποίηση της πολιτικής εξουσίας από την ολοένα και πιο αυτόνομη η Σερβία, με αποκορύφωμα την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος εξουσίας σε Σέρβους ηγεμόνες το 1830 και το 1833 και την εδαφική επέκταση της νεαρής μοναρχίας. Η έγκριση του πρώτου γραπτού Συντάγματος το 1835 κατήργησε τη φεουδαρχία και τη δουλοπαροικία και κατέστησε τη χώρα αυτόνομη. [2] Ο όρος Σερβική Επανάσταση επινοήθηκε από ένα Γερμανό ακαδημαϊκό ιστοριογράφο, το Λέοπολντ φον Ράνκε, στο βιβλίο του Die Serbische Revolution, που δημοσιεύθηκε το 1829. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν τη θεμελίωση της σύγχρονης Σερβίας.
Η περίοδος διαιρείται περαιτέρω ως εξής:
- Πρώτη Σερβική εξέγερση (1804- 1813), υπό τον Καραγιώργη Πέτροβιτς.
- Εξέγερση του Χατζί Προντάν (1814).
- Δεύτερη Σερβική Εξέγερση (1815) υπό το Μίλος Ομπρένοβιτς
- Επίσημη αναγνώριση του Σερβικού κράτους (1815–1833).
Η Διακήρυξη (1809) από τον Καραγιώργη στην πρωτεύουσα Βελιγράδι αποτέλεσε πιθανότατα την κορύφωση της πρώτης φάσης. Απηύθυνε έκκληση για εθνική ενότητα, βασιζόμενος στη Σερβική ιστορία για να απαιτήσει ελευθερία της θρησκείας και επίσημα καταγεγραμμένο κράτος δικαίου, τα οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε παράσχει. Κάλεσε επίσης τους Σέρβους να σταματήσουν να πληρώνουν στην Πύλη φόρους, θεωρώντας τους καταχρηστικούς, καθώς βασίζονταν στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Εκτός από την κατάργηση του κεφαλικού φόρου των μη-μουσουλμάνων, οι επαναστάτες κατήργησαν επίσης όλες τις φεουδαρχικές υποχρεώσεις το 1806, μόλις 15 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με τη χειραφέτηση αγροτών και δουλοπαροικών να αντιπροσωπεύει έτσι μια σημαντική κοινωνική ρήξη με το παρελθόν. Η κυβέρνηση του Μίλος Ομπρένοβιτς παγίωσε τα επιτεύγματα των εξεγέρσεων, που οδήγησαν στην ανακήρυξη του πρώτου συντάγματος στα Βαλκάνια και στην ίδρυση του παλαιότερου στα Βαλκάνια ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εξακολουθεί να υφίσταται, τη Μεγάλη Ακαδημία του Βελιγραδίου (1808). Το 1830 και ξανά το 1833 η Σερβία αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη ηγεμονία, με κληρονομικούς πρίγκιπες να πληρώνουν ετήσιο φόρο στην Πύλη. Τέλος η de facto ανεξαρτησία ήρθε το 1868, με την αποχώρηση των Οθωμανικών φρουρών από το πριγκιπάτο, ενώ η de jure ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε επίσημα στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878.
Ιστορικό υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι νέες συνθήκες, όπως η Αυστριακή κατοχή της Σερβίας, η άνοδος της Σερβικής ελίτ πέρα από το Δούναβη, οι κατακτήσεις του Ναπολέοντα στα Βαλκάνια και οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωσική Αυτοκρατορία σήμαιναν, επίσης, την έκθεση σε νέες ιδέες. Οι Σέρβοι μπορούσαν τώρα να συγκρίνουν καθαρά πώς οι συμπατριώτες τους προόδευαν στη Χριστιανική Αυστρία, στις Ιλλυρικές επαρχίες κλπ., ενώ οι Οθωμανοί Σέρβοι υπόκειντο ακόμη σε φόρο με βάση τη θρησκεία, που τους αντιμετώπιζε ως δεύτερης κατηγορίας πολίτες.
Κατά τη διάρκεια της Αυστριακής κατοχής της Σερβίας (1788-1791), πολλοί Σέρβοι υπηρέτησαν ως στρατιώτες και αξιωματικοί στο στρατό των Αψβούργων, όπου απέκτησαν γνώσεις σχετικά με στρατιωτικές τακτικές, οργάνωση και όπλα. Άλλοι απασχολούντο σε διοικητικά γραφεία στην Ουγγαρία ή στην κατεχόμενη ζώνη. Άρχισαν να ταξιδεύουν σε αναζήτηση εμπορίου και εκπαίδευσης και εκτέθηκαν σε ευρωπαϊκές ιδέες για την κοσμική κοινωνία, την πολιτική, το δίκαιο και τη φιλοσοφία, συμπεριλαμβανομένων τόσο του ορθολογισμού και του Ρομαντισμού. Εκεί γνώρισαν τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης, που θα επηρεάσουν πολλούς Σέρβους εμπόρους και μορφωμένους ανθρώπους. Υπήρξε μια δραστήρια Σερβική κοινότητα στο νότιο τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, από όπου οι ιδέες περνούσαν προς τα νότια (πέρα από τον Δούναβη). Ένα άλλο πρότυπο ήταν η Ρωσική Αυτοκρατορία, η μόνη ανεξάρτητη Σλαβική και Ορθόδοξη χώρα, που είχε μεταρρυθμιστεί πρόσφατα και ήταν τώρα σοβαρή απειλή για τους Τούρκους. Η ρωσική εμπειρία ενέπνεε ελπίδα για τη Σερβία.
Άλλοι Σέρβοι στοχαστές εντόπιζαν δυνάμεις στο ίδιο το Σερβικό έθνος. Δύο κορυφαίοι Σέρβοι μελετητές είχαν επηρεαστεί από τη Δυτική εκπαίδευση και έστρεψαν την προσοχή τους προς τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της ίδιας της Σερβίας. Ο ένας ήταν ο Ντοσιντέι Ομπράντοβιτς (1739 – 1811), πρώην ιερέας που κατέφυγε στη Δυτική Ευρώπη. Σοκαρισμένος που ο λαός του δεν είχε καθόλου σύγχρονη κοσμική λογοτεχνία, συγκέντρωσε γραμματικές και λεξικά για να δημιουργήσει μια σύγχρονη Σερβική γλώσσα, έγραψε μερικά βιβλία ο ίδιος και μετέφρασε άλλα. Άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του και αναβίωσαν ιστορίες μεσαιωνικής δόξας της Σερβίας. Αργότερα έγινε ο πρώτος Υπουργός Παιδείας της σύγχρονης Σερβίας (1805). Στον μητροπολίτη του Καρλοβίτσι Στέφαν Στρατιμίροβιτς αποδίδεται το πρώτο μανιφέστο υπέρ της σερβικής ανεξαρτησίας, το 1804. Ο Στρατιμίροβιτς πίστευε ότι η Σερβία μπορούσε να απελευθερωθεί μόνο με τη βοήθεια της Ρωσίας.[1]
Η δεύτερη μορφή ήταν ο Βουκ Κάρατζιτς (1787 - 1864)). Ο Βουκ ήταν λιγότερο επηρεασμένος από τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, όπως ο Ντοσιντέι Ομπράντοβιτς και περισσότερο από το Ρομαντισμό, που εξιδανίκευε τις κοινότητες των αγροτών και των χωρικών. Ο Βουκ συνέλεξε και δημοσίευση τη Σερβική επική ποίηση, έργο που βοήθησε να δομηθεί η Σερβική επίγνωση της κοινής ταυτότητας που βασιζόταν σε κοινά έθιμα και κοινή ιστορία. Αυτό το είδος της γλωσσικής και πολιτιστικής αυτογνωσίας ήταν κεντρικό χαρακτηριστικό του Γερμανικού εθνικισμού αυτή την περίοδο και οι Σέρβοι διανοούμενοι που εφάρμοζαν τώρα τις ίδιες ιδέες στα Βαλκάνια.
Πρώτη Σερβική Εξέγερση (1804–1813)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την Πρώτη Σερβική Εξέγερση (1804-1813) η Σερβία ένιωσε ως ανεξάρτητο κράτος, για πρώτη φορά μετά από 300 χρόνια Οθωμανικής και βραχύβιας Αυστριακής κατοχής. Με την ενθάρρυνση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τα αιτήματα για αυτοδιοίκηση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1804 εξελίχθηκαν σε πόλεμο για ανεξαρτησία το 1807. Συνδυάζοντας την πατριαρχική δημοκρατία των αγροτών με τους σύγχρονους εθνικούς στόχους η Σερβική επανάσταση προσέλκυσε χιλιάδες εθελοντές, μεταξύ των Σέρβων από όλα τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Η Σερβική επανάσταση τελικά έγινε σύμβολο της διαδικασίας οικοδόμησης των εθνών στα Βαλκάνια, προκαλώντας αγροτικές αναταραχές μεταξύ των Χριστιανών τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βουλγαρία. Μετά την επιτυχή πολιορκία με 25.000 άνδρες, στις 8 Ιανουαρίου 1807 ο χαρισματικός ηγέτης της εξέγερσης Καραγιώργης Πέτροβιτς ανακήρυξε το Βελιγράδι ως πρωτεύουσα της Σερβίας.
Οι Σέρβοι απάντησαν στις Οθωμανικές βιαιότητες με την ίδρυση ξεχωριστών θεσμικών της οργάνων: το Κυβερνητικό Συμβούλιο (Praviteljstvujušči Sovjet), τη Μεγάλη Ακαδημία (Велика школа), τη Θεολογική Ακαδημία (Bogoslovija) και άλλα διοικητικά όργανα. Ο Καραγιώργης και άλλοι επαναστατικοί ηγέτες έστειλαν τα παιδιά τους στη Μεγάλο Ακαδημία, όπου μεταξύ των σπουδαστών ήταν επίσης ο Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς (1787-1864), ο διάσημος μεταρρυθμιστής του Σερβικού αλφαβήτου. Το Βελιγράδι επανακατοικήθηκε από τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, εμπόρους και βιοτέχνες αλλά και από μια σημαντική ομάδα φωτισμένων Σέρβων από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, που έδωσε ένα νέο πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο για την ισότιμη κοινωνία αγροτών της Σερβίας. Ο Ντοσιντέι Ομπράντοβιτς, εξέχουσα προσωπικότητα του Βαλκανικού Διαφωτισμού, ιδρυτής της Μεγάλης Ακαδημίας, έγινε ο πρώτος υπουργός Παιδείας της Σερβίας το 1811.
Μετά τη Γαλλική εισβολή το 1812 η Ρωσική Αυτοκρατορία απέσυρε την υποστήριξή της από τους Σέρβους επαναστάτες. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Σερβίας (τότε περίπου 100.000 άτομα) εξορίστηκαν στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη της εξέγερσης Καραγιώργης Πέτροβιτς. Οταν ανακαταλήφθηκε από τους Οθωμανούς τον Οκτώβριο του 1813, το Βελιγράδι έγινε πεδίο κτηνώδους εκδίκησης, με τη σφαγή εκατοντάδων πολιτών του και την πώληση χιλιάδων ως σκλάβων στην Ασία. Η άμεση Οθωμανική επικράτηση σήμανε επίσης την κατάργηση όλων των Σερβικών θεσμών και την επιστροφή των Οθωμανών Τούρκων στη Σερβία.
Εξέγερση του Χατζί Προντάν (1814)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά την ήττα οι εντάσεις εξακολούθησαν. Το 1814 επιχειρήθηκε η ανεπιτυχής εξέγερση του Χατζί Προντάν, που ξεκίνησε από το Χατζί Προντάν Γκλιγκορίγεβιτς, έναν από τους βετεράνους της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.Ήξερε οι Τούρκοι θα τον συλλάβουν και έτσι σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να αντισταθεί στους Οθωμανούς, αλλά ο Μίλος Ομπρένοβιτς, άλλος βετεράνος, διαισθανόταν ότι ο χρόνος ήταν ακατάλληλος για εξέγερση και δεν του παρείχε βοήθεια.
Η Εξέγερση του Χατζί Προντάν απέτυχε σύντομα και έτσι αυτός κατέφυγε στην Αυστρία. Μετά από μια στάση σε ένα τουρκικό τσιφλίκι το 1814 οι τουρκικές αρχές κατέσφαξαν τον τοπικό πληθυσμό και παλούκωσαν δημοσίως 200 κρατούμενους στο Βελιγράδι. Μέχρι τον Μάρτιο του 1815 οι Σέρβοι είχαν πραγματοποιήσει αρκετές συναντήσεις και αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια νέα εξέγερση.
Δεύτερη Σερβική Εξέγερση (1815–1817)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Δεύτερη Σερβική Εξέγερση (1815-1817) ήταν η δεύτερη φάση της εθνικής επανάστασης των Σέρβων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ξέσπασε λίγο μετά τη βίαιη προσάρτηση της χώρας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την αποτυχημένη εξέγερση του Χατζί Προντάν. Το επαναστατικό συμβούλιο κήρυξε εξέγερση στο Τάκοβο στις 23 Απριλίου 1815 με εκλεγμένο ηγέτη το Μίλος Ομπρένοβιτς (ενώ ο Καραγιώργης ήταν ακόμη εξορία στην Αυστρία). Η απόφαση των Σέρβων ηγετών βασίστηκε σε δύο λόγους. Πρώτον φοβούνταν μια γενική σφαγή των προυχόντων και δεύτερον έμαθαν ότι ο Καραγιώργης σχεδίαζε να επιστρέψει από την εξορία στη Ρωσία και η αντικαραγιωργική φατρία, συμπεριλαμβανομένου του Μίλος Ομπρένοβιτς, ανυπομονούσε να προλάβει τον Καραγιώργη και να τον κρατήσει έξω από την εξουσία.
Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν το Πάσχα το 1815 και ο Μίλος έγινε ανώτατος ηγέτης της νέας εξέγερσης. Όταν οι Οθωμανοί το ανακάλυψαν καταδίκασαν το σύνολο των ηγετών της σε θάνατο. Οι Σέρβοι πολέμησαν στις μάχες σε Λιούμπιτς, Τσάτσακ, Πάλεζ, Ποζάρεβατς και Ντούμπλιε και κατάφεραν να ανακαταλάβουν το Πασαλίκι του Βελιγραδίου. Ο Μίλος υποστήριζε μια πολιτική αυτοσυγκράτησης: δεν σκότωσε τους αιχμάλωτους Οθωμανούς στρατιώτες και άφησε ελεύθερους τους πολίτες. Διακηρυγμένος στόχος του δεν ήταν η ανεξαρτησία, αλλά ο τερματισμός της καταχρηστικής κακοδιοίκησης.
Τα ευρύτερα Ευρωπαϊκό γεγονότα βοηθούσαν τώρα τη Σερβική υπόθεση. Πολιτικά και διπλωματικά μέσα στις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Πρίγκιπα της Σερβίας και της Οθωμανικής Πύλης, αντί των περαιτέρω πολεμικών συγκρούσεων πολέμου συνήδαν με τους πολιτικούς κανόνες στο πλαίσιο της Ευρώπης του Μέτερνιχ. Ο Πρίγκιπας Μίλος Ομπρένοβιτς, οξυδερκής πολιτικός και ικανός διπλωμάτης, προκειμένου να επιβεβαιώσει την αυστηρή πίστη του στην Πύλη, το 1817 διέταξε τη δολοφονία του Καραγιώργη Πέτροβιτς. Η τελική ήττα του Ναπολέοντα το 1815 προκάλεσε φόβους στους Τούρκους ότι η Ρωσία θα μπορούσε και πάλι να παρέμβει στα Βαλκάνια. Για να το αποφύγει ο σουλτάνος συμφώνησε να γίνει η Σερβία αυτόνομη- ημιανεξάρτητο κράτος ονομαστικά υπαγόμενο στην Υψηλή Πύλη.
Νομικό καθεστώς της Σερβίας (1815-30)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του 1815 άρχισαν οι πρώτες διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ομπρένοβιτς και του Μαρασλή Αλή Πασά, του Οθωμανού διοικητή. Το αποτέλεσμα ήταν η αναγνώριση ενός Σερβικού Πριγκιπάτου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και υποτελές στην Πύλη (με ετήσιο φόρο), ήταν, ως προς τα περισσότερα στοιχεία, ένα ανεξάρτητο κράτος. Το 1817 ο Ομπρένοβιτς πέτυχε να υποχρεώσει το Μαρασλή Αλή Πασά να διαπραγματευθεί μια άγραφη συμφωνία, τερματίζοντας έτσι τη Δεύτερη Σερβική Εξέγερση. Την ίδια χρονιά ο Καραγιώργης, ο ηγέτης της Πρώτης Εξέγερσης (και αντίπαλος του Ομπρένοβιτς για το θρόνο) επέστρεψε στη Σερβία και δολοφονήθηκε με εντολές του Ομπρένοβιτς, που στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο του Πρίγκιπα της Σερβίας.
Κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου ( "ουσιαστικά αυτονομία" - τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βελιγραδίου και Κωνσταντινούπολης 1817-1830) ο Πρίγκιπας Μίλος Ομπρένοβιτς εξασφάλισε μια σταδιακή αλλά αποτελεσματική μείωση της Τουρκικής εξουσίας και οι Σερβικοί θεσμοί αναπόφευκτα κάλυψαν το κενό. Παρά την αντίδραση της Υψηλής Πύλης ο Mίλος δημιούργησε το Σερβικό στρατό, μετέφερε περιουσίες στη νεοδημιούργητη Σερβική αστική τάξη και πέρασε τα "νόμους της κατοικίας" που προστάτευαν τους αγρότες από τοκογλύφους και πτωχεύσεις.
Νέο σχολικά πρόγραμματα και η επανίδρυση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξέφραζαν το Σερβικό εθνικό συμφέρον. Σε αντίθεση με τη Σερβική μεσαιωνική παράδοση ο Πρίγκιπας Μίλος είχε διαχωρίσει την εκπαίδευση από τη θρησκεία, για να μπορέσει να αντιταχθεί ευκολότερα στην Εκκλησία μέσω της ανεξάρτητης εκπαίδευσης (κοσμικό κράτος). Τότε η Μεγάλη Ακαδημία στο Βελιγράδι ήταν ήδη σε λειτουργία εδώ και δεκαετίες (από το 1808).
Η Σύμβαση του Ακκερμαν (1828), η Συνθήκη της Αδριανούπολης (1829) και τέλος το Χαττ-ι-Σερίφ (1830) αναγνώρισαν επίσημα την αυτονομία του Πριγκιπάτου της Σερβίας με το Μίλος Ομπρένοβιτς Α΄ ως κληρονομικό του Πρίγκιπα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κόροβιτς, Βλαντιμίρ (1997). Историја српског народа.
- Историја за 7. разред основне школе; Радош Љушић; Завод за уџбенике и наставна средства; Београд; 2008.