Σίφωνες στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σίφωνας θαλάσσης κοντά στο στενό Ρίου - Αντιρρίου, στις 15 Δεκεμβρίου 2007.

Η Ελλάδα δεν θεωρείται ως μία από τις χώρες με τη συχνότερη εμφάνιση σιφώνων ξηράς σε παγκόσμια κλίμακα ή έστω σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε αντίθεση τους θαλάσσιους σίφωνες, που έχουν ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα εμφάνισης, εν μέρει λόγω του ότι είναι η χώρα με το μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμών στην Ευρώπη, με μήκος ακτών πάνω από 15.000 χιλιόμετρα. Γενικότερα όμως, το φαινόμενο είναι υπαρκτό και στην ξηρά και στη θάλασσα, και έχει κατά καιρούς προκαλέσει σημαντικές ζημιές.

Οι πρώτες μελέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος Έλληνας επιστήμονας που μελέτησε διεξοδικά το φαινόμενο στη χώρα μας, ήταν ο μετεωρολόγος Μιχάλης Σιούτας, καθηγητής στο Κέντρο Μετεωρολογικών Εφαρμογών του ΕΛΓΑ στο Αεροδρόμιο Μακεδονία της Θεσσαλονίκης και εκπρόσωπος της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό TORRO. Οι στατιστικές του μελέτες ξεκίνησαν το 1998, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι πριν από αυτό το έτος, οι περισσότεροι μετεωρολόγοι στην Ελλάδα θεωρούσαν το φαινόμενο «ιδιαίτερα σπάνιο έως ανύπαρκτο». Ο αποφασιστικός παράγοντας που ώθησε τον Μιχάλη Σιούτα να ξεκινήσει τις έρευνες, ήταν ένα διεθνές συνέδριο που έγινε τότε στη Γαλλία, όπου και πληροφορήθηκε ότι ξένοι επιστήμονες είχαν ήδη δημιουργήσει μια υποτυπώδη βάση δεδομένων καταγραφής υδροσιφώνων στην Ελλάδα, η οποία και έδειχνε μέγιστο αριθμό 10 σίφωνες ετησίως. Ο ίδιος είναι, από το 2009, ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας Υδροσιφώνων (International Centre for Waterspout Research - ICWR) για την παγκόσμια παρακολούθηση, καταγραφή και μελέτη του φαινομένου.

Για πρώτη φορά άρχισε να παρουσιάζει σημαντικά δεδομένα σε διεθνή συνέδρια από το 2001 και μετά. Σύμφωνα μάλιστα με έρευνά του, η οποία δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Atmospheric Research το 2003, στην Ελλάδα σημειώνονται επανειλημμένα επικίνδυνοι σίφωνες σε αρκετές περιοχές και γενικότερα δεν είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο όσο εθεωρείτο παλαιότερα. Στο διάστημα 1998 έως 2002 που κράτησε η σχετική έρευνα σημειώθηκαν κατά μέσον όρο 8 σίφωνες ξηράς ετησίως και 10 σίφωνες θαλάσσης ετησίως.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η συχνότητα εμφάνισής τους είναι ραγδαία αυξητική. Ενδεικτικώς, στο διάστημα των 10 ετών μεταξύ του 1998 και του 2008, ο αριθμός σιφώνων ξηράς και θαλάσσης ξεπέρασε τους 20 ετησίως, με ιδιαίτερα παραγωγικό έτος - ρεκόρ το 2002, όταν καταγράφτηκαν συνολικά 40 σίφωνες: 13 σίφωνες ξηράς και 27 σίφωνες θαλάσσης, σε διάφορες περιοχές της χώρας. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του Μιχάλη Σιούτα, σήμερα καταγράφονται ετησίως πάνω από 100 υδροσίφωνες στις ελληνικές θάλασσες. Βέβαια αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι η χώρα διαθέτει πλέον μια ολοκληρωμένη βάση δεδομένων για όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τον Ελλαδικό χώρο.

Ρεκόρ και ακρότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σίφωνας θαλάσσης, ανάμεσα στη Σύρο και τη Μύκονο, στις 8 Δεκεμβρίου 2007, ώρα 16:39.
  • Στις 27 Ιουλίου 2002 ένα βαθύ βαρομετρικό χαμηλό πυροδότησε βαριές καταιγίδες και 5 σίφωνες ξηράς και 7 σίφωνες θαλάσσης σε διάφορες περιοχές στην κεντρική και νότια Ελλάδα, καθώς και στις νησιωτικές περιοχές του Σαρωνικού και των Κυκλάδων. Μάλιστα, ένας από τους σίφωνες ξηράς χτύπησε το Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ο σίφωνας έπληξε κυρίως την πίστα του αεροδρομίου, την ώρα που επρόκειτο να αποβιβαστούν οι επιβάτες από αεροπλάνο και είχε ως αποτέλεσμα τη μικρή μετακίνηση του εμπρόσθιου μέρους του αεροσκάφους, τη βίαιη απομάκρυνση της σκάλας αποβίβασης και τον ελαφρύ τραυματισμό ενός επιβάτη. Από τον σίφωνα, ο οποίος ευτυχώς διήρκεσε μόλις 2 λεπτά, υπέστησαν μικρές υλικές ζημιές τόσο το αεροπλάνο, όσο και το λεωφορείο που ανέμενε για να παραλάβει τους επιβάτες.
  • Το μεγαλύτερο ξέσπασμα σιφώνων (tornado outbreak / πάνω από 6 σίφωνες την ημέρα στην ίδια περιοχή) σημειώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2006, στο Κρητικό πέλαγος, στις βόρειες ακτές της Κρήτης μεταξύ Ηρακλείου και Ρεθύμνου, καθώς καταγράφτηκαν 30 σίφωνες θαλάσσης σε διάστημα δυόμισι ωρών - ένα ξέσπασμα σιφώνων εξαιρετικά μεγάλο ακόμα και για τα δεδομένα των ΗΠΑ.
  • Σε επίπεδο υλικών καταστροφών και όχι θυμάτων, ο πιο καταστρεπτικός σίφωνας στην Ελλάδα συνέβη στις 18 Οκτωβρίου 1934. Συγκεκριμένα, ένας μεγάλος σίφωνας που δημιουργήθηκε στη θαλάσσια περιοχή της Ιθάκης, εισχώρησε στην Αιτωλοακαρνανία, χτυπώντας την περιοχή του Αστακού και προκάλεσε τον θάνατο 3 ανθρώπων, τον βαρύ τραυματισμό 4, τον ελαφρύτερο τραυματισμό άλλων 35 και τεράστιες υλικές ζημιές στην ευρύτερη περιοχή.
  • Ο πιο θανατηφόρος σίφωνας στην Ελλάδα, ωστόσο, συνέβη στις 5 Δεκεμβρίου 1959, όταν ένας υδροσίφωνας προκάλεσε την ανατροπή και καταστροφή μιας βάρκας στη λίμνη Πλαστήρα, με αποτέλεσμα 20 κάτοικοι της κοντινής περιοχής, όλοι άντρες, να χάσουν τη ζωή τους (από τους 20 επιβαίνοντες δεν επέζησε κανείς).[1]

Περιοχές και μήνες εμφάνισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ίδιος σίφωνας θαλάσσης, ώρα 16:41.

Η πλειοψηφία τους εμφανίζεται στη Δυτική Ελλάδα, στο Ιόνιο και στις δυτικές παραλιακές περιοχές, ενώ εμφανώς μικρότερη είναι η συχνότητά τους στις ηπειρωτικές περιοχές, στο εσωτερικό της χώρας. Με βάση τα δεδομένα από το 1998 μέχρι σήμερα, το μέγιστο της συχνότητάς τους για τον Ελλαδικό χώρο έχει προσδιορισθεί στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.

Ειδικότερα για τους θαλάσσιοι σίφωνες, σύμφωνα με την ανάλυση των επιστημονικών δεδομένων της ομάδας του Μιχάλη Σιούτα, η μέγιστη συχνότητα εμφάνισής τους παρατηρείται στη θαλάσσια περιοχή βόρεια του Ηρακλείου Κρήτης Ενδεικτικώς, στις 5 Σεπτεμβρίου 2002 καταγράφτηκε το πρώτο γνωστό στα ελληνικά χρονικά ξέσπασμα σιφώνων, καθώς σε διάστημα 90 λεπτών φωτογραφήθηκαν 14 θαλάσσιοι σίφωνες στο Κρητικό πέλαγος, στις βόρειες ακτές της Κρήτης μεταξύ Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, στις 21 Σεπτεμβρίου 2006 καταγράφτηκαν στην ίδια περιοχή 30 σίφωνες θαλάσσης σε διάστημα δυόμισι ωρών.

Περιοχές με μεγάλη συχνότητα υδροσιφώνων θεωρούνται επίσης το βόρειο Ιόνιο, η περιοχή της Ρόδου και περιοδικά η Χαλκιδική, αν και ενίοτε έχουν εμφανιστεί σε αρκετές ακόμα περιοχές στο Αιγαίο πέλαγος. Συχνά μάλιστα εμφανίζονται και ολόκληρες οικογένειες σιφώνων, ως δίδυμοι ή τρίδυμοι ή και κατά μεγαλύτερες ομάδες. Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο της οικογένειας σιφώνων (tornado family) εμφανίζει επίσης αυξητικές τάσεις συχνότητας εμφάνισης στη χώρα.

Οι σίφωνες ξηράς παραδοσιακά παρατηρούνται κυρίως το καλοκαίρι, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη δραστηριότητα νωρίτερα και συγκεκριμένα την άνοιξη. Οι σίφωνες θαλάσσης σημειώνονται κυρίως το φθινόπωρο και ενίοτε το καλοκαίρι.

Στη Δυτική και τη Νότια Ελλάδα εμφανίζονται κυρίως από τον Σεπτέμβριο μέχρι την άνοιξη, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα, από το τέλος της άνοιξης μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Ο πιο επικίνδυνος μήνας εμφάνισης σιφώνων για τη Βόρεια Ελλάδα είναι κυρίως ο Ιούλιος, ενώ για τη Νότια Ελλάδα οι κυριότεροι μήνες εμφάνισης σιφώνων είναι ο Σεπτέμβριος, ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος.

Διάρκεια, πλάτος και ένταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στατιστικά, η διάρκεια ζωής των σιφώνων που καταγράφονται στην Ελλάδα φτάνει τα 10 - 15 λεπτά και πολύ σπάνια τα 30 λεπτά, ενώ η απόσταση που διανύουν είναι συνήθως 5 με 7 χιλιόμετρα και οι πιο ισχυροί μπορούν να διανύσουν ακόμη και 10 χιλιόμετρα. Το μέγιστο πλάτος τους δεν υπερβαίνει τα 100 με 150 μέτρα, αν και συνήθως είναι μόλις 20 - 30 μέτρα.

Οι μελέτες των καταστροφών δείχνουν ότι οι ισχυρότεροι σίφωνες φτάνουν έως και το επίπεδο έντασης Τ6 (161 - 186 μίλια την ώρα ή 260 - 299 χιλιόμετρα την ώρα) ή αντίστοιχα στις κλίμακες Φουτζίτα (αν ληφθεί ως αποκλειστικό κριτήριο η ταχύτητα των ανέμων) F3 και με τη νέα κλίμακα ίσως και οριακά ΕF4. Το ανησυχητικό είναι ότι κατά μέσον όρο έχουν μεγάλη ένταση, καθώς έχει παρατηρηθεί μια στατιστική τάση να υπερβούν το 50% του συνόλου αυτοί που κατατάσσονται στην κατηγορία «ισχυροί σίφωνες» (strong tornadoes), έντασης Τ4 - Τ6 στην κλίμακα TORRO (F2 - F3 στην κλίμακα Φουτζίτα), ξεπερνώντας έτσι σε συχνότητα τους «ασθενείς σίφωνες» (weak tornadoes) Τ0 - Τ3 (F0 και F1 ή ΕF0 και ΕF1 στις κλίμακες Φουτζίτα). Προς το παρόν «βίαιοι / σφοδροί σίφωνες» (violent tornadoes), Τ8 και άνω, δεν έχουν καταγραφεί, αλλά εκφράζονται φόβοι ότι στο άμεσο μέλλον η χώρα θα μπει στην επίφοβη «λίστα» των χωρών που διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο.

Όλα δείχνουν ότι τα επόμενα χρόνια οι σίφωνες στην Ελλάδα θα έχουν καταστροφικότερη δύναμη.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι ειδικοί έχουν εκτιμήσει ότι η παγκόσμια θέρμανση και η γενικότερη κλιματική αλλαγή που πυροδοτείται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, προκαλεί αύξηση της αστάθειας των χαμηλότερων ατμοσφαιρικών στρωμάτων στην κατώτερη ατμόσφαιρα (τροπόσφαιρα) της χώρας και οι σίφωνες που θα δημιουργούνται στο μέλλον θα είναι περισσότεροι και ακόμα ισχυρότεροι. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα πίστευε ότι όλα αυτά αφορούν ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές σε άλλες ηπείρους και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική, καθώς ακόμα και στη χώρα μας έχουν πολύ συχνά σκοτωθεί άνθρωποι που βρέθηκαν στο δρόμο ισχυρών σιφώνων.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Matsangouras, I. T., Nastos, P. T., Bluestein, H. B. and Sioutas, M. V. (2014). «A climatology of tornadic activity over Greece based on historical records». International Journal of Climatology 34 (8): 2538–2555. doi:10.1002/joc.3857. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/joc.3857/full. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]