Ρωμαϊκή Αρμενία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ρωμαϊκή Αρμενία αναφέρεται στην κυριαρχία τμημάτων της Μεγάλης Αρμενίας από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 1ο αι. μ.Χ. έως το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας. Ενώ η Μικρή Αρμενία είχε γίνει πελατειακό κράτος, έως ότου ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 1ο αι. μ.Χ., η Μεγάλη Αρμενία παρέμεινε ένα ανεξάρτητο βασίλειο υπό τη δυναστεία των Αρσακιδών. Σε όλη αυτή την περίοδο, η Αρμενία παρέμεινε μήλο της έριδος μεταξύ της Ρώμης και της Παρθικής Αυτοκρατορίας, καθώς και της Σασανιδικής Αυτοκρατορίας που διαδέχθηκε την τελευταία, και το casus belli για αρκετούς από τους Ρωμαιο-Περσικούς Πολέμους. Μόνο το 114 ο Αυτοκράτορας Τραϊανός την κατάκτησε και την ενσωμάτωσε ως βραχύβια ρωμαϊκή επαρχία.

Στα τέλη του 4ου αι. η Αρμενία μοιράστηκε μεταξύ της Ρώμης και των Σασανιδών, οι οποίοι πήραν τον έλεγχο τού μεγαλύτερου μέρους τού Αρμενικού Βασιλείου και, στα μέσα του 5ου αι., κατήργησαν την Αρμενική μοναρχία. Τον 6ο και τον 7ο αι. η Αρμενία έγινε και πάλι πεδίο μάχης μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας και της Σασανιδικής Αυτοκρατορίας, έως ότου και οι δύο δυνάμεις ηττήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το Μουσουλμανικό Χαλιφάτο στα μέσα του 7ου αι.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση της δυναστείας των Αρταξιαδών μετά την εκστρατεία του Πομπήιου στην Αρμενία το 66 π.Χ., το βασίλειο της Αρμενίας αμφισβητήθηκε συχνά μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Παρθικής Αυτοκρατορίας κατά τους Ρωμαϊκούς-Πάρθους Πολέμους. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορίας της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υπό τη βασιλεία της δυναστείας των Αρσακιδών, η αρμενική αριστοκρατία χωρίστηκε σε πιστούς των Ρωμαίους, πιστούς των Πάρθων και ουδέτερους.

Η Αρμενία συχνά χρησίμευε ως πελατειακό κράτος ή υποτελές στα σύνορα των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών και των διαδόχων τους, της Ρωμαϊκής και της Σασσανιδικής αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια των Ρωμαιο-σασανιδικών πολέμων, η Αρμενία διαιρέθηκε τελικά σε Βυζαντινή Αρμενία και Σασανιδική Αρμενία .

Αγώνας για επιρροή με την Παρθία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βραχύβια ρωμαϊκή επαρχία της Αρμενίας το 117, βόρεια της Μεσοποταμίας.

Με την ανατολική επέκταση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων, το βασίλειο της Αρμενίας, υπό τη δυναστεία των Αρταξιαδών, έγινε ρωμαϊκό πελατειακό βασίλειο από τον Πομπήιο το 66–65 π.Χ. [1] Για τα επόμενα 100 χρόνια η Αρμενία παρέμεινε υπό ρωμαϊκή επιρροή. Προς τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. η ανερχόμενη παρθική επιρροή αμφισβήτησε τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η οποία αποκαταστάθηκε από τις εκστρατείες του Γναίου Δομιτίου Κόρβουλο. [2]

Αυτή η σύγκρουση έληξε μετά τη μάχη της Ράνδειας, σε ένα ουσιαστικό αδιέξοδο και έναν επίσημο συμβιβασμό: ένας Πάρθιος πρίγκιπας της γραμμής των Αρσακιδών θα καθόταν στο εξής στον αρμενικό θρόνο, αλλά η υποψηφιότητά του έπρεπε να εγκριθεί από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.

Ρωμαϊκή επαρχία της Αρμενίας (114 μ.Χ.–118 μ.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο της Αρμενίας το 63μ.Χ.-299 μ.Χ., όταν ήταν υποτελές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Το 114 ο Αυτοκράτορας Τραϊανός ενσωμάτωσε την Αρμενία στην Αυτοκρατορία, καθιστώντας την πλήρη ρωμαϊκή επαρχία. [3]

Από την Αντιόχεια ο Αυτοκράτορας (Τραϊανός) βάδισε προς τον Ευφράτη και βορειότερα ως το βορειότερο στρατόπεδο λεγεώνας Σάταλα στη Μικρή Αρμενία, απ' όπου προχώρησε στην Αρμενία και πήρε την κατεύθυνση στα Αρτάξατα... Ο Τραϊανός αποφάσισε να κάνει αυτό το υποτελές κράτος ως επαρχία και να μετατοπίσει προς τα ανατολικά τα σύνορα της (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας γενικά... Η Αρμενία υποχώρησε στη μοίρα της, και περιήλθε υπό Ρωμαϊκή διακυβέρνηση... Τότε ο Τραϊανός προχώρησε και κατέλαβε τη Μεσοποταμία... και, όπως η Αρμενία, και η Μεσοποταμία έγινε ρωμαϊκή επαρχία.

Το 113 ο Τραϊανός εισέβαλε στην Παρθική Αυτοκρατορία, επειδή ήθελε να αποκαταστήσει έναν υποτελή βασιλιά στην Αρμενία (λίγα χρόνια πριν περιπέσει υπό τον έλεγχο των Πάρθων). Το 114 ο Τραϊανός από την Αντιόχεια της Συρίας βάδισε στην Αρμενία και κατέλαβε την πρωτεύουσα Αρτάξατα. Τότε ο Τραϊανός καθαίρεσε τον Αρμένιο βασιλιά Παρθαμασίρη και διέταξε την προσάρτηση της Αρμενίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως νέα επαρχία.

Η νέα επαρχία έφτανε στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας και συνόρευε στα βόρεια με την Καυκάσια Ιβηρία και την Καυκάσια Αλβανία, δύο υποτελή κράτη της Ρώμης. Ως ρωμαϊκή επαρχία η Αρμενία διοικούνταν μαζί με την Καππαδοκία από τον Κατίλιο Σεβήρο του γένους των Κλαυδίων.

Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος εξέδωσε νομίσματα με την ευκαιρία αυτή, που έφεραν την ακόλουθη επιγραφή: ARMENIA ET MESOPOTAMIA IN POTESTATEM P[οpuli] R[omani] REDACTAE, (δηλ. με την επιμέλεια του Λαού της Ρώμης εξουσιάζεται) στερεοποιώντας έτσι τη θέση της Αρμενίας ως τη νεότερη ρωμαϊκή επαρχία. Μία εξέγερση από τον Πάρθιο διεκδικητή Σανατράκη Β΄ καταπνίγηκε, αν και η σποραδική αντίσταση συνεχίστηκε και ο Βολογέσης Γ΄ της Παρθίας κατάφερε να εξασφαλίσει μία περιοχή της νοτιοανατολικής Αρμενίας λίγο πριν το τέλος τού Τραϊανού τον Αύγουστο του 117.

Ρωμαϊκό προτεκτοράτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος τού Τραϊανού, ο διάδοχός του Αδριανός αποφάσισε να μην διατηρήσει την επαρχία της Αρμενίας. Το 118 ο Αδριανός εγκατέλειψε την Αρμενία και εγκατέστησε τον Παρθαμασπάτη ως βασιλιά της. Ο Παρθαμασπάτης σύντομα ηττήθηκε από τους Πάρθους και κατέφυγε ξανά στους Ρωμαίους, οι οποίοι τού παραχώρησαν τη συγκυβέρνηση της Οσροηνής στη δυτική Μεγάλη Αρμενία ως παρηγοριά.

Ρωμαϊκός σηστέρτιος του 141-143, που δείχνει τον Αυτοκράτορα Aντωνίνο Πίο να φορεί ένα στέμμα στο κεφάλι του βασιλιά της Αρμενίας. Επιγρ.: ANTONINVS AVG. PIVS P. P. TR[ibunicia]. P[odestatis] COS III / REX ARMENIIS DATVS. Κόπηκε στη Ρώμη, 30χλστ., 26,62 γραμ.

Ο Σόαιμος ονομάστηκε βασιλιάς της Αρμενίας από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Aντωνίνο Πίο το 140. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, το 161, η Αρμενία χάθηκε ξανά από τον Βολογάση Δ' της Παρθίας. Το 163 μία ρωμαϊκή αντεπίθεση υπό τον Στάτιο Πρίσκο νίκησε τους Πάρθους στην Αρμενία, και επανεγκατέστησε τον Σόαιμο ως τον ευνοούμενο υποψήφιο των Ρωμαίων στον αρμενικό θρόνο.

Η Αρμενία βρισκόταν σε συχνή διαμάχη μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και των υποψηφίων τους για τον αρμενικό θρόνο, κατάσταση που κράτησε μέχρι την εμφάνιση μίας νέας δύναμης, των Σασανιδών. Η δύναμη και η επιρροή της Ρώμης αυξήθηκαν με τα χρόνια από τότε, αλλά η Αρμενία διατήρησε την ανεξαρτησία της, έστω και μόνο ως υποτελές κράτος, αν και ήταν σύμμαχος της Ρώμης ενάντια στη Σασανιδική Αυτοκρατορία. Όταν ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος λεηλάτησε την πρωτεύουσα των Πάρθων Κτησιφώντα, πολλοί Αρμένιοι στρατιώτες ήταν στον στρατό του. Αργότερα τον 4ο αι. αποτελούσαν δύο ρωμαϊκές λεγεώνες, τη Λεγεώνα I Armeniaca και τη Λεγεώνα II Armeniaca. [4]

Στο δεύτερο μισό του 3ου αι. η πρωτεύουσα των Σασσανιδών Κτησιφών και περιοχές της νότιας Αρμενίας λεηλατήθηκαν από τους Ρωμαίους υπό τον Αυτοκράτορα Κάρο και όλη η Αρμενία, μετά από μισό αιώνα περσικής κυριαρχίας, παραχωρήθηκε στον Διοκλητιανό το 299 ως υποτελής περιοχή. [5]

Ανατολική Ρωμαϊκή Αρμενία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 363 υπογράφηκε μία συνθήκη μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής και της περσικής αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, η οποία χώριζε την Αρμενία μεταξύ των δύο. Οι Πέρσες διατήρησαν το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας ("Περσαρμενίας") ενώ οι Ρωμαίοι έλαβαν ένα μικρό μέρος της Δυτικής Αρμενίας.

Μια άλλη συνθήκη ακολούθησε μεταξύ 384 και 390, η Ειρήνη της Ακιλισένης (συνήθως χρονολογείται γύρω στο 387), η οποία καθιέρωσε μια καθορισμένη γραμμή διαίρεσης, που εκτείνεται από ένα σημείο ακριβώς ανατολικά της Καρίν (σύντομα θα μετονομαστεί σε Θεοδοσιούπολη ) έως ένα άλλο σημείο νοτιοδυτικά της Νισίμπις στο Μεσοποταμία. Η περιοχή υπό τον έλεγχο της Ανατολικής Ρώμης αυξήθηκε, αλλά παρόλα αυτά, περίπου τα τέσσερα πέμπτα του παλαιού Βασιλείου της Αρμενίας παρέμειναν υπό περσική κυριαρχία. [6]

Τα ανατολικά ρωμαϊκά σύνορα μετά τη συνθήκη της Ακιλισηνής.

Σε αντίθεση με τη Μικρά Αρμενία δυτικά του Ευφράτη, η οποία είχε συγκροτηθεί σε πλήρεις επαρχίες (Αρμενία I και Αρμενία II) υπό τη διοίκηση τού Πόντου ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού, οι νέες περιοχές διατήρησαν ένα ποικίλο επίπεδο αυτονομίας. Η Armenia Major, το βόρειο μισό, συγκροτήθηκε ως πολιτεία μισθωτή (civitas stipendaria) υπό έναν πολιτικό κυβερνήτη με τον τίτλο κόμης Αρμενίας (comes Armeniae), που σημαίνει ότι διατήρησε την εσωτερική αυτονομία, αλλά ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο υποτέλειας και να παρέχει στρατιώτες για τον τακτικό ανατολικό ρωμαϊκό στρατό. [7] [8]

Κατά τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η Μελιτηνή ήταν το στρατόπεδο βάσης της Λεγεώνας XII Fulminata. Ήταν ένα σημαντικό κέντρο στη Μικρά Αρμενία (P'ok'r Hayk'), παρέμεινε έτσι μέχρι τα τέλη του 4ου αι. Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' χώρισε την περιοχή σε δύο επαρχίες: Αρμενία Πρώτη (Hayk'), με πρωτεύουσα τη Σεβάστεια (σημερινό Σίβας), και Αρμενία Δεύτερη, με πρωτεύουσα τη Μελιτηνή.

Οι σατραπείες στο νότο από την άλλη πλευρά, οι οποίες βρίσκονταν υπό ρωμαϊκή επιρροή ήδη από το 298, ήταν μία ομάδα έξι πλήρως αυτόνομων πριγκιπάτων, που είχαν συμμαχήσει με την Αυτοκρατορία (πολιτεία υπόσπονδη, civitates foederatae): Iνγιληνή, Σοφηνή, Aντζιτηνή, Aσθιανηνή, Σοφανηνή και Bαλανιτηνή. [9] Οι εντόπιοι Αρμένιοι ναχαράρ ήταν πλήρως κυρίαρχοι στα εδάφη τους και έπρεπε απλώς να παρέχουν στρατιώτες κατόπιν αιτήματος, και να αποστείλουν ένα χρυσό στέμμα στον Αυτοκράτορα, ως ένδειξη υποταγής. Σε αντάλλαγμα, λάμβαναν τα βασιλικά τους διακριτικά, μεταξύ των οποίων και ερυθρά πέδιλα, από τον Αυτοκράτορα. [9] [10]

Η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη για σχεδόν έναν αιώνα, μέχρι μία μεγάλης κλίμακας εξέγερση από τους σατράπες το 485 κατά τού Αυτοκράτορα Ζήνωνα (βασ. 474–491). Στη συνέχεια, οι σατράπες αποσπάστηκαν από την κυριαρχία τους και τα δικαιώματα κληρονομικής διαδοχής, περιοριζόμενοι στην πραγματικότητα σε φορολογούμενους και αυτοκρατορικά διοικούμενους civitates stipendariae. [9] [10]

Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' (βασ. 527–565) πραγματοποίησε μία σειρά από ολοκληρωμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Ήδη αμέσως μετά την ανάρρησή του το 527, ο dux Armeniae (υπεύθυνος για τη Μικρά Αρμενία) και ο comes Armeniae καταργήθηκαν, και οι στρατιωτικές δυνάμεις των αρμενικών εδαφών υπήχθησαν σε έναν νέο magister militum per Armeniam στη Θεοδοσιούπολη. [11]

Το 536 θεσπίστηκαν νέες μεταρρυθμίσεις, που κατήργησαν την αυτονομία των πέραν-τού-Ευφράτη εδαφών και σχημάτισαν τέσσερις νέες κανονικές επαρχίες. Η Arnenia Interior ενώθηκε με τμήματα τού Πολεμωνιακού Πόντου και της Αρμενίας Ι για να σχηματιστεί μία νέα επαρχία, η Αrmenia I Magna, η παλιά Αρμενία Ι και η Αρμενία II επαναδιαιρέθηκαν σε Αρμενία II και Αρμενία III και οι παλαιές σατραπίες σχημάτισαν τη νέα επαρχία Αρμενία IV. [12] Το 538 οι Αρμένιοι ευγενείς ξεσηκώθηκαν ενάντια στη βαριά φορολογία, αλλά ηττήθηκαν, και αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στην Περσία. 

Το 591 η συνθήκη μεταξύ του Χοσρόη Β' και του Μαυρίκιου παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Περσαρμενίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Μεταγενέστερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή ήταν το επίκεντρο παρατεταμένων πολέμων στον Βυζαντινο-Σασανιδικό Πόλεμο του 602-628. Μετά την έναρξη των μουσουλμανικών κατακτήσεων και την αραβική κατάκτηση της Αρμενίας, μόνο τα δυτικά τμήματα της Αρμενίας παρέμειναν στα χέρια των Βυζαντινών, αποτελώντας μέρος του θέματος τ Αρμενιακών. Η Αρμενία παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Αράβων στη συνέχεια, και κυβερνήθηκε από μία διαδοχή εμίρηδων διορισμένων από το Χαλιφάτο, καθώς και από τοπικούς πρίγκιπες.

Με την υποχώρηση της δύναμης του Χαλιφάτου και τη διάσπαση των απομακρυσμένων περιοχών του σε αυτόνομα κράτη, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους στα αρμενικά πριγκιπάτα κατά τις εκστρατείες του Ιωάννη Κουρκούα στις αρχές του 10ου αι.. Στο πρώτο μισό του 11ου αι., υπό τον Βασίλειο Β΄ και τους διαδόχους του, το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας τέθηκε υπό άμεσο βυζαντινό έλεγχο, ο οποίος διήρκεσε μέχρι τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, όταν όλη η Αρμενία περιήλθε στους Σελτζούκους.

Ρωμαϊκός Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοναστήρι του Αγίου ύΒαρθολομαίου στον τόπο το μαρτυρίου τού Αποστόλου στην ιστορική Αρμενία.

Η επίδραση του Χριστιανισμού έγινε αισθητή τον 1ο αι. μ.Χ., όταν ο Χριστιανισμός εισήχθη για πρώτη φορά από τους αποστόλους Βαρθολομαίο και Ιούδα Θαδδαίο. Έτσι και οι δύο Άγιοι θεωρούνται προστάτες άγιοι της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.

Ο Απόστολος Βαρθολομαίος λέγεται ότι εκτελέστηκε στην Αλβανόπολη της Αρμενίας. Σύμφωνα με τους λαϊκούς βίους αγίων, ο απόστολος γδάρθηκε το δέρμα του ζωντανός και αποκεφαλίστηκε. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες σταυρώθηκε ανάποδα (το κεφάλι προς τα κάτω), όπως ο Άγιος Πέτρος. Λέγεται ότι μαρτύρησε, επειδή προσηλύτησε τον Πολύμιο, τον βασιλιά της Αρμενίας, στον Χριστιανισμό. Έξαλλος από τη μεταστροφή τού μονάρχη και φοβούμενος μία αντίδραση των Ρωμαίων, ο αδελφός τού βασιλιά Πολύμιου, πρίγκιπας Αστιάγης, διέταξε τα βασανιστήρια και την εκτέλεση του Βαρθολομαίου, κάτι που ο Βαρθολομαίος υπέμεινε με θάρρος. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αρχεία για κανέναν Αρμένιο βασιλιά της δυναστείας των Αρσακιδών της Αρμενίας με το όνομα Πολύμιος. Η τρέχουσα έρευνα δείχνει, ότι ο Βαρθολομαίος πιθανότατα απεβίωσε στο Kαλυάν στην Ινδία, όπου υπήρχε ένας αξιωματούχος ονόματι Πολύμιος. [13] [14]

Η Αρμενία έγινε η πρώτη χώρα, που καθιέρωσε τον Χριστιανισμό ως κρατική της θρησκεία, όταν -σε μία εκδήλωση που παραδοσιακά χρονολογείται στο 301- ο Γρηγόριος ο Φωτιστής έπεισε τον Τιριδάτη Γ', τον βασιλιά της Αρμενίας, να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

Ως συνέπεια της νίκης του Διοκλητιανού επί των Σασσανιδών, όλη η Αρμενία ήταν και πάλι υποτελές κράτος της Ρώμης το 299: η Ρώμη εξασφάλισε με αυτόν τον τρόπο μία ευρεία ζώνη πολιτιστικής επιρροής ανατολικά της Μ. Ασίας, η οποία οδήγησε σε ευρεία διάδοση του Συριακού Χριστιανισμού από ένα κέντρο στη Νίσιβη στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. και στον τελικό εκχριστιανισμό της Αρμενίας.

Πριν από αυτό, η κυρίαρχη θρησκεία στην Αρμενία ήταν ο Ζωροαστρισμός (που προωθήθηκε από την Αυτοκρατορία των Πάρθων/Σασσανιδών) και σε μικρότερο βαθμό ο τοπικός παγανισμός. Ο Άγιος Γρηγόριος και ο γιος του Αριστάκης επέτυχαν τον πλήρη εκχριστιανισμό όλων των Αρμενίων στο πρώτο μισό του 4ου αι., κυρίως αφότου ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 313.

Ο καθεδρικός ναός του Eτσμιατζίν.

Είναι ένα καλά αναγνωρισμένο ιστορικό γεγονός, ότι οι Αρμένιοι ήταν το πρώτο έθνος στον κόσμο, που προσχώρησε επίσημα στον Χριστιανισμό. Αυτή τη μεταστροφή ακολούθησε τον 4ο και 5ο αι. μία διαδικασία θεσμοθέτησης και αρμενοποίησης τού χριστιανισμού στην Αρμενία. Πράγματι, ο Γρηγόριος ο Φωτιστής έγινε ο οργανωτής της ιεραρχίας της Αρμενικής Εκκλησίας. Από τότε, οι επικεφαλής της Αρμενικής Εκκλησίας ονομάζονται Καθολικοί και εξακολουθούν να έχουν τον ίδιο τίτλο.

Ο Άγιος Γρηγόριος επέλεξε ως τόπο τού «Καθολικού» την πρωτεύουσα Βαγαρσαπάτ (σημερινό Ετσμιάτσιν) στην Αρμενία και έκτισε εκεί τον καθεδρικό ναό Ετσμιάτζιν ως θολωτή βασιλική το 301-303 (Ο Βαχάν Μαμικονιάν, Ρωμαίος κυβερνήτης της Αρμενίας, το 480 διέταξε η ερειπωμένη βασιλική να αντικατασταθεί με μία νέα σταυροειδή εκκλησία, που εξακολουθεί να στέκεται στη σύγχρονη Αρμενία).

Οι συνεχείς ανατροπές, που χαρακτήρισαν τις πολιτικές σκηνές της Αρμενίας τους επόμενους αιώνες, έκαναν την πολιτική εξουσία να μετακινηθεί σε ασφαλέστερα μέρη, που συχνά σχετίζονται με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το εκκλησιαστικό κέντρο μετακινήθηκε επίσης σε διαφορετικές τοποθεσίες μαζί με την πολιτική εξουσία, καταλήγοντας στη Βυζαντινή Κιλικία τον 13ο αι. [15]

Επισκοπικές έδρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχαίες επισκοπικές έδρες της ρωμαϊκής επαρχίας της Αρμενίας ΙΙΙ αναφέρονται στο Annuario Pontificio ως τιτουλάριες έδρες: [16]

Για αρχαίες επισκοπικές έδρες στις ρωμαϊκές επαρχίες της Αρμενίας I και της Αρμενίας II, βλέπε Μικρή Αρμενία#Επισκοπικές έδρες.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Patterson 2015, σελ. 77.
  2. Vahan Kurkjian: Armenia and the Romans
  3. Theodore Mommsen. The Provinces of the Roman Empire. Chapter IX, p. 68
  4. Legio II Armeniaca
  5. Zarinkoob 1999 p=199
  6. Hovannisian (2004), pp. 85, 92
  7. Hovannisian (2004), pp. 103–104
  8. Kazhdan (1991), p. 175
  9. 9,0 9,1 9,2 Kazhdan (1991), p. 1846
  10. 10,0 10,1 Hovannisian (2004), p. 104
  11. Hovannisian (2004), pp. 104–105
  12. Hovannisian (2004), pp. 105–106
  13. Fenlon, John Francis. "St. Bartholomew." The Catholic Encyclopedia. Vol. 2. New York: Robert Appleton Company, 1907. 6 May 2010 http://www.newadvent.org/cathen/02313c.htm
  14. Spillman, Francis. The Twelve: Lives and Legends of the Apostles. 2017. https://www.amazon.com/Twelve-Lives-Legends-Apostles/dp/1365640434
  15. «Armenian Catholicosate» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2023. 
  16. Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 (ISBN 978-88-209-9070-1)), "Sedi titolari", pp. 819-1013

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα στο Wikimedia Commons