Συναισθηματισμός (λογοτεχνία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάμελα (1740) του Σάμουελ Ρίτσαρντσον, ένα από τα χαρακτηριστικά συναισθηματικά μυθιστορήματα

Ο συναισθηματισμός ή σαντιμανταλισμός στη λογοτεχνία ήταν μια διανοητική και λογοτεχνική τάση στην Ευρώπη, η οποία αναπτύχθηκε κατά τον 18ο αιώνα και πρέσβευε την κυριαρχία του συναισθήματος επί της λογικής. Υπήρξε πρόδρομος του Ρομαντισμού.[1]

Ο συναισθηματισμός προέκυψε ως αντίδραση προς τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και τον νεοκλασικισμό της εποχής και διακρίθηκε από υπερβολική ευαισθησία και εξιδανίκευση των ανθρώπων, των εμπειριών τους, των συνθηκών ζωής και της φύσης.[2]

Κύρια χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το συναισθηματικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη λογική και τις μεγάλες ιδέες.
  • Το κοινωνικό περιεχόμενο
  • Η εμφάνιση χαρακτήρων των κατώτερων τάξεων, οι κύριοι χαρακτήρες παύουν να είναι ευγενείς και βασιλιάδες, όπως στον κλασικισμό, παρουσιάζονται απλοί άνθρωποι.
  • Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι ο άνθρωπος και τα συναισθήματά του εστιάζοντας στον ατομικισμό των ηρώων.
  • Το οικείο και τρυφερό ύφος αντικαθιστά τις ρητορείες και το μεγαλοπρεπές ύφος.
  • Η θρησκευτική διάθεση, η θλίψη και η μελαγχολία.
  • Τα συναισθήματα οίκτου και συμπάθειας που έκαναν τους αναγνώστες να ταυτιστούν και να συμπονέσουν τους κατατρεγμένους.
  • Το ενδιαφέρον για λαογραφικά στοιχεία.
  • Η λατρεία της φύσης σε αντιπαράθεση με τη διαφθορά του αστικού πολιτισμού.[3]

Χαρακτηριστικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πίνακας εμπνευσμένος απο το έργο "Φτωχή Λίζα" απο τον καλλιτέχνη Ορέστ Κιπρένσκι.

Στην Αγγλία, το συναισθηματικό μυθιστόρημα εμφανίστηκε με το μυθιστόρημα του Σάμουελ Ρίτσαρντσον Πάμελα ή Η ανταμειφθείσα αρετή (1740) και Κλαρίσα (1748). Μεταξύ άλλων, συνέχισαν ο Λώρενς Στερν με τον Τρίστραμ Σάντυ (1759), ο Όλιβερ Γκόλντσμιθ με το Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ (1766) και ο Χένρι Μακένζι με το μυθιστόρημα Ο αισθηματίας (1771). Ο όρος προήλθε από το έργο του Λώρενς Στερν Ένα συναισθηματικό ταξίδι στη Γαλλία και την Ιταλία (1768).

Στη Γαλλία, παλαιότερο συναισθηματικό μυθιστόρημα με μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους είναι το έργο του αββά Πρεβώ Μανόν Λεσκώ (1731), που αφηγείται την ιστορία μιας εταίρας για την οποία ένας νεαρός με ευγενική καταγωγή εγκαταλείπει καριέρα, οικογένεια και θρησκεία, γεγονός που απεικονίζεται ως θυσία στον βωμό του έρωτα. Στο μυθιστόρημα του Ζαν-Ζακ Ρουσώ Ζυλί, ή η νέα Ελοΐζα (1761) περιγράφεται ένας έρωτας αδύνατος λόγω διαφοράς κοινωνικής τάξης και προβάλλει η αγάπη για τη φύση και την αγροτική ζωή. Ο Μπερναρντέν ντε Σαιν-Πιέρ στο διάσημο Παύλος και Βιργινία (1787) μεταφέρει τη σκηνή σε εξωτικό περιβάλλον και κάνει τους ήρωές του ένα γοητευτικό ζευγάρι που ζουν μακριά από τον αστικό πολιτισμό, σε στενή κοινωνία με τη φύση, ειλικρινείς, ευαίσθητοι και αγνοί.[4]

Στη Γερμανία, η επίδραση του συναισθηματισμού είναι εμφανής στο πρώιμο έργο του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (1774). Το είδος αναπτύχθηκε παράλληλα με το λογοτεχνικό κίνημα Θύελλα και Ορμή και εκφράστηκε ιδιαίτερα από τον ποιητή Φρίντριχ Κλόπστοκ και τον Σίλερ (Οι ληστές (1781) με θέμα τη σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος) ως «η λογοτεχνία που εκφράζει τον πόθο για τη χαμένη φύση και την φυσικότητα».[1]

Στη Ρωσία, το πρώιμο έργο του Βασίλι Ζουκόφσκι και του Νικολάι Καραμζίν, το διήγημά του Φτωχή Λίζα (1792) είναι ένα έργο χαρακτηριστικό της ρωσικής συναισθηματικής πεζογραφίας.

Επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συναισθηματισμός θεωρείται πρόδρομος του Ρομαντισμού, λογοτεχνικό είδος που εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και έχει αναφερθεί συχνά ως έμπνευση για τον Σατωμπριάν και άλλους ρομαντικούς λογοτέχνες. Στη λαϊκή λογοτεχνία συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα σε μυθιστορήματα, όπως στην Κυρία με τας καμελίας (1848) του Δουμά υιού, και θεατρικά έργα.

Σάτιρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η δημοτικότητα του είδους αυξάνονταν, αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις και ενέπνευσε πολλά σατιρικά έργα όπως το μυθιστόρημα του Χένρυ Φήλντινγκ Σάμελα (1741). Το Λογική και ευαισθησία (1811) της Τζέιν Όστεν θεωρείται ως μια «πνευματώδης σάτιρα του συναισθηματικού μυθιστορήματος»,  αντιπαραθέτοντας αξίες της εποχής του Διαφωτισμού (αίσθηση, λογική) με εκείνες του τέλους του 18ου αιώνα (ευαισθησία, συναίσθημα).[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]