Ροδοπελεκάνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροδοπελεκάνος
Ενήλικος ροδοπελεκάνος
Ενήλικος ροδοπελεκάνος
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελεκανόμορφα (Pelecaniformes)
Οικογένεια: Πελεκανίδες (Pelecanidae)
Γένος: Πελεκάνος (Pelecanus) (Linnaeus, 1758) M
Είδος: P. onocrotalus
Διώνυμο
Pelecanus onocrotalus (Πελεκάνος ο ονοκρόταλος)
Linnaeus, 1758
Pelecanus onocrotalus

Ο Ροδοπελεκάνος είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Πελεκανιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pelecanus onocrotalus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Pelecanus, είναι ελληνική [ΕΤΥΜ. < μτγν. πελεκάνος < λατ.pelecanus < αρχ. πελεκάν, -άνος, από το θ. πελεκ- τού ουσ. πέλεκυς (πρβλ. Ακαρνάνες), λόγω τού ράμφους τού πτηνού, που κόβει σαν πέλεκυς (πρβλ. και πελεκίνος, πελεκάς-άντος]. Κατόπιν, τη λέξη δανείστηκε η Λατινική και, από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ./γαλλ. pelican).[3][4]

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ροδοπελεκάνος είναι μεταναστευτικό είδος με ευρεία, ωστόσο αραιή κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου και, μόνο στην Αφρική οι εκεί πληθυσμοί είναι συμπαγείς. Αντίθετα, στην Ασία και, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η κατανομή είναι έντονα κατακερματισμένη, με τους εκεί πληθυσμούς να απαντώνται σε θύλακες λίγων μόνο κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Λίγοι είναι οι πληθυσμοί παγκοσμίως (Ινδία, Αφρική), όπου παραμένει όλο το χρόνο ως επιδημητικό, ενώ οι περισσότεροι είναι μεταναστευτικοί, με τα πτηνά να αναπαράγονται στις βορειότερες επικράτειες και να ξεχειμωνιάζουν νοτιότερα, κυρίως στην αφρικανική ήπειρο. Τα δυτικά όρια της ευρωπαϊκής κατανομής βρίσκονται στην Ιταλία (;), αλλά κατ’ουσίαν στην Αδριατική και στην περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και, από εκεί ανατολικά-νοτιοανατολικά προς Αλβανία και Ελλάδα, όπου βρίσκονται και οι πρώτοι μικροί αλλά υγιείς πληθυσμοί, Βουλγαρία, Ρουμανία (με μεγάλους αναπαραγόμενους πληθυσμούς στο Δέλτα του Δούναβη), Μολδαβία, Ν Ουκρανία και Ν Ρωσία.

Στην Ασία, υπάρχουν μικροί θύλακες αναπαραγωγής στην Τουρκία, στις ακτές της Μεσογείου από το Ν Λίβανο μέχρι τη χερσόνησο του Σινά, στην περιοχή του Καυκάσου και στην Κασπία Θάλασσα, στο Ιράκ και στο Ιράν και, από εκεί ανατολικά προς Αφγανιστάν, Ν Πακιστάν και Δ, ΔΚ Ινδία, όπου βρίσκονται και οι μοναδικοί επιδημητικοί ασιατικοί πληθυσμοί. Ανατολικότερα, οι τελευταίοι πληθυσμοί απαντώνται στο Νεπάλ, το Μπανγκλαντές, τη Μιανμάρ και το Βιετνάμ, ενώ στο βορρά τα ανατολικά όρια της κατανομής, φθάνουν στις εσωτερικές λίμνες του Καζακστάν και της Δ Μογγολία.

Στην Αφρική συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος του παγκοσμίου πληθυσμού, με τα πτηνά να διαχειμάζουν στο συντριπτικό ποσοστό τους, από τις ακτές του Ατλαντικού (Ν Μαρόκο, Σενεγάλη μέχρι τις αντιπέρα ακτές της Ερυθράς Θάλασσας (Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ερυθραία, Σομαλία) και, από την Γκαμπόν, την Ανγκόλα, τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό (Κένυα, Τανζανία και Μοζαμβίκη. Στην αφρικανική ήπειρο, κατά τη μετανάστευση, ο ροδοπελεκάνος απαντάται σε όλες τις κεντρικές παραϊσημερινές περιοχές, ενώ θύλακες αναπαραγωγής υπάρχουν κυρίως στο Τσαντ, τη Νιγηρία, την Κένυα, την Τανζανία, την Αιθιοπίακαι τη Νότια Αφρική. Από τις μεσογειακές αφρικανικές χώρες, μόνον η Αίγυπτος, φαίνεται να φιλοξενεί αρκετούς πληθυσμούς στο Δέλτα του Νείλου. Πηγές:[5][6][7][8]

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρό σμήνος από Ροδοπελεκάνους

Το μεγαλύτερο μέρος του παγκοσμίου πληθυσμού των ροδοπελεκάνων είναι αποδημητικό, με λίγους, σχετικά, μονίμους πληθυσμούς, στην Αφρική και την Ασία. Περισσότερο από το 50% των ευρωπαϊκών πληθυσμών αναπαράγεται στο Δέλτα του ποταμού Δούναβη, όπου καταφθάνουν στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου και, αναχωρούν από το Σεπτέμβριο μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.[9] Είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι ακριβείς τοποθεσίες διαχείμασης των ευρωπαϊκών πληθυσμών, με πιθανότερες εκείνες στη ΒΑ Αφρική (Αίγυπτος) και, ανατολικά προς Ιράκ και Ινδία. Πάντως το μεγαλύτερο μέρος των ασιατικών αναπαραγομένων πληθυσμών διαχειμάζει σε πεδινές περιοχές του Πακιστάν, αν και κάποιοι πληθυσμοί της Α Αφρικής και του Νεπάλ, φθάνουν σε εσωτερικά ύδατα στα 1372 μέτρα.[9]

Όπως προαναφέρθηκε, οι βόρειοι πληθυσμοί του είδους αυτού είναι πλήρως μεταναστευτικοί (del Hoyo et al. 1992) με σημαντικούς σταθμούς ανάπαυσης (Nelson 2005). Άλλοι πληθυσμοί είναι καθιστικοί, διάσπαρτοι (del Hoyo et al. 1992, Nelson 2005) ή νομαδικοί, που πετούν πάνω από την ξηρά για να αναζητήσουν κατάλληλες θέσεις σίτισης (Nelson 2005). Φωλιάζουν σε μεγάλες αποικίες (del Hoyo et al. 1992) από 200 έως 40.000 ζεύγη (Brown et al. 1982, Snow και Perrins 1998, Nelson 2005) περιστασιακά με άλλα είδη, όπως ο Αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus) (Flint et al . 1984), την άνοιξη στις εύκρατες ζώνες, όλους τους μήνες του έτους στην Αφρική και, από το Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο στην Ινδία (del Hoyo et al. 1992).

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Δανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ισπανία, την Αλγερία, την Τυνησία και τη Λιβύη, το Μπαχρέιν , τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τις Μαλδίβες.[1]

Στην Ελλάδα, ο ροδοπελεκάνος απαντάται τόσο ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος στις Πρέσπες, αλλά και ως μεταναστευτικό σε αρκετές άλλες, πάντοτε όμως σε μικρούς έως ελάχιστους αριθμούς, στοιχείο που το έχουν χαρακτηρίσει ως Κινδυνεύον (Ε1) για τη χώρα (βλ. λεπτομέρειες Κατάσταση πληθυσμού). Έρχεται στην Ελλάδα το Μάρτιο και, αναχωρεί στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, ακολουθώντας τα μεταναστευτικά σμήνη που περνάνε από τη χώρα το φθινόπωρο.[10][11][12]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος συνδέεται με σχετικά μεγάλα, ζεστά και ρηχά, γλυκά, υφάλμυρα, αλκαλικά ή αλατούχα ύδατα σε λίμνες, λιμνοθάλασσες (del Hoyo et al. 1992, Johnsgard 1993), έλη (del Hoyo et al. 1992), ευρείς ποταμούς (Johnsgard 1993), δέλτα (del Hoyo et al. 1992, Johnsgard 1993), εκβολές και ακτές περίκλειστων θαλασσών (Snow και Perrins 1998). Για το φώλιασμά του, απαιτεί ασφαλείς περιοχές (Johnsgard 1993, Snow και Perrins 1998) εκτεταμένων καλαμώνων (del Hoyo et al. 1992), βάλτους, λασπώδεις περιοχές και αμμώδεις όχθες (Nelson 2005) ή χαλικώδη και βραχώδη υποστρώματα (del Hoyo et al. 1992, Johnsgard 1993, Snow και Perrins 1998)(del Hoyo et al. 1992, Nelson 2005).

Φαίνεται ότι ανάλογα με την περιοχή κατανομής αλλάζει και το προτιμώμενο οικοσύστημα. Έτσι, στην Ευρασία οι ροδοπελεκάνοι προτιμούν νωπά ή υφάλμυρα ύδατα σε λίμνες, δέλτα, λιμνοθάλασσες και έλη, συνήθως με πυκνούς καλαμώνες στη γύρω περιοχή για φώλιασμα,[13] ενώ στην Αφρική προτιμώνται κυρίως οι γλυκές και αλκαλικές λίμνες και οι παράκτιες, εκβολές ποταμών.[14] Ειδικά στη Μαυριτανία, χρησιμοποιούν για φώλιασμα τους μονόλιθους με την ονομασία inselbergs και τα επίπεδα παράκτια νησιά στα ανοικτά του Πάρκου Banc d'Arguin.

Στην Ελλάδα απαντάται σε μεγάλες λίμνες, εκτεταμένα τενάγη, λιμνοθάλασσες και αβαθείς παράκτιες θαλάσσιες περιοχές.[15]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος ροδοπελεκάνος (βραβευμένη φωτογραφία)

Ο ροδοπελεκάνος είναι πολύ μεγάλο πτηνό, εύκολα αναγνωρίσιμο εκεί όπου συχνάζει, ανάμεσα στα άλλα υδρόβια πτηνά. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος είδος πελεκάνου, υπολοιπόμενος μόνον του αργυροπελεκάνου σε μήκος, με επίσης εντυπωσιακό άνοιγμα πτερύγων, το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο για υδρόβια πουλιά, υπολοιπόμενο μόνον των άλμπατρος. Οι τυποποιημένες μετρήσεις από διαφορετικές περιοχές δείχνουν ότι οι πελεκάνοι της δυτικής Παλαιαρκτικής είναι κάπως μεγαλύτεροι σε μέγεθος από αυτούς που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική.

Πέρα από το μέγεθος, ο αρσενικός αναπαραγόμενος ροδοπελεκάνος χαρακτηρίζεται από το εντυπωσιακό ρόδινο χρώμα στην περιοχή του κεφαλιού, γύρω από τον οφθαλμό μέχρι τη βάση του ράμφους, (πιο πορτοκαλί στα θηλυκά). Το γενικό χρώμα του πτερώματος είναι λευκό-υπόλευκο, σε αντίθεση με το γκριζόλευκο-γκρίζο χρώμα του συγγενικού του αργυροπελεκάνου. Το ροδόγκριζο ράμφος του, όπως και όλων των πελεκάνων, είναι πολύ μεγάλο, ογκώδες και ισχυρότατο, του οποίου το μέγεθος επιτείνεται από τον κιτρινόχρωμο υπογνάθιο θύλακο, ενώ στη βάση του λαιμού του υπάρχει κιτρινόχρωμη κηλίδα.[10] Οι πτέρυγες χαρακτηρίζονται από τα μελανά πρωτεύοντα ερετικά φτερά της κάτω επιφανείας (γκριζόχρωμα στον αργυροπελεκάνο), ιδιαίτερα ευδιάκριτα κατά την πτήση, ενώ η ουρά είναι σχετικά κοντή για πτηνό τέτοιου μεγάθους. Οι ταρσοί είναι πορτοκαλοσαρκόχρωμοι και η ίριδα μαύρη. Επίσης, κατά την αναπαραγωγική περίοδο εμφανίζει μικρό λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού.[16]

Τα φύλα είναι γενικά όμοια, αλλά τα αρσενικά είναι βαρύτερα από τα θηλυκά και, το ράμφος τους, τείνει να είναι καμπυλωτό-τοξοειδές προς τα κάτω, σε αντίθεση με το ευθύτερο ράμφος των θηλυκών. Τα νεαρά άτομα είναι πιο σκουρόχρωμα από τα ενήλικα και, αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων, στα 3-4 χρόνια.[16]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος : (140-)165 έως 180 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (226-)254 έως 345(-360) εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 28,9 έως 47,1 εκατοστά [17]
  • Μήκος ουράς: 16 έως 21 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό (9-)11 έως 13 (-15) κιλά Θηλυκό 5,4 έως 9 κιλά

Τροφικές συνήθειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτραίτο ενηλίκου ατόμου

Το διαιτολόγιο των ροδοπελεκάνων αποτελείται σε υψηλότατο ποσοστό από ψάρια, βάρους 300-600 γραμμαρίων κατά μέσον όρο. Αφήνουν τη φωλιά τους νωρίς το πρωί και, μπορεί να απομακρυνθούν πάνω από 100 χιλιόμετρα σε αναζήτηση τροφής, όπως έχει παρατηρηθεί στο Τσαντ και στο Καμερούν. Οι ώρες «αιχμής» για την αναζήτηση της τροφής τους είναι νωρίς το πρωί και νωρίς το απόγευμα.[18]. Κάθε πελεκάνος χρειάζεται 0,9 - 1,4 κιλά κάθε ημέρα, το οποίο αντιστοιχεί σε, περίπου 28.000.000 κιλά ετήσιας κατανάλωσης ψαριών στη μεγαλύτερη αποικία των ροδοπελεκάνων, στη λίμνη της Τανζανίας Ρούκουα (Rukwa), που φιλοξενεί σχεδόν 75.000 πουλιά. Τα προτιμώμενα ψάρια είναι συνήθως αρκετά μεγάλα, μπορεί να φθάσουν μέχρι τα 600 γραμμάρια και λαμβάνονται με βάση την περιφερειακή αφθονία. Στην Ευρώπη, οι κυπρίνοι είναι το βασικό ψάρι επιλογής, οι Μουγιλίδες και το Aphanius dispar, επίσης είδος κυπρίνου στην Ινδία. Στην Αφρική, προτιμώνται οι Κιχλίδες (Haplochromis και Tilapia sp.).[19]

Το ράμφος του ροδοπελεκάνου λειτουργεί ακριβώς όπως η απόχη των ψαράδων. Το πουλί απλώς ανοίγει το κάτω μέρος (γναθοθήκη), που «σαρώνει» το νερό και ο τεράστιος θύλακος γεμίζει με νερό και ψάρια. Όπως το πουλί σηκώνει το κεφάλι του, ο θύλακος κλείνει , αναγκάζοντας το νερό να εκρεύσει, αλλά διατηρώντας τα ψάρια. Συνήθως, η αλίευση γίνεται από ομάδες 6 έως 8 πελεκάνων που συγκεντρώνονται σε σχήμα πετάλου και, βουτούν τα ράμφη τους ταυτόχρονα, δημιουργώντας έναν κύκλο ανοιχτών «παγίδων» που συλλαμβάνουν κάθε ψάρι στην περιοχή. Γενικά, οι ροδοπελεκάνοι συνεργάζονται στενά -έχουν παρατηρηθεί να συνεργάζονται μέχρι και 123 άτομα- [18] όταν τρέφονται, ειδικά σε ρηχά νερά, αλλά μπορούν να κυνηγούν και ατομικά.[19]

  • Αντίθετα με ό, τι πιστεύεται οι ροδοπελεκάνοι δεν περιορίζονται στα ψάρια και, συχνά αποτελούν οπορτουνιστές κυνηγούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις τρώνε νεοσσούς άλλων πουλιών, όπως έχει πλήρως τεκμηριωθεί τουλάχιστον στη νοτιοδυτική ακτή της Νότιας Αφρικής,[20] όπου αρπάζουν τις μικρές Σούλες, από την αποικία στο νησί Μαλγκάς, βάρους μέχρι και 2,4 κιλών! [21] Ακόμη, λεηλατούν τις φωλιές των κορμοράνων του Κόλπου Βάλβις στη Ναμίμπια, σε βαθμό που, όταν υπάρχει μείωση των πληθυσμών των κορμοράνων, μειώνεται παράλληλα και ο αριθμός των πελεκάνων.[19] Επίσης, οι ροδοπελεκάνοι τρώνε οστρακοειδή, γυρίνους, ακόμη και χελώνες. Δέχονται εύκολα τροφή από τους ανθρώπους και, μια σειρά από ασυνήθιστα αντικείμενα έχουν καταγραφεί στη διατροφή τους. Σε περιόδους πείνας, μπορεί να τρέφονται με γλάρους και νεοσσούς παπιών. Ειδικά οι γλάροι κρατούνται με το ράμφος κάτω από το νερό μέχρι να πνιγούν και, κατόπιν καταπίνονται ολόκληροι ξεκινώντας από το κεφάλι. Τέλος, οι ροδοπελεκάνοι λειτουργούν και «πειρατικά», αρπάζοντας την τροφή από άλλα αρπακτικά πτηνά.

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ροδοπελεκάνοι πετούν με τον χαρακτηριστικό τρόπο των πελεκάνων, δηλαδή σε ευθείες γραμμές, χωρίς συχνές αλλαγές κατεύθυνσης, με λίγα και δυνατά φτεροκοπήματα που, διακόπτονται από αερολισθήσεις (glidings).[22] Το σώμα διατηρείται ίσιο, αλλά εύκολα διακρίνεται ο μακρύς λαιμός που παίρνει σχήμα «S», επειδή το πουλί προσπαθεί να κρατήσει το κεφάλι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο σώμα του.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος αναπαραγωγής στις εύκρατες ζώνες, ξεκινάει στα τέλη Απριλίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Μαΐου, αλλά στην Ινδία είναι μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, ενώ στην Αφρική μπορεί να γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται μία φορά μέσα σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, αλλά εάν καταστραφούν τα αυγά, συνήθως επαναλαμβάνεται.[23]

Αναπαραγωγικό ζευγάρι (το αρσενικό σε πρώτο πλάνο)

Οι ροδοπελεκάνοι φωλιάζουν πάντοτε κατά αποικίες που, σε πολλές περιπτώσεις, αναμιγνύονται με εκείνες των συγγενικών αργυροπελεκάνων (Flint et al. 1984). Οι αποικίες αναπαραγωγής είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε οιανδήποτε όχληση και, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να διαλυθούν ολόκληρες! [24] Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που οι φωλιές κατασκευάζονται σε απρόσιτα για τα αρπακτικά μέρη, σχετικά κοντά η μία με την άλλη (Brown et al. 1982).

Στις περιοχές όπου φωλιάζει (βλ. Βιότοπος), ο ροδοπελεκάνος κατασκευάζει τη φωλιά του σε μια νησίδα πάνω στο έδαφος, με ελάχιστα ή και καθόλου υλικά. Συνήθως είναι μία κοιλότητα που σχηματίζεται από περιστροφικές κινήσεις του σώματος, με τη βοήθεια του μεγάλου ράμφους. Εάν υπάρχει υλικό δόμησης (βλαστοί, γρασίδι), συλλέγεται από το αρσενικό και μεταφέρεται στη θέση φωλιάσματος, όπου τακτοποιείται από το θηλυκό. Πάντως, ακόμη και αν υπάρχει άφθονο δομικό υλικό, η φωλιά δεν είναι παρά μια στρωμάτωση μικρού πάχους.[24]

Η γέννα αποτελείται από 2, κάποιες φορές 3, σπάνια 4-5 αυγά -οπότε συνήθως εμπλέκονται περισσότερα του ενός πτηνά-, τα οποία εναποτίθενται καθημερινά. Η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του πρώτου αυγού και, πραγματοποιείται τόσο από το θηλυκό όσο και από το αρσενικό για 29-36 ημέρες, από τις μεγαλύτερες περιόδους επώασης που απαντώνται στα πτηνά.[24]

Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι (semi-altricial), δηλαδή μεγαλώνουν γρήγορα αλλά ωριμάζουν αργά, γυμνοί στην αρχή και εξαιρετικά άσχημοι, που αποκτούν τα πρώτα τους φτερά μετά από 4 εβδομάδες. Εφοδιάζονται με τροφή και νερό από τους γονείς, που, όταν είναι πολύ μικρά, τους δίνουν εξεμετημένο υγρό υλικό με την άκρη του ράμφους τους. Αργότερα όμως όταν μεγαλώσουν, προσλαμβάνουν οι ίδιοι οι νεοσσοί την τροφή τους, βάζοντας το κεφάλι και το ράμφος τους βαθιά μέσα στον λαρυγγικό θύλακο των γονιών τους, μία εξαιρετικά λεπτή διαδικασία που, περιλαμβάνει ενίοτε κάποιους τραυματισμούς.[25]

Οι νεοσσοί συνηθίζουν να αφήνουν ομαδικά τις φωλιές και να συναθροίζονται μεταξύ τους όλοι μαζί, όσο ακόμη είναι γυμνοί, πράγμα που δυσχεραίνει την αναγνώριση από τους γονείς. Ωστόσο, αυτό διακόπτεται μετά από 6 εβδομάδες, οπότε οι νεοσσοί αναγνωρίζουν πλέον τους δικούς τους γονείς, ενώ ανεξαρτητοποιούνται στις 10 εβδομάδες, περίπου.[23] Ποσοστό 64% των μικρών φθάνει στην ενηλικίωση, ενώ η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται σε ηλικία 3-4 ετών.[19]

Στην Ελλάδα, ειδικά, οι ροδοπελεκάνοι έρχονται για να φωλιάσουν μετά τα μέσα Μαρτίου στη Μικρή Πρέσπα. Ισχύουν τα προαναφερθέντα αναπαραγωγικά στοιχεία (μέσος όρος 2 αυγά, 33 ημέρες επώασης, 65-70 ημέρες ανεξαρτητοποίηση των νεοσσών).[12]

Φυσικοί θηρευτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ροδοπελεκάνοι συχνά προστατεύονται από τα άλλα αρπακτικά πτηνά, λόγω του μεγάλου μεγέθους του , αλλά οι αετοί, ιδιαίτερα τα συμπατρικά είδη των Haliaeetus (Θαλασσαετός), μπορεί να λεηλατούν τα αυγά, τους νεοσσούς και τα νεαρά πουλιά. Περιστασιακά, στην Αφρική, οι πελεκάνοι και τα μικρά τους δέχονται επιθέσεις από μεγάλα σαρκοφάγα θηλαστικά, όπως τσακάλια και λιοντάρια. Επιπλέον, οι κροκόδειλοι, ιδιαίτερα εκείνοι του Νείλου, εύκολα σκοτώνουν και τρώνε πελεκάνους όταν εκείνοι κολυμπούν. (Crocodiles and Alligators. Charles A. Ross and Stephen Garnett (Eds.). Checkmark Books (1989), ISBN 978-0816021741)

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απειλείται από την καταστροφή των ενδιαιτημάτων του μέσω της αποστράγγισης (Crivelli et al. 1991, del Hoyo et al. 1992, Johnsgard 1993, Nelson 2005), της εκτροπής των ποταμών για άρδευση (Johnsgard 1993), την ανάπτυξη της γεωργίας και της βιομηχανίας (del Hoyo et al. 1992). Επίσης, οι ροδοπελεκάνοι υπόκεινται στις κλιματικές διακυμάνσεις που έχουν ισχυρή επιρροή πάνω στα επίπεδα νερού στους υγροτόπους: η άνοδος της στάθμης των υδάτων πλημμυρίζει τις περιοχές ωοτοκίας (del Hoyo et al 1992), ενώ η μείωση της στάθμης του νερού, οδηγεί στο θάνατο των ψαριών λόγω αυξημένης αλατότητας (Crivelli 1994). Το είδος απειλείται από το παράνομο κυνήγι, ή τις διώξεις (del Hoyo et al. 1992, Johnsgard 1993), λόγω της -ελάχιστης- ζημιάς που προκαλεί στα ιχθυοτροφεία (Crivelli et al. 1991). Υφίσταται επίσης θνησιμότητα από συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια κατά τη μετανάστευση, ενώ συχνά βρίσκονται πνιγμένα πουλιά, πιασμένα σε δίχτυα αλιείας (Crivelli et al. 1991). Οι οχλήσεις από τον τουρισμό απειλούν τις αποικίες αναπαραγωγής (Crivelli et al. 1991), ενώ τα φυτοφάρμακα, η ρύπανση από βαρέα μέταλλα και η νόσος των πτηνών θα μπορούσε να έχει καταστροφικές επιπτώσεις σε μεγάλες αποικίες στο μέλλον (Crivelli et al. 1991, del Hoyo et al. 1992). Τέλος, γίνεται και -μικρή- κατανάλωση του κρέατός του, που πωλείται στις αγορές της Αιγύπτου (del Hoyo et al. 1992).

Ειδικά στην Ελλάδα, μετά την ανακήρυξη της Μικρής Πρέσπας, ως Εθνικό Δρυμό, το 1974, και τη απαγόρευση του -νόμιμου- κυνηγιού τους, το 1977, οι ροδοπελεκάνοι έπαψαν να απειλούνται άμεσα. Επειδή όμως τρέφονται και σε άλλες περιοχές και, επειδή υπάρχει πάντοτε η μάστιγα της λαθροθηρίας, το είδος εξακολουθεί να παραμένει σε κίνδυνο. Επίσης, τα πουλιά είναι πολύ ευαίσθητα στην ανθρώπινη όχληση, ιδιαίτερα στις αναπαραγωγικές τους αποικίες.[12]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ στην Ευρώπη και, ειδικά στη Ελλάδα οι πληθυσμοί υφίστανται μείωση, σε άλλες περιοχές κατανομής, οι εκεί πληθυσμοί παραμένουν σταθεροί, η εμφανίζουν ελαφρά αύξηση (Wetlands International 2006). Αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1], αυτό όμως δεν ισχύει για την Ελλάδα, όπου ακριβώς το αντίθετο, το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Κινδυνεύον (Endangered, E1) (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα)

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέτρος ο Πελεκάνος, η μασκότ της Μυκόνου

Ο ροδοπελεκάνος αναφέρεται ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, ότι φώλιαζε σε πολλές περιοχές της χώρας, αλλά μόλις το 1968, αποδείχθηκε ότι αναπαράγεται πλέον μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Μικρής Πρέσπας. Έκτοτε, η λίμνη αυτή αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο ευρωπαϊκό χώρο φωλιάσματος, μετά το Δέλτα του Δούναβη. Ο μεγαλύτερος αριθμός ζευγαριών που έχει καταγραφεί, είναι 142 ζευγάρια, το 1984. Ενώ, όμως είναι σχετικά μικρός ο αριθμός των αναπαραγομένων ατόμων, ο αριθμός των διαβατικών πτηνών που παρατηρούνται σε πολλές σημαντικές για την Ελλάδα περιοχές (ΣΠΠΕ), είναι σαφώς μεγαλύτερες, αλλά χρειάζονται περισσότερες καταμετρήσεις. Πάντως, μερικές από τις ΣΠΠΕ, όπου παρατηρούνται κατά τη μετανάστευση είναι ο Έβρος, το Πόρτο Λάγος και η Βιστονίδα, η Κερκίνη, η Βόλβη, η Χειμαδίτιδα και η λίμνη Καστοριάς.[26]

Χαρακτηριστικό του είδους, είναι ότι δεν τρέφεται στις Πρέσπες, αλλά μετακινείται σε άλλες λίμνες της Δ. Μακεδονίας, για αναζήτηση τροφής.

Μέτρα προστασίας και διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλες τις περιοχές αναπαραγωγής, η εγκατάσταση πλωτών σχεδίων ή πλατφορμών από ξύλο, αποτελούν ασφαλείς θέσεις φωλιάσματος, ενώ η σταθεροποίηση των φυσικών περιοχών ωοτοκίας με την ανακατασκευή νησίδων, έχει συμβολή στα μέτρα για την αύξηση της επιτυχίας αναπαραγωγής (Crivelli et al. 1991 ). Επίσης, η τοποθέτηση υψηλών δεικτών στα καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος υπήρξε αποτελεσματική για τη σημαντική μείωση των θανάτων που οφείλονται σε συγκρούσεις (Crivelli et al. 1991). Τέλος, η εγκατάσταση μιας σειράς οριζοντίων συρμάτων παρεμπόδισης εισόδου στις υδατοκαλλιέργειες, είναι επίσης ένα επιτυχημένο μέτρο στην πρόληψη υφαρπαγής των εκτρεφόμενων ψαριών (Crivelli et al, 1991)

Στην Ελλάδα, είναι απαραίτητες οι περισσότερες καταμετρήσεις των πληθυσμών του είδους, καθώς και τα στοιχεία για τις μετακινήσεις και τις διατροφικές τους συνήθειες. Επίσης, αναγκαία κρίνεται η εφαρμογή προγραμμάτων ευαισθητοποίησης των αλιέων, οι οποίοι θεωρούν ότι οι ροδοπελεκάνοι δρουν ανταγωνιστικά με αυτούς. Τέλος, απαιτείται αυστηρή φύλαξη των περιοχών αναπαραγωγής στη Μικρή Πρέσπα και, άμεση και διαρκής ενημέρωση των επισκεπτών, είτε είναι απλοί τουρίστες, είτε συνειδητοποιημένοι φυσιολάτρες.[27]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο ροδοπελεκάνος απαντάται και με τις ονομασίες Πελεκάνι, Σακκάς και Τουμπανιάς (Μεσολόγγι).[28]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Pelecanus onocrotalus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 89
  3. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 48, σ. 500
  4. Μπαμπινιώτης, σ. 1368
  5. Howard and Moore, p.89
  6. BirdLife International and NatureServe (2012). «Pelecanus onocrotalus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  7. Αγγλική Βικιπαίδεια
  8. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2013. 
  9. 9,0 9,1 del Hoyo, J; Elliot, A; Sargatal, J (1992)
  10. 10,0 10,1 Όντρια, σ. 41
  11. ΣΠΕΕ, σ. 244, 252
  12. 12,0 12,1 12,2 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 166-7
  13. del Hoyo et al, 1992
  14. Crawford RJM (2005)
  15. Όντρια, σ. 42
  16. 16,0 16,1 Heinzel et al, p. 36
  17. John Fanshawe & Terry Stevenson
  18. 18,0 18,1 Johnsgard 1993
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 del Hoyo et al. 1992
  20. Life, BBC TV series
  21. Ryan, P. (Feb–Mar 2007). "Going, going, Gannet...Tough times for Benguela Seabirds". African Birds & Birding: 30–35
  22. Bruun, p. 30
  23. 23,0 23,1 Harrison, p. 57
  24. 24,0 24,1 24,2 Harrison, p. 56
  25. Harrison, p. 56-7
  26. ΣΠΠΕ, σ. 252
  27. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 167
  28. Απαλοδήμος, σ. 47

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 48 , λήμμα «Πελεκάνος»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ), ΕΟΕ 1994
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
  • Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Crawford RJM (2005) Great White Pelican. pp. 614–615 in Hockey PAR, Dean WRJ, Ryan PG (eds.) 2005 Roberts – Birds of Southern Africa, 7th ed. The Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town. *Crivelli, A. 1994. The importance of the former USSR for the conservation of pelican populations nesting in the Palaeartic. In: Crivelli, A.J.; Krivenko, V.G.; Vinogradov, V.G. (ed.), Pelicans in the former USSR, pp. 1–4. International Waterfowl and Wetlands Research Bureau, Slimbridge, UK.
  • Crivelli, A. 1994. The importance of the former USSR for the conservation of pelican populations nesting in the Palaeartic. In: Crivelli, A.J.; Krivenko, V.G.; Vinogradov, V.G. (ed.), Pelicans in the former USSR, pp. 1–4. International Waterfowl and Wetlands Research Bureau, Slimbridge, UK.
  • Crivelli, A. J.; Catsadorakis, G.; Jerrentrup, H.; Hatzilacos, D.; Michev, T. 1991. Conservation and management of pelicans nesting in the Palearctic. In: Salathé, T. (ed.), Conservation of migratory birds, pp. 137–152. International Council for Bird Preservation, Cambridge, U.K.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2, S. 227
  • John Fanshawe & Terry Stevenson Birds of East Africa by. Elsevier Science (2001), ISBN 978-0856610790
  • Johnsgard, P. A. 1993. Cormorants, darters, and pelicans of the world. Smithsonian Institution Press, Washington.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Nelson, J. B. 2005. Pelicans, cormorants and their relatives. Pelecanidae, Sulidae, Phalacrocoracidae, Anhingidae, Fregatidae, Phaethontidae. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.