Θαλασσαετός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θαλασσαετός
Ενήλικος θαλασσσαετός (υποείδος H. a. albicilla)
Ενήλικος θαλασσσαετός (υποείδος H. a. albicilla)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Αλιαετός (Haliaeetus) Savigny, 1809 Μ
Είδος: H. albicilla
Διώνυμο
Haliaeetus albicilla (Αλιαετός ο λευκόουρος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Haliaeetus albicilla albicilla
Haliaeetus albicilla groenlandicus

Haliaeetus albicilla
Haliaeetus albicilla groenlandicus

Ο Θαλασσαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Haliaeetus albicilla και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα, όπως σε όλη την Ευρώπη, απαντά το υποείδος H. a. albicilla (Linnaeus, 1758).[2]

  • Ο θαλασσαετός είναι το σπανιότερο επιδημητικό αρπακτικό πτηνό της Ελλάδας και κινδυνεύει με άμεση εξαφάνιση (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).[4]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή → [5]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Haliaeetus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Αλιαετός, εκ του αλς, -αλός «θάλασσα» + αετός, που παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. Ωστόσο, παρά την ονομασία, αυτά τα ενδιαιτήματα περιλαμβάνουν κυρίως εκείνα με γλυκά και υφάλμυρα, παρά αλμυρά ύδατα.

Ο όρος albicilla στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, αποτελούμενος από τα συνθετικά albus «λευκός» + cilla «έσχατος, σπάνιος, τελευταίος» και σημαίνει «αυτός που έχει λευκό το έσχατο σημείο του», κατ’επέκτασιν και εν προκειμένω, «την ουρά» του.[6]

Η ίδια αναφορά γίνεται και στην αγγλική ονομασία του είδους (White-tailed Eagle).

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Falco Albicilla (Σουηδία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος Haliaeetus, έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851).[7]

Ο θαλασσαετός αποτελεί συγγενικό είδος του λευκοκέφαλου θαλασσαετού. Το ζεύγος αυτό, καλύπτει τον ίδιο οικολογικό θώκο και φαίνεται να απέκλινε από τα υπόλοιπα είδη αετών στην αρχή του Μειοκαίνου (περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια πριν), ίσως και πρωτύτερα (αν το αρχαιότερο απολίθωμα που βρέθηκε, σωστά αποδίδεται σε αυτό το γένος), από το πρώιμο ή μέσο Ολιγόκαινο, περίπου 28 εκ. χρόνια πριν.[8] Όπως και σε άλλα «ζεύγη» ειδών θαλασσαετών, αποτελείται από ένα (1) είδος με λευκό κεφάλι και ένα (1) με σκουρόχρωμο. Πιθανώς διαχωρίστηκαν στην περιοχή του βορείου Ειρηνικού, με ανατολική εξάπλωση για το ένα είδος και δυτική για το άλλο. Μερικοί ερευνητές κατατάσσουν τα δύο αυτά είδη, σε ένα υπερείδος (superspecies).

Το υποείδος H. a. groenlandicus έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των ορνιθολόγων στα τελευταία χρόνια. Μικροί, αποκομμένοι μεταξύ τους, πληθυσμοί κατοικούν στη ΝΔ. Γροιλανδία και τη Δ. Ισλανδία. Για τη συστηματική του υπάρχουν, ακόμη και σήμερα, δύο αντίθετες απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη, έχει προταθεί ως διακριτό υποείδος, με στοιχεία που βασίζονται στο πολύ μεγάλο μέγεθος και τις αναλογίες σώματος.

Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, αυτή η διακύμανση μεγέθους κατά τον Κανόνα του Μπέργκμαν (Bergmann’s Rule), αποτελεί, οικολογικά, φυσιολογική κλιμακωτή (clinal) προσαρμογή, οπότε το taxon δεν μπορεί να θεωρηθεί διακριτό υποείδος. [εκκρεμεί παραπομπή] Πρόσφατη γενετική μελέτη μιτοχονδριακού DNA είναι συναφής με αυτή την άποψη.[9]. Με άλλα λόγια, ο γροιλανδικός πληθυσμός που, σε εξελικτική κλίμακα γεωλογικού χρόνου, είναι σχετικά πρόσφατος, δεν έχει ακόμη συσσωρεύσει πολλά μοναδικά γενετικά χαρακτηριστικά.[10] Παρόλ’ αυτά, σημαντικοί ταξινομικοί φορείς (ITIS, Howard and Moore) εξακολουθούν να θεωρούν ότι υπάρχουν δύο διακριτά υποείδη, ασπαζόμενοι την πρώτη άποψη.

  • Έτσι κι αλλιώς, ο συγκεκριμένος πληθυσμός επειδή είναι απομονωμένος γεωγραφικά, αξίζει ιδιαίτερης προστασίας, και αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Στη σύγχρονη εποχή, θαλασσαετοί εμφανίζονται στα νησιά της Χαβάης, ως τυχαίοι επισκέπτες, αλλά οστά Haliaeetus από το Τεταρτογενές έχουν βρεθεί σε τρία από τα μεγάλα νησιά. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2015, χαρακτήρισε ως ταχέως εξελισσόμενη τη μιτοχονδριακή περιοχή ελέγχου ενός από τα δείγματα αυτά.[11] Οι ερευνητές ανέλυσαν το DNA από έναν σκελετό «θαλασσαετού» 3.500 ετών, που βρέθηκε σε μια σπηλιά λάβας, στο νησί Μάουι. Οι φυλογενετικές αναλύσεις πρότειναν ότι, ο συκεκριμένος «αετός της Χαβάης» αποτελεί διακριτή (> 3% αποκλίνουσα) mtDNA εξελικτική γραμμή, πιο στενά συνδεδεμένη με τους αρτίγονους θαλασσαετούς, που απέκλινε στο Μέσο Πλειστόκαινο, περίπου. Έτσι, αν και δεν διαφοροποιείται σαφώς στη μορφολογία από τους συγγενείς του, ο «αετός της Χαβάης», πιθανόν, αντιπροσώπευε έναν απομονωμένο, ενδημικό πληθυσμό στο αρχιπέλαγος της Χαβάης για περισσότερα από 100.000 χρόνια, όπου και υπήρξε το μεγαλύτερο χερσαίο αρπακτικό. Οι λόγοι για την εξαφάνισή του είναι άγνωστοι μέχρι σήμερα.

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του είδους Haliaeetus albicilla
Πράσινο σκούρο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Πράσινο ανοικτό = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης
Μπλέ = Περιοχές διαχείμασης

Ο θαλασσαετός απαντά στην Ευρασία και ένα τμήμα της Γροιλανδίας, είτε ως επιδημητικό πτηνό, είτε ως καλοκαιρινός ή χειμερινός επισκέπτης. Η ολική επικράτειά του περιλαμβάνει και τις τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες μετακίνησης σε ευρεία ζώνη που εκτείνεται από την Ισλανδία μέχρι την Ιαπωνία.

Στην Ευρώπη, η εξάπλωση είναι περιορισμένη από τη Σκανδιναβία στα βόρεια μέχρι τη Ν. Ιταλία και τη Β. Ελλάδα στα νότια και από τη Γαλλία στα δυτικά, μέχρι την Ευρωπαϊκή Ρωσία στα ανατολικά, αλλά εξαιρετικά διάσπαρτη και διακεκομμένη. Στην ήπειρο, το είδος απαντά κυρίως ως επιδημητικό ή διαχειμάζον.

Η Ασία αποτελεί την κύρια αναπαραγωγική επικράτεια του θαλασσαετού, σε συμπαγή ζώνη που εκτείνεται μεταξύ των υποαρκτικών περιοχών της τάιγκας στα βόρεια, και της Τουρκίας, του Ισραήλ, του Ιράκ, του Ιράν, του Καζακστάν, της Ινδίας και της ΝΑ. Κίνας στα νότια. Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται στην Αραβική Θάλασσα, στον ΒΔ. Ινδικό Ωκεανό και φθάνουν μέχρι τις ακτές της Α. Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας.

  • Ο θαλασσαετός έχει επανεισαχθεί στη Σκωτία και τη Δ. Ισλανδία.[7]

[12][13]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Haliaeetus albicilla albicilla Β και Κ Ευρασία, νότια προς Ελλάδα και Τουρκία, Ν Κασπία Θάλασσα, Λίμνη Μπαλκάς και ΒΑ Κίνα Μεσόγειος Θάλασσα, Ισραήλ, Περσικός Κόλπος, Πακιστάν, Β Ινδία, Β Μιανμάρ και ΝΑ Κίνα
2 Haliaeetus albicilla groenlandicus ΝΔ Γροιλανδία και Δ Ισλανδία Ενδημικό στα νησιά Μεγαλύτερο σε γενικές γραμμές από το 1. Αμφισβητείται από κάποιους ερευνητές και θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στο 1

(Πηγές:[2][7][13]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγαλύτεροι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί του θαλασσαετού απαντούν στη Β. Ευρώπη και τη Β. Ασία, ενώ ο μεγαλύτερος πληθυσμός στην Ευρώπη βρίσκεται κατά μήκος των ακτών της Νορβηγίας και της Ρωσίας. Είναι ως επί το πλείστον μόνιμοι (επιδημητικοί) και, μόνον οι πολύ βόρειοι πληθυσμοί, όπως εκείνοι στη Β. Σκανδιναβία και την Α. Σιβηρία, μεταναστεύουν προς το νότο το χειμώνα. Τα άτομα από την Α. Ρωσία, σπάνια, φθάνουν μέχρι την Αλάσκα, ως τυχαίοι επισκέπτες. Γενικά, θεωρείται πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, σε γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο των 60°, όπου υπάρχει η πήξη των γλυκών υδάτων και απουσία υδρόβιων θηραμάτων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ακόμη και στους μόνιμους πληθυσμούς της Δ. Ευρασίας, τα νεαρά και τα ανώριμα άτομα περιπλανώνται σε μεγάλο βαθμό, κυρίως νότια/νοτιοδυτικά.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τα Σβάλμπαρντ, την Ιρλανδία, το Βέλγιο και τη Μάλτα, την Τυνησία και την Αίγυπτο, το Μπουτάν και την Ταϊλάνδη, καθώς και από τις ΗΠΑ.[14]

  • Στην Ελλάδα, ο θαλασσαετός απαντά ως σπανιότατο είδος, τόσο ως αναπαραγόμενο όσο και ως διαχειμάζον, κυρίως στα βορειοανατολικά, με άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[15][16][17][18][19] Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως σπάνιος χειμερινός και διαβατικός επισκέπτης.[20]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος θαλασσαετός στον τυπικό του βιότοπο

Ο θαλασσαετός είναι αρπακτικό πτηνό άρρηκτα συνδεδεμένο με το υδάτινο στοιχείο και, έτσι, μπορεί να βρεθεί σε πολλούς και ποικίλους υγροτόπους, κυρίως σε μεγάλες λίμνες και ποτάμια στα πεδινά, αλλά μπορεί να φθάσει έως τα 5.000 μ. Στις ακτές, απαντά στις κάθετες ορθοπλαγιές αλλά και στα παράκτια νησιά και, ειδικά τον χειμώνα, στις εκβολές ποταμών και πεδινούς βάλτους. Επίσης, σε περιοχές με έντονη αλιευτική δραστηριότητα εκ μέρους του ανθρώπου (π.χ. στην Ιαπωνία), αλλά και ιχθυοκαλλιέργειες ή σχετικές εγκαταστάσεις, όπου υπάρχει προσβασιμότητα σε «εύκολη» τροφή.[21]

Φωλιάζει σε δέντρα γενικά κοντά σε νερό, αλλά και σε ορεινές περιοχές στα βράχια. Στο ευρύ φάσμα κατανομής του, μπορεί να βρεθεί, από τα άδενδρα θαλάσσια φιόρδ στη Γροιλανδία και στην εξωτερική ακτή της Νορβηγίας μέχρι τις υφάλμυρες, δασώδεις ακτές της Βαλτικής, και από τις βόρειες λίμνες της τάιγκας και τα ποτάμια της Φινοσκανδιναβίας και της Ρωσίας στα προσχωσιγενή δάση και τις πλημμυρικές περιοχές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Βέβαια, μια επαρκής βάση θηραμάτων είναι ζωτικής σημασίας για την αναπαραγωγή του είδους. Τα ρηχά νερά με υψηλή παραγωγικότητα είναι απαραίτητα στις περισσότερες περιοχές. Στις δασικές περιοχές, οι φωλιές κατασκευάζονται αποκλειστικά στα δένδρα.[22]

  • Στην Ελλάδα, ο θαλασσαετός απαντά σε ανάλογα ενδιαιτήματα γλυκού, υφάμυρου και αλμυρού νερού, πάντοτε όμως χαμηλού υψομέτρου. Συχνάζει σε βραχώδεις ακτές, ποτάμια ή δέλτα ποταμών και λίμνες.[4] Φωλιάζει κυρίως σε πεύκα κοντά σε ποτάμια, αλλά και σε μικτά δάση με φυλλοβόλα και αειθαλή.[16]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θαλασσαετός είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός αετός, μεγαλύτερος και βαρύτερος από τον χρυσαετό. Μόνον ο ασιατικός θαλασσαετός του Στέλερ, είναι μεγαλύτερος και ογκωδέστερος από αυτόν.[23][24] Ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός της Αμερικής έχει ανάλογες διαστάσεις, αλλά ελαφρά μικρότερο ανάπτυγμα πτερύγων και, ελαφρά μεγαλύτερο μήκος λόγω της μακρύτερης ουράς του. Πέρα από τις εντυπωσιακές του διαστάσεις, ένα ακόμη σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο αποτελεί το ογκώδες του ράμφος, δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το σώμα του.

Οι πληθυσμοί της Γροιλανδίας έχουν, κατά μέσον όρο, μεγαλύτερες διαστάσεις και αυτός είναι και ένας από τους λόγους για να υποστηριχθεί η άποψη του ξεχωριστού υποείδους (βλ. Συστηματική ταξινομική). Ο θαλασσαετός θεωρείται ο 8ος μεγαλύτερος και ο 4ος βαρύτερος αετός στον κόσμο.[25][26]

Ενήλικος θαλασσαετός εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Κατά την πτήση και σε κοιλιακή όψη ξεχωρίζουν η, ανοικτή σε σχήμα βεντάλιας, σχετικά κοντή και λευκή ουρά, οι πολύ πλατιές πτέρυγες σε σχήμα παραλληλογράμμου και ο μακρύς λαιμός, ενώ σε μετωπική όψη (ανφάς), οι πτέρυγες διατηρούνται σχεδόν παράλληλες με το έδαφος ή πολύ λίγο προς τα κάτω. Τουλάχιστον 6 πρωτεύοντα ερετικά φτερά ξεχωρίζουν στην άκρη κάθε πτέρυγας, εν είδει «δακτύλων».[27]

Οι ενήλικες έχουν, γενικά, χρώμα σκούρο γκρι-καφέ, το κεφάλι και ο λαιμός είναι ελαφρά πιο ανοικτόχρωμα, το ράμφος είναι ογκώδες, «βαρύ» και με έντονα αγκιστρωτή ρινοθήκη, ενώ ξεχωρίζουν τα μαυριδερά πρωτεύοντα ερετικά φτερά και τα λευκά κάτω πηδαλιώδη της ουράς. Όλα τα γυμνά μέρη (πόδια, κήρωμα, ράμφος), όπως και η ίριδα είναι κίτρινου χρώματος.

Στα νεαρά πουλιά, η ίριδα είναι καφέ, η ουρά και το ράμφος είναι σκούρα γκρι, ενώ με το πέρασμα της ηλικίας, η ουρά γίνεται όλο και πιο λευκή, με χαρακτηριστική μαυριδερή ταινία στην άκρη της.[28] Τα φτερά που καλύπτουν το λαιμό και τους ώμους, με το πέρασμα των χρόνων, λευκαίνουν ολοένα και περισσότερο.[4] Αποκτούν το τελικό πτέρωμα των ενηλίκων στα 5 χρόνια, περίπου.

Τα φύλα είναι όμοια στη μορφολογία, αλλά τα θηλυκά είναι λίγο βαρύτερα από τα αρσενικά.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (69-) 79 έως 92 (-100) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (180-) 198 έως 234 (-265) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 55 έως 64 εκατοστά, ♀ 62 έως 71,5 εκατοστά (66 έως 72 εκατοστά, στο υποείδος H. a. groenlandicus)
  • Μήκος ουράς: 25,5 έως 33 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 9 έως 10 εκατοστά
  • Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ρινοθήκης: 6 έως 6,5 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 3,1 έως 5,4 κιλά, ♀ 3,7 έως 6,9 κιλά.

(Πηγές:[12][29][22][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θαλασσαετοί έχουν ποικίλη διατροφή, ευκαιριακή και εποχική, δίνοντάς τους τον χαρακτηρισμό του «διατροφικού οπορτουνιστή». Δείγματα από την τροφή τους περιλαμβάνουν συχνά ψάρια, αλλά και πουλιά ή θηλαστικά. Πολλά πουλιά ζουν σε μεγάλο βαθμό ως «καθαριστές» ή «πειρατές», κλέβοντας τακτικά τη λεία από βίδρες και άλλα πουλιά όπως κορμοράνους, γλάρους, ψαραετούς και από διάφορα άλλα αρπακτικά.[41] Γενικά, τα είδη που απαντούν περισσότερο στην περιοχή του θαλασσαετού, αποτελούν και τα κυριότερα θηράματά του για τη συγκεκριμένη περιοχή.

Τα θνησιμαία είναι, συχνά, η κύρια πηγή τροφής για τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, με τα ψάρια και τα οπληφόρα (ελάφια, αγριογούρουνα) θηλαστικά να προτιμώνται, αλλά τα πάντα, από κητοειδή μέχρι και ανθρώπινοι σωροί να τρώγονται όταν υπάρχει έλλειψη τροφής.[42][43] Πολλές φορές έχουν παρατηρηθεί, να επιτηρούν τις περιοχές με σδηροδρομικές γραμμές, όπου υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να βρεθούν νεκρά ή τραυματισμένα θηράματα.

Η καθημερινή απαίτηση τροφής είναι της τάξης των 500-600 γραμμαρίων. Φαίνεται ότι, λόγω του μακρύτερου εντέρου τους και του πιο αποτελεσματικού πεπτικού τους συστήματος, οι θαλασσαετοί είναι σε θέση να ζήσουν ομαλά με λιγότερο φαγητό. Σχεδόν κάθε ψάρι, που μπορεί να βρεθεί κοντά στην επιφάνεια, αποτελεί λεία για τον θαλασσαετό, ενώ και οι υπαίθριες ιχθυαγορές και τα ιχθυοτροφεία, εύκολα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους αετούς όταν είναι διαθέσιμα.[44] Παρόλο που, μόνο περιστασιακά, θανατώνουν ή παρενοχλούν πουλιά της ξηράς, αντίθετα, όταν τους δίνεται η ευκαιρία επιτίθενται σε καλοβατικά πτηνά ή γενικότερα σε πουλιά που έχουν ως βάση το νερό. Έτσι, στη Βαλτική, η διατροφή του θαλασσαετού αποτελείται κυρίως από θαλάσσια πτηνά, ενώ πρόσφατα έχει αναφερθεί να έχουν επιτεθεί και να τρώνε κορμοράνους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταστρέφουν ολόκληρες αποικίες τους.[45] Στο νησί της Εσθονίας Χιίουμαα, τουλάχιστον 25 ζεύγη θαλασσαετών και έως 26 μεμονωμένα άτομα έχουν παρατηρηθεί να λυμαίνονται ολόκληρη αποικία κορμοράνων.[46] Στη Γερμανία, το 73% της λείας είναι ψάρια και το 24% υδρόβια πουλιά (φαλαρίδες, χήνες και πάπιες), ενώ το υπόλοιπο 3% είναι θηλαστικά, κυρίως κουνέλια, λαγοί και βίδρες.[41]. Ακόμη και στα απώτατα ανατολικά όρια της επικράτειάς του, ο θαλασσαετός έχει ως βασικό στοιχείο της δίαιτάς του τα ψάρια.[47]

Ενήλικος Θαλασσαετός

Επιπλέον, βουτηχτάρια, πάπιες, φαλαρίδες, γλάροι, χήνες και κύκνοι έχουν καταγραφεί στη λεία τους.[48] Νεοσσοί και αυγά άλλων πουλιών, επίσης καταναλώνονται τακτικά. Τα θηλαστικά που θηρεύονται κυμαίνονται σε μέγεθος, από χωραφοποντικούς, μέχρι μικρά αρνιά και ελάφια, με τα τελευταία, πιθανόν να έχουν το ίδιο μέγεθος με εκείνα που θηρεύονται στη Βόρεια Αμερική από τον Λευκοκέφαλο θαλασσαετό.[44]

  • Στην Ελλάδα, ο θαλασαετός τρέφεται κυρίως με ψάρια και υδρόβια πουλιά, συχνά τραυματισμένα από κυνηγούς, αλλά επίσης και με θηλαστικά, θνησιμαία. κ.α. Ωστόσο, οι γνώσεις μας για τη βιολογία και την οικολογία του είδους, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, είναι ελάχιστες.[15]

Τεχνικές θήρευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θαλασσαετός θεωρείται, γενικά, ένας «βαρύς» κυνηγός, σχετικά «άτσαλος» που προτιμάει να περιμένει για τη λεία του, παρά να επιτίθεται. Αυτό, όμως, είναι η μισή αλήθεια διότι, όταν υπάρξει ανάγκη μετατρέπεται σε έναν επιθετικό αετό που στρέφεται σε διαφόρων ειδών θηράματα.

Ενήλικος θαλασσαετός σε πτήση (ραχιαία όψη)

Οι κυνηγετικές μέθοδοι του θαλασαετού είναι πολύ διαφορετικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεί κάποια χαμηλή θέση κοντά στην επιφάνεια του νερού, από όπου περιμένει ακόμη και ώρες για μια ευκαιρία. Ο ευκολότερος τρόπος είναι να συλλαμβάνει τα μισοπεθαμένα ή νεκρά ψάρια από την επιφάνεια του νερού. Όμως, και τα ζωντανά ψάρια συλλαμβάνονται με χαμηλές πτήσεις πάνω από το νερό,[36] μέχρι 30 εκατοστά βάθος,[39] ενώ εκείνα που ζυγίζουν περισσότερο από 2 κιλά, μεταφέρονται στην ακτή όπου και σταθεροποιούνται με τους γαμψώνυχες μέχρι να εξαντληθούν.

Όταν συνυπάρχουν άλλα σαρκοβόρα στο πεδίο τροφής, τότε η παρουσία των θαλασσαετών συχνά είναι κυρίαρχη, ακόμη και έναντι μεγάλων θηρευτών (λύκων κ.α.). Στη Σκωτία, ανταγωνίζεται σκληρά με τον χρυσαετό για τα κουνέλια και τους λαγούς, ενώ στη Νορβηγία, όπου αυτοί οι δύο μεγάλοι αετοί συνυπάρχουν, τέτοιος ανταγωνισμός δεν φαίνεται να υπάρχει.[26] Αν και, γενικά, είναι λιγότερο δραστήριος κυνηγός από τον χρυσαετό, ο ανταγωνισμός για την τροφή μπορεί να καταλήξει υπέρ του ενός ή του άλλου, ανάλογα με την ισχύ τού εκάστοτε ατόμου. Μπορεί ακόμη, να βρίσκονται σε υψηλότερες πυκνότητες πληθυσμού και να υπερτερούν αριθμητικά των χρυσαετών.

Κατά την επίθεση σε υδροβατικά πουλιά που δεν φωλιάζουν, πετούν κατ' επανάληψη εναντίον τους, αναγκάζοντάς τα να καταδύονται ξανά και ξανά, μέχρι που εξαντλούνται και πιάνονται εύκολα. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα αποδοτική, όταν παίρνουν μέρος τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό, που εναλλάσσονται στις επιθέσεις.[49] Όταν το θήραμα που θανατώνεται είναι πολύ μεγάλο, όπως οι κύκνοι, μπορεί να συρθεί από την επιφάνεια του νερού στην ακτή για να καταναλωθεί.

Στην ενήλικη ζωή του, η θαλασσαετός δεν έχει φυσικούς εχθρούς και, ως εκ τούτου, βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας των ενδιαιτημάτων του.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, οι θαλασσαετοί είναι μοναχικά πτηνά ή σχηματίζουν ζευγάρια ή τριάδες όταν βρίσκονται στον ζωτικό τους χώρο. Ωστόσο, είναι αγελαία πτηνά στις χειμερινές θέσεις κουρνιάσματος, όπου μπορούν να συναθροίζονται σε ομάδες δεκάδων ατόμων.[44]

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θαλασσαετός παρουσιάζεται «βαρύς» και αργός στην πτήση του, θυμίζοντας τους γύπες,[36] ωστόσο –στοιχείο συνηθισμένο στα πολύ μεγάλα αρπακτικά-, μπορεί να εμφανίσει ασυνήθιστη επιδεξιότητα, ιδιαίτερα κατά τις εναέριες επιδείξεις ερωτοτροπίας. Η πτήση γίνεται με αργά, χαλαρά και σχετικά «ρηχά» φτεροκοπήματα, ενώ χαρακτηριστικές είναι η απότομη άνοδος και κάθοδος, κατά την πορεία της.[31] Η εικόνα που δίνουν οι πτέρυγες είναι 2,5 φορές το μήκος του σώματος, περίπου. Η αερολίσθηση (glide) πραγματοποιείται με τις πτέρυγες επίπεδες ή με την άκρη τους ελαφρά κεκλιμένη προς τα κάτω. Το αντίθετο συμβαίνει κατά το γυροπέταγμα (soaring), όπου οι πτέρυγες εμφανίζονται με την άκρη τους ελαφρά κεκλιμένη προς τα πάνω.[50]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζωτικός χώρος και τελετουργικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ζευγάρια που σχηματίζουν οι θαλασσαετοί ζουν μαζί σε μόνιμη βάση και, πολλές φορές, επιδεικνύουν εντυπωσιακά «παιχνίδια» στον αέρα ιδιαίτερα στις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες ημέρες με ισχυρούς ανέμους, οπότε η πτητική δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα υψηλή. Τα νεαρά και μη-πλήρως χρωματισμένα άτομα της εδαφικής επικράτειας, συνήθως αγνοούνται και γίνονται ανεκτά από τα ενήλικα πουλιά, αντίθετα από τα πουλιά με πλήρες πτέρωμα, που αναγνωρίζονται αμέσως και οδηγούνται βίαια έξω από την περιοχή. Μερικές φορές οι επιθέσεις αυτές οδηγούν στο σοβαρό τραυματισμό των γηραιότερων και πιο αδύναμων αετών.

Από την άλλη πλευρά, τα νεαρά και ανώριμα άτομα είναι ιδιαίτερα κοντά μεταξύ τους σε περιοχές πλούσιες σε τροφή και, μοιράζονται ανά ομάδες κοινές θέσεις ύπνου. Για παράδειγμα, σε περιοχές με υψηλή προμήθεια τροφίμων, όπως στα ιχθυοτροφεία ή σφαγεία βρίσκονται συχνά 20 ή περισσότεροι αετοί. Το έδαφος που υπερασπίζονται οι θαλασσαετοί όταν φωλιάζουν, κυμαίνεται μεταξύ 30 και 70 χμ², συνήθως σε προφυλαγμένα παράκτια σημεία. Μερικές φορές βρίσκονται στην ενδοχώρα κοντά σε λίμνες ή κατά μήκος ποταμών. Η αναπαραγωγική επικράτειά τους, μπορεί να συμπίπτει με εκείνη των χρυσαετών, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ειδών είναι περιορισμένος διότι ο χρυσαετός προτιμάει τα βουνά και τις βαλτώδεις περιοχές, ενώ ο θαλασσαετός την ακτή και τους υγροτόπους.

Οι θαλασσαετοί γίνονται σεξουαλικά ώριμα στα τέσσερα ή πέντε χρόνια της ηλικίας τους. Ζευγαρώνουν εφ’όρου ζωής, αλλά αν κάποιος από το ζευγάρι χαθεί, τότε μπορεί γρήγορα να υπάρξει αντικατάστασή του. Ο δεσμός οριστικοποιείται όταν επιλεγεί η μόνιμη «κατοικία» του ζεύγους και, τότε αρχίζουν οι ερωτοτροπίες που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικές εναέριες επιδείξεις, οι οποίες κορυφώνονται με κλείδωμα των νυχιών στον αέρα, στροβιλισμούς και κραυγές.[44]

Φωλιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεαρός θαλασσαετός στη φωλιά του

Όντας ευαίσθητος σε οχλήσεις στη φωλιά του, ο θαλασσαετός απαιτεί θέσεις αναπαραγωγής με χαμηλή ανθρώπινη δραστηριότητα. Η πλησιέστερη απόσταση από τις πιθανές πηγές όχλησης που μπορεί να γίνει ανεκτή, ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των περιοχών, όντας μεγαλύτερη σε ανοικτούς οικοτόπους, με τις φωλιές εκτεθειμένες, από ό, τι σε πιο απομονωμένες τοποθεσίες. Η σταδιακή χαλάρωση στην ευαισθησία στην ανθρώπινη ενόχληση έχει παρατηρηθεί πρόσφατα σε ορισμένες περιοχές, πιθανώς ως αποτέλεσμα της μικρότερης δίωξης.

Η φωλιά (eyrie) είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα από χοντρά ξερόκλαδα πάνω σε ένα ψηλό δένδρο, ή αν δεν υπάρχει, σε χαμηλά δένδρα ή σε ψηλούς θάμνους, πιο σπάνια σε ένα παράκτιο βράχο. Όπως συμβαίνει και με άλλους αετούς, η φωλιά κτίζεται σιγά-σιγά και, κερδίζει όγκο και ύψος με τα χρόνια. Το υλικό επίστρωσης είναι φυλλοφόρα κλαδιά, γρασίδι και, ενίοτε, μαλλί από θηράματα. Η κατασκευή γίνεται και από τους δύο εταίρους, με το αρσενικό να προμηθεύει το περισσότερο υλικό και το θηλυκό να αναλαμβάνει την τακτοποίησή του.[51] Όντας πιστός στην αναπαραγωγική του επικράτεια, ο θαλασσαετός κατασκευάζει περισσότερες από μία, φωλιές, που συχνά επαναχρησιμοποιούνται, μερικές φορές επί δεκαετίες από διαδοχικές επιτυχημένες αναπαραγωγικά γενιές. Μία (1) φωλιά στην Ισλανδία ήταν σε χρήση για πάνω από 150 χρόνια,[28] ενώ στη Σκανδιναβία, πολλά δένδρα είναι γνωστό ότι έχουν καταρρεύσει υπό το βάρος των τεράστιων, από καιρό επαναχρησιμοποιημένων, φωλιών.

  • Οι καινούργιες φωλιές έχουν συνήθως διάμετρο 120-150 εκατοστά και ύψος 50-80 εκατοστά. Με τα χρόνια, όμως, οι φωλιές μπορεί να φθάσουν σε διάμετρο τα 2 μέτρα και ύψος τα 5 μέτρα, ενώ έχουν βρεθεί φωλιές με βάρος 600 κιλά (!)
    Νεαρός θαλασσαετός στο πτέρωμα του πρώτου χρόνου

Η γέννα αποτελείται από (1-) 2 (-3, 4) μεγάλα, ελαφρώς υποελλειπτικά ή ελλειπτικά, ελαφρώς γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 75,8 Χ 58,7 χιλιοστών [52] και βάρους 142 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 10% είναι κέλυφος.[53] Εναποτίθενται σε διάστημα δύο έως πέντε ημερών, μεταξύ τους, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού, πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς, ή μόνο από το θηλυκό, και διαρκεί 35 ημέρες περίπου. Μόλις εκκολαφθούν, οι νεοσσοί είναι αρκετά ανεκτικοί ο ένας με τον άλλο, αν και ο πρώτος νεοσσός είναι πιο μεγάλος και κυρίαρχος στη σίτιση. Το θηλυκό αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ταΐσματος, με το αρσενικό να αναλαμβάνει πού και πού. Οι νεοσσοί είναι σε θέση να τραφούν μόνοι τους στις 35-40 ημέρες, ενώ μετακινούνται έξω από τη φωλιά στις 56 ημέρες, περίπου. Πτερώνονται στις 70 ημέρες, παραμένουν όμως στην περιοχή της φωλιάς, εξαρτημένοι από τους γονείς τους για, περαιτέρω 35-40 ημέρες.[52]

  • Ειδικά στην Ελλάδα, το θηλυκό γεννάει 2 συνήθως αυγά και, όταν υπάρχει έλλειψη τροφής μόνον 1, στα τέλη Φεβρουαρίου.[4]

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θνησιμότητα των θαλασσαετών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, είναι χαμηλή σε σχέση με άλλα αρπακτικά πτηνά. Σε έρευνα στη Νορβηγία, με χρήση δορυφορικών αναμεταδοτών, τουλάχιστον το 86% των νεοσσών έφθασε τα δύο χρόνια ζωής.[54] Επίσης, όπως φαίνεται από έρευνα στη Φινλανδία, βασισμένη σε μέτρηση δακτυλιωμένων πουλιών στις περιοχές σίτισής τους, η θνησιμότητα από τη γέννηση μέχρι τον 1ο χειμώνα ήταν 14%, από τον 1ο στον 2ο χειμώνα ήταν 7% και, από τον 2ο στον τρίτο, 4%.[55] Η μέση διάρκεια ζωής του θαλασσαετού είναι 21 χρόνια.[56]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημερινή θνησιμότητα του θαλασσαετού στην Κ. Ευρώπη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανθρώπινο παράγοντα. Οι πιο σημαντικές αιτίες είναι η δηλητηρίαση από την κατάποση κυνηγετικών σκαγίων που φέρουν μόλυβδο και οι συγκρούσεις με τεχνητές δομές όπως οι σιδηρόδρομοι, τα ηλεκτροφόρα καλώδια και οι ανεμογεννήτριες.

Ο πρώτος όμως, χρονολογικά, μεγάλος κίνδυνος για τον θαλασσαετό προήλθε στη δεκαετία ’50 και ’60, από την εκτεταμένη χρήση DDT, που οδήγησε στην παραγωγή αβγών με λεπτό κέλυφος, με αποτέλεσμα να μην επωάζονται με φυσιολογικό τρόπο. Μετά την απαγόρευση της χημικής ουσίας, οι πληθυσμοί άρχισαν να ανακάμπτουν. Έτσι, στη Γερμανία, τα ζευγάρια αναπαραγωγής, από 185 το 1990, αυξήθηκαν σε 470 το 2004 και 575 το 2007, ενώ παρόμοιες αυξήσεις είχαν και η Τσεχία, η Δανία και η Αυστρία.

Κατά την περίοδο 1998 – 2006, από τα 87 πτηνά που βρέθηκαν νεκρά ή τραυματισμένα στη Γερμανία, το 33% είχε δηλητηρίαση από μόλυβδο, το 12% είχε σύγκρουση με ανθρωπογενείς δομές, ενώ 5% ήταν θύματα ηλεκτροπληξίας. Ένα άλλο 22% παρουσίασε τραυματισμούς, -όπως σπασμένα κόκαλα- χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί η αιτία, διότι πολλά από αυτά τα πουλιά για μέρες ή εβδομάδες, δεν μπορούσαν να πετάξουν και, μεγάλες αποστάσεις καλύφθηκαν με τα πόδια.

Ενήλικος θαλασσαετός

Ειδικά, η δηλητηρίαση από μόλυβδο αποτελεί πολύ σοβαρό πρόβλημα, διότι η βρώση των πυροβολημένων πουλιών από τους θαλασσαετούς, δεν έχει πάντοτε ως αποτέλεσμα τον άμεσο θάνατο του αρπακτικού, αλλά η μόλυνση είναι σταδιακή και βασανιστική. Τα όξινα γαστρικά υγρά διαλύουν σταδιακά το μέταλλο, τα τοξικά προϊόντα περνάνε στην κυκλοφορία του αίματος και βλάπτεται το κεντρικό νευρικό σύστημα που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οδηγεί σε ολική τύφλωση. Επίσης η αλλαγμένη δομή των συστατικών του αίματος οδηγεί σε έλλειψη οξυγόνου, με αποτέλεσμα πολλοί από τους αετός να πεθαίνουν βασανιστικά από ασφυξία.[57] Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ερευνητές που πιστεύουν ότι, οι συγκρούσεις με τεχνητές δομές, όπως τα τρένα ή ανεμογεννήτριες προκαλούνται από τη δηλητηρίαση από μόλυβδο και τις επακόλουθες διαταραχές στη συμπεριφορά των πτηνών.[58]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1800-1970 οι θαλασσαετοί, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης υπέστησαν δραματική μείωση και εξαφανίστηκαν σε πολλές περιοχές της, ενώ η Νορβηγία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Ισλανδία κατάφεραν να διατηρήσουν κάποιους πληθυσμούς.[10] Έντονες δράσεις διατήρησης του είδους (νομική προστασία για να μειωθεί το κυνήγι, προστασία των τόπων αναπαραγωγής, σίτιση κατά το χειμώνα), οδήγησαν στην ανάκαμψη πολλών τοπικών πληθυσμών. Από το 1980, ο θαλασσαετός έχει ανακάμψει σταθερά, και εξαπλώνεται προς τα δυτικά. Έχει επαναποικήσει αρκετές παραδοσιακές περιοχές αναπαραγωγής στην Ευρώπη και η ανάκαμψη είναι ακόμη σε εξέλιξη. Μάλιστα, μελέτες μιτοχονδριακού DNA από τη Β. και Κ. Ευρώπη έχουν δείξει ότι, η ανάκτηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού έχει διατηρήσει σημαντικές ποσότητες της γενετικής ποικιλότητας, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλό κίνδυνο ενδογαμίας (μια σοβαρή επιπλοκή σε είδη με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού). Ως εκ τούτου, η επιστροφή τού εν λόγω, πρώην απειλουμένου, είδους αποτελεί αληθινή επιτυχία στην προσπάθεια διατήρησης της Φύσης. Η ιστορία δείχνει επίσης, με ποιόν τρόπο, οι τοπικές προσπάθειες για την προστασία ενός είδους μπορεί να είναι επιτυχείς και σημαντικές για τη διατήρηση της εξελικτικής δυνατότητας.[10][59][60]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα, αντιθέτως, η κατάσταση παραμένει πολύ κακή. Είναι το σπανιότερο αρπακτικό πτηνό στη χώρα, που βρίσκεται στα όρια της εξαφάνισης.[4] Και όμως, στα μέσα του περασμένου αιώνα, οι θαλασσαετοί φώλιαζαν σε πολλές περιοχές στα ηπειρωτικά, καθώς και σε αρκετά νησιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέχρι το 1940, υπήρχαν αναπαραγόμενα ζευγάρια στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν 10-12 ζευγάρια στον Έβρο [15] και το 1994, μόλις 1-4 ζευγάρια (!) υπήρχαν σε όλη την επικράτεια,[16] σε θέσεις που παρέμεναν μυστικές. Η καταστροφή των βιοτόπων του (αποξηράνσεις, δασική εκμετάλλευση κ.ο.κ.), τα δηλητηριασμένα δολώματα, η λαθροθηρία και η συλλογή αβγών, αποτελούσαν τα βασικά αίτια.[61]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα εμφανίζονται περισσότερα άτομα, κυρίως νεαρά και μη-ώριμα, αλλά και πάλι σε πολύ περιορισμένους αριθμούς στη Μακεδονία και τη Θράκη. Όσες, σπανιότατες, καταγραφές έχουν γίνει στα νησιά της Ν. Ελλάδας οφείλονται, πιθανότατα, σε παραστρατημένα άτομα που ακολουθούν τον μεταναστευτικό διάδρομο των ακτών της Τουρκίας.[15][19]

Παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες, ειδικά στην Ελλάδα, το είδος εξακολουθεί να κατατάσσεται ως Κρισίμως Κινδυνεύον CR [D].[62]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος είναι προστατευόμενο, για ολόκληρο τον αναπαραγόμενο και διαχειμάζοντα πληθυσμό της χώρας (περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000). Τοπικά, όπως στη Δαδιά, επωφελείται στη διατροφή του από την ταΐστρα για τους γύπες. Ωστόσο, απαιτείται αυστηρή προστασία των εναπομεινάντων ζευγαριών και των θέσεων φωλιάσματος, καθώς και των περιοχών διαχείμασης και τροφοληψίας του είδους, ιδιαίτερα όσον αφορά στη λαθροθηρία και τη χρήση κυνηγετικών σκαγιών (που περιέχουν Pb) στους υγρότοπους. Χρειάζεται επίσης διερεύνηση των απειλών που αντιμετωπίζει το είδος, όπως η επίδραση των βαρέων μετάλλων, καθώς και μελέτη της αναπαραγωγικής του βιολογίας και οικολογίας. Θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί και η παροχή συμπληρωματικής τροφής (ταΐστρες), τουλάχιστον σε κάποια ζευγάρια, κατά τη θερινή περίοδο.[15]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θαλασσαετός απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Πύγαργος, Ασπροκέφαλος και Ασπρονούρης (Ικαρία).[63]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Περίφημο έχει μείνει στην ιστορία το μόνο -επιβεβαιωμένο- «κρούσμα» αετού εναντίον ανθρώπου, που αφορούσε σε έναν θαλασσαετό (καταγραμμένο στο Βιβλίο Γκίνες). Στις 5 Ιουνίου 1932, η Svanhild Hansen, ένα 4-χρονο κορίτσι, έπαιζε δίπλα στο αγροτόσπιτο των γονιών της στη Νορβηγία, όταν ένας θαλασσαετός την άρπαξε από το πίσω μέρος του φορέματος της και τη μετέφερε μέχρι την αετοφωλιά του (eyrie). Η φωλιά ήταν 800 μέτρα ψηλά στην ορθοπλαγιά του κοντινού βουνού και περίπου 1,6 χιλιόμετρα μακρύτερα από το σπίτι. Ο αετός έριξε το κοριτσάκι σε ένα στενό περβάζι περίπου 15,2 μέτρα κάτω από τη φωλιά. Μια ομάδα αναζήτησης που συστάθηκε γρήγορα, βρήκε το νήπιο που δεν είχε σοβαρούς τραυματισμούς, παρά μόνον το κατατρυπημένο από τους γαμψώνυχες φόρεμά της.[64]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 98
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 101
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175419
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 70
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695499/0
  6. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=cilla
  7. 7,0 7,1 7,2 http://www.hbw.com/species/white-tailed-sea-eagle-haliaeetus-albicilla
  8. Wink et al
  9. del Hoyo et al
  10. 10,0 10,1 10,2 Hailer et al
  11. Hailer et al, 2015
  12. 12,0 12,1 Singer, p. 127
  13. 13,0 13,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22695137
  14. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695137/0
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Αλιβιζάτος et al. in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ.247
  16. 16,0 16,1 16,2 Handrinos & Akriotis, p. 129
  17. Όντρια (Ι), σ. 81
  18. RDB, p. 152
  19. 19,0 19,1 ΣΠΕΕ, σ. 247
  20. Σφήκας, σ. 26
  21. Ferguson-Lees & Christie, p. 403
  22. 22,0 22,1 planetofbirds.com
  23. Ferguson-Lees & Christie
  24. National Geographic Field Guide To The Birds Of North America, 4th Edition. Washington, D.C.: National Geographic. 2002. ISBN 978-0792268772
  25. The Nature of Scotland
  26. 26,0 26,1 Ferguson-Lees &Christie
  27. Ferguson-Lees &Christie, σ. 404
  28. 28,0 28,1 Snow & Perrins
  29. Ferguson-Lees & Christie, p. 406
  30. Grimmett et al, p. 118
  31. 31,0 31,1 Mullarney et al, p. 92
  32. Harrison & Greensmith, p. 91
  33. Flegg, p. 92
  34. Heinzel et al, p. 82
  35. Perrins, p. 90
  36. 36,0 36,1 36,2 Scott & Forrest, p. 56
  37. Bruun, p. 80
  38. Όντρια (Ι), σ. 74
  39. 39,0 39,1 ΠΛΜ, 3:162
  40. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 70, 176
  41. 41,0 41,1 Struwe-Juhl
  42. B. Struwe-Juhl
  43. "White-tailed eagle: Feeding". RSPB
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 Ferguson-Lees & Christie, p. 405
  45. "Turun Sanomat: Merikotkat oppineet syömään aikuisiakin merimetsoja" (in Finnish)
  46. "Kormoraniküttidel läheb hästi." Hiiu Leht, 4-13-2012. (Estonian)
  47. Masterov
  48. Ferguson-Lees et al
  49. Ferguson-Lees et al., σ. 405
  50. Ferguson-Lees & Christie, p. 404
  51. Harrison, p. 93
  52. 52,0 52,1 Harrison, p. 94
  53. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob2430.htm
  54. Nygård et al
  55. Saurola et al
  56. Scottish Natural Heritage (Spring 2009). "The Nature of Scotland", p. 49
  57. Langgemach et al
  58. Kenntner et al
  59. Hailer (2006)
  60. Hailer (2005)
  61. RDB, σ. 178
  62. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 325
  63. Απαλοδήμος, σ. 21
  64. Wood, Gerald (1983). The Guinness Book of Animal Facts and Feats. ISBN 978-0-85112-235-9

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλιβιζάτος Χαράλαμπος, Γιώργος Χανδρινός, Ιωάννης Τσουγκράκης, Σταύρος Ξηρουχάκης στο Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Hailer F., B. Helander, A. O. Folkestad, S. A. Ganusevich, S. Garstad, P. Hauff, C. Koren, V. B. Masterov, T. Nygård, J. A. Rudnick, S. Saiko, K. Skarphedinsson, V. Volke, F. Wille und C. Vilà 2007: Phylogeography of the white-tailed eagle, a generalist with large dispersal capacity. Journal of Biogeography 34, Heft 7: S. 1193–1206. doi:10.1111/j.1365-2699.2007.01697.x Abstract, engl.
  • Hailer, Frank (2006). Conservation genetics of the white-tailed eagle (Haliaeetus albicilla). PhD thesis. Sweden: Uppsala University. ISBN 978-91-554-6581-0. OCLC 185328184. Retrieved 2011-05-30.
  • Hailer, Frank; Gautschi, Barbara; Helander, Björn (2005). Development and multiplex PCR amplification of novel microsatellite markers in the White-tailed Sea Eagle, Haliaeetus albicilla (Aves: Falconiformes, Accipitridae). Molecular Ecology Notes 5 (4): 938–940. doi:10.1111/j.1471-8286.2005.01122.x. edit
  • Hailer, Frank; James, Helen F.; Olson, Storrs L.; Fleischer, Robert C. (2015). Distinct and Extinct: Genetic Differentiation of the Hawaiian Eagle. Molecular Phylogenetics and Evolution 83: 40–43. doi:10.1016/j.ympev.2014.11.005.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Kenntner, Norbert, Frida Tartaruch und Oliver Krone: Heavy metals in soft tissue of white-tailed eagles found dead or moribund in Germany and Austria from 1993 to 2000, in: Environmental Toxicology and Chemistry 20 (8) 2001, S. 1831-1837.
  • Krone, O.; Scharnweber, C. 2003. Two White-tailed Sea Eagle (Haliaeetus albicilia) collide with wind generators in northern Germany. 37: 174-176.
  • Langgemach T., N. Kenntner, O. Krone, K. Müller, P. Sömmer 2006: Anmerkungen zur Bleivergiftung von Seeadlern (Haliaeetus albicilla). Natur und Landschaft 81, Heft 6: S. 320-325 (Volltext als PDF)
  • Masterov V. B. 2003: Resource consumption and energy expenses of Steller's and White-tailed Sea Eagles in the mixed settlements of the far east of Russia. In: B. Helander, M. Marquiss & W. Bowerman (eds.): Sea Eagle 2000. Proceedings from an international Sea Eagle Conference at Björko, Sweden, 13-17 September 2000. Swedish Society for Nature Conservation/SNF & Atta. 45 Tryckeri AB. Stockholm: S. 327-339. ISBN 91-558-1551-0
  • Nygård T., R. E. Kenward, K. Einvik: Radio telemetry studies of dispersal and survival in juvenile white-tailed sea eagles Haliaeetus albicilla in Norway. In: R. D. Chancellor und B.-U. Meyburg: Raptors at risk. 2000: S. 487-497
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Saurola P, T. Stjernberg, J. Högmander, J. Koivusaari, H. Ekblom und B. Helander 2003: Survival of juvenile and sub-adult Finnish white-tailed eagles in 1991-1999: a preliminary analysis based on resightings of colour-ringed individuals. In: Sea Eagle 2000: S. 155-167
  • Scottish Natural Heritage (Spring 2009). The Nature of Scotland. OCLC 310094759
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Struwe Β.-Juhl 2003: Why do White-tailed Eagles prefer coots? In: B. Helander, M. Marquiss & W. Bowerman (eds.): Sea Eagle 2000. Proceedings from an international Sea Eagle Conference at Björko, Sweden, 13-17 September 2000. Swedish Society for Nature Conservation/SNF & Atta. 45 Tryckeri AB. Stockholm: S. 317-325. ISBN 91-558-1551-0
  • Thiollay, J.-M. 1996. Oiseaux de la Réunion: vers une necessaire union des efforts de tous les ornithologues? Courrier de la Nature: 4.
  • Tucker, G.M. and Heath, M.F. 1994. Birds in Europe: their conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Wink, M.; Heidrich, P.; Fentzloff, C. (1996). A mtDNA phylogeny of sea eagles (genus Haliaeetus) based on nucleotide sequences of the cytochrome b gene (PDF).

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»