Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής
Η Μάχη του Κόλπου του Βίγο, έργο του Λούντολφ Μπάκχουιζεν
Χρονολογία1701–1714
ΤόποςΕυρώπη, Βόρεια Αμερική, Δυτικές Ινδίες
ΈκβασηΣυνθήκη της Ουτρέχτης το 1713
Συνθήκη του Ράστατ το 1714
Ο Φίλιππος, Δούκας του Ανζού αναγνωρίζεται ως Βασιλιάς της Ισπανίας αλλά αποσύρεται από κάθε διεκδίκηση στον θρόνο της Γαλλίας. Η Ισπανία και η Βρετανία υπογράφουν το Asiento.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
Αψβούργοι: 90,000
Βρετανοί: 40,000
Ολλανδοί: 102,000
Τουλάχιστον 232,000 το 1702
Ισπανοί: 18,000, 100,000 το 1703
Γάλλοι: 255,000

Ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (17011714) ήταν μείζων ευρωπαϊκή σύγκρουση, που ξεκίνησε το 1701 με τον θάνατο του τελευταίου Αψβούργου βασιλιά της Ισπανίας, του Καρόλου Β΄.

Πριν τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ζήτημα της Ισπανικής διαδοχής είχε τεθεί από πολύ νωρίς, καθώς ο Κάρολος Β΄ ήταν -από πολύ νέος- νοητικά και σωματικά ασθενής, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την τεκνοποίηση. Με δεδομένη την απουσία άμεσου διαδόχου, και χάρη στο σύστημα των βασιλικών συγγενειών, οι δύο επικρατέστερες οικογένειες της Ευρώπης, οι Βουρβόνοι της Γαλλίας και οι Αψβούργοι της Αυστρίας, αποκτούσαν πρόσβαση στον ισπανικό θρόνο. Όμως, η διαδοχή ολόκληρου του Βασιλείου της Ισπανίας σε μία από τις δύο οικογένειες, θα απειλούσε την ισορροπία δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χάρτη. Έτσι οι μεγάλες δυνάμεις, εξασθενημένες και από τον πόλεμο της Μεγάλης Συμμαχίας, προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις.

Η συνθήκη της Χάγης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Οκτωβρίου 1698, η Αγγλία και η Γαλλία υπέγραψαν τη συνθήκη της Χάγης, με την οποία η Λωρραίνη και οι ισπανικές κτήσεις του βασιλείου της Νάπολης και της Τοσκάνης, θα δίνονταν στον Διάδοχο της Γαλλίας· το Μιλάνο θα δινόταν στον Αρχιδούκα Κάρολο των Αψβούργων, και ο Ιωσήφ Φερδινάνδος της Βαυαρίας θα στεφόταν βασιλιάς της υπόλοιπης Ισπανίας. Η επιλογή του Ιωσήφ Φερδινάνδου έγινε με βάση δύο κυρίως κριτήρια: ο Ιωσήφ Φερδινάνδος ήταν μεν συγγενής του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄, αλλά από την πλευρά της συζύγου του (δεν ήταν Αψβούργος), αλλά την ίδια στιγμή ήταν και σύμμαχος της Γαλλίας. Έτσι, οι σχέσεις του αυτές τον τοποθετούσαν σε ίση περίπου απόσταση από τις δύο μεγάλες δυναστείες.

Η συνθήκη αυτή μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας, δεν ήταν της αρεσκείας του Καρόλου Β΄, αφού δεν επιθυμούσε τη διάσπαση των ισπανικών εδαφών. Ωστόσο συμφώνησε στον ορισμό του Ιωσήφ Φερδινάνδου ως διαδόχου του, με την προϋπόθεση να μην αφαιρεθούν εδάφη από την Ισπανία. Όμως, στις 6 Φεβρουαρίου 1699, 3 μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Ιωσήφ Φερδινάνδος απεβίωσε σε ηλικία 16 ετών, καθιστώντας τη συνθήκη μη εφαρμόσιμη.

Η συνθήκη του Λονδίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 25 Μαρτίου 1700 υπογράφηκε η συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ της Αγγλίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Επαρχιών. Με τη συνθήκη οριζόταν ως διάδοχος του Ισπανικού θρόνου ο Αρχιδούκας Κάρολος, δευτερότοκος γιος του Λεοπόλδου Α΄, ενώ οι ισπανικές κτήσεις στην Ιταλία θα δίνονταν στη Γαλλία. Οι Αυστριακοί αντέδρασαν απορρίπτοντας τη συνθήκη, αφού αξίωναν ολόκληρο το βασίλειο για τον Αρχιδούκα, συμπεριλαμβανομένων και των ιταλικών περιοχών. Στην πραγματικότητα, ήταν αυτές οι περιοχές που ενδιέφεραν τους Αυστριακούς, αφού ήταν πλούσιες και σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν αυτές να καταλήξουν στη Γαλλία.

Η διαθήκη και ο θάνατος του Καρόλου Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ισπανία, οι διάφοροι αξιωματούχοι αντιδρούσαν και αυτοί στη διάσπαση του Βασιλείου και -παρά την εσωτερική τους διαμάχη ως προς το ποια οικογένεια θα καταλάμβανε τον ισπανικό θρόνο- πείθουν τον βασιλιά να ορίσει διάδοχο από την οικογένεια των Βουρβόνων. Έτσι τον Οκτώβριο του 1701 ο Κάρολος Β΄ υπογράφει την τελευταία του διαθήκη, στην οποία ορίζει ως διάδοχό του τον Φίλιππο δούκα του Ανζού, εγγονό τού Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας. Την 1η Νοεμβρίου ο βασιλιάς πεθαίνει και η είδηση της διαθήκης φέρνει σε δύσκολη θέση τον Λουδοβίκο, ο οποίος έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην τήρηση της συνθήκης του Λονδίνου και στην αποδοχή της διαθήκης. Μετά από διαβουλεύσεις με τους συμβούλους του, και με το επιχείρημα ότι σε όλες τις περιπτώσεις η σύγκρουση με τους Αυστριακούς ήταν αναπόφευκτη, αφού οι τελευταίοι δεν αναγνώριζαν τη συνθήκη, αλλά ούτε και δέχονταν τη διαθήκη του Καρόλου, αποφασίζει το δεύτερο, και στις 16 Νοεμβρίου 1700, ο Φίλιππος, σε ηλικία 17 ετών, ανακηρύσσεται βασιλιάς ως Φίλιππος Ε΄_της_Ισπανίας.

Το πλεονέκτημα αυτής της απόφασης για τη Γαλλία είναι η οριστική εξάλειψη μιας ενδεχόμενης ισπανικής απειλής. Πράγματι, η Ισπανία παρέμεινε σύμμαχος της Γαλλίας μέχρι την Επανάσταση. Επίσης, η Γαλλία αποκτούσε πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, χάρη στις ισπανικές αποικίες. Από την άλλη πλευρά όμως, η υπόλοιπη Ευρώπη εξέλαβε τη Γάλλο-Ισπανική συμμαχία ως απειλή, κυρίως μετά την 1η Φεβρουαρίου 1701, ημερομηνία κατά την οποία ο Λουδοβίκος αναγνώρισε στον Φίλιππο το δικαίωμα στο στέμμα της Γαλλίας.

Ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συμμετέχοντες στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, με μπλε: Αγγλία, Ολλανδία, Πορτογαλία και σύμμαχοι· με πράσινο: Γαλλία, Ισπανία και σύμμαχοι.

Με εξαίρεση την Αυστρία, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες έδειχναν να αποδέχονται τον Φίλιππο Ε΄ ως τον νέο βασιλιά της Ισπανίας. Αν και η Αγγλία ενοχλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μη τήρηση της συνθήκης του Λονδίνου από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, δεν ήταν σε θέση να διεξάγει μια πολεμική αναμέτρηση με τη Γαλλία, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης στήριξης στον Γουλιέλμο Γ΄ της Αγγλίας από την αγγλική και ολλανδική υψηλή κοινωνία. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ δεν φάνηκε να αρκείται στην επιτυχημένη, για τη Γαλλία, έκβαση του προβλήματος της ισπανικής διαδοχής, και προχώρησε σε προκλητικές κινήσεις. Αναγνώρισε στον Φίλιππο Ε΄ το δικαίωμα στο στέμμα της Γαλλίας, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει για δύο ξεχωριστά στέμματα με την αποδοχή της διαθήκης του Καρόλου Β΄, κατέλαβε τις ισπανικές Κάτω Χώρες (το σημερινό Βέλγιο) και απομόνωσε την Αγγλία και την Ολλανδία από το ισπανικό εμπόριο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1701, η Αγγλία, η Αυστρία και οι Ηνωμένες Επαρχίες υπέγραψαν νέα συνθήκη στη Χάγη, με την οποία προχωρούσαν σε σύσταση συμμαχίας και συμφωνούσαν να αποδώσουν στην Αυστρία τις ισπανικές κτήσεις στην Ιταλία. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αφού αρνήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, ανταπάντησε αναγνωρίζοντας τον διεκδικητή του αγγλικού θρόνου και αντίπαλο του τότε Άγγλου μονάρχη Γουλιέλμου Γ΄, Ιάκωβο Στιούαρτ, ως νόμιμου μονάρχη της Αγγλίας. Ο πόλεμος ήταν πλέον προ των πυλών.

Η έναρξη των εχθροπραξιών (1701–1702)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την άνοιξη του 1701 ήδη 30.000 Αυστριακοί είχαν συγκεντρωθεί στο Τιρόλο υπό την καθοδήγηση του Πρίγκηπα Ευγένιου της Σαβοΐας. Στις 9 Ιουλίου 1701, και χωρίς να έχει κηρυχθεί πόλεμος από καμία πλευρά, οι Αυστριακοί εισέβαλαν στο Δουκάτο του Μιλάνου και νικούν τους Γάλλους υπό τον Νικολά Κατινά στη Μάχη του Κάρπι, κοντά στη Μοντένα. Την 1η Σεπτεμβρίου απέκρουσαν την αντεπίθεση του Δούκα του Βιλερουά, γεγονός που οδήγησε στον αποκλεισμό της Μάντοβα και στην κατάληψη της Μοντένα από τους Αυστριακούς. Οι Γάλλοι οχυρώθηκαν στην Κρεμόνα, όπου θα περίμεναν την επανέναρξη των εχθροπραξιών με το τέλος του χειμώνα. Αυτό δεν εμπόδισε τον Ευγένιο της Σαβοΐας να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου 1702. Στη διάρκεια της μάχης, οι Αυστριακοί κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Δούκα του Βιλερουά, αναγκάστηκαν όμως να οπισθοχωρήσουν λόγω σημαντικών απωλειών. Έτσι, οι Αυτριακοί συνέχισαν την πολιορκία της Μάντοβα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1702, ενώ στις 13 Μαΐου οι σύμμαχοι κήρυξαν και επίσημα τον πόλεμο στη Γαλλία και την Ισπανία. Στις γαλλικές δυνάμεις της Ιταλίας, τον αιχμαλωτισμένο Δούκα του Βιλερουά αντικατέστησε ο Δούκας του Βαντόμ, ο οποίος αναμετρήθηκε με τον Ευγένιο της Σαβοΐας στη Μάχη του Λουτσάρα, στις 15 Αυγούστου. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν να καθηλωθούν οι δύο στρατοί μέχρι τις 4 Νοεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία οι Γάλλοι άφησαν το στρατόπεδο εξαιτίας του επερχόμενου χειμώνα.

Στον Ρήνο, η εξέλιξη του πολέμου σημαδεύτηκε από τη συστράτευση του Μαξιμιλιανού Εμμανουήλ, πρίγκιπα και εκλέκτορα της Βαυαρίας, στο πλευρό των Γάλλων, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1702. Οι Γάλλοι, για να αποκτήσουν πρόσβαση στη Βαυαρία και να ενωθούν με τον βαυαρικό στρατό, έπρεπε να διασχίσουν τον Ρήνο. Στη απέναντι όχθη, οι Γάλλοι υπό τον Δούκα του Βιλάρ ήρθαν αντιμέτωποι με τον στρατό του Λουδοβίκου-Γουλιέλμου της Βάδης στη μάχη του Φρίντλινγκεν, που έλαβε χώρα στις 14 Οκτωβρίου. Η έκβαση της μάχης ήταν μία αμφισβητήσιμη νίκη υπέρ των Γάλλων, αφού κατάφεραν μεν να απωθήσουν τον αυτοκρατορικό στρατό, αλλά υπέστησαν σημαντικές απώλειες και δεν κατάφεραν να συναντηθούν με τις βαυαρικές δυνάμεις.

Στο ολλανδο-γερμανικό μέτωπο, οι αγγλο-ολλανδικές δυνάμεις, υπό την καθοδήγηση του ανερχόμενου Άγγλου στρατηγού Δούκα του Μάρλμπορο, κατάφεραν να προκαλέσουν την οπισθοχώρηση των Γάλλων. Αποτέλεσμα της προέλασης του συμμαχικού στρατού ήταν η κατάληψη της Λιέγης τον Οκτώβριο του 1702.

Ο πόλεμος είχε ήδη επεκταθεί και στις θάλασσες. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο αγγλο-ολλανδικός στόλος, με επικεφαλής τον άγγλο ναύαρχο Τζωρτζ Ρουκ, έβαλε πλώρη προς το ισπανικό λιμάνι του Κάντιθ, το οποίο βρισκόταν σε στρατηγική θέση κοντά στα στενά του Γιβραλτάρ, με στόχο την κατάληψή του. Η πόλη πολιορκήθηκε από τις 23 Αυγούστου και για ένα μήνα περίπου. Κρίνοντας ότι η κατάληψη του Κάντιθ δεν ήταν εφικτή, ο στόλος απέπλευσε στις 29 Σεπτεμβρίου, λύνοντας την πολιορκία. Επιστρέφοντας από το Κάντιθ, ο Ρουκ ενημερώθηκε ότι από τις 23 Σεπτεμβρίου, στον κόλπο του Βίγκο, στη Γαλικία, βρισκόταν ο ισπανικός στόλος, που μετέφερε θησαυρούς από τη Νότια Αμερική. Για να εξιλεωθεί για την αποτυχία του Κάντιθ, ο Ρουκ αποφάσισε να επιτεθεί, με σκοπό την αρπαγή των ισπανικών θησαυρών. Έτσι στις 23 Οκτωβρίου, στη ναυμαχία που έλαβε χώρα στον κόλπο του Βίγκο, ο αγγλο-ολλανδικός στόλος κατάφερε να συντρίψει τον γαλλο-ισπανικό και να κλέψει μεγάλο μέρος του φορτίου.

Η κλιμάκωση του πολέμου (1703)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 1702, ο πόλεμος είχε ήδη επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης και πολλά από τα έως τότε ουδέτερα βασίλεια έπαιρναν το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς. Έτσι, στις αρχές του 1703, η Βαυαρία συνυπέγραψε νέα συνθήκη συμμαχίας με τη Γαλλία, στην οποία οι δύο πλευρές συμφωνούσαν στο διαμελισμό των ισπανικών Κάτω-Χωρών. Τον Μάιο του ίδιου έτους η Πορτογαλία, προσχώρησε στην πλευρά των συμμάχων έναντι χρηματικού ποσού και εδαφικών ανταλλαγμάτων. Την ίδια εποχή, στην Ουγγαρία, που βρισκόταν υπό Αυστριακή κατοχή, ξεσπά εξέγερση υποβοηθούμενη από τους Γάλλους, με ηγέτη τον Φέρεντς Ρακότσι. Τέλος, στις 8 Νοεμβρίου, το Δουκάτο της Σαβοΐας τάσσεται με το μέρος των συμμάχων για να αποφύγει την προδιαγραφόμενη προσάρτηση από τη Γαλλία.

Στα πεδία της μάχης, ο πόλεμος συνεχίστηκε στο βόρειο μέτωπο με την κατάληψη της Βόννης από τον αγγλο-ολλανδικό στρατό, στις 15 Μαΐου 1703. Ο επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη της Αμβέρσας, αλλά ο αντιπερισπασμός που επιχείρησε ο Δούκας του Μάρλμπορο, διασπάζοντας την αγγλο-ολλανδική στρατιά σε 4 κατευθύνσεις, δεν ξεγέλασε τους Γάλλους. Οι Γάλλοι, με επικεφαλής τον Δούκα του Μπουφλέ, περικύκλωσαν στο Έκερεν το τμήμα του ολλανδικού στρατού που κατευθυνόταν προς την Αμβέρσα και σημείωσαν μια σημαντική νίκη που κατάφερε σημαντικό πλήγμα στις προσπάθειες των συμμάχων στο βόρειο μέτωπο.

Στο νοτιογερμανικό μέτωπο, οι γαλλικές δυνάμεις κατάφεραν τελικά να ενωθούν με τις βαυαρικές στις 12 Μαΐου 1703. Οι αρχηγοί των δύο στρατών δεν μπορούσαν όμως να συμφωνήσουν για το επόμενο βήμα της εκστρατείας τους, καθώς ο Δούκας του Βιλλάρ ήθελε να κατευθυνθούν ανατολικά προς τη Βιέννη, ενώ ο Μαξιμιλιανός πίστευε ότι θα έπρεπε να κινηθούν προς την Ιταλία για να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο με τις εκεί γαλλικές δυνάμεις. Έτσι, ο Μαξιμιλιανός άφησε τον Βιλλάρ στη Βαυαρία και κινήθηκε νότια με 16000 Βαυαρούς στρατιώτες. Αρχικά η εκστρατεία του εξελίχθηκε ομαλά, αφού κατέλαβε το Ίνσμπρουκ στις 25 Ιουνίου. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού όμως, είχε υποστεί τεράστιες απώλειες από την εξέγερση των ντόπιων χωρικών του Τιρόλου και έτσι τον Αύγουστο αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στη Βαυαρία. Στην πλευρά των Αυστριακών, ο Λουδοβίκος της Βάδης κατέλαβε στις 5 Σεπτεμβρίου το Άουγκσμπουργκ, αφήνοντας όμως εκτεθειμένο το τμήμα του αυστριακού στρατού στο Χόκσταντ. Ο Δούκας του Βιλάρ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και στις 20 Σεπτεμβρίου, στη μάχη του Χόκσταντ, περίπου πέντε χιλιάδες αυστριακοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Με τη νίκη αυτή, και αφού ανακατέλαβαν το Άουγκσμπουργκ, οι επικεφαλής του γαλλο-βαυαρικού στρατού άρχισαν να σχεδιάζουν την εκστρατεία προς τη Βιέννη. Οι συνεχείς διαξιφισμοί όμως, ανάμεσα στον Δούκα του Βιλλάρ και στον Μαξιμιλιανό, οδήγησαν στην αντικατάσταση του πρώτου από τον Δούκα του Μαρσέν.

Η κρίσιμη καμπή - Μάχη του Μπλένχαϊμ (1704)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σύμμαχοι, για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο κατάληψης της Βιέννης, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν τα στρατεύματα τους στο νοτιογερμανικό μέτωπο, έχοντας ως επιπλέον σκοπό την εξουδετέρωση της Βαυαρίας. Έτσι, ο Δούκας του Μάρλμπορο, η στρατιά του οποίου βρισκόταν στο ολλανδικό μέτωπο, και παρά την αντίθεση των Ολλανδών που επιθυμούσαν την παραμονή του, ξεκίνησε την πορεία του νοτιοανατολικά, κατά μήκος του Ρήνου, ενώ ταυτόχρονα, η γαλλική στρατιά υπό τον Δούκα του Βιλλερουά, τον ακολουθούσε παράλληλα από απόσταση, φοβούμενη μια συμμαχική επίθεση στη γαλλική περιοχή του Μοζέλλα. Στις 7 Ιουνίου 1704, ο Δούκας του Μάρλμπορο, διέσχισε τον ποταμό Μάιν, καθιστώντας σαφές ότι κατευθύνεται προς τη Βαυαρία, και στις 22 Ιουνίου, η στρατιά του συνενώθηκε με αυτή του Λουδοβίκου της Βάδης. Οι Γάλλοι έπρεπε οπωσδήποτε να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στη Βαυαρία και έτσι οι διαταγές που ήρθαν από τις Βερσαλλίες, στις 27 Ιουνίου, όριζαν ότι η Γαλλική στρατιά, με επικεφαλής τον Δούκα του Ταλλάρ και δύναμη 35 χιλιάδων ανδρών, θα άφηνε την Αλσατία για να κατευθυνθεί και αυτή προς τη Βαυαρία.

Ύστερα από πολλούς ελιγμούς, οι δύο αντίπαλες στρατιές που αριθμούσαν περίπου 50 χιλιάδες άνδρες ο καθένας, συναντήθηκαν τελικά στις 13 Αυγούστου 1704, στις όχθες του Δούναβη και πιο συγκεκριμένα κοντά στο βαυαρικό χωριό Μπλένχαϊμ. Η μάχη ξεκίνησε στις 8 το πρωί και διήρκεσε όλη την ημέρα. Η έκβαση της μάχης ήταν μια συντριπτική ήττα για τους γαλλο-βαυαρούς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποτροπή οποιασδήποτε απειλής για τη Βιέννη. Συγχρόνως, η νίκη των συμμάχων σηματοδότησε το τέλος της συμμετοχής της Βαυαρίας στον πόλεμο και την απώλεια κάθε ελπίδας των Γάλλων για έναν γρήγορο και νικηφόρο τερματισμό του πολέμου. Οι Γάλλοι υπέστησαν βαριές απώλειες καθώς 30 χιλιάδες στρατιώτες ήταν νεκροί, τραυματισμένοι ή αγνοούμενοι. Επιπλέον, ο Γάλλος στρατάρχης, Δούκας του Ταλλάρ, συνελήφθη από τους Άγγλους και οδηγήθηκε κρατούμενος στην Αγγλία. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός στους συμμάχους για μία ενδεχόμενη εισβολή στη Γαλλία.

Σαν να μην έφτανε αυτό, στις 4 Αυγούστου ο αγγλο-ολλανδικός στόλος, με επικεφαλής τον Άγγλο ναύαρχο Τζωρτζ Ρουκ, κατέλαβε το Γιβραλτάρ. Σε αντίδραση, ο Γαλλικός στόλος απέπλευσε από την Τουλόν και κατευθύνθηκε προς τα στενά. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στις 24 Αυγούστου στα ανοικτά της Μάλαγας και από τη ναυμαχία που ακολούθησε δεν προέκυψε νικητής, ενώ οι απώλειες και στις δύο πλευρές ήταν σημαντικές. Οι Γάλλοι υποστήριξαν ότι είχαν κερδίσει τη ναυμαχία και απέσυραν το στόλο τους πίσω στην Τουλόν απ'όπου δεν απέπλευσαν ξανά μέχρι το τέλος του πολέμου εξαιτίας της συμμαχικής υπεροχής στη Μεσόγειο.

Συμμαχική αντεπίθεση (1705–1706)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή του Μπλένχαϊμ, ο στόχος της Γαλλίας ήταν να ανασυγκροτήσει τα στρατεύματά της, καθώς οι σύμμαχοι απειλούσαν να εισβάλλουν στη Γαλλία. Αν και ο δούκας του Μάρλμπορο (που είχε επιστρέψει στο ολλανδικό μέτωπο) κατάφερε να διαπεράσει, τον Ιούλιο του 1705, τις γαλλικές γραμμές άμυνας στο Μπράμπαντ, οι οποίες αποτελούνταν από πολυάριθμα κάστρα και φρούρια, δεν ευτύχησε να ολοκληρώσει την εισβολή στη Γαλλία, καθώς προβλήματα στην ολλανδική ηγεσία της στρατιάς ματαίωσαν την απευθείας σύγκρουση με τους Γάλλους. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ευγένιος της Σαβοΐας δεν μπόρεσε να αποκρούσει αρχικά την επίθεση των Γάλλων υπό τον δούκα του Βεντόμ, οι οποίοι κατέλαβαν σχεδόν όλη τη Σαβοϊα και αρκετό μέρος από το Πιεμόντε εκμεταλλευόμενοι την ενασχόληση των Αυστριακών με την Ούγγρους στασιαστές. Έτσι η Νίκαια καταλήφθηκε από τους Γάλλους στις 4 Ιανουαρίου 1706.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]