Πολιορκία της Άκρας (1291)
Η πολιορκία της Άκρας (που ονομάζεται επίσης πτώση της Άκρας) πραγματοποιήθηκε το 1291 και είχε ως αποτέλεσμα οι Σταυροφόροι να χάσουν τον έλεγχο της Άκρας από τους Μαμελούκους. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μάχες της περιόδου. Παρόλο που το σταυροφορικό κίνημα συνεχίστηκε για πολλούς ακόμη αιώνες, η κατάληψη της πόλης σηματοδότησε το τέλος περαιτέρω Sταυροφοριών στο Λεβάντε. Όταν η Άκρα έπεσε, οι σταυροφόροι έχασαν το τελευταίο μεγάλο προπύργιο του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Διατηρούσαν ακόμη ένα φρούριο στη βόρεια πόλη Tορτόσα (σήμερα στη βορειοδυτική Συρία), συμμετείχαν σε μερικές παράκτιες επιδρομές και επιχείρησαν μία εισβολή από το μικροσκοπικό νησί Ρουάντ, αλλά όταν το έχασαν και αυτό το 1302 στην πολιορκία του Ρουάντ, οι σταυροφόροι δεν έλεγχαν πλέον κανένα μέρος των Αγίων Τόπων. [1]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1187 ο Σαλαντίν κατέκτησε μεγάλο μέρος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ (που ονομάζεται επίσης Λατινικό Βασίλειο), συμπεριλαμβανομένου της Άκρας και της Ιερουσαλήμ, αφού κέρδισε τη μάχη του Χαττίν και προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Σταυροφόρους. Η Γ΄ Σταυροφορία ξεκίνησε ως απάντηση: οι σταυροφόροι πολιόρκησαν την Άκρα και τελικά την ανακατέλαβαν το 1191. Η Άκρα έγινε τώρα η πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Τα θρησκευτικά τάγματα έλαβαν τις έδρες τους μέσα και γύρω από την πόλη, και από εκεί πήραν κρίσιμες στρατιωτικές και διπλωματικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, όταν οι Μογγόλοι έφτασαν από την Ανατολή στα μέσα του 13ου αι., οι Χριστιανοί τους είδαν ως πιθανούς συμμάχους, διατηρώντας παράλληλα μία προσεκτική ουδετερότητα με τους μουσουλμάνους Μαμελούκους. Το 1260 οι βαρόνοι της Άκρας παραχώρησαν στους Μαμελούκους ασφαλή διέλευση μέσω του Λατινικού Βασιλείου καθ' οδόν για να πολεμήσουν τους Μογγόλους. Οι Μαμελούκοι κέρδισαν στη συνέχεια την κεντρική μάχη του Άιν Ζαλούτ στη Γαλιλαία εναντίον των Μογγόλων. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα άτυπων εγκάρδιων σχέσεων μεταξύ των Χριστιανών και των Μαμελούκων.
Το 1250 το σουλτανάτο των Μαμελούκων εγκαθιδρύθηκε στην Αίγυπτο. Αυτό ήταν πιο επικίνδυνος εχθρός από τους Αγιουβίδες. Οι Μαμελούκοι είχαν βαρύ ιππικό -ένα αντίστοιχο για τους ιππότες των Σταυροφόρων- και ήταν πολύ πιο εχθρικοί. Ήδη από το 1261, μετά τη μάχη του Άιν Ζαλούτ, ο σουλτάνος Μπαϊμπάρς ηγήθηκε των Μαμελούκων εναντίον των Σταυροφόρων. Ο Μπαϊμπάρς κατέλαβε την Καισάρεια, τη Χάιφα και το Αρσούφ το 1265, όλες τις σημαντικές κτήσεις των Σταυροφόρων στη Γαλιλαία το επόμενο έτος και στη συνέχεια την Αντιόχεια το 1268.
Η Ευρώπη ξεκίνησε μία σειρά από μικρές σταυροφορικές εκστρατείες για την ενίσχυση των Λατινικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχημένης Η΄ Σταυροφορίας του Λουδοβίκου Θ΄ της Γαλλίας στην Τύνιδα το 1270, και της μικρής Θ΄ Σταυροφορίας του πρίγκιπα Εδουάρδου (αργότερα βασιλιά Εδουάρδου Α΄) της Αγγλίας το 1271–1272. Οι αποστολές απέτυχαν να παρέχουν την απαιτούμενη ανακούφιση. Ήταν πολύ μικρές σε αριθμό ανδρών, πολύ βραχύβιες και τα ενδιαφέροντα των συμμετεχόντων ήταν πολύ διαφορετικά.
Πιο σοβαρά, δεν προέκυψε καμία σημαντική ενισχυτική Σταυροφορία. Ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει υποστήριξη για μία άλλη μεγάλη Σταυροφορία. Οι παπικοί σύμβουλοι κατηγόρησαν για την έλλειψη ενθουσιασμού την οκνηρία και τη φαυλότητα των ευρωπαίων ευγενών και τη διαφθορά των κληρικών. Ένας πιο θεμελιώδης λόγος φαίνεται να ήταν ο ευτελισμός του ιδεώδους των Σταυροφοριών. Οι προκάτοχοι του Γρηγορίου Ι΄ είχαν χρησιμοποιήσει τις Σταυροφορίες για να εγείρουν στρατούς εναντίον των Ευρωπαίων εχθρών του παπισμού.
Τα σταυροφορικά κράτη συνέχισαν να μειώνονται από συνεχείς επιθέσεις και πολιτική αστάθεια. Το 1276 ο αντιδημοφιλής «βασιλιάς της Ιερουσαλήμ» Ούγος Γ΄ μετέφερε την Αυλή του στην Κύπρο. Υπό τον σουλτάνο Aλ-Μανσούρ Καλαβούν, οι Μαμελούκοι κατέλαβαν τη Λαττάκεια το 1278 και κατέκτησαν την κομητεία της Τρίπολης το 1289. Ο Καλαβούν έκλεισε δεκαετή εκεχειρία με το βασίλειο της Ιερουσαλήμ το 1284.
Μετά την πτώση της Τρίπολης, ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄, γιος του Ούγου Γ΄, έστειλε τον γηραιό Ιωάννη του Γκραγύ να προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους μονάρχες για την κρίσιμη κατάσταση στον Λεβάντε. [2] Ο πάπας Νικόλαος Δ΄ υποστήριξε τον Ιωάννη γράφοντας επιστολές, προτρέποντας τους Ευρωπαίους ισχυρούς να δράσουν. Ωστόσο το ζήτημα των Σικελικών Εσπερινών επισκίασε τις εκκλήσεις για νέα Σταυροφορία και ο Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας απασχολείτο πολύ από τα προβλήματα στη χώρα του.
Οι για δεκαετίες επικοινωνία μεταξύ των Ευρωπαίων και των Μογγόλων δεν κατάφερε να εξασφαλίσει μία ουσιαστική Γαλλο-Μογγολική συμμαχία.
Πρόφαση για επίθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μία αραβική αναφορά ισχυρίζεται ότι μία σχέση μεταξύ μίας πλούσιας νέας συζύγου, κατοίκου της πόλης και ενός μουσουλμάνου ανακαλύφθηκε από τον σύζυγό της, ο οποίος: "αφού μάζεψε μερικούς φίλους του, βγήκε από την Πτολεμαΐδα [...] και τους πυροβόλησε και τους δύο (τη σύζυγο και τον εραστή της) χάρη της τραυματισμένης τιμής του. Κάποιοι Μουσουλμάνοι πλησίασαν στο σημείο, ήρθαν Χριστιανοί σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό, ο καβγάς άναψε και γενικεύτηκε· κάθε Μουσουλμάνος σφαγιαζόταν". Η Ιστορία των Σταυροφοριών, τόμ. 3, σελ. 73, Μισώ και Ρόμπσον (Michaud and Robson) [6]
Οι Σταυροφόροι φοβήθηκαν ότι η Καλαβούν θα το χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα, για να ξαναρχίσει τον πόλεμο και ζήτησαν από τον ποντίφικα ενισχύσεις. Σύμφωνα με τον Μισώ εστάλησαν 25 βενετσιάνικες γαλέρες, που μετέφεραν 1600 άνδρες «οι οποίες συγκεντρώθηκαν βιαστικά στην Ιταλία». Άλλες πηγές υποστηρίζουν 20 γαλέρες αγροτών και ανέργων από την Τοσκάνη και τη Λομβαρδία, με επικεφαλής τον Νικόλα Τιέπολο, γιο του δόγη Λορέντζο Τιεπόλο, ο οποίος βοηθήθηκε από τους επιστρέφοντες Ζαν ντε Γκραγύ και Ρου ντε Συλύ. Σε αυτές προστέθηκαν 5 γαλέρες από τον βασιλιά Ιάκωβο Β΄ της Αραγωνίας που ήθελε να βοηθήσει, παρά τη σύγκρουσή του με τον πάπα και τη Βενετία. [3]
Οι ιταλικές ενισχύσεις ήταν άθλιες και χωρίς κανονική αμοιβή: λεηλατούσαν αδιακρίτως τόσο μουσουλμάνους όσο και χριστιανούς πριν ξεκινήσουν από την Άκρα. Σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, επιτέθηκαν και σκότωσαν μερικούς μουσουλμάνους εμπόρους γύρω από την Άκρα τον Αύγουστο του 1290, [2] αν και σε αναφορά του Mισώ περιγράφεται ότι λεηλάτησαν και σφαγίασαν πόλεις και χωριά. Ο Καλαβούν ζήτησε την παράδοση των Χριστιανών δραστών. Κατόπιν πρότασης του Γκυγιώμ ντε Μπωζέ, του μεγάλου Μαγίστρου των Ναϊτών Ιπποτών, το Συμβούλιο της Άκρας συζήτησε το θέμα. Το αίτημα του σουλτάνου απορρίφθηκε, με τους σταυροφόρους να ισχυρίζονται ότι οι δολοφονημένοι μουσουλμάνοι ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατό τους. [4]
Πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το προοίμιο της μάχης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο σουλτάνος Καλαβούν διέλυσε την εκεχειρία με την Άκρα και οι Μαμελούκοι άρχισαν να κινητοποιούνται τον Οκτώβριο του 1290. Ο Καλαβούν απεβίωσε τον Δεκέμβριο και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Aλ-Ασράφ Χαλίλ [5] (μερικές φορές γράφεται Καλίλ) Ο Γκυγιώμ ντε Μπωζέ έλαβε ένα μήνυμα από τον Χαλίλ, το οποίο δήλωνε την πρόθεση του τελευταίου να επιτεθεί στην Άκρα και αρνιόταν τις ειρηνευτικές προτάσεις. [6] Παρ' όλα αυτά, οι σταυροφόροι έστειλαν μία ειρηνευτική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον σερ Φιλίπ Mαινεμπέφ, [7] [8] στο Κάιρο. Η αντιπροσωπεία φυλακίστηκε. ] [9] [7] Ο Χαλίλ ξεκίνησε από το Κάιρο τον Μάρτιο του 1291. [5]
Ο συγκεντρωμένος στρατός των Μαμελούκων ξεπερνούσε κατά πολύ τους Σταυροφόρους. Ο Χαλίλ κάλεσε τη Συρία να ενισχύσει τον αιγυπτιακό στρατό του. Του έστειλαν τμήματα στρατού από τη Δαμασκό (με επικεφαλής τον Λαζαίν), τη Χάμα (με επικεφαλής τον αλ-Μουζαφάρ Τακαΐ αντ-Ντιν), την Τρίπολη (με επικεφαλής τον Μπιλμπάν) και το Αλ-Καράκ (με επικεφαλής τον Μπαϊμπάρς αλ-Ντεβαντάρ) [10] [11]. Ένα σημαντικό μέρος των στρατευμάτων ήταν εθελοντές. [12] Ο στρατός περιελάμβανε ένα σημαντικό τμήμα πυροβολικού, που προερχόταν από φρούρια από όλη την αυτοκρατορία των Μαμελούκων. Η Χάμα έστειλε τον τεράστιο καταπέλτη "Νικηφόρο" [5] ( المنصورى , Al-Mansuri). [13] Ένας άλλος μεγάλος καταπέλτης ήταν ο "Λυσσαλέος" ( الغاضبة , Al-Ghadibah). Υπήρχαν επίσης ελαφρύτερα μανγκονέλ, που ονομάζονταν "Μαύροι Ταύροι" ( الثيران السوداء , Al-Thiran Al-Sawda'a). [14]
Αξιοσημείωτοι ιστορικοί στις τάξεις των Μαμελούκων αναφέρουν ότι συμμετείχαν οι Μπαϊμπάρς αλ-Ντεβαντάρ, [15] και Αμπού αλ-Φίντα στο τμήμα από τη Χαμάν. [16]
Οι εκκλήσεις των Σταυροφόρων για βοήθεια είχαν μικρή επιτυχία. Η Αγγλία έστειλε μερικούς ιππότες, συμπεριλαμβανομένου του Όθωνα ντε Γκραντσόν από τη Σαβοΐα. Οι μόνες αξιόλογες ενισχύσεις προήλθαν από τον Ερρίκο Β΄ της Κύπρου, ο οποίος οχύρωσε τα τείχη και έστειλε στρατεύματα με επικεφαλής τον αδελφό του Αμαλρίκ. Ο Μπούρσαρ φον Σβάντεν παραιτήθηκε ξαφνικά από μέγας Διδάσκαλος του Τευτονικού Τάγματος και έφυγε από την Άκρα για την Ευρώπη. Τον διαδέχθηκε ο Kόνραντ φον Φόιχτβανγκεν. Το μόνο σημαντικό τμήμα που αποχώρησε ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι συνήψαν ξεχωριστή συνθήκη με τον Χαλίλ. Πολλές γυναίκες και παιδιά μεταφέρθηκαν από την Άκρα στην Κύπρο τον Μάρτιο. [5]
Η Άκρα ήταν οχυρωμένη από έναν εσωτερικό και εξωτερικό τοίχο, με συνολικά δώδεκα πύργους, που είχαν κτιστεί από Ευρωπαίους βασιλείς και πλούσιους προσκυνητές. [17] [18] [19]
Αρχίζει η πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο σουλτάνος Χαλίλ και ο αιγυπτιακός στρατός έφτασαν στην Άκρα στις 6 Απριλίου 1291, [5] με τα συριακά στρατεύματα να φτάνουν δύο ημέρες αργότερα με πολιορκητικές μηχανές. Το στρατόπεδο των Μαμελούκων εκτεινόταν από τη μία ακτή στην άλλη, περίπου δύο χιλιόμετρα από τα τείχη της πόλης. Το κόκκινο dihliz -η προσωπική σκηνή και η έδρα του Σουλτάνου- ήταν σε έναν μικρό λόφο δυτικά του πύργου του Απεσταλμένου (Legate). Υπήρξαν λίγες μάχες τις πρώτες οκτώ ημέρες, καθώς οι πολιορκητές εγκαθιστούσαν το στρατόπεδό τους. Από την 9η έως την 11η ημέρα οι Μαμελούκοι έσπρωξαν οδοφράγματα και πλεκτά από λυγαριά πλαίσια μέχρι να φτάσουν στην τάφρο πριν από τον εξωτερικό τοίχο. Οι καραμπόχας, πολιορκητικές μηχανές ταχείας πυρκαγιάς, βγήκαν έξω. Οι πολιορκητές άρχισαν να υπονομεύουν και να βομβαρδίζουν τα τείχη. Οι μόνες πύλες της Άκρας που παρέμειναν ανοιχτές -αλλά τις υπερασπίζοντο- ήταν τα παραπόρτια (θυρίδες).
Οι Σταυροφόροι εξαπέλυσαν πολλαπλές επιθέσεις στο στρατόπεδο των Μαμελούκων. Μία αμφίβια επίθεση των Χριστιανών σε αυτούς από τη Χαμάν -οι οποίοι ευρίσκοντο στο βορειότερο τμήμα της γραμμής δίπλα στη θάλασσα- ήταν επιτυχής, αν και οι Σταυροφόροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Σε μία άλλη επιδρομή 300 Ναΐτες με επικεφαλής τους Ζαν ντε Γκραγύ και Όθωνα ντε Γκράντσον βγήκαν κάτω υπό το φως του φεγγαριού, για να επιτεθούν στο πυροβολικό των Χαμάν με ελληνικό πυρ. Ενώ το πυροβολικό δεν καταστράφηκε, οι Ναΐτες συγκρούστηκαν με πάνω από 1000 Μαμελούκους και επέστρεψαν με τρόπαια και εφόδια. Ο Χαλίλ τιμώρησε μερικούς υφισταμένους, για την ταπείνωση που προκάλεσαν οι Ναΐτες. Σε γενικές γραμμές οι επιθέσεις των Σταυροφόρων απέτυχαν να διακόψουν τις προετοιμασίες των Μαμελούκων για άμεση επίθεση στα τείχη. [20]
Ο Ερρίκος Β΄ της Κύπρου έφτασε στις 4 Μαΐου με ενισχύσεις [20] [5] 700 στρατιωτών σε 40 πλοία. Η άφιξη του βασιλιά ανέβασε προσωρινά το ηθικό, αλλά μία επιθεώρηση της πόλης έπεισε τον Ερρίκο Β΄ να επιχειρήσει μία διευθέτηση με διαπραγμάτευση. Οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι με πληρωμή φόρου υποτέλειας θα μπορούσαν να έχουν ανακωχή. Στις 17 Μαΐου ο Γουλιέλμος ντε Βιλιέρ, ένας ιππότης και ο Γουλιέλμος ντε Καφράν, από την ακολουθία του Γκυγιώμ ντε Μπωζέ, στάλθηκαν να διαπραγματευτούν με τον σουλτάνο. Οι διαπραγματεύσεις ήταν ανεπιτυχείς. Οι σταυροφόροι αρνήθηκαν να παραδοθούν και κάλεσαν τον Χαλίλ να άρει την πολιορκία και να δεχτεί την ειρήνη για χάρη των πολιτών. Ο Χαλίλ παρέμεινε σταθερός να κατακτήσει την πόλη, ίσως ενθαρρυμένος από τη δημοτικότητα της υπόθεσης στα στρατεύματά του. Η προσφορά του να επιτρέψει στους υπερασπιστές να παραδοθούν και να φύγουν με τη ζωή και την περιουσία τους, απορρίφθηκε. Προς το τέλος της συνάντησης, μία πέτρα πυροβολικού σταυροφόρων προσγειώθηκε κοντά στο dihli. ο σουλτάνος εξοργίστηκε πολύ και, αφού οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν στην πόλη αβλαβείς, διέταξε πλήρη επίθεση την επόμενη ημέρα. [20]
Της επίθεσης των Μαμελούκων είχαν προηγηθεί εβδομάδες προετοιμασίας. Μέχρι τις 18 Μαΐου πολλοί πύργοι και τμήματα του τείχους κατέρρευσαν από υπονόμευση και τμήματα του φρουρίου συμπληρώθηκαν. Η κατάρρευση του πύργου του βασιλιά Ούγου ήταν ιδιαίτερα αποθαρρυντική μεταξύ των υπερασπιστών και η εκκένωση γυναικών και παιδιών επιταχύνθηκε. [20]
Η επίθεση στην πόλη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στρατός των Μαμελούκων συγκεντρώθηκε πριν ξημερώσει στις 18 Μαΐου [20] και επιτέθηκε σε όλο το μήκος του τείχους υπό τον ήχο των σαλπίγγων και των τυμπάνων, που είχαν μεταφερθεί με 300 καμήλες. [22] [23] Οι Μαμελούκοι ξεχύθηκαν μέσα από τα ρήγματα. Κατά τις 9 π.μ. το αποτέλεσμα φαινόταν πέρα από κάθε αμφιβολία. Οι Μαμελούκοι κατέλαβαν τον Αθεόφοβο (Accursed) Πύργο στον εσωτερικό τοίχο [24] και ανάγκασαν τους σταυροφόρους να υποχωρήσουν προς την Πύλη του Αγίου Αντωνίου. [25] Ο Γκυγιώμ ντε Μπωζέ τραυματίστηκε θανάσιμα υπερασπιζόμενος την Πύλη του Αγίου Αντωνίου. [27] [20] Στα τείχη του Μονμουσάρ (στην ακρόπολη) οι Λαζαριστές παρέμειναν, ενώ οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες [28] έκαναν μία αποτυχημένη προσπάθεια να ξαναπάρουν τον Αθεόφοβο Πύργο. [25] Η αναδιάταξη επέτρεψε στους Χαμάν να διαρρήξουν τα τείχη του Μονμουσάρ και να σκοτώσουν τους Λαζαριστές. Οι Μαμελούκοι κέρδιζαν περισσότερες διεισδύσεις, καθώς οι Σταυροφόροι εγκατέλειπαν τα τείχη. [28]
Οι Μαμελούκοι εισήλθαν στην πόλη, λεηλατώντας [28] και σφαγιάζοντας ό,τι συναντούσαν. [30] Η οργανωμένη αντίσταση των σταυροφόρων κατέρρευσε και η υποχώρηση στο λιμάνι και τα πλοία ήταν χαοτική. [28] Πλούσιοι πρόσφυγες προσέφεραν υπέρογκα ποσά για ασφαλή διαφυγή. [32] και ο Ζαν ντε Βιλιέρ μέγας Μάγιστρος των Ιωαννιτών Ιπποτών, ήταν μεταξύ αυτών που διέφυγαν. Η εκκένωση έγινε πιο δύσκολη λόγω του κακού καιρού.
Η Άκρα πέφτει
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τη νύχτα της 18ης Μαΐου, [33] η Άκρα ήταν στα χέρια των Mαμελούκων, εκτός από τον παραθαλάσσιο φρούριο των Ναϊτών στο δυτικό άκρο της πόλης. Το φρούριο περιείχε τέσσερις πύργους και στο εσωτερικό του υπήρχαν μερικοί των Ναϊτών, των Ιωαννιτών και των Τευτόνων Ιπποτών και χιλιάδες πολίτες. [34] [35] Το φρούριο κράτησε για άλλες δέκα ημέρες, κατά τις οποίες σκοτώθηκε ο Ματιέ ντε Κλερμόν, στρατάρχης των Ιωαννιτών. Στις 20 Μαΐου ο πύργος που κρατούσαν οι Ναΐτες με επικεφαλής τον Πιέρ ντε Σεβερύ, ζήτησε αμνηστία. [34] Ο σουλτάνος Χαλίλ συμφώνησε να επιτρέψει στους Ναΐτες να φύγουν χωρίς όπλα στην Κύπρο. Η συμφωνία κατέρρευσε, επειδή οι Μαμελούκοι -που επέβλεπαν την εκκένωση μέσα στο φρούριο- σκοτώθηκαν από τους Ναΐτες, όταν οι πρώτοι προσπάθησαν να υποδουλώσουν γυναίκες και παιδιά. Ο Ναΐτης Τιμπώ Γκοντέν και μερικοί άλλοι είχαν εγκαταλείψει το φρούριο μέσα στο σκοτάδι, παίρνοντας το θησαυροφυλάκιο των Ναϊτών μαζί τους στη Σιδώνα. [36] [35] Σύμφωνα με μία αφήγηση της εποχής, αφήγηση των Μαμελούκων, ο Χαλίλ έστειλε τον Εμίρ Κιτμπουγκά αλ-Μανσουρί για να προσφέρει αμνηστία στους σταυροφόρους. Οι Τεύτονες Ιππότες δέχθηκαν και παρέδωσαν τον πύργο τους, αφού τους επιτράπηκε να φύγουν με τις γυναίκες τους, αλλά ο αλ-Μανσουρί σκοτώθηκε από άλλους σταυροφόρους. [34] Στις 21 Μαΐου ο ντε Σεβερύ και μία μικρή αντιπροσωπεία εγκατέλειψαν το φρούριο, για να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις και εκτελέστηκαν, [35] πιθανώς ως αντίποινα για τον θάνατο τού αλ-Μανσουρί. [34] Άλλες προσφορές αμνηστίας απορρίφθηκαν από τους σταυροφόρους. Στις 28 Μαΐου ο τελευταίος πύργος παραδόθηκε. Τα υπονομευτικά ορύγματα των Μαμελούκων είχαν προετοιμαστεί για να καταστρέψουν τον πύργο, καθιστώντας άχρηστη την περαιτέρω αντίσταση. Πολλοί από τους άνδρες που παραδόθηκαν αποκεφαλίστηκαν, και οι γυναίκες και τα παιδιά υποδουλώθηκαν. Μετά την απόσπαση των αιχμαλώτων και της λείας, ο πύργος κατέρρευσε. Σύμφωνα με τις αναφορές των Μαμελούκων, λίγοι περίεργοι και λαφυραγωγούντες σκοτώθηκαν. [35] [38]
Η είδηση της νίκης των Μαμελούκων προκάλεσε πανηγυρισμούς στη Δαμασκό και το Κάιρο. Στη Δαμασκό ο Χαλίλ μπήκε στην πόλη με αλυσοδεμένους τους αιχμαλώτους σταυροφόρους και κρατώντας τα λάβαρα των σταυροφόρων αναποδογυρισμένα λόγω της ήττας. Ο σουλτάνος επέστρεψε στο Κάιρο με τη θύρα της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα της Άκρας, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή ενός τζαμιού [39] και απελευθέρωσε την αντιπροσωπεία του Φιλίπ Μαινεμπέφ. [40] Επιπλέον οι εορτασμοί περιγράφηκαν ως εξής: «Όλη η πόλη είχε διακοσμηθεί και είχαν στρωθεί υφάσματα από μετάξι κατά μήκος της θριαμβευτικής πορείας του σουλτάνου μέσα από την πόλη, που οδηγούσε στο παλάτι του κυβερνήτη. Τον σουλτάνο ακολουθούσαν 280 δέσμιοι κρατούμενοι. Ένας έφερε ένα αναποδογυρισμένο φράγκικο λάβαρο, ένας άλλος έφερε ένα λάβαρο και ένα δόρυ από το οποίο κρέμονταν τα μαλλιά των σκοτωμένων συντρόφων. Ο Αλ-Ασράφ χαιρετίστηκε από ολόκληρο τον πληθυσμό της Δαμασκού και τις γύρω περιοχές κατά τη διαδρομή του, από ουλαμάδες (νομικούς μελετητές), αξιωματούχους τζαμιών, σούφι σεΐχηδες, Χριστιανούς και Εβραίους. Όλοι κρατούσαν κεριά, παρόλο που η παρέλαση πραγματοποιήθηκε πριν από το μεσημέρι». [41]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πτώση της Άκρας σηματοδότησε το τέλος των Σταυροφοριών προς την Ιερουσαλήμ. Καμία αποτελεσματική Σταυροφορία δεν έγινε, για να ανακαταλάβει τους Αγίους Τόπους στη συνέχεια, αν και η συζήτηση για περαιτέρω Σταυροφορίες ήταν αρκετά συνηθισμένη. Μέχρι το 1291 άλλα ιδανικά είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των μοναρχών και των ευγενών της Ευρώπης και ακόμη και οι επίπονες προσπάθειες των παπών να αυξήσουν τις αποστολές για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, είχαν μικρή ανταπόκριση.
Το Λατινικό Βασίλειο συνέχισε να υπάρχει, θεωρητικά, στο νησί της Κύπρου. Εκεί οι Λατίνοι βασιλείς σχεδίαζαν να ανακαταλάβουν την ηπειρωτική χώρα, αλλά μάταια. Τα χρήματα, οι άνδρες και η θέληση να κάνουν το έργο έλειπαν. Μία τελευταία προσπάθεια έγινε από τον βασιλιά Πέτρο Α΄ το 1365, όταν αποβιβάστηκε με επιτυχία στην Αίγυπτο και λεηλάτησε την Αλεξάνδρεια. Μόλις όμως η πόλη καταλήφθηκε, οι σταυροφόροι επέστρεψαν στην Κύπρο. Ως Σταυροφορία, το επεισόδιο ήταν μάταιο και αυτή και άλλες παράκτιες επιδρομές τις επόμενες δεκαετίες οδήγησαν το 1410-11 σε μία καταστροφική αντεπίθεση των Μαμελούκων: το 1426 η Κύπρος αναγκάστηκε να γίνει υποτελής των Μαμελούκων με έναν βαρύ ετήσιο φόρο υποτέλειας.
Ο 14ος αι. οργάνωσε κάποιες άλλες Σταυροφορίες, αλλά αυτές οι επιχειρήσεις διέφεραν από πολλές απόψεις από τις αποστολές του 11ου και του 12ου αι., που ονομάζονταν σωστά Σταυροφορίες. Οι Σταυροφορίες του 14ου αιώνα δεν είχαν ως στόχο την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ και τα χριστιανικά ιερά των Αγίων Τόπων, αλλά μάλλον τον έλεγχο της επέκτασης των Οθωμανών Τούρκων στην Ευρώπη. Ενώ πολλοί σταυροφόροι σε αυτές τις επιχειρήσεις του 14ου αι. έβλεπαν την ήττα των Οθωμανών ως προκαταρκτική για την τελική ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, καμία από τις μεταγενέστερες Σταυροφορίες δεν επιχείρησε άμεση επίθεση στην Παλαιστίνη ή τη Συρία.
Στη μυθοπλασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολιορκία της Άκρας καλύπτεται από το ιστορικό μυθιστόρημα του Ρόμπυν Γιάνγκ Σταυροφορία, που δημοσιεύτηκε το 2007 και το Η Άκρα των Ναϊτών του Mάικλ Τζέρκς (2013).
Η πολιορκία εμφανίζεται στην αρχή του πρώτου επεισοδίου της σειράς Knightfall του History Channel.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αλ-Ασράφ Χαλίλ
- Ρικόλντο ντα Μόντε ντι Κρότσε
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Burgtorf, Jochen (2006). «Acre, Siege of (1291)». Στο: Alan V. Murray, επιμ. The Crusades: An Encyclopedia. 1. Santa Barbara: ABC-CLIO, σσ. 13–14. OCLC 70122512. https://books.google.com/books?id=6cSXSgAACAAJ.
- ↑ 2,0 2,1 Runciman (1951), p. 408
- ↑ Runciman (1951), p. 409
- ↑ Runciman (1951), pp. 410–411
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Claster (2009), p. 286
- ↑ "Because you have been a true man, so we send you advance notice of our intentions, and give you to understand that we are coming into your parts to right the wrongs that have been done.
- ↑ 7,0 7,1 The Templar of Tyre, Gestes des Chiprois, p. 104 / part 3
- ↑ Philip Mainebeuf, who spoke Arabic, was accompanied by a knight named Bartholomew Pisan and a scribe named George.
- ↑ Asili, p. 110
- ↑ There are no reliable figures for the Muslim army, according to some sources it consisted of 60 000 cavalry and 160 000 infantry.
- ↑ Michaud, ibid, pp. 75–76, gives account of 7 emirs leaving in Kalouan's (ie Sultan Qalawun) stead as he was ill; he reports that each emir had 4,000 horse and 20,000-foot at his command – giving about 160,000 men.
- ↑ Abu al-Fida, p. 278 / vol. 13.
- ↑ This may have been a reference to the Sultan, who was Khalil Al-Mansuri.
- ↑ Asili, p. 110; Templar of Tyre, p. 105
- ↑ Rukn ad-Din Baibars al-Dewadar was also a historian.
- ↑ Asli, p. 114
- ↑ Among these towers were the Tower of the Countess of Blois, the Accursed Tower, the Tower of the Legate, the Tower of the Patriarch, the Tower of St. Nicholas, the English Tower, the Germans Tower, the Tower of Henri II, the Tower of King Hugh and the Tower of St. Lazarus.
- ↑ The English tower was built by Henry I. Asili, p. 113
- ↑ The Tower of the Countess of Blois was built by the Countess of Blois.
- ↑ 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 Folda (2005), p. 486
- ↑ Daunou· Émeric-David (1842). Didot frères, Firmin, επιμ. Histoire littéraire de la France (στα Γαλλικά). 20. Paris: Imprimerie nationale. σελ. 83.
- ↑ Al-Maqrizi, p. 223 / vol. 2; Asili, p. 118
- ↑ Michaud, ibid, p. 78
- ↑ The Accursed Tower was placed between the Tower of King Henri II and the Tower of the Teutonic Knights.
- ↑ 25,0 25,1 Templar of Tyre, p. 113
- ↑ Folda (2005), p. 487
- ↑ He was buried in the Templar fortress before the fall of the city.[26]
- ↑ 28,0 28,1 28,2 28,3 Crowley, Roger (2019). The Accursed Tower: The Fall of Acre and the End of the Crusades. New York, NY: Hachette Book Group INC. σελ. 216.
- ↑ Ludolph of Suchem, pp. 268-272
- ↑ According to Ludolph of Suchem (which seems exaggerated): "In Acre and the other places nearly a hundred and six thousand men were slain or taken, and more than two hundred thousand escaped from thence. Of the Saracens more than three hundred thousand were slain, as is well known even to this day."[29]
- ↑ Asili, pp. 120-121
- ↑ Roger de Flor, a mercenary commander and Knight Templar, made his fortune by selling passage to fleeing nobles and blackmailing refugees.[31]
- ↑ Templar of Tyre, p. 104
- ↑ 34,0 34,1 34,2 34,3 Bird, Jessalynn, επιμ. (2013). Crusade and Christendom: Annotated Documents in Translation from Innocent III to the Fall of Acre, 1187–1291. The Middle Ages Series. University of Pennsylvania Press. σελίδες 489–491. ISBN 978-0-8122-4478-6.
- ↑ 35,0 35,1 35,2 35,3 Crowley, Roger (2019). The Accursed Tower: The Fall of Acre and the End of the Crusades. New York, NY: Hachette Book Group INC.
- ↑ Thibaud Gaudin was elected as Grand Master of the Knights Templar at Sidon.
- ↑ Ludolphi, Rectoris Ecclesiæ Parochialis in suchem, p. 46
- ↑ According to Ludolph of Suchem, the Templars deliberately caused the collapse by undermining the walls.[37]
- ↑ Asili, p. 123
- ↑ Ibn Taghri, p. 9 / vol. 8
- ↑ Nicolle, David (2005). Acre 1291: Bloody Sunset of the Crusade. Oxford, UK: Osprey Publishing. σελ. 87.
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βιβλιογραφία
- Asili, B. (1992). Al-Zahir Baibars and the End of the Old Crusades. Beirut: Dar Alnafaes.
- Claster, Jill N. (2009). Sacred Violence: The European Crusades to the Middle East, 1095–1396. University of Toronto Press. ISBN 9781442604308.
- Crowley, Roger (2019). The Accursed Tower: The Fall of Acre and the End of the Crusades. Basic Books. ISBN 978-1541697348.
- Folda, Jaroslav (2005). Crusader Art in the Holy Land, From the Third Crusade to the Fall of Acre. Cambridge University Press. ISBN 9780521835831.
- Hosler, John D. (2018). The Siege of Acre, 1189-1191: Saladin, Richard the Lionheart, and the Battle That Decided the Third Crusade. New Haven: Yale University Press. ISBN 978-0-300-21550-2.
- Nicolle, David (2005). Acre 1291: Bloody sunset of the Crusader states. Osprey Publishing.
- Runciman, Steven (1951). A History of the Crusades. Cambridge University Press.
- The 'Templar of Tyre': Part III of the 'Deeds of the Cypriots'. Translated by Crawford, Paul. Ashgate. 2003. ISBN 9781840146189.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Antonio Musarra, Acri 1291. La caduta degli stati crociati, Μπολόνια, il Mulino, 2017.
- Πολιορκία του στρέμματος 1291
- Η ιστορία των σταυροφοριών, τόμος 3, σελ. 70–89 (Βιβλία Google, πλήρης προβολή), του Joseph François Michaud, μτφρ. Γουίλιαμ Ρόμπσον . Σημειώστε ότι σε αυτόν τον λογαριασμό το Acre αναφέρεται ως " Ptolemaïs ", ο Sultan Qalawun ως "Kalouan" και ο Khalil ως "Chalil" και σε όλο το έργο οι μουσουλμάνοι αναφέρονται ως "Mussulmans". Πολλά σύγχρονα χειρόγραφα, όπως τα χρονικά του Feμπν Φεράτ, αναφέρονται και τα παραρτήματα δίνουν μερικές μεταφράσεις.
- Οι Σταυροφορίες του Έντουαρντ Γκίμπον (1963), σελ. 76–78, παρέχει μια χρήσιμη σύντομη περίληψη των γεγονότων της πολιορκίας, συμπεριλαμβανομένης μιας επισκόπησης της κατάστασης στην Ακρά εκείνη την εποχή.