Ο Γκιαούρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γκιαούρης
ΣυγγραφέαςΛόρδος Βύρων
ΤίτλοςThe Giaour
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1813[1]
Μορφήποίημα

Ο Γκιαούρης (αγγλικός τίτλος: The Giaour) με υπότιτλο Απόσπασμα τουρκικού διηγήματος (A Fragment of a Turkish Tale) είναι αφηγηματικό ποίημα του Λόρδου Μπάιρον που δημοσιεύτηκε το 1813 στο Λονδίνο. Ήταν η πρώτη στη σειρά από τις πέντε Ανατολίτικες ιστορίες του ποιητή και όταν δημοσιεύτηκε είχε μεγάλη επιτυχία, εδραιώνοντας τη φήμη του Μπάιρον. Η λέξη Γκιαούρης είναι περιφρονητικός όρος που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τους Χριστιανούς.[2]

Το ποίημα αφηγείται την τραγωδία ενός Βενετού, του Γκιαούρη, που ερωτεύτηκε μια σκλάβα από το χαρέμι ​​του πασά. Ανακαλύπτοντας την απιστία της, ο πασάς την εκτελεί. Ο Γκιαούρης αργότερα, για εκδίκηση, παρασύρει τον πασά σε ενέδρα, τον σκοτώνει και μετά αποσύρεται σε μοναστήρι, όπου τελικά πεθαίνει.[3]

Φιλελληνισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η υπόθεση αναφέρεται στην ιστορία των άτυχων εραστών, το ποίημα δείχνει έντονα το ενδιαφέρον του ποιητή για την υπόδουλη Ελλάδα. Αρχίζει με μια φλογερή επίκληση στην Ελλάδα, το άλλοτε λίκνο της ελευθερίας, και έναν θρήνο για την παλιά δόξα των Ελλήνων. Λίγα χρόνια πριν την έναρξη του αγώνα ενάντια στην τουρκική κατοχή, αναλογίζεται γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να επαναστατήσουν ενάντια στον Οθωμανό κατακτητή αλλά υποφέρουν ακόμη τη σκλαβιά. Το έργο συνέβαλε στην αύξηση του κύματος του φιλελληνισμού στην Ευρώπη.[4]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιαούρης, Άρι Σέφερ

Ο Μπάιρον εμπνεύστηκε το ποίημα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Περιοδείας του 1809-1811 που έκανε με τον φίλο του Τζον Χόμπχαουζ. Ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, πληροφορήθηκε το τουρκικό έθιμο να πνίγουν μια γυναίκα ένοχη για μοιχεία ρίχνοντάς την στη θάλασσα μέσα σε ένα σάκο.

Η παλαιότερη έκδοση του ποιήματος γράφτηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου 1812 και Μαρτίου 1813, μια έκδοση 700 στίχων δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1813. Αρκετές ακόμη εκδόσεις εμφανίστηκαν πριν από το τέλος του 1813, η καθεμία μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η τελευταία έκδοση έχει 1.300 στίχους, σχεδόν διπλάσιους από την πρώτη έκδοση.

Το ποίημα είχε απίστευτη επιτυχία με 14 νέες εκδόσεις μέχρι το τέλος του 1815. Αυτό οδήγησε τον Βύρωνα να γράψει περισσότερες «Ανατολίτικες ιστορίες» τα επόμενα χρόνια: Η νύφη της Αβύδου (1813), Ο Κουρσάρος (1814) που πούλησε 10.000 αντίτυπα την ημέρα της δημοσίευσης, Ο Λάρα (1814), Η πολιορκία της Κορίνθου (1816) και Παριζίνα (1816), έργα που ολοκλήρωσαν στην εικόνα του Βυρωνικού ήρωα.

Όταν ο Μπάιρον έγραψε το ποίημα ήταν ήδη διάσημος μετά τη δημοσίευση το 1812 των δύο πρώτων ασμάτων από Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ. Στο ποίημα επικρατεί η σοβαρή μελαγχολία, η σκληρή μισανθρωπία, το σκοτεινό και διάπυρο - μέχρι μανίας εξαγριούμενο - συναίσθημα, η σατανική αλαζονεία, η περιφρόνηση και ο κορεσμός της ζωής που κυριαρχούν και στα περισσότερα άλλα έργα του ποιητή. [5]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιαούρης κοιτάζει τον νεκρό πασά, Ντελακρουά (περ. 1829)

Ο Γκιαούρης - ένας νεαρός Βενετός - ερωτεύεται και δημιουργεί σχέσεις με την Κιρκάσια Λεϊλά, μια σκλάβα που αναγκάστηκε να παντρευτεί τον Τούρκο πασά Χασάν. Ο αφέντης και σύζυγός της την υποψιάζονταν για την απιστία της για πολύ καιρό, αλλά η γυναίκα κατάφερνε πάντα να διαλύει τους φόβους του με τη γοητεία της.

Όταν όμως το γεγονός της απιστίας αποδείχθηκε αδιαμφισβήτητα, ο Χασάν, σύμφωνα με το μουσουλμανικό έθιμο, διατάζει να πνιγεί στη θάλασσα η άπιστη σύζυγος. Ο Γκιαούρης, έχοντας μάθει τα σχέδια του πασά, προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του από το θάνατο, αλλά φθάνει πολύ αργά. Τρελός από τη θλίψη, θέλει να εκδικηθεί. Ο Χασάν, που υποφέρει επίσης από την απώλεια της Λεϊλά, αποφασίζει να παρηγορηθεί στην αγκαλιά μιας νέας γυναίκας. Ωστόσο, όταν ξεκινά με τη συνοδεία του ένα ταξίδι για να βρει τη νέα σύζυγο, κοντά στον Παρνασσό δέχεται επίθεση από τους άντρες του Γκιαούρη. Ακολουθεί αιματηρή συμπλοκή, με αποτέλεσμα ο Χασάν και οι άνδρες του να σκοτωθούν.

Αφού εκδικήθηκε, ο Γκιαούρης ξεκινάει να περιπλανιέται στον κόσμο και τελικά καταφεύγει σε ένα μοναστήρι (έφθασε από την Ανατολή με ένα τουρκικό πλοίο και πρόσφερε έναν μεγάλο θησαυρό), όπου περνά το υπόλοιπο της ζωής του βασανισμένος από τύψεις καθώς, άθελά του, προκάλεσε τον θάνατο της αγαπημένης του. Πριν πεθάνει, διηγείται σε έναν γέρο μοναχό την ιστορία του τραγικού έρωτα και της εκδίκησής του και δίνει στον μοναχό ένα δαχτυλίδι ζητώντας του να το παραδώσει σε έναν παλιό φίλο του, ο οποίος κάποτε είχε προβλέψει τη μοίρα του.[6]

Η αφήγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιαούρης, Τεοντόρ Ζερικώ

Το ποίημα αφηγούνται τέσσερις αφηγητές που παρουσιάζουν εκ περιτροπής διαφορετικές οπτικές γωνίες για την ιστορία που περιγράφεται. [7]

  • Ο πρώτος αφηγητής είναι η φωνή του συγγραφέα, παρουσιάζει την ιστορία και αναλογίζεται την Ελλάδα, η οποία παρά το μεγάλο παρελθόν της βρίσκεται ακόμη υποτελής των Τούρκων.
  • Ο δεύτερος αφηγητής είναι ο αρχηγός της συνοδείας του Χασάν, του οποίου η περιγραφή των γεγονότων δημιουργεί έντονη ανατολίτικη ατμόσφαιρα. Οι επιτιθέμενοι τον άφησαν ζωντανό για να ανακοινώσει την είδηση ​​του θανάτου του Χασάν στη μητέρα του. Πιστεύει ότι ως τιμωρία για το έγκλημά του, μετά τον θάνατό του, ο Γκιαούρης θα καταδικαστεί να γίνει βρυκόλακας και να σκοτώσει την οικογένειά του στραγγίζοντας το αίμα της γενιάς του, μια ευκαιρία για τον Μπάιρον να ασχοληθεί με το θέμα, μία από τις πρώτες αναφορές βρυκόλακα στην αγγλική λογοτεχνία κατά τη ρομαντική εποχή.[8]
  • Ο τρίτος αφηγητής είναι ένας Φραγκισκανός μοναχός που περιγράφει την παράξενη συμπεριφορά του Γκιαούρη στο μοναστήρι όπου κατέφυγε εδώ και έξι χρόνια. Κέρδισε την εύνοια του ηγουμένου με μια γενναιόδωρη δωρεά και έγινε δεκτός στη μοναστηριακή κοινότητα ως ισότιμο μέλος αλλά οι μοναχοί τον αποφεύγουν και δεν τον βλέπουν ποτέ να προσεύχεται.
  • Ο τελευταίος, τέταρτος αφηγητής στο τέλος του ποιήματος είναι ο ίδιος ο Γκιαούρης - πρόσωπο με ασαφή καταγωγή, ασαφές παρελθόν, παράξενη συμπεριφορά και ζοφερή εμφάνιση - ο οποίος ανακεφαλαιώνει τη ζωή του στο μοναστήρι σε μια εξομολόγηση σε έναν γέρο μοναχό. Είναι ένας χαοτικός μονόλογος ενός μοναχικού, ανήμπορου και άρρωστου ανθρώπου. Δεν μετανιώνει που σκότωσε τον Χασάν, αλλά που δεν μπόρεσε να σώσει τη Λεϊλά από τον θάνατο.
Η μάχη του Γκιαούρη και του πασά, Ντελακρουά (1835)

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το θέμα ενέπνευσε στον ρομαντικό ζωγράφο Τεοντόρ Ζερικώ το 1822-1823 τον πίνακα Ο Γκιαούρης, βρίσκεται στο Κέντρο Γκέτι στο Λος Άντζελες.
  • Λίγο αργότερα, ο Ευγένιος Ντελακρουά δημιούργησε τρεις πίνακες με το θέμα: Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν, η πρώτη έκδοση, που χρονολογείται από το 1826, φυλάσσεται στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, η δεύτερη, Ο Γκιαούρης κοιτάζει τον νεκρό πασά, δημιουργήθηκε γύρω στο 1829 και βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή και Η μάχη του Γκιαούρη και του πασά το 1835, σήμερα στο Πετί Παλαί στο Παρίσι.
  • Το 1832 ο Άρι Σέφερ δημιούργησε τον πίνακα Ο Γκιαούρης.
  • Το ποίημα άσκησε επιρροή στο πρώιμο έργο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ιδιαίτερα στο ποίημά του Ταμερλάνος (1827) και είναι επίσης ενδιαφέρον για τη χρήση του θέματος του βαμπιρισμού.
  • Η κινηματογραφική ταινία Ο Γκιαούρης (2018) σε σκηνοθεσία της Ρίκα Οχάρα είναι εμπνευσμένη από το ποίημα. [9] [10]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Γκιαούρ, τεμάχιον τουρκικού διηγήματος κατά το Αγγλικόν του Βύρωνος, υπό Αικατερίνης Κ. Δοσίου, 1857.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]