Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η νύφη της Αβύδου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η νύφη της Αβύδου
Η νύφη της Αβύδου (περ. 1843-1849) πίνακας του Ντελακρουά
ΣυγγραφέαςΛόρδος Βύρων
ΤίτλοςThe Bride of Abydos
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίαςΝοέμβριος 1813
Ημερομηνία δημοσίευσης2  Δεκεμβρίου 1813
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η νύφη της Αβύδου (αγγλικός τίτλος:The Bride of Abydos) είναι τραγικό αφηγηματικό ποίημα του Λόρδου Μπάιρον, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο τέλος του 1813 και είναι η δεύτερη από τις έξι λεγόμενες «Ιστορίες της Ανατολής» που καθιέρωσαν τη φήμη του. Η πλοκή αναφέρεται στον έρωτα του Σελίμ, ενός τυπικού Βυρωνικού ήρωα, για την αδελφή του Ζουλέικα, που καταλήγει στον θάνατο και των δύο.[1]

Ο Μπάιρον έγραψε τη Νύφη της Αβύδου σε ηλικία 26 ετών και τη δημοσίευσε στις 2 Δεκεμβρίου 1813. Το έγραψε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: σε τέσσερις νύχτες, σύμφωνα με καταχώρηση ημερολογίου του με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου, όπου επίσης σημείωσε ότι το έγραψε «stans pede in uno» («στέκεται στο ένα πόδι») (Οράτιος, Σάτιρες, ΙΙ. 10), εννοώντας τη γρήγορη γραφή κακής ποίησης για εμπορικό κέρδος. Παρόλα αυτά, είναι γνωστό ότι αναθεώρησε το ποίημα αρκετές φορές, αν και μόνο μικρές τροποποιήσεις φαίνονται στα σωζόμενα χειρόγραφα. Σε μια από τις επιστολές του, ο Μπάιρον εξέφρασε την πρόθεσή του να βασίσει την πλοκή στον απαγορευμένο έρωτα μεταξύ δύο πραγματικών αδελφών, αλλά η τελική εκδοχή επιλέχθηκε πριν αρχίσει να γράφει το ποίημα.[2]

Το ποίημα αποτελείται από δύο άσματα χωρισμένα σε στροφές άνισου αριθμού στίχων, στο σύνολο περιλαμβάνει 1214 στίχους.[3]

Το δεύτερο άσμα ξεκινά με μια περιγραφή του Ελλήσποντου μεταξύ των πόλεων Άβυδος και Σηστός, απόσταση που διέσχισε κολυμπώντας ο Μπάιρον (3 Μαΐου 1810), ακολουθώντας το κατόρθωμα του Λέανδρου της ελληνικής μυθολογίας, που κάθε νύχτα ξεκινούσε από την Άβυδο και περνούσε τον Ελλήσποντο κολυμπώντας για να συναντήσει την αγαπημένη του Ηρώ, ιέρεια στο ναό της Αφροδίτης.

Ζουλέικα και Γκιαφίρ. Χαρακτικό του 1871

Μετά από μια αρχική περιγραφή του τουρκικού σκηνικού, η ιστορία ξεκινά με τον πασά Γκιαφίρ να επιπλήττει τον υποτιθέμενο γιο του Σελίμ. Ο πασάς τον είδε που περπατούσε κρυφά στον κήπο με την ετεροθαλή αδερφή του και κόρη του Γκιαφίρ Ζουλέικα τη νύχτα. Ο Πασάς τον προειδοποιεί να μην το ξανακάνει στο μέλλον. Ο Σελίμ δηλώνει τον έρωτά του για τη Ζουλέικα. Εξοργισμένος, ο πασάς τον επιπλήττει και τον προσβάλλει.

Εμφανίζεται η όμορφη Ζουλέικα και σύντομα μαθαίνει ότι θα παντρευτεί τον ηλικιωμένο αξιωματούχο Οσμάν. Συμμορφώνεται σιωπηρά. Αργότερα, εκφράζει τον έρωτά της στον Σελίμ και θρηνεί τη μοίρα της που θα ζήσει χωρίς αυτόν. Αυτός, με τη σειρά του, αποδοκιμάζει την απόφαση του Γκιαφίρ και ορκίζεται εκδίκηση. Το πρώτο άσμα κλείνει καθώς η Ζουλέικα παρατηρεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά του Σελίμ και αναρωτιέται για τις υπεκφυγές του. Ο Σελίμ υπόσχεται να μπει κρυφά στο χαρέμι τη νύχτα και να την πάρει μακριά.[4]

Το δεύτερο άσμα ανοίγει πάλι με μια περιγραφή του Ελλήσποντου και της σπηλιάς όπου συναντιούνται οι δύο ερωτευμένοι. Ο Σελίμ είναι ντυμένος σαν πειρατής. Λέει στη Ζουλέικα ότι δεν είναι αδερφή του και ότι ο Γκιαφίρ δεν είναι ο πατέρας του. Ένας από τους πιστούς υπηρέτες του πατέρα του, ο Χαρούν, ευνούχος φύλακας του χαρεμιού, τον ενημέρωσε για την πραγματική του ταυτότητα: ο πασάς δηλητηρίασε ύπουλα τον αδελφό του Αμπντάλα, αλλά λυπήθηκε τον μικρό του γιο Σελίμ και τον μεγάλωσε σαν γιο του, ωστόσο τον μισούσε και τον κακομεταχειρίστηκε.

Η νύφη της Αβύδου, Ντελακρουά

Ο Σελίμ ελπίζει να συγκεντρώσει τους εχθρούς του Γκιαφίρ και να πάρει εκδίκηση. Κρυφά από τον πασά, επικοινώνησε με τους πειρατές και από καιρό συμμετέχει στη δράση τους, ενώ ο Γκιαφίρ τον θεωρεί ανίκανο για μάχη. Τώρα έχει αποφασίσει να φύγει με τη Ζουλέικα και περιμένει τη βάρκα των ανδρών του να τους πάρει μακριά. Σοκαρισμένη, η Ζουλέικα παραμένει σιωπηλή ως απάντηση. Η σιωπή διακόπτεται από την άφιξη του Γκιαφίρ και των ανδρών του. Η Ζουλέικα προσπαθεί μάταια να τον εμποδίσει να αντισταθεί. Ο Σελίμ αποφασίζει να πολεμήσει με την ελπίδα να σωθεί από τους πειρατές που πλησιάζουν στη σπηλιά. Όμως, θέλοντας να φιλήσει την αγαπημένη του για τελευταία φορά, καθυστερεί να βγει από τη σπηλιά και όταν έχει σχεδόν καταφέρει να επιβιβαστεί στη βάρκα, σκοτώνεται από θανατηφόρο χτύπημα που του έδωσε ο ίδιος ο Γκιαφίρ και τα κύματα παρασύρουν το νεκρό σώμα του. Η Ζουλέικα πεθαίνει από απελπισία, ένα τριαντάφυλλο φυτρώνει στον τάφο της, στον οποίο τη νύχτα ακούγεται ένα μυστηριώδες πένθιμο τραγούδι.

Το ποίημα διασκευάστηκε για το θέατρο και την όπερα: το 1865 στην ομώνυμη όπερα (La fiancée d'Abydos) του Γάλλου Αντριάν Μπαρτ και το 1897 όπερα του Βέλγου συνθέτη Πωλ Λεμπρέν.

Ο Ευγένιος Ντελακρουά δημιούργησε τέσσερις πίνακες εμπνευσμένος από το θέμα (περ. 1825-1850) στους οποίους απεικόνισε τους δύο εραστές στην ακτή τη στιγμή που η Ζουλέικα προσπαθεί να εμποδίσει τον Σελίμ να τσακωθεί σε μια σπηλιά στην ακτή.[5]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ποιητικά έργα Λόρδου Βύρωνος, μετάφραση: Μαρία Κεσίση, εκδόσεις Χαρ. Σπανού, 1974 [6]