Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νικηφόρος Χούμνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικηφόρος Χούμνος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1250 (περίπου)[1]
Θεσσαλονίκη
Θάνατος16  Ιανουαρίου 1327[1]
Κωνσταντινούπολη[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία[1]
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
φιλόσοφος
πολιτικός
Οικογένεια
ΤέκναΕιρήνη Χούμναινα Παλαιολογίνα
Γεώργιος Χούμνος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜέγας λογοθέτης

Ο Νικηφόρος Χούμνος (1250 - 16 Ιανουαρίου 1327) ήταν Βυζαντινός λόγιος και αξιωματούχος της πρώιμης Παλαιολόγειας περιόδου και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που συνέβαλαν στην άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών κατά τη λεγόμενη Παλαιολόγεια Αναγέννηση[2]. Είναι γνωστός για την εντεκαετή θητεία του ως επικεφαλής υπουργός (μέγας λογοθέτης) του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, για τον έντονο πνευματικό του ανταγωνισμό με τον επίσης μελετητή και αξιωματούχο Θεόδωρο Μετοχίτη και για την οικοδόμηση της μονής της Θεοτόκου Γοργοεπήκοου στην Κωνσταντινούπολη.

Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 1250 και 1255. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια, η οποία ήδη από τον 11ο αιώνα έβγαλε αρκετούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους[3]. Ο Νικηφόρος έλαβε επιμελημένη μόρφωση: σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία και υπήρξε μάλιστα μαθητής του Γεωργίου (Γρηγορίου) του Κύπριου, μετέπειτα Πατριάρχη[4]. Μετά το πέρας των σπουδών του εισήλθε στην αυτοκρατορική γραφειοκρατία.

Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην ιστορία περί το 1275 καταλαμβάνοντας τον χαμηλό βαθμό του κοσμήτορα, ως επικεφαλής πρεσβείας στον Μογγόλο ηγεμόνα του Ιλχανάτοτ της Περσίας, Αμπάκα Χαν[3]. Αν και υπό τον Μιχαήλ Η' ο Χούμνος είχε υποστηρίξει την Ένωση των Εκκλησιών, αργότερα υπό τον διάδοχό του, τον ένθερμο Ορθόδοξο και ευσεβή Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, υπαναχώρησε. Περί το 1285 συνέθεσε έναν πανηγυρικό προς τιμήν του αυτοκράτορα, τονίζοντας δεόντως όχι μόνο τις αρετές και τα πολεμικά του επιτεύγματα, αλλά και την αντίθεσή του στην Ένωση[5].

Κατόπιν, η άνοδος του στην ιεραρχία ήταν ταχεία: στις αρχές του 1294, μετά το θάνατο του Θεόδωρου Μουζάλων, ο Ανδρόνικος Β' τον διόρισε μυστικό (σύμβουλο εξ απορρήτων) και μεσάζοντα (αντίστοιχο του σημερινού πρωθυπουργού), ενώ το 1295 έλαβε επίσης το αξίωμα του επί του κανικλείου, επικεφαλής της αυτοκρατορικής Αυλής[3][6]. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο αυτοκράτορας απουσίαζε όλο και περισσότερο από τα διοικητικά του καθήκοντα για να αφιερωθεί στην προσευχή και τη νηστεία, αφήνοντας τον Χούμνο να χειριστεί αποτελεσματικά τη διακυβέρνηση του κράτους[7]. Η αυξανόμενη επιρροή του Χούμνου οδήγησε επίσης σε σύγκρουση με τον εκθρονισθέντα πατριάρχη Αθανάσιο Α΄, στην εκθρόνιση του οποίου το 1293 ίσως έπαιξε κάποιο ρόλο. Η αντιπαλότητά τους, που πιθανότατα οφείλεται στις συγκεντρωτικές τάσεις του Χούμνου και στην κλασικικιστική και ανθρωπιστική του παιδεία, βάθυνε και σημαδεύτηκε από την ανταλλαγή αμοιβαίων κατηγοριών για διαφθορά[8].

Το 1303, μετά την αποτυχία του προγραμματισμένου γάμου της κόρης του, Ειρήνης, με τον Αλέξιο Β' της Τραπεζούντας, και παρά την αντίθεση της αυτοκράτειρας Ειρήνης, εξασφάλισε τους δεσμούς του με την κυβερνώσα δυναστεία, παντρεύοντάς την με τον τρίτο γιο του αυτοκράτορα, τον δεσπότη Ιωάννη Παλαιολόγο (1286-1308)[9]. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα επαύθη από μεσάζων και αντικαταστάθηκε από τον Θεόδωρο Μετοχίτη[3]. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συγκέντρωσε μεγάλη περιουσία, ιδίως κτήματα στην Μακεδονία[10], μέσω δωροδοκιών, πώλησης αξιωμάτων και φορολόγησης αγροτών. Οι πρακτικές αυτές ήταν αρκετά διαδεδομένες μεταξύ της Παλαιολόγειας γραφειοκρατίας, της οποίας η διεφθαρμένη διοίκηση ήταν ιδιαίτερα επαχθής στα θέματα της Αυτοκρατορίας[11]. Μέρος αυτής της περιουσίας χρησιμοποιήθηκε για την ίδρυση και προίκηση της μονής της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου στην Κωνσταντινούπολη[10].

Τα έτη 1309–1310 ο Χούμνος υπηρέτησε ως κυβερνήτης της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Αυτοκρατορίας, της Θεσσαλονίκης, αλλά παραιτήθηκε από το αξίωμα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1320 συμμετείχε σε παρατεταμένη ανταλλαγή κατηγοριών με τον κύριο πνευματικό και πολιτικό του αντίπαλο, τον Θεόδωρο Μετοχίτη. Ενώ ο Χούμνος χλευάζει την έλλειψη καθαρότητας του αντιπάλου του, ο Μετοχίτης εστίασε στην έλλειψη ενδιαφέροντος του Χούμνου για την φυσική και στην άγνοιά του για την αστρονομία, την οποία αυτός θεωρούσε «την υψηλότερη μορφή επιστήμης». Περί το 1326, ο Χούμνος εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναστικό όνομα Ναθαναήλ, και αποσύρθηκε στη μονή του Χριστού Φιλανθρώπου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο ιδρύθηκε από την κόρη του Ειρήνη. Εκεί πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1327[12].

Συνέγραψε πλήθος έργων με αντιλατινικό και αντιπλατωνικό περιεχόμενο, καθώς και ρητορικού χαρακτήρα, τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα.

Ο Χούμνος ήταν παραγωγικός συγγραφέας, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τους Κλασικούς, τους οποίους είχε σπουδάσει ως νεαρός μαθητής[13]. Τα έργα του, πολλά από τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα, περιλαμβάνουν ρητορικά κομμάτια, όπως το εγκώμιο στον Ανδρόνικο Β', καθώς και πραγματείες για την φιλοσοφία, ιδίως για τη θεωρία των στοιχείων, την μετεωρολογία, την κοσμολογία και την θεολογία. Αρκετές από αυτές τις πραγματείες φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί με αφορμή λογοτεχνικές συγκεντρώσεις στην Αυλή, μερικές φορές μπαρουσία του Αυτοκράτορα. Από την εκτενή αλληλογραφία του, σώζονται 172 επιστολές[11][14].

Στα φιλοσοφικά του έργα, ο Χούμνος αποδεικνύεται «ένθερμος και επιδέξιος» υπερασπιστής του Αριστοτέλη[15]. Εντούτοις δεν ενσερίζεται τον Αριστοτελισμό, αλλά ενδιαφέρεται μάλλον να παράσχει μια άκαμπτα λογική φιλοσοφική αιτιολόγηση για τα δόγματα που της χριστιανικής θεολογίας[14]. Με τις επιθέσεις του στις πλατωνικές θεωρίες της ουσίας και της μορφής ή με την απόρριψη των θεωριών του Πλωτίνου περί ψυχής, ο Χούμνος προσπαθεί να αποδείξει την χριστιανική θεολογική διδασκαλία[16].

Σύμφωνα με τον Γάλλο Βυζαντινολόγο Ροντόλφ Γκιγιάν, «με την αγάπη του για την αρχαιότητα, παθιασμένος, αν και λίγο δουλοπρεπής, και με την ποικιλία των γνώσεών του ο Χούμνος κηρύσσει τον ιταλικό ανθρωπισμό και τη δυτική Αναγέννηση[15]».

Ο αδελφός του Νικηφόρου, Θεόδωρος, ήταν επίσης υπάλληλος της Αυλής[3]. Από τον γάμο του με άγνωστη γυναίκα, ο Χούμνος είχε πολλά παιδιά:

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Nicephorus-Chumnus. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. Craig 1998, σελ. 161.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Kazhdan 1991, σελ. 433.
  4. Angelov 2007, σελ. 59.
  5. Nicol 1993, σελ. 102.
  6. Angelov 2007, σελ. 72, 177.
  7. Nicol 1993, σελ. 102-103.
  8. Boojamra 1993, σελ. 98–99, 101–102, 125.
  9. Boojamra 1993, σελ. 99.
  10. 10,0 10,1 Kazhdan 1991, σελ. 434.
  11. 11,0 11,1 Angelov 2007, σελ. 278-279.
  12. Kazhdan 1991, σελ. 433-434.
  13. Nicol 1993, σελ. 164.
  14. 14,0 14,1 Ιεροδιακόνου & Bydén 2008.
  15. 15,0 15,1 Vasiliev 1958, σελ. 700–701.
  16. Moutafakis 2003, σελ. 204–205.
  17. Necipoğlu 2001, σελ. 239–240.
  18. Nicol 1993, σελ. 152.
  19. Cavallo 1997, σελ. 137.
  • Craig, Edward (1998). Routledge Encyclopedia of Philosophy. Taylor & Francis. ISBN 978-0-415-07310-3. 
  • Kazhdan, Alexander (1991). The Oxford dictionary of Byzantium. New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Angelov, Dimiter (2007). Imperial ideology and political thought in Byzantium (1204-1330). Cambridge, UK: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-85703-1. 
  • Nicol, Donald MacGillivray (1993). The last centuries of Byzantium, 1261-1453. London: Rupert Hart-Davis Ltd. ISBN 0-246-10559-3. 
  • Boojamra, John Lawrence (1993). The Church and social reform: the policies of the Patriarch Athanasios of Constantinople. New York: Fordham University Press. ISBN 978-0-8232-1335-1. 
  • Ιεροδιακόνου, Κατερίνα; Bydén, Börje (2008). «Byzantine Philosophy». Stanford Encyclopedia of Philosophy. Stanford University. http://plato.stanford.edu/entries/byzantine-philosophy/. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2021. 
  • Vasiliev, Alexander A. (1958). History of the Byzantine Empire, 324-1453 (2nd English έκδοση). Madison, Wis.: University of Wisconsin Press. ISBN 978-0-299-80926-3. 
  • Moutafakis, Nicholas J. (2003). Byzantine philosophy. Indianapolis, IN: Hackett Publishing. ISBN 978-0-87220-563-5. 
  • Necipoğlu, Nevra (2001). Byzantine Constantinople : monuments, topography, and everyday life. Leiden: Brill Academic Publishers. ISBN 978-90-04-11625-2. 
  • Cavallo, Guglielmo (1997). The Byzantines. Chicago: University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-09792-3.