Καρλόττα της Πρωσίας
Η Καρλόττα της Πρωσίας (γερμ. Charlotte von Preußen, 24 Ιουλίου 1860 - 1 Οκτωβρίου 1919) ήταν πριγκίπισσα της Πρωσίας και μετέπειτα δούκισσα της Σαξονίας-Μάινινγκεν.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γέννηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Βικτωρία Ελισάβετ Αυγούστα Καρλόττα γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1860 στο Νέο Παλάτι του Πότσδαμ. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το δεύτερο παιδί του Φρειδερίκου της Πρωσίας και της Βικτωρίας, Βασιλικής Πριγκίπισσας, γνωστής στην οικογένεια ως Βίκυ. Ήταν ένα υγιές μωρό που έφτασε δεκαεννέα μήνες μετά τη δύσκολη γέννηση του μεγαλύτερου αδελφού της, Γουλιέλμου[4][5][6] και η μεγαλύτερη εγγονή της Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η γιαγιά της, Βικτωρία, ήθελε η εγγονή της να πάρει το όνομά της. Ωστόσο, οι Πρώσοι ήθελαν να ονομαστεί η νέα Πριγκίπισσα "Καρλόττα" από την Καρλόττα της Πρωσίας (που ήταν πλέον η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα της Ρωσίας). Τελικά, αν και το επίσημο όνομά της ήταν Βικτωρία, ωστόσο, την αποκαλούσαν Καρλόττα. Επίσης, πήρε το όνομα Αυγούστα από την εκ πατρός γιαγιά της, Αυγούστα της Πρωσίας.[5] Συχνά αποκαλούνταν Ντίττα από την οικογένειά της.
Παιδική ηλικία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Καρλόττα και ο αδελφός της, Γουλιέλμος, ήταν τα μόνα εγγόνια που γεννήθηκαν όσο ζούσε ο εκ μητρός παππούς τους, Αλβέρτος της Σαξονίας-Κοβούργου & Γκότα[7]. Αυτός και η βασίλισσα Βικτωρία επισκέφθηκαν την κόρη τους και τα δύο εγγόνια τους όταν η Καρλόττα ήταν δυο μηνών.[8][9] Η Βίκυ και ο Φρειδερίκος με τη σειρά τους έφεραν τον Γουλιέλμο και την Καρλόττα σε επίσκεψη στην Αγγλία τον Ιούνιο του 1861, έξι μήνες πριν τον θάνατο του Aλβέρτου.[10]
Η οικογένεια αποτελούνταν οκτώ παιδιά.[11] Ο Φρειδερίκος ήταν ένας τρυφερός σύζυγος, αλλά ως αξιωματικός του πρωσικού στρατού, τα καθήκοντά του όλο και περισσότερο τον κρατούσαν μακριά από το σπίτι. Η Βίκυ ήταν μια απαιτητική σε μορφωτικό επίπεδο μητέρα, επηρεασμένη από τον πατέρα της. Έθεσε τα παιδιά της σε βρεφονηπιακούς σταθμούς αγγλικού τύπου και με επιτυχία ενθάρρυνε την αγάπη τους για την πατρίδα της, ενσωματώνοντας τις πτυχές του αγγλικού πολιτισμού στο σπίτι και παίρνοντάς τους σε συχνές εκδρομές στην Αγγλία.[12]
Η Καρλόττα δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη μάθηση, προς απογοήτευση της μητέρας της, που έδινε υψηλή αξία στην εκπαίδευση. Η βασίλισσα Βικτωρία παρότρυνε την κόρη της να ενεργεί ενθαρρυντικά προς την Καρλόττα, πιστεύοντας ότι δεν θα μπορούσε να περιμένει από τη νεαρή πριγκίπισσα να μοιραστεί τα γούστα της Βικτωρίας. Ο βιογράφος Jerrold M. Packard θεωρεί πιθανό ότι το «όμορφο αλλά νευρικό και θορυβώδες κορίτσι να αισθάνθηκε την απογοήτευση της μητέρας της από νεαρή ηλικία», επιδεινώνοντας το χάσμα μεταξύ τους[13].
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε ένα χάσμα μεταξύ των τριών μεγαλύτερων και τριών νεότερων παιδιών της οικογένειας.[14][15] Οι θάνατοι των αδελφών της Καρλόττας, Σιγισμόνδου και Βλαδίμηρου το 1866 και 1879, αντίστοιχα, κατέστρεψαν την μητέρα τους. Ο ιστορικός John C. G. Röhl υποστηρίζει ότι τα μεγαλύτερα τρία παιδιά της Βίκυ "δεν μπόρεσαν ποτέ να διαγράψουν από τη μνήμη τους τους δύο νεκρούς πρίγκιπες"[16]. Η αυστηρή ανατροφή που έδωσε η Βίκυ στα μεγαλύτερα τρία παιδιά - Γουλιέλμο, Καρλόττα και Ερρίκο- δεν αναπαράχθηκε στη σχέση της με τα τρία μικρότερα επιζώντα παιδιά της, τη Βικτωρία, τη Σοφία και τη Μαργαρίτα[15][17]. Τα μεγαλύτερα παιδιά, έχοντας βιώσει την απογοήτευση της μητέρας τους, δεν μπόρεσαν να ανεχτούν την επιείκεια της μητέρας τους προς τα μικρότερα αδέλφια τους.[8]
Η Καρλόττα ήταν ένα από τα αγαπημένα εγγόνια των πατρικών παππούδων της,[18] τους οποίους έβλεπε συχνά.[19] Ο βασιλιάς Γουλιέλμος και η βασίλισσα Αυγούστα κακομάθαιναν την εγγονή τους και ενθάρρυναν τις διαμάχες της ενάντια στον Πρίγκηπα και την Πριγκίπισσα[20] Η Καρλόττα είχε επίσης μια στενή σχέση με τον μεγαλύτερο αδελφό της,[5] αν και τσακώθηκαν μετά το γάμο του το 1881 με την Αυγούστα Βικτωρία του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν (μια πριγκίπισσα που περιέγραψε η Καρλόττα ως απλή, ταπεινή και ντροπαλή).[5][21] Η σχέση της Καρλόττας και του Γουλιέλμου θα εξακολουθούσε να προκαλεί προβλήματα.[20]
Γάμος και αρραβώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τη στιγμή που έφτασε τα δεκατέσσερα, η Καρλόττα έμοιαζε πολύ νεότερη από την ηλικία της. Η Βικτωρία έγραψε: «Η Καρλόττα έχει την υγεία, την εμφάνιση και την κατανόηση όπως ένα παιδί των δέκα!»[22] Η πριγκίπισσα είχε μικρά πόδια, τα οποία, σε συνδυασμό με μακρά μέση και χέρια, την έκαναν να φαίνεται ψηλή όταν καθόταν και κοντή όταν ήταν όρθια. Ήταν επίσης αρκετά άχαρη.[23] Υπέφερε από σημαντικά προβλήματα υγείας το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της. Βρισκόταν σε μια σχεδόν συνεχή κατάσταση πνευματικής διέγερσης και άγριο παροξυσμό, προκαλώντας σύγχυση στους γιατρούς της[21]. Τα πολλά θέματα υγείας της περιλάμβαναν ρευματισμούς, πόνους στις αρθρώσεις, πονοκεφάλους και αϋπνία[24].
Τον Απρίλιο του 1877, η δεκαεξάχρονη Καρλόττα άρχισε μια σχέση με τον δεύτερο εξάδελφό της, Βερνάνδο του Σαξ-Μάινιγκεν, κληρονόμο του Δουκάτου της Σαξονίας-Μάινινγκεν[25]. Η Hana Pakula προσθέτει ότι αυτό το ξαφνικό αλλά προσωρινό πάθος πιθανότατα ταιριάζει με την προσωπικότητα της Καρλόττας.[26] Ο Van der Kiste πιστεύει ότι η απόφαση της Καρλόττας να παντρευτεί τον Βερνάρδο προήλθε επίσης από την επιθυμία να γίνει ανεξάρτητη από τους γονείς της και ιδιαίτερα από την επικριτική μητέρα της.[27]
Ο πρίγκιπας Βερνάρδος, ένας αξιωματικός του στρατού που υπηρετούσε σε ένα σύνταγμα του Πότσδαμ, ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερός της. Αν και θεωρούταν αδύναμος,[27] είχε πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα, ιδιαίτερα στην αρχαιολογία[20]. Η Καρλόττα δεν μοιράστηκε αυτά τα ενδιαφέροντα[26], αλλά η Βίκυ ήλπιζε ότι τόσο ο χρόνος όσο και ο γάμος θα επωφελούσαν τη Καρλόττα, έτσι ώστε "τουλάχιστον τα κακά της χαρακτηριστικά δεν θα μπορέσουν να προκαλέσουν κακό"[28]. Παντρεύτηκαν στο Βερολίνο στις 18 Φεβρουαρίου 1878 σε διπλή τελετή με την Ελισάβετ Άννα της Πρωσίας και τον Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου.
Το νέο ζευγάρι εγκατέστησε το νοικοκυριό τους κοντά στο Νέο Παλάτι, σε μια μικρή βίλλα. Αγόρασαν επίσης μια βίλλα στις Κάννες, μια απόφαση που εξόργισε τον Γουλιέλμο, ο οποίος θεωρούσε τη Γαλλία εχθρική χώρα. Η Καρλόττα τελικά πέρασε τους χειμώνες της στη γαλλική πόλη, καθώς ελπίζει ότι το ζεστό της κλίμα θα βοηθούσε την υγεία της.[29][30]
Γέννηση της πριγκίπισσας Θεοδώρας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δύο χρόνια μετά το γάμο τους, η Καρλόττα γέννησε μια κόρη, την Θεοδώρα, στις 12 Μαΐου 1879. Η νεαρή Πριγκίπισσα ήταν το πρώτο εγγόνι του Φρειδερίκου και της Βίκυ, καθώς και η πρώτη δισέγγονη της βασίλισσας Βικτωρίας.[31][32] Η Καρλόττα είχε μισήσει τους περιορισμούς που της είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και αποφάσισε ότι αυτό θα ήταν το μοναδικό της παιδί, προς απογοήτευση της μητέρας της. Μετά τη γέννηση της Θεοδώρας, η Καρλόττα αφιέρωσε το χρόνο της στις απολαύσεις της κοινωνικής ζωής του Βερολίνου[32][33] και να ξεκινήσει μακρά ταξίδια διακοπών. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών, η Καρλόττα συχνά άφηνε την κόρη της να μείνει με τη Βίκυ, την οποία θεωρούσε "βολικό βρεφονηπιακό σταθμό"[34]. Η Θεοδώρα επισκεπτόταν συχνά το Φρίντριχσχοφ, το κτήμα της μητρικής γιαγιάς της[35]. Η Βίκυ παρατήρησε ότι η Θεοδώρα "είναι πραγματικά καλό παιδί και είναι πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμο από τη μητέρα του"[36].
Μεταξύ των βασιλικών οικογενειών της εποχής, ήταν ασυνήθιστα τα μοναχοπαίδια. Η Θεοδώρα πιθανότατα είχε μια μοναχική παιδική ηλικία.[35] Όπως η μητέρα της, η Θεοδώρα υπέφερε από ασθένειες και διάφορους φυσικούς πόνους, καθώς και σοβαρές ημικρανίες.[37] Η Θεοδώρα είχε επίσης έλλειψη ενδιαφέροντος για τις σπουδές της. Η Βικτωρία το απέδωσε στην έλλειψη γονικής καθοδήγησης, καθώς η Καρλόττα και ο Βερνάρδος ήταν συχνά μακριά. Η Βικτωρία σχολίασε: "Η ατμόσφαιρα του σπιτιού της δεν είναι το καλύτερο για ένα παιδί της ηλικίας της...Με την Καρλόττα για παράδειγμα, τι άλλο μπορεί κανείς να περιμένει"[36].
Ο πατέρας της Καρλόττας ανήλθε στο θρόνο ως Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ΄ τον Μάρτιο του 1888,[38] μόνο για να πεθάνει από κακοήθη όγκο του λαιμού τον Ιούνιο εκείνου του έτους. Η Καρλόττα έμεινε μαζί με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παράλληλα με τα περισσότερα από τα αδέλφια της. Με την ενθρόνιση του αδελφού της ως Γουλιέλμος Β΄, η κοινωνική επιρροή της Καρλόττας αυξήθηκε στο Βερολίνο, όπου έγινε φίλη με μια άγρια ομάδα ευγενών, διπλωματών και νεαρών αξιωματούχων. Μετά την ενθρόνιση του Γουλιέλμου, η Καρλόττα και ο Βερνάρδος πήραν το μέρος του σε διαμάχες του με τη Βίκυ, ενώ η Επίτιμη Αυτοκράτειρα Βικτωρία, με τη σειρά της, υπερασπίστηκε τις τρεις νεότερες κόρες της. Σε μια επιστολή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Βίκυ χαρακτήρισε την μεγαλύτερη κόρη της ως "πιο περίεργη" και "δύσκολα έρχεται κοντά μου", περιγράφοντας επίσης τον Βερνάρδο ως άγριο και αγενή[39].
Σχέσεις με τη Θεοδώρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν η Θεοδώρα μεγάλωσε, διάφοροι μνηστήρες την ζήτησαν για γάμο. Ο εξόριστος Πέτρος της Σερβίας, τριάντα έξι χρόνια μεγαλύτερός της, ζήτησε ανεπιτυχώς το χέρι της. Ένας άλλος πιθανός υποψήφιος ήταν ο ξάδερφός της, ο Αλφρέδος της Σαξονίας-Κοβούργου και Γκότα.[40] Η Θεοδώρα παντρεύτηκε, στις 24 Σεπτεμβρίου 1898, τον Ερρίκο XXX του Ρόυς. Ο γαμπρός ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από τη νύφη και καπετάνιος, αλλά όχι πλούσιος ή ιδιαίτερα υψηλόβαθμος. Πολλοί στην οικογένεια ήταν συγκλονισμένοι στο γάμο, αλλά η Επίτιμη Αυτοκράτειρα ήταν τουλάχιστον ικανοποιημένη που η εγγονή της φαινόταν ευτυχισμένη.[41]
Ο γάμος, ωστόσο, δεν βελτίωσε τις σχέσεις μεταξύ μητέρας και κόρης. Μετά από μια επίσκεψη από το ζευγάρι το 1899, η Καρλόττα έγραψε ότι η Θεοδώρα ήταν "ακατανόητη" και "συρρικνώνεται, κάθε φορά που προσπαθώ να της μιλήσω όσον αφορά τον εαυτό της και την υγεία της".[42] Επίσης, η Καρλόττα αντιπαθούσε τον γαμπρό της, επικρίνοντας την εμφάνισή του και την ανικανότητά του να ελέγξει τη δυναμική σύζυγό του. Σε αντίθεση με τη μητέρα της, η Θεοδώρα ήθελε παιδιά. Η αδυναμία της να συλλάβει απογοήτευσε τη Θεοδώρα, αν και ευχαρίστησε την Καρλόττα, η οποία δεν επιθυμούσε εγγόνια.[43]
Ο Van der Kiste έγραψε ότι η Καρλόττα και η Θεοδώρα είχαν πολύ παρόμοιες προσωπικότητες, "τόσο ισχυρά και θαυμαστά πλάσματα που αγαπούσαν τα κουτσομπολιά και ήταν πολύ πρόθυμες να πιστέψουν το χειρότερο η μια για την άλλη".[44] Τελικά, η σχέση τους επιδεινώθηκε τόσο ώστε η Καρλόττα να απομακρύνει τη Θεοδώρα και τον Ερρίκο από το σπίτι της. Η Καρλόττα αρνήθηκε να δεχτεί ότι η Θεοδώρα είχε ελονοσία, πιστεύοντας αντ' αυτού ότι η κόρη της είχε κολλήσει αφροδίσιο νόσημα από τον Ερρίκο. Αυτή η γνώμη εξόργισε την Θεοδώρα[44]. Τα μέλη της οικογένειας προσπάθησαν να επιδιορθώσουν τη σχέση μητέρας-κόρης, χωρίς επιτυχία. Η Καρλόττα δεν έγραψε στη Θεοδώρα σχεδόν για μια δεκαετία, και τελικά το έκανε αφού η Θεοδώρα έκανε μια επικίνδυνη εγχείρηση για να την βοηθήσει να συλλάβει. Η Καρλόττα εξέφρασε την οργή της που μια τέτοια εγχείρηση είχε εγκριθεί, αλλά τελικά την επισκέφθηκε στο ιατρείο κατόπιν αιτήματος της Θεοδώρας.[45]
Δούκισσα της Σαξονίας-Μάινιγκεν και θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιούνιο του 1911, η Καρλόττα παρακολούθησε τη στέψη του εξαδέλφου της Γεώργιου Ε΄ στην Αγγλία. Στις 25 Ιουνίου 1914, ο σύζυγός της κληρονόμησε τον πατρικό παππού του κι έγινε Δούκας της Σαξονίας-Μάινιγκεν. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε στις 28 Ιουλίου. Ο Βερνάρδος έφυγε για το μέτωπο, ενώ η Καρλόττα παρέμεινε πίσω για να επιβλέπει το δουκάτο, όπου υπηρέτησε κυρίως ως φιγούρα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Καρλόττα υπέφερε από όλο και περισσότερους πόνους, συμπεριλαμβανομένων χρόνιων πόνων, πρησμένων ποδιών και προβλημάτων στα νεφρά.[46] Ο βαθμός του πόνου έγινε τόσο έντονος που πήρε το όπιο ως τη μοναδική θεραπεία.[47]
Το τέλος του πολέμου το 1918 οδήγησε στην πολιτική κατάρρευση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και σε όλα τα δουκάτα της. Κατά συνέπεια, ο Βερνάρδος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Την επόμενη χρονιά, η Καρλόττα ταξίδεψε στο Μπάντεν για να αναζητήσει ιατρική περίθαλψη για την καρδιά της, και τελικά πέθανε εκεί από καρδιακή προσβολή την στις 1 Οκτωβρίου 1919 στην ηλικία των 59 ετών.
Ιατρική ανάλυση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πλειοψηφία των ιστορικών θεωρεί ότι η Καρλόττα και η Θεοδώρα έπασχαν από πορφυρία, μια γενετική ασθένεια που πιστεύεται ότι έχει επηρεάσει ορισμένα μέλη της βρετανικής βασιλικής οικογένειας, κυρίως τον Γεώργιο Γ΄.[21][48]
Ο Röhl εξέτασε τις επιστολές μεταξύ της Καρλόττας και του γιατρού της, καθώς και αλληλογραφία με τους γονείς της, που στέλνονταν για μια περίοδο 25 ετών. Διαπίστωσε ότι ακόμα και ως μικρό κορίτσι, η Καρλόττα υπέφερε από υπερκινητικότητα και δυσπεψία.[49] Στα γράμματα, η Καρλόττα διαμαρτύρεται για «πονόδοντο, οσφυαλγία, αϋπνία, ζαλάδες, ναυτία, δυσκοιλιότητα, κοιλιακούς πόνους, μερική παράλυση των ποδιών και σκούρα κόκκινα ή πορτοκαλί ούρα», το τελευταίο από τα οποία ο Röhl αποκαλεί το "αποφασιστικό διαγνωστικό σύμπτωμα".[50]
Στη δεκαετία του 1990, μια ομάδα με επικεφαλής τον Röhl άνοιξε τους τάφους της Καρλόττας και της Θεοδώρας και πήρε δείγματα από κάθε πριγκίπισσα. Σε μητέρα και κόρη, οι ερευνητές βρήκαν στοιχεία για μια μετάλλαξη που σχετίζεται με την πορφυρία. Πολλά από τα ίδια συμπτώματα βρέθηκαν στη μητέρα της Καρλόττας, Βικτωρία, καθώς και σε άλλα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης της βασίλισσας Βικτωρίας. Ο Röhl, ο Γουόρεν και ο Χαντ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «... τι άλλο θα μπορούσε να προκαλέσει τις τρομερές κρίσεις τους και τον κοιλιακό πόνο και τα δερματικά εξανθήματα - και στην περίπτωση της Καρλόττας, τα σκούρα κόκκινα ούρα;»[51]
Πηγές - Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Gelardi, Julia P. (2005). Born to Rule: Five Reigning Consorts, Granddaughters of Queen Victoria. St. Martin's Press. ISBN 0-312-32423-5.
- Hibbert, Christopher (2001). Queen Victoria: A Personal History. De Capo Press. ISBN 0-306-81085-9.[νεκρός σύνδεσμος]
- King, Greg (2007). Twilight of Splendor: The Court of Queen Victoria During Her Diamond Jubilee Year. John Wiley & Sons. ISBN 978-0-470-04439-1.
- MacDonogh, Giles (2000). The Last Kaiser: The Life of Wilhelm II. St. Martin's Press. ISBN 0-312-30557-5.
- Packard, Jerome M. (1998). Victoria's Daughters. St. Martin's Press. ISBN 0312244967.
- Pakula, Hannah (1997). An Uncommon Woman: The Empress Frederick, Daughter of Queen Victoria, Wife of the Crown Prince of Prussia, Mother of Kaiser Wilhelm. Simon and Schuster. ISBN 0684842165.
- Ramm, Agatha (2004). «Victoria, Princess Royal (1840–1901)». Oxford Dictionary of National Biography (ηλεκτρονική έκδοση). Oxford University Press. doi: . (Subscription or UK public library membership required.)
- Röhl, John C.G.· Warren, Martin· Hunt, David (1998). Purple Secret: Genes, 'Madness', and the Royal Houses of Europe. Bantam Press. ISBN 0593041488.
- Röhl, John C.G. (1998). Young Wilhelm: The Kaiser's Early Life, 1859–1888. Cambridge University Press. ISBN 0521497523.
- Röhl, John C.G. (2004). Wilhelm II: The Kaiser's Personal Monarchy, 1888–1900. Cambridge University Press. ISBN 978-0521819206.
- Röhl, John C.G. (2014). Kaiser Wilhelm II: A Concise Life. Cambridge University Press. ISBN 978-1107072251.
- Rushton, Alan R. (2008). Royal Maladies: Inherited Diseases in the Ruling Houses of Europe. Trafford Publishing. ISBN 978-1425168100.
- Van der Kiste, John (1999). Kaiser Wilhelm II: Germany's Last Emperor. The History Press. ISBN 978-0752499284.
- Van der Kiste, John (2001). Dearest Vicky, Darling Fritz: Queen Victoria's Eldest Daughter and the German Emperor. Sutton Publishing. ISBN 0-750-93052-7.
- Van der Kiste, John (2012). Charlotte and Feodora: A Troubled Mother-Daughter Relationship in Imperial Germany (Kindle έκδοση). ASIN B0136DZ71E.
- Vovk, Justin C. (2012). Imperial Requiem: Four Royal Women and the Fall of the Age of Empires. iUniverse. ISBN 978-1-4759-1749-9.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ pantheon
.world /profile /person /Princess _Charlotte _of _Prussia. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017. - ↑ Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p10073.htm#i100724. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ p10073.htm#i100724. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ Pakula 1997, p. 138.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Van der Kiste 1999.
- ↑ Packard 1998, p. 106.
- ↑ Van der Kiste 2012, 47.
- ↑ 8,0 8,1 Van der Kiste 2001.
- ↑ Hibbert 2001, p. 261.
- ↑ Pakula 1997, pp. 153–59.
- ↑ Ramm 2004.
- ↑ Gelardi 2005, pp. 9–11.
- ↑ Packard 1998, p. 135.
- ↑ Röhl 1998, p. 101.
- ↑ 15,0 15,1 Van der Kiste 2012, 60.
- ↑ Röhl 2014, p. 13.
- ↑ MacDonogh 2000, p. 36.
- ↑ Pakula 1997, p. 335.
- ↑ King 2007, p. 50.
- ↑ 20,0 20,1 20,2 Van der Kiste 2012.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Vovk 2012, p. 41.
- ↑ Röhl, Warren & Hunt 1998, p. 184.
- ↑ Röhl, Warren & Hunt 1998, pp. 184–84.
- ↑ Van der Kiste 2012, 601.
- ↑ Van der Kiste 2012, 113.
- ↑ 26,0 26,1 Pakula 1997, p. 371.
- ↑ 27,0 27,1 Van der Kiste 2012, 126.
- ↑ Röhl 1998, p. 107.
- ↑ Van der Kiste 2012, 559.
- ↑ Rushton 2008, p. 117.
- ↑ Van der Kiste 2012, 192.
- ↑ 32,0 32,1 Pakula 1997, p. 374.
- ↑ Van der Kiste 2012, 207.
- ↑ Packard 1998, p. 292.
- ↑ 35,0 35,1 Van der Kiste 2012, 458.
- ↑ 36,0 36,1 Pakula 1997, p. 561.
- ↑ Van der Kiste 2012, 601–614.
- ↑ Pakula 1997, pp. 461–62.
- ↑ Röhl 2004, p. 633.
- ↑ Van der Kiste 2012, 486–499.
- ↑ Van der Kiste 2012, 499.
- ↑ Van der Kiste 2012, 585.
- ↑ Van der Kiste 2012, 571, 654.
- ↑ 44,0 44,1 Van der Kiste 2012, 654.
- ↑ Van der Kiste 2012, 654–669, 699–740.
- ↑ Van der Kiste 2012, 785–838.
- ↑ Rushton 2008, p. 118.
- ↑ Röhl 2014, p. 9.
- ↑ Röhl 1998, pp. 105–08.
- ↑ Röhl 1998, p. 109.
- ↑ Röhl, Warren & Hunt 1998, p. 310.