Ζίγκμουντ Ρούμελ
Ζίγκμουντ Ρούμελ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1915[1][2][3] Αγία Πετρούπολη[4] |
Θάνατος | 10 Ιουλίου 1943 Kustichi |
Αιτία θανάτου | πεσών σε μάχη[5] |
Ψευδώνυμο | Mały και Krzysztof Poręba |
Χώρα πολιτογράφησης | Πολωνία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά[6] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής αξιωματικός[7] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | ανθυπολοχαγός/Bataliony Chłopskie |
Πόλεμοι/μάχες | Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Krzyż Batalionów Chłopskich |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ζίγκμουντ Γιαν Ρούμελ (πολωνικά: Zygmunt Jan Rumel) (22 Φεβρουαρίου 1915 – 10 Ιουλίου 1943) ήταν Πολωνός ποιητής και, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αξιωματικός των υπόγειων ανταρτών του Bataliony Chłopskie (Τάγμα Χωρικών) στην περιοχή Βολυνία της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Το ποιητικό ταλέντο του Ρούμελ αναγνωρίστηκε από τον διάσημο Πολωνό ποιητή Λεόπολντ Σταφ[8] και τον δραματουργό Γιαρόσουαφ Ιβασκιέβιτς.[9] Ένα από τα ποιήματά του με τίτλο «Dwie matki» (Δύο μητέρες), στο οποίο ο Ρούμελ περιέγραψε την αγάπη του για την Πολωνία και την Ουκρανία, δημοσιεύτηκε σε ένα δημοφιλές περιοδικό, το Płomyk, το 1935 (τεύχος αρ. 28).[10] Σκοτώθηκε από τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό κατά τις σφαγές των Πολωνών στη Βολυνία το 1943.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ρούμελ, του οποίου το ταλέντο συγκρίνεται συχνά με αυτό του Κσίστοφ Κάμιλ Μπατσίνσκι, γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεγάλωσε στο Κσεμιένιετς, στο Βοεβοδάτο Βόουιν (1921-1939) της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Η ακριβής τοποθεσία της γέννησής του δεν έχει επιβεβαιωθεί. Καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του, Βουαντίσουαφ, γεωπόνος μηχανικός, ήταν επίσης αξιωματικός του Πολωνικού Στρατού που πολέμησε στον Πολωνο-Σοβιετικό Πόλεμο και του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Τάγματος Στρατιωτικής Αξίας της Πολωνίας. Κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1920, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βολυνία ως στρατιωτικοί οσάντνικ.[8]
Οι Ρούμελ ζούσαν στην ύπαιθρο κοντά στο Κσεμιένιετς, σε ένα αρχοντικό που κάποτε ανήκε στην οικογένεια του Γιούλιους Σουοβάτσκι. Οι γονείς του ήταν μανιώδεις αναγνώστες και ο γιος τους το κληρονόμησε από αυτούς. Στο σπίτι, διάβαζε πολωνικά κλασικά έργα του Σουοβάτσκι και του Άνταμ Μιτσκιέβιτς.[8] Ο Ζίγκμουντ αποφοίτησε από το διάσημο Λύκειο του Κσεμιένιετςκαι και ακολούθως πήγε στη Βαρσοβία για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Ο Λεόπολντ Σταφ είπε κάποτε στη μητέρα του, Γιανίνα (το γένος Τιμίνσκα): Πρόσεχε αυτό το αγόρι, θα γίνει σπουδαίος ποιητής μια μέρα.[8]
Ενώ ζούσε στη Βαρσοβία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική ζωή των Πολωνών της Βολυνίας. Ο Ρούμελ ήταν μέλος της Ένωσης Νέων Χωρικών της Βολυνίας και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Πανεπιστήμιο στο χωριό Ρόζιν, όπου πιθανότατα γνώρισε τον γερουσιαστή Καζίμιες Μπάναχ. Ήταν δημοσιογράφος του περιοδικού Droga Pracy («Τρόπος Εργασίας»), γράφοντας για την ιστορία και την κοινωνία. Ο Ρούμελ υποστήριξε την ιδέα της πολυεθνικής Πολωνίας και συνεργάστηκε με το δίγλωσσο (πολωνικά και ουκρανικά) περιοδικό Młoda Wies – Molode Selo, το οποίο δημοσιευόταν στο Κσεμιένιετς.
Χρόνια πολέμου και θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1939, ως αποτέλεσμα της κοινής εισβολής στην Πολωνία από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η επαρχία της Βολυνίας ενσωματώθηκε στην Ουκρανική ΣΣΔ μέσα στην ατμόσφαιρα του τρόμου. Ο Ρούμελ, συνταγματάρχης πυροβολικού, πήρε μέρος στην εκστρατεία του Σεπτεμβρίου του 1939. Αιχμαλωτίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό, παρουσιάστηκε ως στρατιώτης και αφέθηκε ελεύθερος. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1941, η ανατολική Πολωνία καταλήφθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Ο Ρούμελ παρέμεινε στη Βολυνία, όπου στα τέλη του 1939 εντάχθηκε στην πολωνική παράνομη οργάνωση που σχηματίστηκε από ακτιβιστές του αγροτικού κινήματος. Τον Ιανουάριο του 1940, ο Ρούμελ και ο Πίους Ζαλέφσκι στάλθηκαν στο έδαφος του υπό τη γερμανική κατοχή Γενικού Κυβερνείου, για να έρθουν σε επαφή με τον πρώην βοεβόδα της Βολυνίας, Χένρικ Γιουζέφσκι. Δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα και επέστρεψαν στο Λουτσκ, όπου τους συνάντησαν απεσταλμένοι της Ένωσης Ενόπλων Μάχης (ΕΕΜ),Ταντέους Μαγιέφσκι και Γέζι Ποτάποφ, οι οποίοι ήρθαν στη Βολυνία για να δημιουργήσουν την οργάνωση.
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1940, ο Ρούμελ ταξίδεψε δύο φορές από τη Βολυνία στη Βαρσοβία, ως αγγελιαφόρος της ΕΕΜ. Ταυτόχρονα, το Λαϊκό Επιτροπείο Εσωτερικών Υποθέσεων κατάφερε να καταστρέψει την οργάνωση στην πατρίδα του, συλλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τον αδερφό του Ρούμελ, Μπρονίσουαφ (δολοφονήθηκε από τους Σοβιετικούς το 1941). Ο Ζίγκμουντ επέζησε επειδή παρέμεινε στη Βαρσοβία, όπου παντρεύτηκε την Άννα (το γένος Βοϊτσισκιέβιτς) και μαζί με έναν άλλο αδερφό, τον Στανίσουαφ, διατηρούσαν ένα κατάστημα υλικών στην περιοχή Οχότα. Όλη την περίοδο που συμμετείχε ενεργά στο πολωνικό κίνημα αντίστασης, το ψευδώνυμο του ήταν το Κσίστοφ Πορέμπα (Krzysztof Poreba). Την άνοιξη του 1943 επέστρεψε στη γενέτειρά του, Βολυνία και έγινε διοικητής της 8η Περιφέρειας του Τάγματος Χωρικών που κάλυπτε την περιοχή.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, όταν ο Ουκρανικός Επαναστατικός Στρατός (ΟΕΣ), μαζί με ντόπιους Ουκρανούς εθνικιστές, ξεκίνησε μια εκστρατεία σφαγών Πολωνών αμάχων στη Βολυνία, ο Ρούμελ, που μιλούσε άπταιστα ουκρανικά, ανατέθηκε να έρθει σε επαφή με ηγέτες της ΟΕΣ και να ξεκινήσουν συνομιλίες, που θα έδιναν τέλος στις σφαγές. Η εντολή εκδόθηκε από τον Καζίμιες Μπάναχ, αρχηγό του επιτελείου του Τάγματος Χωρικών και εκπρόσωπο της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης στη Βολυνία.[11]
Στις 7 Ιουλίου 1943, ο Ρούμελ, μαζί με τον αξιωματικό Κσίστοφ Μαρκιέβιτς (γνωστός και ως Τσορτ), και οι δύο ντυμένοι με στρατιωτικές στολές, με τη βοήθεια του οδηγού Βίτολντ Ντομπροβόλσκι,[11] επικοινώνησαν με τους Ουκρανούς. Εκπροσωπούσαν επίσημα την πολωνική κυβέρνηση.[8] Ωστόσο, αντί για ειρηνευτικές συνομιλίες, τους περίμενε μια διαφορετική μοίρα. Και οι δύο βασανίστηκαν βάναυσα για τρεις ημέρες. Στη συνέχεια, το Σάββατο 10 Ιουλίου, ο Ρούμελ δέθηκε με τέσσερα άλογα και το σώμα του κομματιάστηκε.[12] Ο Μαρκιέβιτς και ο Ντομπροβόλσκι σκοτώθηκαν με τον ίδιο τρόπο στο χωριό Κουστίτσε, κοντά στην πόλη Τουσίσκα της Βολυνίας. Η επόμενη μέρα, Κυριακή 11 Ιουλίου 1943, ήταν η πιο αιματηρή ημέρα των σφαγών στη Βολυνία, όταν ένοπλοι Ουκρανοί επιτέθηκαν σε πολωνικούς οικισμούς και εκκλησίες, σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους, μεταξύ των οποίων βρέφη, γυναίκες και ηλικιωμένους.
Ο Γιαρόσουαφ Ιβασκιέβιτς, όταν άκουσε τον θάνατο του Ρούμελ, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ήταν ένα από τα διαμάντια μας, με το οποίο πυροβολούσαμε τον εχθρό. Αυτό το διαμάντι θα μπορούσε να έχει λάμψει...».[12]
Έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα ποιήματα του Ρούμελ δημοσιεύτηκαν το 1934 σε σχολικό δελτίο. Κράτησε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του για τον εαυτό του και δεν φιλοδοξούσε να εκδοθούν. Χειρόγραφα των ποιημάτων του φύλαγε η σύζυγός του, η οποία ήταν νοσοκόμα στην Εξέγερση της Βαρσοβίας και επέζησε του πολέμου. Η πρώτη δημοσίευση επιλεγμένων έργων του Ρούμελ, με επιμέλεια της Άννας Καμιένσκα, εκδόθηκε το 1975, και εγκωμιάστηκε ιδιαίτερα από τον Γιαρόσουαφ Ιβασκιέβιτς, ο οποίος έγραψε: «Ο Ρούμελ είχε μυαλό και ταλέντο σε πρωτότυπη κλίμακα».
Σύμφωνα με την Πολωνή κριτικό λογοτεχνίας Μποζένα Γκόρσκα, η ποίηση του Ρούμελ επηρεάστηκε έντονα από τα έργα του Γιούλιους Σουοβάτσκι και του Τσίπριαν Νόρβιντ. Σπάνια άντλησε έμπνευση από τα έργα Πολωνών ποιητών της αβάντ-γκαρντ, αλλά σε μερικά από τα ποιήματά του μπορούν να βρεθούν επιρροές από τον Λεόπολντ Σταφ και τον Μπολέσουαφ Λέσμιαν. Ο Ρούμελ ένιωθε κοντά στον λαϊκό πολιτισμό της Βολυνίας και χρησιμοποιούσε συχνά ουκρανικές και ρωσικές λέξεις. Έγραψε επίσης για πολωνικά ιστορικά θέματα, όπως αποδεικνύεται καλύτερα στο ποίημά του «Έτος 1863».
Κληρονομιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 2004, ο Πολωνός σκηνοθέτης Βιντσέντι Ρόνις παρήγαγε το ντοκιμαντέρ Poeta nieznany (Άγνωστος ποιητής), το οποίο περιγράφει τη ζωή και τον θάνατο του Ρούμελ.[8] Ο Ρούμελ είναι επίσης ο προστάτης πολλών συλλόγων νέων Πολωνών ποιητών. Ωστόσο, παραμένει ελάχιστα γνωστός στην πλειονότητα των Πολωνών. Στις 10 Φεβρουαρίου 2011, η Δημόσια Βιβλιοθήκη στη Νότια Πράγκα της Βαρσοβίας πήρε το όνομά του. Επίσης, υπάρχουν δρόμοι με το όνομά του στο Γκντανσκ και στη Λέγκνιτσα.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Zygmunt Jan Rumel
- ↑ 2,0 2,1 Άαρον Σβαρτς: «Zygmunt Jan Rumel». (Αγγλικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Τσεχικά, Κροατικά, Τελούγκου) Open Library. OL1740662A.
- ↑ 3,0 3,1 NUKAT. n2008133036.
- ↑ psb.27158.1.
- ↑ διαμελισμός.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js2017950314. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2022.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js2017950314. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Tomasz Wróblewski, Grzegorz Marcjasz (19 Μαρτίου 2011). «Moje Kresy. Ludzie Łucka [People of Łuck]». Zygmunt Rumel (Magazyn Nowa Trybuna Opolska). http://www.nto.pl/magazyn/reportaz/art/4188807,moje-kresy-ludzie-lucka,id,t.html. Δείτε επίσης: Tadeusz Szyma (2005), "Dwie biografie – dwie drogi służby". KINO, nr 04, σελ. 12–13. Recenzja filmu (κριτική ταινίας).
- ↑ Barbara Olak, "Petruniu, ne ubywaj mene", 29 Ιουλίου 2007. No. 30
- ↑ (πολωνικά) Antoni Serednicki, "Wychowankowie Liceum Krzemienieckiego".
- ↑ 11,0 11,1 Tadeusz Piotrowski (1 Ιανουαρίου 2000). Genocide and Rescue in Wołyń: Recollections of the Ukrainian Nationalist Ethnic Cleansing Campaign Against the Poles During World War II. McFarland. ISBN 978-0-7864-0773-6.
- ↑ 12,0 12,1 Ks. Tadeusz Isakowicz-Zaleski, "Diament rozerwany końmi" Αρχειοθετήθηκε 2012-02-18 στο Wayback Machine., 13 Μαΐου 2008. (πολωνικά)