Διεθνής Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (1969)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι χώρες που συμμετείχαν στη συνάντηση

Στις 5-17 Ιουνίου του 1969, έλαβε χώρα στη Μόσχα μία Διεθνής Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε μετά τα επακόλουθα της σινοσοβιετικής ρήξης και της Άνοιξης της Πράγας. Η προηγούμενη διεθνής συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στη Μόσχα το 1960, χαρακτηρίστηκε από τις διαμάχες μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης αφενός και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας αφετέρου. Ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο πόλων εν τω μεταξύ είχε οριστικοποιηθεί. Οι Κινέζοι απουσίαζαν από τη νέα συνάντηση. Εντούτοις, είχε αρχίσει να εμφανίζεται το φαινόμενο του ευρωκομμουνισμού, το οποίο ήταν αξιοσημείωτο μεταξύ ορισμένων από τις αντιπροσωπείες που ήταν παρούσες. Το Εργατικό Κόμμα Κορέας και το Εργατικό Κόμμα του Βιετνάμ, αμφότερα επιφυλακτικά ως προς τη στάση τους στη σινοσοβιετική διαμάχη, απουσίαζαν.

Τα δύο κύρια σημεία της συζήτησης ήταν η στρατηγική της συνεργασίας με τις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι εορτασμοί για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Βλαντίμιρ Λένιν. Και για τα δύο θέματα, η διάσκεψη φήφισε ένα κείμενο. Το κείμενο για την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Λένιν ψηφίστηκε ομόφωνα, αλλά το κείμενο σχετικά με τις συμμαχίες μεταξύ κομμουνιστικών κομμάτων και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν υπογράφτηκε από τους Νορβηγούς, Δομινικανούς και Βρετανούς εκπροσώπους. Οι εκπρόσωποι από την Ιταλία, τον Άγιο Μαρίνο, την Αυστρία και τη Ρεϋνιόν υπέγραψαν μόνο ένα από τα τέσσερα μέρη του κειμένου.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έμβλημα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης

Από τους πρώτους μήνες του 1969 πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα πολλές χρονοβόρες συσκέψεις μεταξύ εκπροσώπων του Κ.Κ.Σ.Ε. και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων απ' όλο τον κόσμο, στα πλαίσια των προετοιμασιών για την παγκόσμια διάσκεψη των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, που προγραμματίστηκε για τις αρχές Ιουνίου στη Μόσχα. Πρόκειται για την πρώτη, μετά το 1960, παγκόσμια συνάντηση κομμουνιστών, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία.

Η πραγματοποίηση της διάσκεψης, την οποία κατήγγειλε εκ των προτέρων το Πεκίνο ως "άθλια φάρσα", ήταν διακαής πόθος του Κρεμλίνου όλα τα προηγούμενα χρόνια, αφότου ξέσπασε η σινοσοβιετική διένεξη. Αν και μία σειρά κομμουνιστικών κομμάτων, μεταξύ των οποίων και εκείνα της Ρουμανίας και της Ιταλίας, προειδοποίησαν ότι δεν θα ανεχθούν να μετατραπεί η διάσκεψη σε βήμα καταγγελίας της Κίνας, και μόνο η πραγματοποίησή της στο Κρεμλίνο αποτελούσε ένα σοβαρό βήμα πολιτικής απομόνωσης του Μάο Τσετούνγκ από το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Παράλληλος στόχος των Σοβιετικών ήταν να κλείσουν όσο ήταν καιρός το "δεύτερο ρήγμα" που πήγαινε να ανοίξει προς τα δεξιά τους, καθώς μια σειρά κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης έδειχναν επηρεασμένα από την "Άνοιξη της Πράγας".

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονταν και τα Κ.Κ. Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Ιαπωνίας και Σουηδίας -δηλαδή των κυριότερων δυτικών χωρών όπου τα Κ.Κ. αποτελούσαν ισχυρή και όχι περιθωριακή πολιτική δύναμη. Έτσι, η ηγεσία του Κ.Κ.Σ.Ε. ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει σε ένα είδος "διμέτωπου αγώνα" προς τα δεξιά και προς τα αριστερά της, προκειμένου να χαλιναγωγήσει τις φυγόκεντρες τάσεις ή τουλάχιστον να προστατεύσει τις δυνάμεις που εξακολουθούσαν να της είναι πιστές. Οι πρώτοι οιωνοί του 1969 δεν διαγράφονταν, ωστόσο, ιδιαίτερα ευνοϊκοί. Τον Ιανουάριο στην Πράγα έγιναν μαζικότατες αντισοβιετικές διαδηλώσεις που αντιμετωπίστηκαν με βία, εξασθενώντας το ήδη μειωμένο από την εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, κύρος του Κρεμλίνου. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούσε η από καιρό αναμενόμενη εκκαθάριση των μεταρρυθμιστών του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας και η αντικατάστασή του από έμπιστους των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής -αν και το γόητρο των φιλελεύθερων έπεφτε κατακόρυφα λόγω της στάσης των ηγετών τους. Από γενικός γραμματέας του Κ.Κ., ως τις 17 Απριλίου, ο ηγέτης της "Άνοιξης της Πράγας" Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ απομακρύνθηκε ως το τέλος της χρονιάς από όλα του τα αξιώματα και στις 15 Δεκεμβρίου έγινε πρεσβευτής της Τσεχοσλοβακίας στην Άγκυρα.

Οι σινοσοβιετικές σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σοβιετικό πλοίο χρησιμοποιεί κανόνι νερού εναντίον Κινέζου αλιέα στον ποταμό Ουσούρι στις 6 Μαΐου του 1969

Στο μεταξύ, η σινοσοβιετική διένεξη έτεινε να εξελιχθεί σε κανονικό πόλεμο μεταξύ δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, ύστερα από τις πολύνεκρες στρατιωτικές συγκρούσεις του Μαρτίου στον ποταμό Ουσούρι. Το ρήγμα ήταν πια αγεφύρωτο, κάτι που επισημοποιήθηκε στο 9ο συνέδριο του Κ.Κ. Κίνας, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο, από 1 έως 24 Απριλίου. Επρόκειτο για το πρώτο συνέδριο του κόμματος ύστερα από το 1958, δείγμα της ανώμαλης εσωτερικής κατάστασης τα προηγούμενα χρόνια. Προηγήθηκε η Πολιτιστική Επανάσταση, ένας ακήρυχτος, παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους ερυθροφρουρούς του Μάο και τους μεταρρυθμιστές που συσπειρώθηκαν γύρω από τον πρόεδρο της χώρας Λιου Σιαοσί έχοντας υπό τον έλεγχό τους, σε κάποια φάση, την πλειοψηφία της κεντρικής επιτροπής. Έξι μήνες μετά την καθαίρεση και δημόσια διαπόμπευση του Λιου Σιαοσί, το συνέδριο επισφράγισε την οριστική νίκη των μαοϊκών επιλέγοντας ως διάδοχο του Μάο τον υπουργό Άμυνας Λιν Πιάο. Η νέα κεντρική επιτροπή που προέκυψε από το συνέδριο ήταν απολύτως ελεγχόμενη από τον Μάο -τρία στα τέσσερα μέλη της εκλέχθηκαν για πρώτη φορά. Σε ό,τι αφορά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το Κ.Κ. Κίνας χαρακτήρισε την Ε.Σ.Σ.Δ. "σοσιαλιμπεριαλιστική" και "σοσιαλφασιστική" χώρα, ενώ παρότρυνε τους μαοϊκούς να διασπάσουν τα "ρεβιζιονιστικά" Κ.Κ. δημιουργώντας "μαρξιστικά-λενινιστικά" κόμματα -δηλαδή, φιλοκινεζικά[1].

Το συνέδριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αίθουσα του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου στο Κρεμλίνο

Αυτό ήταν το κλίμα των σινοσοβιετικών σχέσων όταν η Μόσχα υποδέχθηκε με δεκάδες πανό και συνθήματα, στις 5 Ιουνίου του 1969, τους αντιπροσώπους των 75 κομμάτων που θα έπαιρναν μέρος στην ιστορική διάσκεψη. Η ελίτ του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συγκεντρώθηκε στην αίθουσα του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου, στο Κρεμλίνο, στην επίσημη έναρξη των εργασιών: Οι Λεονίντ Μπρέζνιεφ, Νικολάε Τσαουσέσκου, Τόντορ Ζίβκοβ, Βάλτερ Ούλμπριχτ κ.ά. από τις ανατολικές χώρες, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ από την Ιταλία, ο Βαλντέκ Ροσέ από τη Γαλλία, ο Σαντιάγκο Καρίγιο από την Ισπανία και ο Γκας Χολ από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ήταν ορισμένοι από τους πιο γνωστούς αντιπροσώπους. Ωστόσο οι απουσίες ήταν πολλές και σημαντικές: εκτός από τον Μάο και τον Ενβέρ Χότζα, έλειπαν ο Χο Τσι Μιν, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Κιμ Ιλ-σονγκ, όπως επίσης και τα Κ.Κ. της Ιαπωνίας, της Καμπότζης, του Λάος, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, της Ταϊλάνδης, της Μπούρμας και της Νέας Ζηλανδίας, τα οποία είτε βρίσκονταν υπό την ιδεολογική επιρροή του Πεκίνου είτε, για λόγους συμφέροντος, δεν ήθελαν να διαταράξουν τις σχέσεις μαζί του.

Απουσίαζαν επίσης τα Κ.Κ. Ολλανδίας και Ισλανδίας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, ενώ τα Κ.Κ. Κούβας και Σουηδίας αρκέστηκαν στο να στείλουν παρατηρητές, κρατώντας τις αποστάσεις τους από το Κρεμλίνο.

Ο Μπρέζνιεφ μετά από ομιλία του στην ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής της Κομσομόλ (1968)

Συνολικά συμμετείχαν 75 κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, ένας αριθμός που υπολειπόταν των 81 κομμάτων τα οποία πήραν μέρος στην προηγούμενη διάσκεψη του 1960. Παρά τις εκκλήσεις του Λεονίντ Μπρέζνιεφ για ενότητα στην πανηγυρική τελετή της έναρξης, το κλίμα φορτίστηκε από την πρώτη κιόλας ημέρα των καθαυτό εργασιών, όταν ο αντιπρόσωπος του Κ.Κ. Παραγουάης κατήγγειλε το Κ.Κ. Κίνας για "ηγεμονισμό" και "προσπάθεια διάσπασης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος". Αμέσως μετά, πήρε το λόγο εκτός σειράς, για να θέσει "ζήτημα τάξης", όπως δήλωσε, ο Ρουμάνος ηγέτης Νικολάε Τσαουσέσκου, ο οποίος απείλησε να αποχωρήσει από τη διάσκεψη αν συνεχίζονταν "επιθέσεις εναντίον αδελφών κομμάτων, είτε βρίσκονται εδώ μέσα είτε απέχουν από τη συνάντηση", κατά παράβαση των συμφωνηθέντων στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις. Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο εκπρόσωπος του Κ.Κ. Αυστραλίας Λόρι Άαρονς, ο οποίος όχι μόνο συντάχθηκε με τον Τσαουσέσκου στο θέμα της Κίνας, αλλά και καταδίκασε ευθέως τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία υποστηρίζοντας ότι "ζημίωσε βαρύτατα την υπόθεση του σοσιαλισμού σε όλο τον κόσμο". Παρόμοιες θέσεις, όχι όμως μέσα στην αίθουσα της διάσκεψης αλλά σε συνέντευξη Τύπου, προέβαλαν την ίδια μέρα οι αντιπρόσωποι του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος[2].

Έπειτα από πολλές δεκαετίες, ο σοβιετικός Τύπος αναγκάστηκε για πρώτη φορά να προβάλει τις επικριτικές απόψεις -συνοδεύοντας τες με αναλυτικές απαντήσεις- προκειμένου να μην καταρρεύσει η διάσκεψη. Μετά την περιπετειώδη πρώτη ημέρα των εργασιών οι αντιπρόσωποι περίμεναν με μεγάλο ενδιαφέρον την ομιλία του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, που ανέβηκε στο βήμα το πρωί της 7ης Ιουνίου, με ένα κείμενο 78 σελίδων. Στην ομιλία του, που κράτησε 2 ώρες και 20 λεπτά, ο Σοβιετικός ηγέτης κήρυξε αδιάλλακτο ιδεολογικό αγώνα εναντίον των κάθε είδους παρεκκλίσεων από την -κατά τη Μόσχα- ορθή πολιτική: "Οι διαφορές που έχουν προκύψει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα", δήλωσε ο Μπρέζνιεφ, "οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη διείσδυση ρεβιζιονιστικών επιρροών, τόσο δεξιού όσο και αριστερού χαρακτήρα". Στη συνέχεια, ο ομιλητής προχώρησε σε ένα μακροσκελές, δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον της κινεζικής ηγεσίας, χρεώνοντάς της "ηγεμονισμό, διασπαστικές προσπάθειες, σωβινιστικό μεγαλοϊδεατισμό, πολιτικό τυχοδιωκτισμό και πολεμοχαρή διάθεση". Πριν κατέβει από το βήμα, ο Μπρέζνιεφ δικαιολόγησε διά μακρών την εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα στο όνομα του "προλεταριακού διεθνισμού", απαντώντας στις επικρίσεις των ευρωπαϊκών Κ.Κ., τις οποίες απέδωσε στην επίδραση της "αστικής προπαγάνδας". Η παρέμβαση του Μπρέζνιεφ συσπείρωσε τα πιστά στη Μόσχα Κ.Κ., τα οποία καταδίκασαν τον "δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό" το επόμενο διήμερο. Δεν κατάφερε όμως να μεταβάλει τη στάση των αντιρρησιών. Στις 9 Ιουνίου ο Νικολάε Τσαουσάσκου αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της διάσκεψης, υπερασπίστηκε την εθνική κυριαρχία κάθε χώρας, δεν αναγνώρισε στη Μόσχα το δικαίωμα επέμβασης στο εσωτερικό των άλλων σοσιαλιστικών κρατών και απέρριψε κάθε σκέψη περί "καθοδηγητικού κέντρου" του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Μία από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις της διάσκεψης ήταν αυτή του αναπληρωτή γραμματέα του Κ.Κ. Ιταλίας -του ισχυρότερου κομμουνιστικού κόμματος στη Δύση- Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, στις 11 Ιουνίου. Σε μία ομιλία-μανιφέστο ενός νέου ρεύματος της διεθνούς Αριστεράς, που ονομάστηκε τα επόμενα χρόνια "ευρωκομμουνισμός", ο Ιταλός ηγέτης απέρριψε την ιδέα του "κόμματος-οδηγού" και της "χώρας-οδηγού", υπεραμύνθηκε του "εθνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό" και τάχθηκε υπέρ μίας βαθμιαίας, ειρηνικής, κοινοβουλευτικής μετάβασης προς τον κομμουνισμό, με σεβασμό του πολιτικού πλουραλισμού και των ατομικών ελευθεριών. Η αντιπαράθεση μεταξύ "ορθόδοξων" και "αιρετικών" συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση ως τις 16 Ιουνίου, τελευταία ημέρα των ομιλιών, πριν από την ψήφιση του τελικού ντοκουμέντου της διάσκεψης[3].

Στις 17 Ιουνίου, μόνο 61 από τα 75 κομμουνιστικά κόμματα που πήραν μέρος στη διάσκεψη ενέκριναν το ντοκουμέντο. Ρουμάνοι, Ελβετοί, Ισπανοί, Μαροκινοί και Σουδανοί εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους, Βρετανοί και Νορβηγοί αρνήθηκαν να το υπογράψουν για πολιτικούς λόγους, Κουβανοί και Σουηδοί δήλωσαν ότι δεν είχαν τέτοια εξουσιοδότηση, ενώ Ιταλοί, Αυστραλοί και εκπρόσωποι των κομμάτων του Αγίου Μαρίνου και της Ρεϋνιόν ψήφισαν μόνο το τρίτο μέρος του ντοκουμέντου, που αναφερόταν στην "αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη". Πιο επιθετικός απ' όλους ο εκπρόσωπος του (φιλοκαστρικού) Κ.Κ. της Δομινικανής Δημοκρατίας, απέρριψε το ντοκουμέντο υποστηρίζοντας ότι "ταιριάζει μόνο σε σοσιαλδημοκράτες και παπάδες". Στο κείμενο αφθονούν οι εκκλήσεις υπέρ της "συνεργασίας των κομμουνιστών με τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες για την εγκαθίδρυση μιας προωθημένης δημοκρατίας", όπως επίσης και υπέρ "μιας αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας του επαναστατικού εργατικού κινήματος και των πλατιών μαζών των θρησκευομένων"[4]. Σε μία εποχή που ο δυτικός κόσμος κλονιζόταν από επαναστατικά κύματα εργατικών απεργιών, φοιτητικών καταλήψεων και αντάρτικων κινημάτων των πόλεων, το ορθόδοξο κομμουνιστικό κίνημα υποστήριζε την "ειρηνική συνύπαρξη" Ανατολής-Δύσης, τον "κοινοβουλευτικό δρόμο" και τις "πλατιές εκλογικές συμμαχίες". Επιβεβαιώνοντας τα ρήγματα στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, η διάσκεψη της Μόσχας δικαίωσε τον Έντγκαρ Χούβερ: Καταθέτοντας στην επιτροπή αντιαμερικανικών ενεργειών του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο υπουργός του FBI δήλωσε ότι τα παραδοσιακά Κ.Κ. δεν αποτελούν πια τον υπ' αριθμόν ένα εχθρό του δυτικού κόσμου, ο οποίος αναγνωριζόταν πλέον στο πρόσωπο της απρόβλεπτης και εξτρεμιστικής Νέας Αριστεράς[5].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Roderick MacFarquhar, Michael Schoenhals, Mao's Last Revolution, Cambridge: Belknap Press of Harvard University Press (2006) ISBN 0-674-02332-3
  2. Judith F. Kornberg, John R. Faust, China in World Politics: Policies, Processes, Prospects, UBC Press (2005) ISBN 978-1588262486
  3. Documents adopted by the International Meeting of Communist and Workers' Parties Leninist
  4. Documents Adopted by the International Conference of Communist and Workers' Parties (Moscow, June 5-17, 1969)
  5. Η τελευταία παγκόσμια διάσκεψη των κομμουνιστών, Ιστορικό Λεύκωμα 1969, σελ. 106-109, Καθημερινή (1998)