Δημοκρατία (εφημερίδα, 1923-1927)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δημοκρατία (εφημερίδα)
Τύποςημερήσια εφημερίδα
ΕκδότηςΔημοκρατική Ένωσις
Ίδρυση1923
ΓλώσσαΕλληνικά
Διακοπή έκδοσης1927
ΈδραΑθήνα
Η εφημερίδα Δημοκρατία της 10ης Δεκεμβρίου 1923 προτρέπει τον βασιλέα Γεώργιο Β΄ να αποχωρήσει. Ο τίτλος του κύριου άρθρου γράφει: "Να φύγης αμέσως Γεώργιε Γλύκσβουργ!...".

Η πρωινή εφημερίδα Δημοκρατία (1923-1927), όργανο του κόμματος της Δημοκρατικής Ενώσεως του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, πρωτοεκδόθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1923, ως εβδομαδιαία με διευθυντή τον πεζογράφο και δημοσιογράφο Σπύρο Μελά. Από τις 25 Νοεμβρίου 1923 μετατράπηκε σε ημερήσια μεγάλου σχήματος, με γραφεία στην οδό Πανεπιστημίου, εκεί που είναι σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος. Κύριος αρθρογράφος ήταν ο ίδιος ο Παπαναστασίου. Με τις διώξεις της δικτατορίας του Παγκάλου κατά των πολιτικών και δημοσιογράφων προστέθηκε στην προμετωπίδα, στις 3 Οκτωβρίου 1925, η φράσης «Πολιτικός διευθυντής και υπεύθυνος Αλέξανδρος Παπαναστασίου», επωμιζόμενος έτσι όλες τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες.

Ο πολιτικός περίγυρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μαχητική και αδιάλλακτη Δημοκρατία αγωνίστηκε για την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας, ερχόμενη σε σύγκρουση και με τη βενιζελική παράταξη. Ραγδαίες εξελίξεις από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 για συντακτική συνέλευση, που οδήγησαν στην επιστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου από το Παρίσι και την εκλογή του ως προέδρου της Βουλής, στην απομάκρυνση του βασιλέως Γεωργίου Β΄ και στον σχηματισμό κατ’ αρχήν κυβέρνησης Βενιζέλου (11 Ιανουαρίου- 4 Φεβρουαρίου 1924), στη συνέχεια Γεωργίου Καφαντάρη (6 Φεβρουαρίου-12 Μαρτίου 1924) και τελικά Αλέξανδρου Παπαναστασίου (12 Μαρτίου-24 Ιουλίου 1924), είχαν ως αποτέλεσμα να καταθέσει η Δημοκρατική Ένωση, στις 25 Μαρτίου 1924 στην Δ΄ Συντακτική Συνέλευση, ψήφισμα κηρύττοντας έκπτωτη τη μοναρχία και ανακηρύττοντας την αβασίλευτη δημοκρατία, τη Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία.

Οι πολιτικοί αρθρογράφοι της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός του Παπαναστασίου και του Μελά, πολιτική αρθρογραφία έγραφαν και άλλοι εκπρόσωποι της δημοκρατικής ιδεολογίας, όπως ο υπαρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Αναστάσιος Μπακάλμπασης, ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επανάστασης του 1922, κ.ά.

Στις 21 Οκτωβρίου 1924, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την έκδοση της εφημερίδας και στο πανηγυρικό φύλλο της ίδιας ημέρας ανατέθηκε στον νεαρό συντάκτη της Κωστή Μπαστιά, που δύο μήνες αργότερα θα αναλάβει αρχισυντάκτης, να γράψει το ολοσέλιδο μαχητικό άρθρο για τους αγώνες της εφημερίδας και την ιδεολογία μιας ολόκληρης παράταξης. Ο Μπαστιάς, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Παπαναστασίου με τα καθημερινά χρονογραφήματά του, ως και τα άλλα του κείμενα, έγραψε:

Συνεπληρώθη σήμερον ένας ολόκληρος χρόνος από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν η "Δημοκρατία" ενεφανίσθη το πρώτον, κατά την οποίαν υπό μυρίας δυσχερείας εξεδίδετο το δημοσιογραφικό όργανον ενός μεγάλου αγώνος! Δεν υπήρχε τίποτε, ούτε χρήματα, ούτε εγκαταστάσεις, ούτε όλα τα άλλα απαραίτητα μέσα τα οποία αποτελούν την αναγκαίαν προϋπόθεσιν δια την έκδοσιν μιας εφημερίδος. Αλλ’ αν δεν υπήρχον όλα αυτά υπήρχεν η ψυχή. Υπήρχεν όλος εκείνος ο ιερός ενθουσιασμός ο οποίος το πρώτον εξεδηλώθη τον Απρίλιον του 1921, όταν μία δεκάς τιμίων ιδεολόγων, θαρραλέων αγωνιστών συνήρχετο εις την οικίαν του ηγέτου της Δημοκρατικής Ενώσεως [Αλέξανδρου Παπαναστασίου] και απεφάσιζε να σώση την εις τον όλεθρον οδηγουμένην πατρίδα και εξέδιδε το περίφημον δημοκρατικόν μανιφέστον και ύψωνε έντονον την φωνήν διαμαρτυρίας κατά της τότε κρατούσης Κωνσταντινικής φαυλότητος εις στιγμάς κατά τας οποίας εις τον Ελληνικόν ορίζοντα δεν εκυριάρχει παρά ο αιματoβαμμένος θρόνος του κυριάρχου Βασιλέως.[1]

Δημοτικισμός, Γράμματα και Τέχνες στη Δημοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή που εκδίδεται η Δημοκρατία, ο δημοτικισμός, και μάλιστα στην μαχητική του μορφή, ήταν ζήτημα πολύ ευρύτερο από τη γλωσσολογική του πλευρά. Κάλυπτε ιδεολογικά όλο τον κοινωνικοπολιτικό χώρο. Η Δημοκρατία και οι δημοσιογράφοι της ήταν ταγμένοι σε αυτόν, όπως και στην εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η άφιξη την 1η Ιουλίου 1925 από το Παρίσι του «Δασκάλου», όπως τον αποκαλούσαν, δηλαδή του καθηγητή της École Nationale des langues orientales vivantes Γιάννη Ψυχάρη. Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Κωστής Μπαστιάς με δύο συνεργάτες, τον συνθέτη Μανόλη Καλομοίρη και τον γλωσσολόγο Μένο Φιλήντα κατέβηκαν στον Πειραιά να τον υποδεχτούν, όπου περίμεναν και πολύ άλλοι αγωνιστές του δημοτικισμού. Η εισαγωγή στη συνέντευξη που παίρνει ο Μπαστιάς, με πολεμική ορολογία, μας μεταφέρει στο πνεύμα της εποχής:

Την ώρα ακριβώς που οι βρυκόλακες του Μιστριωτισμού[2]ανέβηκαν και πάλι στην επιφάνεια για να [...] χαρίσουν στους Νεοέλληνες, ανάμεσα στα άλλα θερινά θεάματα, και το γελοίο θέαμα της εμφάνισής τους, ο μεγάλος επαναστάτης του «Ταξιδιού»[3], ο Ψυχάρης, βρίσκεται κοντά μας εμψυχωτής κι' ενθουσιαστής, όπως πάντα, με το χαμόγελο τού ικανοποιημένου αγωνιστή στα χείλια. Στην αποβάθρα του Πειραιά ένα επιτελείο από διαλεχτούς φίλους του Δασκάλου, όλοι εκείνοι οι παλιοί αγωνιστές που εκράτησαν ψηλά το φλάμπουρο της ιδέας σε στιγμές καταιγίδας, περίμεναν να φιλήσουν το χέρι του. Ο Φιλήντας[4], αυτό το πελώριο γλωσσολογικό τάνκς, που έχει σωριάσει σε γκρέμια ρημάδια όλα τα οχυρώματα του Χατζιδακικού[5]στρατοπέδου, ο [ποιητής] Ρήγας Γκόλφης, ο [πεζογράφος] Κώστας Παρορίτης, ο [ιστοριοδίφης Δημήτριος Π.] Πετροκόκκινος, ο [φιλόλογος και μεταφραστής Νικόλαος] Ποριώτης, ο Μανόλης Καλομοίρης [...] και ο υποφαινόμενος ανέβηκαν στο βαπόρι για να ευχηθούν το "καλώς ήρθες" στο Δάσκαλο.[6]

Φυσικά, ο ενθουσιασμός με τον Ψυχάρη ηρέμησε με το χρόνο, ειδικά μετά το θάνατό του το 1929, λόγω των ακραίων του θέσεων, αλλά η Δημοκρατία συνέχισε να θεωρείται σχολή καλής δημοσιογραφίας και πρωτοπόρος στα γράμματα και στις τέχνες. Ποιητές και λογοτέχνες έδωσαν με τα κείμενά τους ένα διαφορετικό ύφος στην εφημερίδα. Οι ποιητές Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης και Τάκης Παπατσώνης, οι λογοτέχνες Δημοσθένης Βουτυράς, Φώτος Γιοφύλλης, Μελής Νικολαΐδης, και Πέτρος Χάρης, ο σοσιαλιστής Νίκος Γιαννιός, οι εκπαιδευτικοί Δημήτρης Γληνός και Αλέξανδρος Δελμούζος, η σοσιαλίστρια μουσικοκριτικός Αύρα Θεοδωροπούλου, η κριτικός θεάτρου Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), ο κριτικός της λογοτεχνίας Κλέων Παράσχος, ο γλωσσολόγος Μένος Φιλήντας και ο χρονογράφος, θεατρικός κριτικός και πεζογράφος Κωστής Μπαστιάς παρακολουθούσαν όλη την πνευματική κίνηση και διοχέτευαν τις απόψεις τους στο αθηναϊκό κοινό.

Οι διώξεις της δικτατορίας του Παγκάλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το Μάιο του 1925, η διεύθυνση της Δημοκρατίας περιήλθε στους αδελφούς Ανδρέα και Δημήτριο Πουρνάρα, πιστούς οπαδούς του Παπαναστασίου. Αλλά πριν συμπληρώσουν μήνα ξέσπασε το στρατιωτικό πραξικόπημα του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, τη νύχτα της 25ης Ιουνίου. Στην αρχή η Δημοκρατική Ένωση, όπως και τα άλλα βενιζελογενή κόμματα, κάλυψαν την εκτροπή. Όταν, όμως, τον Ιούλιο 1925 άρχισε η δημοσίευση νομοθετικών διαταγμάτων με σκοπό τη φίμωση των εφημερίδων και τη δίωξή τους, η Δημοκρατία αποφάσισε, όπου λογόκρινε το καθεστώς κείμενα, να μην τα αντικαταστεί με άλλα, αλλά να αφήνει λευκά κενά με τη φράση "Η Δημοκρατία δεσμώτις". Μετά ορισμένες ολιγοήμερες απαγορεύσεις της κυκλοφορίας, στις 15 Φεβρουαρίου 1926 η δικτατορία διέταξε την οριστική παύση της κυκλοφορίας, τον εκτοπισμό του Παπαναστασίου στη Σαντορίνη και τη φυλάκιση του Δημήτρη Πουρνάρα. Την ίδια τύχη είχαν και άλλες εφημερίδες όπως Η Καθημερινή και ο Ριζοσπάστης.

Μετά την πτώση της δικτατορίας στις 19 Ιουλίου 1926, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και οι αδελφοί Πουρνάρα επανέκδοσαν τη Δημοκρατία, στις 27 Σεπτεμβρίου 1926. Η νέα περίοδος δεν κράτησε πολύ και η εφημερίδα έκλεισε στις 26 Φεβρουαρίου 1927. Στις 12 Ιουνίου 1932, ο Παπαναστασίου προσπάθησε ξανά να εκδώσει τη Δημοκρατία (Β΄ περίοδος) με διευθυντή τον πεζογράφο και δημοσιογράφο Στράτη Μυριβήλη[7], αλλά η εφημερίδα δεν μπόρεσε να επανακτήσει την παλιά της αίγλη και στις 4 Μαρτίου 1933 διακόπηκε οριστικά και αμετάκλητα η κυκλοφορία της.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μάγερ, Κώστας, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου, τ. Β΄, σελ. 234-241, Αθήναι 1959.
  • Ματθιόπουλος, Ευγένιος Δ., "Κωστής Παρθένης - Αλέξανδρος Παπαναστασίου", στο "Η Αβασίλευτη Δημοκρατία 1924-1935", "Επτά Ημέρες", εφημ. Η Καθημερινή, 21 Μαρτίου 2004.
  • Μπαστιάς, Γιάννης, «Ο Κωστής Μπαστιάς και η εφημερίδα Δημοκρατία», περ. Συριανά Γράμματα, σελ. 138-140, Ιούλιος 1997.
  • Μπαστιάς, Γιάννης, Κωστής Μπαστιάς —Δημοσιογραφία, Θέατρο, Λογοτεχνία (βιογραφία), κεφ. 6, "Η Δημοκρατία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1924-1926), σελ. 60-72, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005, ISBN 960-03-3969-4.
  • Παπαδημητρίου, Δέσποινα, "Η Δημοκρατία", στο Δρούλια, Λουκία — Κουτσοπανάγου, Γιούλα, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, τ. Α΄, σελ. 490-491, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), Αθήνα 2008, ISBN 978-960-7916-53-2.
  • Χριστόπουλος, Παναγιώτης Φ., Εφημερίδες αποκείμενες στη Βιβλιοθήκη της Βουλής (1789-1970), Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων - Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 1993.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωστής Μπαστιάς, "Επί της συμπληρώσεως έτους από της εκδόσεως της «Δημοκρατίας». Ο μέγας αγών της «Δημοκρατικής Ενώσεως» και της «Δημοκρατίας» προς εγκαθίδρυσιν του δημοκρατικού πολιτεύματος εν Ελλάδι", εφημ. Δημοκρατία, 21 Οκτωβρίου 1924.
  2. Αναφορά στονΓεώργιο Μιστριώτη (1839-1916), καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που υπήρξε, όπως ο ίδιος έλεγε, ο φοβερός πρόμαχος της καθαρεύουσας.
  3. Μυθιστόρημα με τις δημοτικιστικές απόψεις του Ψυχάρη.
  4. Ο Μένος Φιλήντας έγραψε την πρώτη επιστημονική γραμματική της νέας ελληνικής γλώσσας (1902).
  5. Αναφορά στον γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι (1848-1941), αντίπαλο των δημοτικιστών.
  6. Κωστής Μπαστιάς, "Οι Μεγάλοι Αγωνισταί, Λίγες ώρες με τον Ψυχάρη", εφημ. Δημοκρατία, 2 Ιουλίου 1925.
  7. Για τις ημερομηνίες έκδοσης της Δημοκρατίας υπάρχει αρκετή σύγχυση σε όσους δεν ερεύνησαν τα ίδια τα φύλλα και σχεδόν κανείς δεν αναφέρει τη Β΄ περίοδο. Στο εδώ λήμμα ακολουθήθηκαν τα ευρήματα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και το έργο του Π. Φ. Χριστόπουλου (1993).