Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ηγεμονία του Βελμπάζντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δεσποτάτο των Ντεγιάνοβιτς)
Ηγεμονία του Βελμπάζντ
Велбуждска кнежевина
1355 – 1395


Έμβλημα

Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Ηγεμονία του Βελμπάζντ (Principality of Velbazhd) και τα γειτονικά κρατίδια
Πρωτεύουσα Βελμπάζντ
Θρησκεία Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πολίτευμα Μοναρχία
Ιστορία
 -  Ίδρυση
 -  Κατάλυση

Η Ηγεμονία του Βελμπάζντ (βουλγαρικά: Велбъждско княжество), περισσότερη γνωστή ως Δεσποτάτο των Ντεγιάνοβιτς (σερβικά : Велбуждско деспотство, βουλγαρικά: Велбъждско деспотство‎‎) ήταν ένα από τα Σερβικά κρατίδια που εμφανίστηκαν κατά την διάλυση της Σερβικής Αυτοκρατορίας, ήταν ένα κρατίδιο που προέκυψε από την κατάρρευση της Σερβικής Αυτοκρατορίας τον 14ο αιώνα. Είχε έδρα την πόλη Βελμπάζντ (σημερινό Κιουστεντίλ της Βουλγαρίας) και κυβερνάτο αρχικώς από τον τοπικό φεουδάρχη άρχοντα Ντέγιαν Ντεγιάνοβιτς, και αργότερα από τους γιους του, Ιωάννη και Κωνσταντίνο, οι οποίοι ήταν γνωστοί και ως Δραγάσηδες (Δραγάσης, σερβικά: Ντράγκας) από το επώνυμο της βυζαντινής καταγωγής μητέρας τους. Το 1395, η ηγεμονία ενσωματώθηκε πλήρως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, στην οποία ήταν φόρου υποτελής από το 1373.

Ο ιδρυτής της ηγεμονίας, σεβαστοκράτορας Ντέγιαν Ντεγιάνοβιτς, ήταν ανώτατος αξιωματούχος στην υπηρεσία του Σέρβου Αυτοκράτορα Στέφανου Δουσάν, καθώς και γαμπρός του από το γάμο του με την ετεροθαλή αδελφή του, Θεοδώρα Νεμάνια. Ο Ντέγιαν ήταν ζουπάνος του Κουμάνοβο και του Πρέσεβο, και αργότερα πήρε τον τίτλο του Δεσπότη κατά τη βασιλεία του Σέρβου αυτοκράτορα Ούρεση Ε΄, γιου του Στέφανου Δουσάν, όταν και ανέλαβε τη διοίκηση της περιοχής του Άνω Στρυμόνα με την επικράτεια του Βελμπάζντ, μετά το θάνατο του ισχυρού πρώην τοπικού δεσπότη, Γιοβάν Όλιβερ Γκρτσκιτς. Μετά το θάνατο του Ντέγιαν μεταξύ περίπου των ετών 1358-1365, το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας του δόθηκε στον Βλάτκο Πάσκασιτς, εκτός των αρχικών του περιοχών του Κουμάνοβο και του Πρέσεβο, τις οπoίες άφησε στους γιους του, Ιωάννη και Κωνσταντίνο.

Κατά τη Μάχη του Έβρου το 1371 και την πτώση της Σερβικής Αυτοκρατορίας, η ηγεμονία εκτεινόταν μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Αξιού και περιελάμβανε τμήματα των σημερινών κρατών της Βουλγαρίας, Σερβίας και Βόρειας Μακεδονίας. Ο γιος του Ντέγιαν, ο δεσπότης Ιωάννης, και ο αδελφός του, ο βοεβόδας Κωνσταντίνος, επέκτειναν στη συνέχεια σε μεγάλη έκταση την επαρχία τους. Όχι μόνο επανέφεραν την ηγεμονία του πατέρα τους στα παλαιά της σύνορα, αλλά διπλασίασαν την επικράτεια, προς κάθε κατεύθυνση, κυρίως όμως στο νότο. Τα αδέλφια διαφέντευαν την αριστερή όχθη του ποταμού Αξιού, από το Κουμάνοβο μέχρι τη Στρώμνιτσα. Το 1373, ο Οθωμανικός στρατός υποχρέωσε τον Ιωάννη (τον οποίο οι Οθωμανοί αποκαλούσαν Σαρουγιάρ) στον Άνω Στρυμόνα, να αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Τούρκων. Αν και υποτελείς πλέον, τα αδέλφια είχαν τη δική τους κυβέρνηση, κόβοντας νόμισμα και εκδίδοντας διατάγματα. Η μερική αυτή αυτονομία οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Οθωμανοί γαζήδες πολεμιστές κατέκτησαν πολύ μεγαλύτερο έδαφος από αυτό στο οποίο η Αυτοκρατορία μπορούσε να ασκήσει άμεσο έλεγχο.

Το 1376, ο Κωνσταντίνος ανήλθε σε ανώτατη θέση στην κυβέρνηση του αδελφού του, με τα δυο αδέλφια να μοιράζονται σχεδόν την εξουσία. Καθώς τα αδέρφια Ντεγιάνοβις κατάγονταν και από τη δυναστεία των Νεμάνια ως εγγονοί του βασιλιά Στέφανου Ούρεση Γ΄, εργάστηκαν για να επεκτείνουν την εξουσία τους και ίσως να κυβερνήσουν το σύνολο της σερβικής επικράτειας. Γύρω στο 1378 όμως, ο Ιωάννης απεβίωσε, ενώ ο Κωνσταντίνος συνέχισε να κυβερνάει υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το 1379, ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς, ηγεμόνας της Σερβίας του Μοράβα, ξεχώρισε ως ο ισχυρότερος μεταξύ των Σέρβων φεουδαρχών. Υπέγραφε ως Αυτοκράτωρ της Σερβίας, αλλά αποδείχθηκε λιγότερο δυνατός ώστε να ενώσει όλες τις διάσπαρτες σερβικές ηγεμονίες υπό την εξουσία του. Αντιθέτως, ο Κωνσταντίνος Ντεγιάνοβιτς, οι Μπαλχίδες (ή Βάλσοι), ο Βουκ Μπράνκοβιτς, και ο Ράντοσλαβ Χλάπεν συνέχισαν να κυβερνούν στις ηγεμονίες τους χωρίς να συμβουλεύονται τον Λάζαρο. Το 1389 μάλιστα, ο Κωνσταντίνος επέτρεψε στον Οθωμανικό στρατό να διασχίσει το Κοσσυφοπέδιο, ενώ τού παρείχε και ένοπλες ομάδες προς υποστήριξη, πριν τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Η επικράτεια του Κωνσταντίνου ήταν πολύ κοντά στην τότε πρωτεύουσα των Οθωμανών, την Αδριανούπολη, έδρα του σουλτάνου, με αποτέλεσμα να μην δύναται να απαλλαχθεί από την υποτέλειά του στους Τούρκους.

Ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄, έχοντας κατακτήσει τη νότια Βουλγαρία, είδε μια ευκαιρία για την κατάκτηση της Βλαχίας όταν οι δυσαρεστημένοι Βλάχοι ευγενείς κάλεσαν τους Οθωμανούς για υποστήριξη εναντίον του ηγεμόνα της χώρας τους, Μιρτσέα Α΄. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας, Σιγισμόνδος του Λουξεμβούργου, υποστήριξε τον Μιρτσέα Α΄, και τον βοήθησε να διατηρηθεί στο θρόνο της Βλαχίας, ενώ ο Βαγιαζήτ οδήγησε ένα μεγάλο στρατό στη χώρα, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, των Σέρβων υποτελών του Στεφάνου Λαζάρεβιτς, Κωνσταντίνου Ντεγιάνοβιτς και Μάρκου Μρνιάβτσεβιτς. Στη Μάχη του Ρόβινε, στις 17 του Μάη 1395, όπου οι Βλάχοι νίκησαν τους εισβολείς Οθωμανούς, τόσο ο Μάρκος Μρνιάβτσεβιτς όσο και ο Κωνσταντίνος Ντεγιάνοβιτς σκοτώθηκαν. Αμέσως μετά, η επικράτεια του Κωνσταντίνου Ντεγιάνοβιτς έγινε οθωμανική επαρχία, εντασσόμενη από το προηγούμενο καθεστώς υποτέλειας και μερικής αυτονομίας στην πλήρη ενσωμάτωσή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.


  • Историјски атлас, Геокарта, Београд, 1999.
  • Денис Шехић - Демир Шехић, Историјски атлас Света, Београд, 2007.
  • Владимир Ћоровић, Илустрована историја Срба, књига друга, Београд, 2005.
  • Српски народ у другој половини XIV и у првој половини XV века, Зборник радова, Београд, 1989.
  • Милош Благојевић, Србија Немањића и Хиландар, Београд - Нови Сад, 1998.