Γεώργιος Β΄ της Γεωργίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Β΄ της Γεωργίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1054
Γεωργία
Θάνατος1112
Χώρα πολιτογράφησηςΓεωργία
ΘρησκείαΓεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός[1]
Οικογένεια
ΣύζυγοςHelena
ΤέκναΔαβίδ Δ΄ της Γεωργίας
ΓονείςΒαγράτιος Δ΄ της Γεωργίας και Μπορένα της Αλανίας
ΑδέλφιαΜαρία η Αλανή
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Να μη συγχέεται με τον Γεώργιο Β΄ Καθολικό του Κάρτλι (αρχιεράτευσε το διάστημα 826–838).

Ο Γεώργιος Β΄ (γεωργιανά: გიორგი II , Giorgi II) (π. 1054 – 1112), από τον Οίκο των Βαγρατιδών, ήταν βασιλιάς της Γεωργίας από το 1072 έως το 1089. Ήταν γιος και διάδοχος του Βαγράτ Δ΄ και της συζύγου του Μπορένα της Αλανίας. Ανίκανος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνεχείς Σελτζουκικές επιθέσεις και πιεσμένος από εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του, ο Γεώργιος Β΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του ενεργητικού γιου του Δαυίδ Δ΄, στον οποίο παρέμεινε ονομαστικός συγκυβερνήτης μέχρι το τέλος του το 1112. Κατείχε επίσης τους υψηλούς Βυζαντινούς τίτλους του κουροπαλάτη (περί το 1060) και του καίσαρα (περί το 1081).

Πρώιμη βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παιδική ηλικία του Γεωργίου συνέπεσε με τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τού πατέρα του Βαγράτ Δ΄ (βασ. 1027–1072) και τού επαναστατημένου Γεωργιανού φεουδάρχη Λιπάριτ, ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει προσωρινά τον Βαγράτ Δ΄ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και έστεψε τον Γεώργιο Β΄ βασιλιά στον καθεδρικό ναό Ρουίσι μεταξύ 1050 και 1053, υπό την αντιβασιλεία της αδελφής τού Βαγράτ Δ΄, Γκουραντούχτ. Στην πραγματικότητα, ο Λιπάριτ έγινε ο κύριος του μισού σχεδόν Γεωργιανού βασιλείου και ο ισχυρότερος άρχοντας στη χώρα. Μέχρι το 1060 ο Βαγράτ Δ΄ είχε καταφέρει να εξασφαλίσει τον θρόνο και έκανε τον Γεώργιο Β΄ κληρονόμο του, στον οποίο ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας απέδωσε τον τίτλο τού κουροπαλάτη. Στο 1070 ο πρίγκιπας Γεώργιος Β΄, επικεφαλής ενός συνδυασμένου Γεωργιανο-Aλανικού στρατού, προκάλεσε μία αποφασιστική ήττα στον Σαδαδίδη εμίρη του Aρράν, Φαντλ Β΄ και λεηλάτησε τις ιδιοκτησίες του στη Γκαντζά.

Σελτζουκικές επιδρομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα του Γεωργίου Β', 1081–1089.
Καταστατικό του βασιλιά Γεωργίου Β' της Γεωργίας.

Ο Γεώργιος Β΄ διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Γεωργίας τον πατέρα του μετά το τέλος εκείνου το 1072 και έλαβε τον τίτλο του νοβελίσσιμου και αργότερα του σεβαστού από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Έναν χρόνο αργότερα, αντιμετώπισε μία μεγάλη αριστοκρατική εξέγερση με επικεφαλής τους Νιάνια Κβαπούλις-ντζε, Ιβάνε Λιπαρίτισ-ντζε και Βάρνταν του Σβανέτι. Αν και νικητής, ο βασιλιάς έπρεπε να εξαγοράσει την πίστη των επαναστατών, δίνοντάς τους γενναιόδωρα επιπλέον κτήματα. Σύντομα η Γεωργία δέχτηκε ξανά επίθεση από τους Σελτζούκους, έναν νομαδικό Τουρκικό λαό, που θα αποδεικνυόταν μεγάλος κίνδυνος για τη βασιλεία του Γεωργίου Β΄. Μετά την καταστροφή του Κάρτλι (κεντρική Γεωργία) το 1073 από τον Σελτζούκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, ο Γεώργιος απέκρουσε επιτυχώς μία εισβολή, που διέταξε ένας Τούρκος στρατηγός, τον οποίο άφησε ο σουλτάνος· ο στρατηγός που ήταν υπεύθυνος για τον Καύκασο. Ο βασιλιάς εξασφάλισε επίσης την επίσημη επιστροφή του Άνω Τάο / Τάυκ (Θέμα της Ιβηρίας), μία συνοριακή περιοχή που υπήρξε μήλο της έριδος μεταξύ Γεωργίας και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 11ου αι., από τον Βυζαντινό κυβερνήτη Γρηγόριο Πακουριανό, ο οποίος ξεκίνησε να εκκενώνει την περιοχή λίγο μετά την καταστροφή του 1071, που προκάλεσαν οι Σελτζούκοι στον Βυζαντινό στρατό στο Μαντζικέρτ. Με την ευκαιρία αυτή, ο Γεώργιος Β΄ έλαβε τον Βυζαντινό τίτλο του καίσαρα, παραχώρησε το φρούριο του Καρς και τέθηκε επικεφαλής των Αυτοκρατορικών ανατολικών ορίων. Ωστόσο αυτό δεν βοήθησε στην αναχαίτιση της προέλασης των Σελτζούκων. Το 1076 ο Σελτζούκος σουλτάνος Μαλίκ Σαχ Α΄ εισέβαλε στη Γεωργία και κατέστρεψε έως εδάφους πολλούς οικισμούς. Παρενοχλούμενος από τη μαζική Τουρκική εισροή, γνωστή στη Γεωργιανή ιστορία ως didi turkoba ή Μεγάλη Τουρκική Εισβολή, από το 1079/80 και μετά, ο Γεώργιος Β΄ πιέστηκε να υποταχθεί στον Mαλίκ-Σαχ, για να εξασφαλίσει έναν πολύτιμο βαθμό ειρήνης με αντάλλαγμα έναν ετήσιο φόρο. Ο Γεώργιος Β΄ μπόρεσε ακόμη και να συγκεντρώσει τη στρατιωτική υποστήριξη των Σελτζούκων στην εκστρατεία του με στόχο να επαναφέρει το ανατολικό Γεωργιανό βασίλειο της Καχετίας, το οποίο αντιστεκόταν για πολύ καιρό στις προσπάθειες προσάρτησης των Βαγκρατιδών, σε ένα ενοποιημένο Γεωργιανό βασίλειο. Ωστόσο, κουρασμένος από μία παρατεταμένη πολιορκία του Καχετιανού οχυρού Βεζίνι, όταν έπεσε χιόνι ο Γεώργιος Β΄ εγκατέλειψε την εκστρατεία και κατευθύνθηκε προς τα δάση Ατζαμέτι, για να απαλύνει την απογοήτευσή του κυνηγώντας. Οι Σελτζούκοι βοηθοί ήραν επίσης την πολιορκία και λεηλάτησαν την εύφορη κοιλάδα Iόρι στο Kαχέτι. Ο Αγσαρτάν Α΄ της Καχετίας πήγε στον σουλτάνο, για να δηλώσει την υποταγή του και σε ένδειξη πίστης ασπάστηκε το Ισλάμ, κερδίζοντας έτσι την προστασία των Σελτζούκων ενάντια στις φιλοδοξίες του Γεωργιανού στέμματος. [2]

Κατάθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ταλαντευόμενος χαρακτήρας του Γεωργίου Β΄ και οι ατελέσφορες πολιτικές αποφάσεις του, σε συνδυασμό με τον ζυγό των Σελτζούκων, έφεραν το Βασίλειο της Γεωργίας σε μία βαθιά κρίση, που κορυφώθηκε με τον καταστροφικό σεισμό, που έπληξε τη Γεωργία το 1088. Το 1089 ο Γεώργιος Β΄ παρέδωσε το στέμμα στον ρωμαλέο 16χρονο γιο του Δαβίδ. Αυτή η αλλαγή καλύπτεται από μυστήριο και αναφέρεται μόνο εν παρόδω στα Γεωργιανά χρονικά. Το μόνο που καταγράφεται είναι, ότι ο Γεώργιος Β΄ έστεψε τον γιο του βασιλιά με τα χέρια του και μετά εξαφανίζεται από το χρονικό. Πιθανότατα αναγκάστηκε από τους ευγενείς του σε ένα ανακτορικό πραξικόπημα, που είχε οργανωθεί από τον πανίσχυρο υπουργό επίσκοπο Γκιόργκι Κονντιντέλι, να παραιτηθεί υπέρ του Δαβίδ. Ο Γεώργιος Β΄ αναφέρεται σε προσευχές, που χρονολογούνται το 1203, ως «βασιλιάς των βασιλέων και καίσαρας όλης της Ανατολής και της Δύσης», που υποδηλώνει ότι ήταν ακόμη ζωντανός και είχε λάβει κάποιους τίτλους από τον βασιλεύοντα γιο του, αλλά δεν ασκούσε πραγματική εξουσία.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. pantheon.world/profile/person/George_II_of_Georgia.
  2. Lordkipanidze, Mariam Davydovna; Hewitt, George B. (1987), Georgia in the XI-XII Centuries, pp. 76–78.