Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βιντσέντζο Μπελίνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βιντσέντζο Μπελίνι
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Vincenzo Salvatore Carmelo Francesco Bellini (Ιταλικά)
Προφορά
Γέννηση3  Νοεμβρίου 1801[1][2][3]
Κατάνια[4][5][6]
Θάνατος23  Σεπτεμβρίου 1835[1][2][3]
Πυτώ[5][6]
Αιτία θανάτουδυσεντερία
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο του Περ-Λασαίζ (48°51′38″ s. š., 2°23′35″ v. d.)[7] και καθεδρικός ναός της Κατάνια[8]
ΚατοικίαVilla Passalacqua
Χώρα πολιτογράφησηςKingdom of Sicily (1734-1816)
Ιδιότητασυνθέτης
Κίνημαρομαντική μουσική
Είδος τέχνηςόπερα και συμφωνία
Καλλιτεχνικά ρεύματαρομαντική μουσική
Σημαντικά έργαΝόρμα, Υπνοβάτις, I Capuleti e i Montecchi, Οι Πουριτανοί και La straniera
ΒραβεύσειςΙππότης της Λεγεώνας της Τιμής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βιντσέντζο Μπελλίνι ή Βικέντιος Μπελλίνι (Ιταλικά: Vincenzo Bellini, 3 Νοεμβρίου 1801, Κατάνια – 23 Σεπτεμβρίου 1835, Πυτώ) ήταν Ιταλός συνθέτης, από τους πιο σημαντικούς συνθέτες όπερας του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Μπελλίνι, κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, συνέθεσε συνολικά δέκα όπερες, από τις οποίες οι πιο διάσημες είναι η Υπνοβάτις, η Νόρμα και Οι Πουριτανοί. Μαζί με τον Τζοακίνο Ροσσίνι και τον Γκαετάνο Ντονιτσέτι θεωρείται από τους πιο σπουδαίους συνθέτες της ιταλικής εποχής του μπελ κάντο, των αρχών του 19ου αιώνα.

Νεανικά χρόνια και σπουδές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βιντσέντζο Σαλβατόρε Καρμέλο Φραντσέσκο Μπελλίνι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στην Κατάνια της Σικελίας το 1801. Ήταν γιος του Ροζάριο Μπελλίνι, συνθέτη, και της Άγκατα Φερλίτο, ενώ ο παππούς του, Βινσέντζο Τομπία Νικόλα Μπελλίνι [σημ. 1] ήταν σημαντικός συνθέτης ιερής μουσικής, με καταγωγή από το Αμπρούτσο. Ο Μπελίνι έδειξε έφεση για τη μουσική από πολύ νωρίς και στην ηλικία των 14 ετών μετακόμισε στην οικία του παππού του για να σπουδάσει μαζί του Αρμονία και αντίστιξη, έχοντας ήδη εμφανίσει την υψηλή του προδιάθεση για τη σύνθεση . Το 1818 του χορηγήθηκε υποτροφία από τη Δημοτική Σύγκλητο για περαιτέρω σπουδές στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής του Σαν Σεμπαστιάνο της Νάπολης.[9]

Στη Νάπολη, σπούδασε υπό τον Νικολό Τσινγκαρέλλι, και από πολύ νωρίς, πριν περατώσει τις σπουδές του, άρχισε να συνθέτει με μεγάλη επιτυχία, όπως την όπερα Άντελσον και Σαλβίνι, που φανερώνει έναν συνθέτη σπουδαγμένο αλλά όχι ιδιαίτερο πρωτότυπο, και κάποια έργα εκκλησιαστικής μουσικής. Τον επόμενο χρόνο, παρουσιάζει στο θέατρο Σαν Κάρλο της Νεάπολης την όπερα Μπιάνκα και Φερνάντο. Μετά και την επιτυχία που σημείωσε, κλήθηκε πλέον να συνεργαστεί με το περίφημο μουσικό θέατρο της Ιταλίας, τη Σκάλα του Μιλάνου.[10]

Καλλιτεχνική πορεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Μιλάνο γνώρισε τον Φελίτσε Ρομάνι, λιμπρετίστα των σημαντικότερων συνθετών της εποχής του. Η συνεργασία τους θα διαρκέσει 6 χρόνια και θα μας αφήσει 7 όπερες. Ο Μπελίνι συχνά συμμετείχε στη δραματουργική εξέλιξη της πλοκής, κάποιες φορές δούλεψαν τα λιμπρέτα πλάι πλάι. Η πλοκή της πρώτης τους όπερας, Ο πειρατής δεν απέχει πολύ από την ιστορία της όπερας Μπιάνκα και Φερνάντο όμως η συμβολή του έμπειρου Ρομάνι είναι καθοριστική για το σύνολο του έργου. Με τον Πειρατή ο Μπελίνι κέρδισε αμέσως το κοινό του Μιλάνου και η πρεμιέρα του στις 27Οκτωβρίου 1827 μπορεί να θεωρηθεί η απαρχή της ρομαντικής εποχής του ιταλικού μελοδράματος. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των έργων του Μπελίνι είναι η συμφωνία μεταξύ μουσικής και λόγου. Όπως εξηγεί ο ίδιος ο συνθέτης σε μια επιστολή του[11], φανερώνοντας πως στη κορυφή των σκέψεών του ήταν η επίδραση που θα έχει η μουσική του στο κοινό:

Μεγάλο μέρος της επιτυχίας εξαρτάται από την επιλογή ενός ενδιαφέροντος θέματος, με αντιθέσεις, πάθη και ανατροπές, που να αποδίδονται με αρμονικούς στίχους... Μετά κλείνομαι στο δωμάτιο και αρχίζω να απαγγέλω τους στίχους με όλη τη ζέση του πάθους και παρατηρώντας τους κυματισμούς της φωνής μου βρίσκω τα μουσικά μοτίβα που θα μεταδώσουν αυτό το πάθος στους άλλους.

Αμέσως μετά ακολούθησε η Ξένη, της οποίας η επιτυχία ξεπέρασε κάθε προσδοκία φθάνοντας τις τριάντα συνεχείς παραστάσεις. Σε εφημερίδα της εποχής γράφτηκε ότι ποτέ δεν είχε πέσει τόση σιωπή στο κοινό της Σκάλας. Τα θεατρικά ήθη της εποχής δεν επέβαλαν στο κοινό απόλυτη σιωπή, όπως συνηθίζεται στις μέρες μας, τη σιωπή, δηλαδή το πλήρες καθήλωμα του κοινού, ο καλλιτέχνης έπρεπε να το κερδίσει με το σπαθί του.[12] Με αυτό το έργο, ο Μπελίνι και ο Ρομάνι επιχείρησαν μια κλασικιστική στροφή, που έμεινε στο επίκεντρο της δουλειάς τους από την Ξένη μέχρι τη Νόρμα. Ο Εκτόρ Μπερλιόζ εκθείαζε αυτή την όπερα περισσότερο από όλες τις άλλες του Μπελίνι. Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, που συνήθιζε να παίζει διάφορα κομμάτια από τις όπερες του Μπελίνι, έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στην Ξένη. Ένας από τους λόγους που έκαναν αυτή την όπερα να μην επαναλαμβάνεται συχνά, ήταν η δυσκολία να βρεθεί η κατάλληλη πρωταγωνίστρια και μόνο η Ρενάτα Σκότο τη δεκαετία του '60 κατάφερε να την αποδώσει επάξια.

Το 1829, για τα εγκαίνια του Δουκικού Θεάτρου της Πάρμας, ο Ρομάνι και ο Μπελίνι παρουσιάζουν τη Ζαΐρα, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1830 αναθέτουν στον Μπελίνι να ετοιμάσει μια όπερα για την περίοδο του Καρναβαλιού της Βενετίας στο Θέατρο Λα Φενίτσε. Ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του ο Μπελίνι ήταν λίγος, μόλις 6 εβδομάδες. Ο Ρομάνι είχε γράψει το 1825 για τον Νικόλα Βακάι το λιμπρέτο της όπερας Ιουλιέτα και Ρωμαίος, λιμπρέτο της οποίας είχε κρατήσει τα δικαιώματα. Σε αυτούς τους στίχους ο Ρομάνι έκανε κάποιες μικρές αλλαγές και ο συνθέτης, λόγω πίεσης χρόνου, χρησιμοποίησε 8 κομμάτια από την Ζαΐρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα όπερα με τίτλο Οι Καπουλέτοι και οι Μοντέκκοι. Παρόλο που το στυλ κάποιων κομματιών στερείται ομοιογένειας, οι αποστάσεις ανάμεσα στον λυρισμό του Τσινγκαρέλλι, τον ρομαντισμό του Βακάι και και τον νεοκλασικισμό του Ροσσίνι γεφυρώνονται μέχρι την τελευταία σκηνή του θανάτου των δυο άτυχων εραστών στον τάφο των Καπουλέτι. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν για την τεράστια επιτυχία των παραστάσεων, όπου το κοινό παραληρούσε από ενθουσιασμό. Η αμοιβή του Μπελίνι, μετά από αυτή την όπερα, είχε φτάσει το ποσό των 10.400 φράγκων, ποσό που δεν είχε δοθεί ποτέ σε κανέναν συνθέτη όπερας.[13]

Ακολούθησε ο μεγάλος θρίαμβος στο έργο του Υπνοβάτις, στο Μιλάνο το 1831. Το λιμπρέτο βασίστηκε στο μπαλέτο-παντομίμα του 1827 La Somnambule ou L'arrivée d'un nouveau seigneur, του Εζέν Σκριμπ, σε μουσική του Ντανιέλ Ωμπέρ, βασισμένο με τη σειρά του στην κωμωδία Βοντβίλ με τίτλο La Somnambule, που είχε γράψει ο Σκριμπ το 1819. Η Υπνοβάτις, έχει ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά, μοναδικά στο ρομαντικό ιταλικό μελόδραμα, χαρακτηριστικά όπως το στυλ και η αφελής απλότητα της παρτιτούρας, που είναι απόρροια της προέλευσής της από τον χώρο του μπαλέτου. Το θέμα του τρυφερού έρωτα μετ' εμποδίων μεταξύ της Αμίνας και του Ελβίνο πρόσφερε στον Μπελίνι την ευκαιρία να ενισχύσει τη δική του λυρική φλέβα. Η μελωδία συνδυάζεται σε συνοχή με το θέμα, ενώ η ορχήστρα περιορίζεται στο να συνοδεύει τη φωνή με αξιοθαύμαστη απλότητα. Το έργο κορυφώνεται σε μια από τις πιο θαυμάσιες άριες για σοπράνο: το περίφημο Ah, non credea mirarti, το οποίο τραγουδά η πρωταγωνίστρια ενώ υπνοβατεί. Η σοπράνο Τζουντίτα Πάστα, που ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια πρεμιέρα, χαιρετήθηκε ως η σημαντικότερη αοιδός της εποχής της και ο τενόρος Τζιοβάνι Μπατίστα Ρουμπίνι καθιερώθηκε ως ο ιδανικότερος ερμηνευτής των συνθέσεων του Μπελίνι.[14]

Σειρά είχε η μεγάλη επιτυχία του ιταλικού μελοδράματος Νόρμα, σε λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι. Για μια ακόμη φορά ο Ρομάνι κατέφυγε σε μια πρόσφατη επιτυχία του γαλλικού θεάτρου, την πεντάπρακτη τραγωδία Νόρμα του Αλεξάντρ Σουμέ. Στην Α' πράξη της Νόρμας συναντάμε την πιο διάσιμη από τις άριες του Μπελίνι, την Casta Diva. Τη βραδιά των εγκαινίων, η όπερα έγινε δεκτή με ψυχρή αδιαφορία, κάτι που για τον Μπελίνι, συνηθισμένο πλέον στις πιο θερμές επευφημίες του κοινού, ισοδυναμούσε με φιάσκο. Οι αιτίες πολλές, όπως το ότι η πρωταγωνίστρια απέτυχε στην απόδοση της άριας Casta Diva, το δε κοινό αποτελούνταν κατά ένα μεγάλο μέρος από κλακαδόρους των αντιπάλων του συνθέτη. Η παράσταση της δεύτερης βραδιάς ήταν πιο επιτυχημένη και το θέατρο γεμάτο. Συνολικά, η Νόρμα ανέβηκε για 34 παραστάσεις στην πρώτη της σεζόν στη Σκάλα και σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο δημοφιλής και μέσα σε λίγα χρόνια είχε κατακτήσει όλη την Ευρώπη.

Η όπερα Μπεατρίτσε ντι Τέντα, που παρουσιάστηκε στη Βενετία στις 16 Μαρτίου 1833, ήταν η μόνη πραγματική αποτυχία του Μπελίνι. Το βασικό προσόν των έργων του, η ένωση μουσικής, λόγου και δράσης εκλείπει στη συγκεκριμένη όπερα, η αποτυχία της οποίας έφερε τριβές και ρήξη ανάμεσα στο συνθέτη και το λιμπρετίστα του, τον Ρομάνι.

Στις 10 Απριλίου 1833 αναχώρησε για το Λονδίνο, για το ανέβασμα στο Βασιλικό Θέατρο των έργων του Ο Πειρατής, Οι Καπουλέτοι και οι Μοντέκκοι και Νόρμα. Αν και η αγγλική πρωτεύουσα ενθουσίασε τον συνθέτη, τα έργα του το λονδρέζικο κοινό τα υποδέχτηκε με ψυχρότητα. Το Λονδίνο ήταν ακόμη υπό την επήρεια της μουσικής του Ροσσίνι και θα περάσουν τουλάχιστον 2 χρόνια πριν αγαπήσει και τη μουσική του Μπελίνι.[15] Τον Αύγουστο του 1833, με το τέλος της σεζόν στο Λονδίνο, ο Μπελίνι έφυγε για το Παρίσι. Εκεί, ανέβηκαν προηγούμενα έργα του στο Théâtre italien και τον Ιανουάριο του 1835 ανέβηκε το νέο του έργο, Οι Πουριτανοί, που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία.[16] Στο Παρίσι ο Μπελίνι ήρθε σε επαφή με πολλά μεγάλα ονόματα της τέχνης και των γραμμάτων, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας), ο Αλφρέ ντε Μυσσέ, η Γεωργία Σάνδη, ο Τζάκομο Μάιερμπεερ, ο Φραντς Λιστ, ο Σοπέν και έγινε φίλος με τον Ροσσίνι, που κι αυτός εργαζόταν εκείνο το διάστημα στο Παρίσι.

Ο τάφος του Μπελίνι στην Κατάνια

Ο Μπελίνι πέθανε από ελκώδη κολίτιδα σε ηλικία 34 ετών στο Πυτώ της Γαλλίας. Τάφηκε στο κοιμητήριο Περ-Λασαίζ στο Παρίσι αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κατάνια το 1876, όπου θάφτηκαν μέσα στον καθεδρικό ναό της πόλης. Στη γενέτειρά του υπάρχει μαρμάρινος ανδριάντας του, περιβαλλόμενος στη βάση με τέσσερα αγάλματα ηρώων των έργων του, του Αρτούρο από τους Πουριτανούς, του Πειρατή, της Υπνοβάτιδος και της Νόρμας. Η Λυρική Σκηνή της Κατάνιας, που εγκαινιάστηκε το 1890 με το ανέβασμα της Νόρμας, φέρει το όνομά του (Teatro Massimo Vincenzo Bellini)[17]

Ο ανδριάντας του Β. Μπελλίνι στη γενέτειρά του.

Γενικά ο Μπελίνι αντιπροσωπεύει τον ρομαντισμό και την ελεγειακή μορφή του ιταλικού μελοδράματος. Είχε επιβληθεί περισσότερο για τη φυσικότητα της μουσικής του σύνθεσης, που τόσο θαύμαζε ο Βάγκνερ και που φαίνεται να είχε υποστεί την επίδρασή της τουλάχιστον στα πρώτα έργα του. Η απαιτητική μουσική του Μπελίνι χρειαζόταν και τις ανάλογες φωνές, όπως ήταν η Τζουντίτα Πάστα, η Τζούλια Γκρίζι, η Μαρία Μαλιμπράν, ο Ρουμπίνι, ο Ντομένικο Ντοντζέλι και στον 20ο αιώνα η Μαρία Κάλλας και η Τζόαν Σάδερλαντ.[18]

  1. Για να διακρίνεται από τον εγγονό του, πολλές φορές αναφέρεται ως Μπελλίνι ο Πρεσβύτερος
  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. 13ος, σελ. 932.
  • Lanza Tomasi, Gioacchino (2001), Vincenzo Bellini, Sellerio editore Palermo, ISBN 88-389-17400
  • Γαλατόπουλος, Στέλιος (2002), Bellini: Life, Times, Music (1801-35), London, Sanctuary Publishing, ISBN 9781860744051
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13891318z. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Vincenzo-Bellini. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. 6,0 6,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 424. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  7. 7,0 7,1 A. Henry: «Le Père Lachaise historique, monumental et biographique» (Γαλλικά) A. Henry. Παρίσι. 1852. σελ. 42.
  8. 8,0 8,1 «The New Grove Dictionary of Opera». 21  Μαΐου 1998. Ανακτήθηκε στις 20  Μαΐου 2024. σελ. 390.
  9. Harold Rosenthal -John Warrack (Ιταλική έκδοση: Luciano Alberti) (1991). «Bellini, Vincenzo». Dizionario enciclopedico dell'opera lirica. Φλωρεντία: Le lettere. σελίδες 72–73. ISBN 88 7166 038 2. 
  10. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.22-47
  11. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.58-59
  12. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.79
  13. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.96
  14. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.105
  15. Gioacchino Lanza Tomasi, 2001, σελ.134-135
  16. «Bellini, Vincenzo». Enciclopedia Italiana
Treccani. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  17. «Il Teatro Massimo Bellini». Επίσημος ιστότοπος του Θεάτρου. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  18. Γιάννης και Ανθούλα Παπαδοπούλου (2001). «VII. Η Ιταλική όπερα τον 19ο αιώνα». Όπερα, Διαδρομή στα Λυρικά Μονοπάτια. Αθήνα: Μουσικός οίκος Φίλιππος Νάκας. σελίδες 101–103. ISBN 960-290-571-9.