Αρχή της δεδηλωμένης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών,[1][2] δηλαδή τουλάχιστον 151 από τους 300 για τη Βουλή των Ελλήνων. Διαχρονικά αυτή η εμπιστοσύνη δηλώνεται με σχετική ψηφοφορία της Βουλής μετά από κάθε σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία συνήθως, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.

Στην Ελλάδα η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε άτυπα το 1875. Από το 1870 και μετά, είχε τεθεί αρκετές φορές ο προβληματισμός σημαντικού αριθμού βουλευτών για τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας. Ο προβληματισμός εκφράστηκε και από πολιτικούς όπως ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος και ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.[3] Καθοριστική παρέμβαση ήταν άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη στην εφημερίδα Καιροί της 29ης Ιουνίου 1874 με τον τίτλο «Τίς πταίει», στο οποίο κατηγορούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α' ότι εφάρμοζε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, επειδή διόριζε κατά βούληση πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τα αποτελέσματα των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών.[4] Αποκορύφωμα της πολιτικής ανωμαλίας την άνοιξη του 1875 ήταν τα λεγόμενα Στηλιτικά, ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα εκ μέρους του Δημήτριου Βούλγαρη προκειμένου να έχει νομοθετικό έργο χωρίς να κατέχει την πλειοψηφία των εδρών.[5] Μετά την αναταραχή που προκλήθηκε, πρωθυπουργός διορίστηκε ο Τρικούπης που αμέσως ζήτησε εκλογές. Παρά την εκλογική αποτυχία του ίδιου, επιτυχία του ήταν ότι ο Γεώργιος ο Α' δεσμεύτηκε τον Αύγουστο του 1875 στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ'εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους, απεκδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος.

— Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας στον Λόγο του Θρόνου του 1875[6]

Ρητή διάταξη έγινε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 και διατηρήθηκε στα νεότερα Συντάγματα[7]

Στο Σύνταγμα του 1975 και την αναθεώρησή του 1986 καθορίστηκαν οι ελευθερίες και υποχρεώσεις του Αρχηγού του Κράτους ως προς τα πρόσωπα στα οποία δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Με λεπτομερείς διατάξεις αποτρέπεται ο κίνδυνος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να περιφρονήσει την ιεραρχία του κόμματος και να διορίσει πρωθυπουργό άλλο στέλεχός του ή κατά τον Αναστάση Πεπονή «να καλέσει οποιονδήποτε φίλο του [...] και να τον χρίσει πρωθυπουργό».[8], σύμφωνα με τη ρήση του βασιλιά Παύλου του Α' ότι μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό «ακόμη και τον κηπουρό του». [9]

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να διορίσει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος (ή αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος)[10][11] που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών[12]. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής και εφόσον αποτύχει διαδοχικά στους αρχηγούς των υπόλοιπων κομμάτων.[11]

Στο ισχύον Σύνταγμα είναι ρητά κατοχυρωμένη στο άρθρο 37 παράγρ. 2 εδ. α΄.[13][11] Κατά το άρθρο 84 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.[14] Η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Η πρόταση εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 84, παρ. 6 γίνεται δεκτή με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, άποψη με την οποία συμφωνούν οι συνταγματολόγοι Μάνεσης, Βενιζέλος και Σπυρόπουλος[15]. Με αυτή την ερμηνεία διαφωνούσε ο Δημήτρης Τσάτσος υποστηρίζοντας ότι αφορά μόνο τη νέα έκφραση εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια της θητείας της.[16]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πετρίδης, σ.126
  2. Τσάτσος, σ.322-323,326,330 και Α.Πεπονή, Η αναθεώρηση του 1986, Αθήνα-Κομοτηνή 1986, σ.67 (όπως αναφέρεται στον Τσάτσο).
  3. Πετρίδης, σ. 91-96
  4. Πετρίδης, σ. 97-113
  5. Πετρίδης, σ. 117-125
  6. Πετρίδης, σ.125
  7. άρθρο 89, Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας 1927 (ΦΕΚ A 107/1927).
  8. Τσάτσος, σ.325
  9. Πρωθυπουργός και κηπουροί, Δημήτρης Κ. Ψυχογιός, το ΒΗΜΑ, 31/08/2010
  10. Τσάτσος, σ.324-326
  11. 11,0 11,1 11,2 Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 37, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τ.Α' 120/27.6.2008 Αρχειοθετήθηκε 2015-06-27 στο Wayback Machine., Εθνικό Τυπογραφείο.
  12. Κ. Παπακωνσταντίνου - Λ. Κατσίρας, "Πολιτική και Δίκαιο", ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009, σ. 53
  13. Αδαμόπουλος Γιάννης, Η αρχή της δεδηλωμένης υπό το φως των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων Αρχειοθετήθηκε 2012-02-01 στο Wayback Machine., Η Καθημερινή, 19-11-11
  14. Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 84, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τ.Α' 120/27.6.2008 Αρχειοθετήθηκε 2015-06-27 στο Wayback Machine., Εθνικό Τυπογραφείο.
  15. Α. Μάνεσης, "Η νομικοπολιτική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986", Δίκαιο και πολιτική, τχ. 13-14, σ.28 · Ευ. Βενιζέλος, "Οι κυβερνήσεις μειοψηφίας και η επιστροφή στην "Διάκριση των Εξουσιών" κατά το Σύνταγμα του 1975", ανάτυπο από τα Σύγχρονα Θέματα, 1981, σ.16 και Φ. Σπυρόπουλος, "Τι πλειοψηφία απαιτείται για την έκφραση εμπιστοσύνης της Βουλής στη νέα Κυβέρνηση", Δίκαιο και Πολιτική, τχ.11, 1985, σ.55 επ. κυρίως σ.58 επ. όπως αναφέρονται στο Τσάτσος, σ.327-328
  16. Τσάτσος, σ.327-330 και Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι. Γ' έκδοση 1985, σ. 371-372.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πετρίδης Παύλος, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία, τ. Β' 1862-1927, Γκοβόστης ISBN 9602708298
  • Τσάτσος Δημήτρης, «Ποιος θα γίνει Πρωθυπουργός; Ο ρόλος του Προέδρου», Ελληνική Πολιτεία 1974-1997, Καστανιώτης, Αθήνα, 1998 ISBN 9600320764