Αραβοσιτέλαιο
Αραβοσιτέλαιο σε πλαστικό μπουκάλι των 5 λίτρων | |
Σύσταση | |
---|---|
Λιπαρά συστατικά | |
Κορεσμένα | 12,9% Παλμιτικό οξύ: 10,58% Στεατικό οξύ:1,85% |
Ολικά ακόρεστα | >87% |
Μονοακόρεστα | 27,6 % Ελαϊκό οξύ: 27,3% |
Πολυακόρεστα | 59,6 % Λινελαϊκό οξύ:54,0% α-Λινολενικό οξύ:1,16% |
Ιδιότητες | |
Ενέργεια ανά 100γρ. | 900 kcal |
Σημείο τήξης | −11,0 °C |
Σημείο καπνού | 232 °C (εξευγενισμένο) |
Κατάσταση σε 20°C | Υγρό |
Ειδικό βάρος σε 25°C | 0,915 - 0,92 |
Ιξώδες σε 40°C | 31 cP |
Δείκτης διάθλασης | 1,465 - 4,466 |
Αριθμός Ιωδίου | 109 - 133 |
Αριθμός σαπωνοποίησης | 187-196 |
Το αραβοσιτέλαιο ή καλαμποκέλαιο είναι φυτικό έλαιο που εξάγεται από τους κόκκους του καλαμποκιού (αραβοσίτου). Η κυριότερη χρήση του είναι στη μαγειρική, όπου η υψηλή σχετικώς θερμοκρασία στην οποία εκλύει ατμούς το καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμο για τηγάνισμα. Είναι επίσης συστατικό σε ορισμένες μαργαρίνες. Γενικώς το αραβοσιτέλαιο είναι φθηνότερο από το ελαιόλαδο και τα περισσότερα άλλα φυτικά έλαια. Το καλαμπόκι έχει περιεκτικότητα 2,8% κατά βάρος σε αραβοσιτέλαιο. Η γεωπονία έχει αναπτύξει ειδικές ποικιλίες καλαμποκιού με υψηλές περιεκτικότητες σε έλαιο, οι οποίες ωστόσο τείνουν να έχουν μικρότερες στρεμματικές αποδόσεις με αποτέλεσμα να μη γίνονται αποδεκτές από όλους τους καλλιεργητές.
Το αραβοσιτέλαιο χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή βιοντίζελ, σαπουνιού, δερματικών αλοιφών, ελαιοχρωμάτων, αντισκωριακού για μεταλλικές επιφάνειες, μελανιών, υφασμάτων, νιτρογλυκερίνης και εντομοκτόνων. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμεύει ως φορέας μορίων φαρμακευτικών ουσιών σε φαρμακευτικά σκευάσματα.
Παραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σχεδόν όλο το αραβοσιτέλαιο παράγεται με σύνθλιψη κόκκων καλαμποκιού και στη συνέχεια με διάλυση σε εξάνιο ή 2-μεθυλοπεντάνιο (ισοεξάνιο)[1]. Κατόπιν ο διαλύτης διαχωρίζεται από το αραβοσιτέλαιο με εξάτμιση, ανακτάται και επαναχρησιμοποιείται. Μετά τις παραπάνω διαδικασίες, το αραβοσιτέλαιο καθαρίζεται με διήθηση και κατεργασία με αλκάλια, τα οποία κατακρατούν τα φωσφολιπίδια. Η κατεργασία με αλκάλια εξουδετερώνει επίσης τα ελεύθερα λιπαρά οξέα και αποχρωματίζει το προϊόν. Τα τελευταία βήματα πριν τη συσκευασία του αραβοσιτέλαιου είναι η αφαίρεση των κηρών (winterization) και η εξουδετέρωση των οσμών με απόσταξη ατμού σε θερμοκρασίες 232 ως 260 °C σε κενό αέρα[1].
Χημική σύσταση και συγκρίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Από τα κορεσμένα λιπαρά οξέα του αραβοσιτέλαιου το 80% είναι παλμιτικό οξύ (αριθμός λιπιδίων C16:0), το 14% στεατικό οξύ (C18:0) και το 3% αραχιδικό οξύ (C20:0).
- Πάνω από το 99% των μονοακόρεστων λιπαρών οξέων είναι ολεϊκό οξύ (C18:1 c).
- Το 98% των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων είναι λινολεϊκό οξύ ω-6 (C18:2 n-6 c,c) και το υπόλοιπο 2% είναι α-λινολενικό οξύ ω-3 (C18:3 n-3 c,c,c).
Αραβοσιτέλαιο και υγεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν ιατρικές έρευνες που υποδεικνύουν ότι υπερβολικά επίπεδα λιπαρών οξέων ω-6 σε σχέση με λιπαρά οξέα ω-3 ίσως αυξάνουν την πιθανότητα για εκδήλωση ορισμένων ασθενειών, καθώς και καταθλίψεως.[2][3][4] Η σύγχρονη δυτική διατροφή έχει συνήθως λόγους ω-6 προς ω-3 μεγαλύτερους του 10 προς 1, και σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 30:1, εν μέρει εξαιτίας ακριβώς του αραβοσιτέλαιου, το οποίο έχει λόγο ω-6 προς ω-3 ίσο με 49:1. Ο βέλτιστος λόγος θεωρείται ότι είναι 4 προς 1 ή και λιγότερο[5][6]
Πολύ υψηλές προσλήψεις λιπαρών οξέων ω-6 πιθανώς αυξάνουν την πιθανότητα αναπτύξεως καρκίνου του μαστού για γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.[7] Παρόμοιες ενδείξεις υπάρχουν και για τον καρκίνο του προστάτη.[8] Μία άλλη ανάλυση πρότεινε μία αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στη συνολική πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών και την πιθανότητα καρκίνου του μαστού.[9]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Corn Refiners Association. Corn Oil Αρχειοθετήθηκε 2019-04-12 στο Wayback Machine. 5η έκδ., 2006
- ↑ Lands, William E.M. (Δεκέμβριος 2005). «Dietary fat and health: the evidence and the politics of prevention: careful use of dietary fats can improve life and prevent disease». Annals of the New York Academy of Sciences (Blackwell Publishing) 1055: 179–192. doi: . PMID 16387724.
- ↑ Hibbeln, Joseph R.; N; B; R; L (1 Ιουνίου 2006). «Healthy intakes of n−3 and n−6 fatty acids: estimations considering worldwide diversity». American Journal of Clinical Nutrition (American Society for Nutrition) 83 (6, supplement): 1483S–1493S. PMID 16841858. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-06-25. https://web.archive.org/web/20100625101828/http://www.ajcn.org/cgi/content/full/83/6/S1483. Ανακτήθηκε στις 2014-08-12.
- ↑ Okuyama, Hirohmi; Ichikawa, Yuko; Sun, Yueji; Hamazaki, Tomohito; Lands, William E.M. (2007). «ω3 fatty acids effectively prevent coronary heart disease and other late-onset diseases: the excessive linoleic acid syndrome». World Review of Nutritional Dietetics. World Review of Nutrition and Dietetics (Karger) 96 (Prevention of Coronary Heart Disease): 83–103. doi: . ISBN 3-8055-8179-3. PMID 17167282.
- ↑ Daley, C.A.; Abbott, A.; Doyle, P.; Nader, G.; and Larson, S. (2004). A literature review of the value-added nutrients found in grass-fed beef products. California State University, Chico (College of Agriculture). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-07-06. https://web.archive.org/web/20080706021024/http://www.csuchico.edu/agr/grassfedbeef/health-benefits/index.html. Ανακτήθηκε στις 2008-03-23.
- ↑ Simopoulos, Artemis P. (Οκτώβριος 2002). «The importance of the ratio of omega-6/omega-3 essential fatty acids». Biomedicine & Pharmacotherapy 56 (8): 365–379. doi: . PMID 12442909.
- ↑ Emily Sonestedt, Ulrika Ericson, Bo Gullberg, Kerstin Skog, Håkan Olsson, Elisabet Wirfält (2008). «Do both heterocyclic amines and omega-6 polyunsaturated fatty acids contribute to the incidence of breast cancer in postmenopausal women of the Malmö diet and cancer cohort?». The International Journal of Cancer (UICC International Union Against Cancer) 123 (7): 1637–1643. doi: . PMID 18636564. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-03-28. https://web.archive.org/web/20200328183805/http://www3.interscience.wiley.com/journal/120780752/abstract. Ανακτήθηκε στις 2008-11-30.
- ↑ Yong Q. Chen κ.ά. (2007). «Modulation of prostate cancer genetic risk by omega-3 and omega-6 fatty acids». The Journal of Clinical Investigation 117 (7): 1866–1875. doi: . PMID 17607361. PMC 1890998. https://archive.org/details/sim_journal-of-clinical-investigation_2007-07_117_7/page/1866.
- ↑ Valeria Pala, Vittorio Krogh, Paola Muti, Véronique Chajès, Elio Riboli, Andrea Micheli, Mitra Saadatian, Sabina Sieri, Franco Berrino (18 Ιουλίου 2001). «Erythrocyte Membrane Fatty Acids and Subsequent Breast Cancer: a Prospective Italian Study». JNCL 93 (14): 1088–95. doi: . PMID 11459870. http://jnci.oxfordjournals.org/cgi/content/full/93/14/1088. Ανακτήθηκε στις 2008-11-30.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Dupont J., P.J. White, M.P. Carpenter, E.J. Schaefer, S.N. Meydani, C.E. Elson, M. Woods, S.L. Gorbach (Οκτώβριος 1990). «Food uses and health effects of corn oil». J Am Coll Nutr 9 (5): 438–470. PMID 2258533.