Καρκίνος του μαστού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρκίνος του μαστού
Στην μαστογραφία διακρίνεται αριστερά φυσιολογικός μαστός και δεξιά μαστός με καρκίνο.
Ειδικότηταογκολογία
Ταξινόμηση
ICD-10C50
ICD-9174-175,V10.3
OMIM114480
MedlinePlus000913
eMedicinemed/2808 med/3287 radio/115 plastic/521
MeSHD001943

Ο καρκίνος του μαστού αναφέρεται σε καρκίνο που αναπτύσσεται στους γαλακτοπαραγωγούς αδένες του μαστού ή στους γαλακτοφόρους πόρους που μεταφέρουν το γάλα. Διακρίνονται διαφορετικοί τύποι. Ανιχνεύεται με τη μέθοδο της μαστογραφίας. Οι θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση, ορμονοθεραπεία, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία.

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «καρκίνος του μαστού» αναφέρεται στην ανάπτυξη κακοήθους όγκου στην περιοχή του μαστού. Αποτελεί μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες μορφές καρκίνου παγκοσμίως και είναι η πρώτη σε αριθμό κρουσμάτων στο γυναικείο πληθυσμό. Προκαλείται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό παθολογικών κυττάρων που ως αποτέλεσμα προκαλούν το σχηματισμό κακοήθους όγκου στην περιοχή του μαστού και ουσιαστικά αποτελεί κυτταρική νόσο. Τα παθολογικά αυτά κύτταρα έχουν τη δυνατότητα εξάπλωσης σε γειτονικούς ιστούς σε δυσάρεστες συνέπειες για ολόκληρο τον οργανισμό. Η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου σε άρρενες είναι υπαρκτή αλλά πολύ μικρή. Όσον αφορά στις γυναίκες όλες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου – όχι, όμως στον ίδιο βαθμό.

Τύποι του καρκίνου του μαστού και διαχωρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο είναι οι βασικοί τύποι της νόσου:

  • Ο πορογενής καρκίνος που προέρχεται από τους γαλακτοφόρους πόρους
  • και ο λοβιακός καρκίνος που προέρχεται από τα λόβια, τα σημεία από τα οποία παράγεται το μητρικό γάλα.

Ο καρκίνος του μαστού διαχωρίζεται σε διηθητικό και μη διηθητικό ή in situ. Ο πρώτος έχει την ικανότητα να δίνει μεταστάσεις, ενώ ο δεύτερος τύπος θεωρείται αρχόμενος και δυνητικά δε δίνει μεταστάσεις.

Στατιστικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη Διεθνή Έκθεση για τις καρκινικές νόσους που παρουσιάστηκε στη Γενεύη της Ελβετίας τον Απρίλιο του 2003 από την IARC (International Agency for Research on Cancer), ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την πιο συχνή μορφή καρκίνου μεταξύ των γυναικών, με περίπου 1.000.000 νέα κρούσματα παγκοσμίως. Ορισμένοι αριθμοί δίνουν τη κοινωνική διάσταση του καρκίνου του μαστού. Στις ΗΠΑ το 2004 οι νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού στις γυναίκες ήταν 217.000 περίπου. Στην Ελλάδα αναφέρονται 4.500 περίπου νέες περιπτώσεις το χρόνο, ενώ υπολογίζεται ότι 1 στις 8 γυναίκες παγκοσμίως θα παρουσιάσει καρκίνο μαστού σε κάποια φάση της ζωής της. Στην Ευρώπη, το 60% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού διαγιγνώσκεται σε πρώιμο στάδιο. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 5%. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πόσο ελλιπής είναι η σχετική ενημέρωση μεταξύ των Ελληνίδων.

Είναι ένα από τα είδη καρκίνου που επιφέρουν τους περισσότερους θανάτους ετησίως (519.000 θανάτους το 2004)[1]. Παρατηρείται εξαιρετικά σπάνια στους άνδρες, με περίπου 100 φορές μικρότερη συχνότητα συγκριτικά με τις γυναίκες και τα ίδια ποσοστά επιβίωσης[2]. Ωστόσο, τα ποσοστά θανάτου από καρκίνο του μαστού χαρακτηρίζονται από πτωτική τάση από τις αρχές του 1990, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εντοπίζονται στις γυναίκες κάτω των 50. Οι ερευνητές αποδίδουν την πτώση αυτή στην έγκαιρη διάγνωση μέσω μαστογραφιών καθώς και στις βελτιώσεις που έχουν επέλθει στις σχετικές θεραπευτικές αγωγές. Ο αριθμός των ατόμων που έχουν αντιμετωπίσει με επιτυχία τον καρκίνο του μαστού αυξάνεται συνεχώς - από τον Ιανουάριο του 2006, υπήρξαν περίπου 2,5 εκατομμύρια γυναίκες στις ΗΠΑ που, βάσει της έκθεσης, έχουν ξεπεράσει με επιτυχία την περιπέτεια του καρκίνου του μαστού.

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυστυχώς, ελάχιστα είναι γνωστά σχετικά με τα αίτια που προκαλούν καρκίνο του μαστού, παρά το γεγονός ότι έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου οι οποίοι αναφέρονται παρακάτω:

  1. Ηλικία: ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία μετά την εφηβεία αλλά τα ποσοστά αυξάνονται όσο αυξάνονται και οι ηλικιακές κλίμακες. Οι περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζονται μετά από την ηλικία των 50 ετών, ενώ είναι σπάνιος σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 35 ετών (5% των περιπτώσεων), με εξαίρεση τις γυναίκες που έχουν κληρονομική προδιάθεση.
  2. Κληρονομικότητα: Υπολογίζεται ότι μόλις το 5 - 10% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού σχετίζεται όντως με παράγοντες κληρονομικότητας. Ωστόσο, δύο γονίδια, γνωστά ως BRCA 1 και BRCA 2, έχουν προσδιοριστεί ως παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Επίσης, γυναίκες με εξ αίματος συγγενείς που έχουν νοσήσει αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό.
  3. Διαταραχές της έμμηνου ρύσης: Στοιχεία υποδηλώνουν πως γυναίκες με πρώιμη έναρξη της εμμήνου ρύσης (πριν από το 12ο έτος της ηλικίας τους) ή με καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά τα 55) αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό. Επίσης, η λήψη οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση έχει συσχετιστεί με αυξημένα ποσοστά εμφάνισης της νόσου, με τον κίνδυνο να είναι ανάλογος του διαστήματος λήψης των οιστρογόνων. Ανάλογος συσχετισμός έχει προκύψει και για γυναίκες που παρέμειναν άτεκνες, που δεν είχαν πλήρεις κυήσεις (διάρκεια εννέα μηνών) ή που γέννησαν μετά τα τριανταπέντε τους χρόνια.
  4. Αλκοόλ: Τα οινοπνευματώδη ποτά αυξάνουν τη συγκέντρωση των οιστρογόνων στο αίμα. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο του 2009 στο Διεθνές Συνέδριο ογκολογίας του Σαν Αντόνιο, άτομα που νόσησαν από καρκίνο του μαστού και καταναλώνουν με μετριοπάθεια αλκοόλ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επανεμφάνισής του από εκείνα που πίνουν λίγο ή καθόλου οινοπνευματώδη.
  5. Παχυσαρκία: Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού καθώς αυξάνει τα επίπεδα των οιστρογόνων. Η παραγωγή των οιστρογόνων στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση γίνεται κυρίως μέσα σε λιπώδη ιστό (μετατροπή των επινεφριδικών ανδρογόνων σε οιστρογόνα από την αρωματάση, ένα ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στο λίπος). Τον Ιούνιο του 2009 ανακοινώθηκε από το Αμερικανικό Ίδρυμα για την έρευνα του Καρκίνου (AICR) ότι η συσσώρευση σωματικού λίπους σε ποσοστά άνω του κανονικού ευθύνεται για το 17% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού στις Η.Π.Α.
  6. Κάπνισμα: πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων ημερησίως, από γυναίκες προ της εμμηνόπαυσης για εννέα περίπου χρόνια, αυξάνει δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά σχεδόν 60%.
  7. Λήψη αντισυλληπτικών χαπιών: με επιφύλαξη αναφερόμαστε σε αυτόν τον παράγοντα καθώς μελέτες δεν έχουν αποδείξει ακόμα τη συσχέτιση της λήψης αντισυλληπτικών με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
  8. Ιστορικό Καρκίνου: γυναίκες που έχουν εμφανίσει προηγουμένως καρκίνο της μήτρας, των ωοθηκών ή του μαστού έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν έναν 2ο καρκίνο στο μαστό.
  9. Καθιστική Ζωή: Η τακτική άσκηση πριν από την έναρξη της έμμηνου ρύσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού μιας γυναίκας, κυρίως διότι μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη της έμμηνου ρύσεως, να επιμηκύνει τον χρόνο μεταξύ των περιόδων ή να ελαττώσει τον αριθμό των εμμηνορυσιακών κύκλων, μειώνοντας έτσι την έκθεση της γυναίκας στα οιστρογόνα.
  10. Έκθεση σε ακτινοβολία
  11. Ατεκνία
  12. Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης: προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της μετά την εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια από τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τον καρκίνο του μαστού είναι τα εξής:

  • Εξόγκωμα ή σκλήρυνση στην περιοχή του μαστού ή και της μασχάλης-ψηλαφητό ανώδυνο ογκίδιο ή μάζα
  • Διόγκωση λεμφαδένων της μασχάλης
  • Έκκριση υγρών από τη θηλή
  • Εισολκή δέρματος δηλαδή έλξη του δέρματος ή της θηλής προς το εσωτερικό του μαστού
  • Ερυθρότητα, ευαισθησία ή πόνοι στο στήθος όταν είναι φλεγμονώδης καρκίνος
  • Δέρμα μαστού "δίκην φλοιού πορτοκαλιού"
  • Ασυμμετρία μαστών

Σημειολογικά στοιχεία:

  • Ψηλαφητή ανώδυνη μάζα
  • Ψηλαφητοί μασχαλιαίοι ή υπερκλείδιοι αδένες (σύστοιχο)
  • Διάταση φλεβών
  • Φλεγμονώδες καρκίνος του μαστού: Διάχυτη σκληρία, ερυθρότητα, οίδημα


Σε αρχικό στάδιο ο καρκίνος του μαστού δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Αργότερα μπορεί να εμφανιστεί ψηλαφητό μόρφωμα, αλλαγή του χρώματος του δέρματος), εισολκή ή έκκριμα. Αν η γυναίκα δεν δώσει σημασία στα προαναφερθέντα συμπτώματα τότε μπορεί να εμφανίσει σημάδια προχωρημένης νόσου, όπως θερμό και ερυθρό μαστό (φλεγμονώδης καρκίνος), πόνους στα οστά, μεγάλη διόγκωση.

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρκίνος του μαστού δεν προλαμβάνεται ακόμα πρωτογενώς διότι δεν γνωρίζουμε ακόμα τον παράγοντα δημιουργίας του αλλά δευτερογενώς με έγκαιρη διάγνωση, πρόληψη και θεραπεία. Η δευτερογενής πρόληψη περιλαμβάνει αυτοεξέταση, κλινική εξέταση από ιατρό και μαστογραφία. Η διάγνωση ξεκινά όταν ανακαλυφθεί μια μάζα στο μαστό μετά από ψηλάφηση ή μαστογραφία ή υπέρηχο και στη συνέχεια ακολουθούν εξετάσεις ώστε να διευκρινιστεί η διαφορά ανάμεσα σε ένα συμπαγή όγκο και μια κύστη γεμάτη υγρό. Υπάρχουν 4 διαγνωστικές μέθοδοι:

  1. Κυτταρολογική βιοψία: Γίνεται με μια λεπτή βελόνα (FNA - Fine Needle Aspiration Biopsy) που προσαρμόζεται σε μια σύριγγα και επιτρέπει την αναρρόφηση κυττάρων από την ύποπτη περιοχή του μαστού.
  2. Ιστολογική βιοψία: η βελόνα σε αυτή την περίπτωση είναι μεγαλύτερη, απαιτείται τοπική αναισθησία και τομή και το υλικό που μελετάται είναι ιστολογικό.
  3. Στερεοτακτική βιοψία: η λήψη του ιστολογικού υλικού γίνεται με την καθοδήγηση ειδικών μηχανημάτων
  4. Ανοιχτή χειρουργική βιοψία: η ταυτοποίηση της φύσης της ύποπτης περιοχής γίνεται με ταχεία βιοψία κατά τη διάρκεια του χειρουργείου πριν την αφαίρεση του όγκου.

Στάδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταδιοποίηση της νόσου είναι σημαντική τόσο για την πρόγνωση όσο και για τη θεραπεία. Η ταξινόμηση γίνεται κατά TNM (Τ= μέγεθος πρωτοπαθούς όγκου, Ν= προσβολή μασχαλιαίων λεμφαδένων, Μ= παρουσία ή όχι μεταστάσεων). Υπάρχουν 5 στάδια:[3]

  1. Στάδιο 0: εντοπίζεται στο σημείο προέλευσής του και δεν έχει αρχίσει να διηθεί τους γύρω ιστούς ή να διασπείρεται
  2. Στάδιο Ι: ο όγκος είναι μεγέθους 2 cm ή μικρότερος και δεν υπάρχει ένδειξη διασποράς
  3. Στάδιο ΙΙΑ: ο όγκος είναι 2–5 cm χωρίς διασπορά στους λεμφαδένες, Στάδιο ΙΙΒ: όγκος 2–5 cm με θετικούς λεμφαδένες ή όγκος >5 cm χωρίς λεμφαδενικές μεταστάσεις
  4. Στάδιο ΙΙΙΑ: όγκος >5 cm και διακρίνεται προσβολή των σύστοιχων μασχαλιαίων λεμφαδένων που συμφύονται μεταξύ τους ή με άλλους ιστούς, Στάδιο ΙΙΙΒ: προσβεβλημένοι θωρακικοί λεμφαδένες και όγκος που επεκτείνεται στο θωρακικό τοίχωμα ή προσβάλλει και εξελκώνει το δέρμα.
  5. Στάδιο ΙV: διασπορά στους λεμφαδένες, αλλά και απομακρυσμένες μεταστάσεις ή προσβολή του δέρματος και του θωρακικού τοιχώματος πέρα από την περιοχή του μαστού.

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχικό βήμα για την αντιμετώπιση της νόσου είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Στη συνέχεια η μετεγχειρητική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει Ακτινοθεραπεία, Χημειοθεραπεία, Ορμονοθεραπεία. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή της μετεγχειρητικής θεραπείας είναι το μέγεθος και η διαφοροποίηση του όγκου, η ύπαρξη ορμονικών υποδοχέων, το αποτέλεσμα της εξέτασης του Ηer2/neu και η γενική κατάσταση της υγείας.

  • Χημειοθεραπεία: καταστρέφει τα κύτταρα που έχουν μεταναστεύσει από τον αρχικό όγκο. Χορηγείται ενδοφλεβίως, με συνδυασμό 2-3 φαρμάκων, σε κύκλους θεραπειών χωρίς να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο. Επειδή τα φάρμακα είναι χημικά έχουν δυσάρεστες παρενέργειες για τον οργανισμό κυρίως στο αίμα (πτώση αιματοκρίτη και λευκών), στο γαστρεντερικό σωλήνα (εμετοί), στα μαλλιά (πτώση) και στα νύχια (μαύρισμα) οι οποίες όμως σήμερα περιορίζονται με τη χορήγηση βοηθητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων.
  • Ακτινοθεραπεία: μπορεί να χορηγηθεί προεγχειρητικά με σκοπό την ελάττωση του μεγέθους του όγκου ή ως συμπλήρωμα των "συντηρητικών" χειρουργικών επεμβάσεων όπως η μερική μαστεκτομή ή σε ορισμένες περιπτώσεις ριζικής μαστεκτομής.
  • Ορμονοθεραπεία: Εάν στον όγκο υπάρχουν ορμονικοί υποδοχείς μπορεί να χρησιμοποιηθεί Ορμονοθεραπεία μόνη ή σε συνδυασμό με Χημειοθεραπεία και /ή Ακτινοθεραπεία. Συνήθως χορηγείται Ταmoxifen. Πιλοτική μελέτη σε γυναίκες που υποβάλλονται σε ορμονοθεραπεία, έδειξε ότι το Γανόδερμα Λούσιντουμ ίσως δρα ευεργετικά στην σχετιζόμενη με τον καρκίνο κόπωση και στην ποιότητα ζωής. Επίσης, βελτιώθηκε η συναισθηματική λειτουργία των γυναικών που έλαβαν μέρος στην μελέτη, το οποίο δείχνει ότι το Γανόδερμα Λούσιντουμ έχει μία θέση στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης όταν η θεραπεία με τα παραδοσιακά αντικαταθλιπτικά είναι ανέφικτη (5).

Καλοήθεις και κακοήθεις παθήσεις του μαστού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι όλες οι αλλοιώσεις, διογκώσεις ή σκληρύνσεις καρκινικές και κακοήθεις. Υπολογίζεται πως το 90% των μαστικών όγκων σε γυναίκες ηλικίας 20 – 50 ετών προκαλούνται από κάποια πάθηση καλοήθους φύσης.

Καλοήθεις παθήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καλοήθεις παθήσεις μπορούν να είναι:[4]

  • Ινοαδένωμα
  • Κύστη
  • Λίπωμα
  • Φυλλοειδής όγκος
  • Θήλωμα
  • Φλεγμονή-Απόστημα
  • Ινοκυστική μαστοπάθεια
  • Γαλακτοφορεκτασία
  • Μασταλγία
  • Μαστίτιδα
  • Γαλακτοκήλη
  • Αδενολίπωμα

Κακοήθεις Παθήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κακοήθεις παθήσεις μπορούν να είναι:[4]

  • Επί τόπου Πορογενές Καρκίνωμα (Ductal carcinoma in situ [DCIS])
  • Πορογενές διηθητικό καρκίνωμα (Invasive Ductal Carcinoma [IDC])
  • Σωληνώδες Καρκίνωμα του μαστού [Tubular carcinoma]
  • Μυελώδες Καρκίνωμα στο στήθος
  • Βλεννοπαράγωγο Μαστικό Καρκίνωμα
  • Θηλώδες (Θηλοειδές) Καρκίνωμα στο μαστό (Papillary Carcinoma of the Breast)
  • Διάτρητο Καρκίνωμα του Μαστού [Cribriform Carcinoma of the Breast]
  • Διηθητικό Λοβιακό Καρκίνωμα (Invasive lobular carcinoma [ILC])
  • Φλεγμονώδης Καρκίνος του Μαστού (Inflammatory breast cancer)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
  2. «American Cancer Society». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2010. 
  3. «American Joint Committee». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019. 
  4. 4,0 4,1 «Καρκίνος 24». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]