Άλωση του Αμορίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άλωση του Αμορίου
Αραβοβυζαντινοί Πόλεμοι
ΧρονολογίαΑύγουστος 838
ΤόποςΑμόριο
ΈκβασηΚατάληψη και λεηλασία του Αμορίου από τους Αββασίδες.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
30.000
80.000
Απώλειες
30.000–70.000 στρατιώτες και άμαχοι νεκροί
Άγνωστες

Η Άλωση του Αμορίου από το Χαλιφάτο των Αββασιδών στα μέσα του Αυγούστου του 838 αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της μακράς ιστορίας πολέμων ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες. Της εκστρατείας των Αββασιδών ηγήθηκε προσωπικά ο Χαλίφης Μουτασίμ (833-842) ως απάντηση στην επιτυχή στρατιωτική επιχείρηση του αυτοκράτορα Θεοφίλου εναντίον των συνοριακών περιοχών του χαλιφάτου τον προηγούμενο χρόνο (837). Ο Μουτασίμ έθεσε εξαρχής ως στόχο του την κατάληψη του Αμορίου, γενέτειρα της ομώνυμης δυναστείας στην οποία ανήκε ο Θεόφιλος. Ταυτόχρονα το Αμόριο ήταν μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες βυζαντινές πόλεις, ενώ ως έδρα του θέματος Ανατολικών αποτελούσε σημαντικότατο στρατιωτικό κέντρο. Ο χαλίφης συγκέντρωσε ασυνήθιστα πολυάριθμο στρατό, τον οποίο και διαίρεσε σε δύο τμήματα, που εισέβαλαν στο βυζαντινό έδαφος από τα βορειοανατολικά και τα νότια. Το βόρειο τμήμα υποχρέωσε σε ήττα τις αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό το Θεόφιλο στο Δαζιμώνα, επιτρέποντας στα στρατεύματα των Αββασιδών να προωθηθούν βαθιά μέσα στη Μικρά Ασία, και να ενωθούν προ της Άγκυρας, την οποία και βρήκαν ερημωμένη. Αφού λεηλάτησαν την πόλη, στράφηκαν νότια προς το Αμόριο, όπου και αφήχθησαν την 1η Αυγούστου. Έχοντας να αντιμετωπίσει συνομωσίες στην Κωνσταντινούπολη και μια εξέγερση των Χουρραμιτών του στρατού του, ο Θεόφιλος στάθηκε ανίκανος να παράσχει βοήθεια στην απειλούμενη πόλη.

Το Αμόριο διέθετε ισχυρές οχυρώσεις, ωστόσο ένας προδότης αποκάλυψε μια αδυναμία των τειχών, όπου και οι Άραβες επικέντρωσαν τις επιθετικές τους προσπάθειες, πετυχαίνοντας να δημιουργήσουν ρήγμα. Στα μέσα Αυγούστου του 838 ο Βυζαντινός διοικητής Βοϊδίτζης, στον οποίο είχε ανατεθεί η προάσπιση του τείχους στο σημείο αυτό, αποθαρρυμένος αποφάσισε να διαπραγματευτεί απευθείας με τον χαλίφη χωρίς τη γνώση των ανωτέρων του. Η παύση των εχθροπραξιών από μέρους του επέτρεψε στους Άραβες να εισέλθουν ανεμπόδιστοι στην πόλη και να την κατακτήσουν. Το Αμόριο κατεστράφη μεθοδικά, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ποτέ ξανά την παλαιά του αίγλη. Πολλοί από τους κατοίκους του σφαγιάστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι περισσότεροι από τους επιζώντες απελευθερώθηκαν κατόπιν εκεχειρίας το 841, ωστόσο επιφανείς αξιωματούχοι μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα του Χαλιφάτου, Σαμάρρα, όπου και εκτελέστηκαν αργότερα μετά την άρνησή τους να ασπαστούν το Ισλάμ, γνωστοί πλέον ως οι «42 Μάρτυρες του Αμορίου».

Η Άλωση του Αμορίου δεν υπήρξε απλά μεγάλη στρατιωτική καταστροφή και βαρύ προσωπικό πλήγμα του Θεόφιλου, αλλά και τραυματικό γεγονός για τους Βυζαντινούς, οι συνέπειες του οποίου απηχούν στη μεταγενέστερη γραμματεία. Το ιστορικό αυτό γεγονός δεν άλλαξε τελικά την ισορροπία δυνάμεων, η οποία μεταβαλλόταν αργά υπέρ του Βυζαντίου, αλλά απαξίωσε πλήρως το θεολογικό δόγμα της Εικονομαχίας, που υποστηριζόταν με πάθος από τον Θεόφιλο. Καθώς η Εικονομαχία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις στρατιωτικές επιτυχίες για τη νομιμοποίησή της, η πτώση του Αμορίου συνέβαλε αποφασιστικά στην εγκατάλειψή της λίγο μετά το θάνατο του Θεόφιλου το 842.

Η Άλωση του Αμορίου είναι μια από τις πολύ σπάνιες ιστορικές στιγμές στην Βυζαντινή ιστορία που μπορούμε να ανιχνεύσουμε το υλικό της κατάλοιπο μέσω της αρχαιολογίας. Συγκεκριμένα, οι συνεχιζόμενες ανασκαφές στο Αμόριο (σημ. Hisar, κοντά στην κωμόπολη του Emirdag) έχουν αποκαλύψει ένα ευρύ στρώμα καταστροφής που καλύπτει σχεδόν το σύνολο της τειχισμένης πόλης. Το στρώμα αυτό καταστροφής μετά από πολλές σχετικές μελέτες και πλήθων ευρημάτων και νομισμάτων έχει πλέον ταυτιστεί με την καταστροφή της πόλης μετά την πολιορκία της τον Αύγουστο του 838.[1]

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο νεαρός αυτοκράτορας Θεόφιλος ανέβηκε στο βυζαντινό θρόνο το 829, οι Βυζαντινοί και οι Άραβες πολεμούσαν με μικρές διακοπές ήδη επί σχεδόν δύο αιώνες. Την εποχή αυτή, οι αραβικές επιθέσεις επαναλήφθηκαν τόσο στην ανατολή, όπου μετά από διακοπή περίπου είκοσι ετών λόγω του εμφυλίου πολέμου των Αββασιδών ο χαλίφης Μαμούν (813-833) εξαπέλυσε εκ νέου μεγάλης κλίμακας επιδρομές, όσο και στη δύση, όπου η σταδιακή ισλαμική κατάκτηση της Σικελίας είχε ξεκινήσει από το 827. Ο Θεόφιλος ήταν φιλόδοξος καθώς και πεπεισμένος οπαδός της Εικονομαχίας, που απαγόρευε την απεικόνιση και λατρεία των εικόνων. Έτσι επιδίωξε να ενισχύσει το καθεστώς του και να υποστηρίξει την θρησκευτική του πολιτική με στρατιωτικές επιτυχίες κατά του Αββασιδικού Χαλιφάτου, του κύριου αντίπαλου της Αυτοκρατορίας.[2]

Χάλκινη φόλλις νέου τύπου, που κόπηκε σε μεγάλες ποσότητες σε ανάμνηση των επιτυχιών του Θεόφιλου κατά των Αράβων από περίπου το 835 και εξής. Στην πρόσθια όψη, ο αυτοκράτορας εμφανίζεται με θριαμβική ενδυμασία, φέροντας την «τούφα», ενώ στην οπίσθια όψη αναγράφεται η παραδοσιακή επινίκια προσφώνηση "Θεόφιλε Αύγουστε Συ Νικάς".[3]

Σε αναζήτηση θείας εύνοιας, και αντιδρώντας σε εικονόφιλες συνομωσίες εναντίων του, ο Θεόφιλος επανέφερε την ενεργή καταδίωξη των εικονόφιλων στοιχείων και άλλων "αιρετικών" τον Ιούνιο του 833, μεταξύ άλλων με μαζικές συλλήψεις και εξορίες, βιαιοπραγίες και κατασχέσεις περιουσιών. Στα μάτια των συγχρόνων του, ο Θεός φάνηκε να ανταμείβει την νέα πορεία: ο χαλίφης Μαμούν πέθανε κατά τα πρώτα στάδια μιας μεγάλης εκστρατείας που διατυμπανιζόταν ως το πρώτο βήμα για την κατάκτηση της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο αδερφός και διάδοχός του Μουτασίμ (833-843) αποσύρθηκε για να αντιμετωπίσει εσωτερικά προβλήματα, τόσο με την εδραίωση της εξουσίας του όσο και με την συνεχιζόμενη εξέγερση της αίρεσης των Χουρραμιτών υπό τον Μπαμπάκ Χορραμντίν. Αυτό επέτρεψε στον Θεόφιλο να επιτύχει μια σειρά μικρών νικών τα επόμενα χρόνια, καθώς και να ενισχύσει τις δυνάμεις του με σχεδόν 14.000 Χουρραμίτες πρόσφυγες υπό τον αρχηγό τους Νασρ, ο οποίος βαφτίστηκε και έλαβε το όνομα Θεόφοβος.[4] Οι επιτυχίες του αυτοκράτορα δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, αλλά μετά από δύο δεκαετίες ηττών και εμφύλιας διαμάχης υπό εικονόφιλους αυτοκράτορες, ο Θεόφιλος τις θεώρησε επαρκείς αποδείξεις για την ορθότητα της θρησκευτικής του πολιτικής. Ως εκ τούτου άρχισε να συσχετίζει δημόσια τον εαυτό του με την μνήμη του επιτυχημένου στρατηλάτη και φανατικά εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775), και έκοψε ένα νέο τύπο φόλλεως, σε τεράστιες ποσότητες, που τον απεικόνιζε με την αρχετυπική μορφή νικηφόρου Ρωμαίου Αυτοκράτορα.[3]

Το 837, ο Θεόφιλος αποφάσισε - με την παρότρυνση του ολοένα πιο πιεσμένου Μπαμπάκ - να εκμεταλλευτεί την προσήλωση του Χαλιφάτου με τους Χουρραμίτες και να εξαπολύσει μια μεγάλη επιδρομή κατά των αραβικών συνοριακών επαρχιών. Συγκέντρωσε έναν πολυάριθμο στρατό,a[›] που αριθμούσε περί τις 70.000 μάχιμους και 100.000 άντρες συνολικά σύμφωνα με τον Πέρση ιστορικό Ταμπαρί, και εισέβαλε σχεδόν χωρίς να συναντήσει αντίσταση στα αραβικά εδάφη στον Άνω Ευφράτη. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν της πόλεις Σωζόπετρα και Αρσαμόσατα, δήωσαν και λεηλάτησαν την επαρχία, απέσπασαν λύτρα από μικρότερες πολιτείες με αντάλλαγμα να μην επιτεθούν, και νίκησαν τοπικές μικρές αραβικές δυνάμεις.[5] Ενώ ο Θεόφιλος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να γιορτάσει έναν θρίαμβο και να επευφημηθεί στον Ιππόδρομο ως ο "ασύγκριτος φακτιονάριος", οι πρόσφυγες από την Σωζόπετρα άρχισαν να φτάνουν στη Σαμάρρα, την πρωτεύουσα του Μουτασίμ. Η αυλή του χαλίφη εξοργίστηκε από την αγριότητα και το θράσος της βυζαντινής εκστρατείας: όχι μόνο οι Βυζαντινοί είχαν συμπράξει ανοιχτά με τους Χουρραμίτες επαναστάτες, αλλά κατά την άλωση της Σωζόπετρας - την οποία κάποιες πηγές θεωρούν ως γενέτειρα του Μουτασίμb[›] - όλοι οι άρρενες αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ή πουλήθηκαν ως δούλοι, ενώ ορισμένες από τις γυναίκες βιάστηκαν από τους Χουρραμίτες σε βυζαντινή υπηρεσία.[6][7] Η εκστρατεία του Θεόφιλου δεν στάθηκε ικανή, εντούτοις, να σώσει τον Μπαμπάκ και τους οπαδούς του, που στο τέλος του έτους 837 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα ορεινά τους οχυρά από τον στρατηγό Αφσίν. Ο Μπαμπάκ κατέφυγε στην αραβοκρατούμενη αλλά αυτόνομη Αρμενία, όπου και πιάστηκε και παραδόθηκε στους Αββασίδες, που τον βασάνισαν μέχρι θανάτου.[8]

Με την καταστολή της εξέγερσης των Χουρραμιτών, ο χαλίφης άρχισε να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για μια εκστρατεία εκδίκησης κατά του Βυζαντίου.[9] Μια τεράστια στρατιά συγκεντρώθηκε στην Ταρσό. Σύμφωνα με την πλέον έγκυρη πηγή, το χρονικό του Μιχαήλ του Σύριου, αριθμούσε 80.000 μάχιμους συνοδευόμενους από 30.000 υπηρέτες και ακόλουθους και 70.000 υποζύγια. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς, από 200.000 έως 500.000 σύμφωνα με τον Μασούντι.a[›][10] Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκστρατείες, που δεν προχωρούσαν πολύ πέραν του να επιτεθούν σε οχυρά της μεθοριακής ζώνης, η επιχείρηση αυτή σχεδιάστηκε να προωθηθεί βαθιά μέσα στη Μικρά Ασία και να πάρει εκδίκηση, με την μεγάλη πόλη του Αμορίου ως τον τελικό στόχο. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι όταν ο Μουτασίμ ρώτησε τους συμβούλους του ποιο ήταν το "πλέον απρόσβατο και ισχυρότερο" κάστρο των Βυζαντινών, αυτοί απάντησαν το Αμόριο, "όπου κανένας μουσουλμάνος δεν έχει πάει από την εμφάνιση του Ισλάμ. Είναι ο οφθαλμός και το θεμέλιο της χριστιανοσύνης. Ανάμεσα στους Βυζαντινούς, είναι πιο διάσημο και από την Κωνσταντινούπολη". Οι Βυζαντινοί ιστορικοί πάλι αναφέρουν ότι ο χαλίφης έδωσε εντολή να ραφτεί το όνομα της πόλης στις ασπίδες και τα λάβαρα των στρατιωτών του.[11] Πρωτεύουσα του Θέματος των Ανατολικών, το Αμόριο κατείχε στρατηγική τοποθεσία στα δυτικά όρια του μικρασιατικού οροπεδίου και ήλεγχε την κύρια νότια διαδρομή που ακολουθούσαν οι αραβικές εισβολές. Εκείνη την περίοδο, το Αμόριο ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στην Αυτοκρατορία, σχεδόν δεύτερο μετά την Κωνσταντινούπολη. Ήταν δε η γενέτειρα του πατέρα του Θεόφιλου, αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ (820-829), και πιθανώς του ίδιου του Θεόφιλου.[12] Λόγω της στρατηγικής του σημασίας, είχε συχνά υπάρξει στόχος των αραβικών επιδρομών τον 7ο και 8ο αιώνα, και ο χαλίφης Μαμούν φημολογείτο ότι σχεδίαζε να επιτεθεί στην πόλη όταν πέθανε το 833.[13]

Αρχικά στάδια της εκστρατείας: Δαζιμών και Άγκυρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τις βυζαντινές και αραβικές επιχειρήσεις τα έτη 837-838, με την επιδρομή του Θεόφιλου και την εκδικητική εκστρατεία του Μουτασίμ.

Ο χαλίφης διαίρεσε τις δυνάμεις του στα δύο: 10.000 Τούρκοι υπό τον Αφσίν εστάλησαν βορειοανατολικά να ενωθούν με τον εμίρη της Μελιτηνής Ουμάρ αλ-Ακτά και αρμενικά στρατεύματα (οι υποτελείς Αρτζρούνι και Βαγρατίδες ηγεμόνες του Βασπουρακάν και του Ταρών αντίστοιχα συμμετείχαν αυτοπροσώπως στην εκστρατεία με τους άντρες τους[14]) και να εισβάλουν στο Θέμα των Αρμενιακών από το Πέρασμα των Αδάτων, ενώ το κυρίως στράτευμα υπό τον ίδιο τον χαλίφη θα εισέβαλε στην Καππαδοκία δια των Κιλίκιων Πυλών. Η εμπροσθοφυλακή διοικούνταν από τον Τούρκο Ασίνας, με τον επίσης Τούρκο Ιτάχ να διοικεί το δεξιό, τον Τζαφάρ ιμπν Ντινάρ αλ-Χαγιάτ το αριστερό και τον Ουτζάυφ ιμπν Άνμπασα το κέντρο. Οι δύο στρατοί θα ενώνονταν στην Άγκυρα, προτού βαδίσουν κατά του Αμορίου.[15][16] Από την πλευρά των Βυζαντινών, ο Θεόφιλος σύντομα έμαθε για τα σχέδια του χαλίφη και αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις αρχές Ιουνίου. Ο στρατός του περιλάμβανε άντρες από τα μικρασιατικά και πιθανώς και από τα ευρωπαϊκά θέματα της Αυτοκρατορίας, τα επίλεκτα «τάγματα», και τους Χουρραμίτες πρόσφυγες. Οι Βυζαντινοί περίμεναν ο αραβικός στρατός να προελάσει βόρεια προς την Άγκυρα αφού διασχίσει τις Κιλίκιες Πύλες και από εκεί να στραφεί νότια κατά του Αμορίου, αλλά υπήρχε το ενδεχόμενο οι Άραβες να στραφούν απευθείας κατά του Αμορίου διασχίζοντας την πεδιάδα της Καππαδοκίας. Παρότι οι στρατηγοί του πρότειναν την εκκένωση του Αμορίου, με σκοπό να καταστήσουν κενή περιεχομένου την κατάληψή του και να αποτρέψουν τη διασπορά των βυζαντινών δυνάμεων, ο Θεόφιλος αποφάσισε να ενισχύσει την φρουρά της πόλης, στέλνοντας ενισχύσεις από τα τάγματα των Εξκουβιτόρων και της Βίγλας με επικεφαλής τον στρατηγό των Ανατολικών Αέτιο.[16][17]

Με τον υπόλοιπο στρατό του, ο Θεόφιλος έλαβε θέση μεταξύ των Κιλίκιων Πυλών και της Άγκυρας, στρατοπεδεύοντας βορείως του ποταμού Άλυ, κοντά στα περάσματά του. Ο Ασίνας διέσχισε τις Κιλίκιες Πύλες στις 19 Ιουνίου, και ο χαλίφης με τον κυρίως όγκο του στρατού του ξεκίνησε δυο μέρες αργότερα. Η αραβική προέλαση ήταν αργή και επιφυλακτική: φοβούμενος μια ενέδρα και επιθυμώντας να μάθει περισσότερα για το πού βρισκόταν ο αυτοκράτορας με τον στρατό του, ο Μουτασίμ απαγόρευσε στον Ασίνας να προχωρήσει βαθιά μέσα στην Καππαδοκία. Ο Ασίνας έστειλε αποσπάσματα αναγνώρισης για να πιάσουν αιχμαλώτους, και από αυτούς τελικά έμαθε για την παρουσία του Θεόφιλου στον Άλυ, όπου ανέμενε την αραβική προέλαση.[18] Την ίδια περίπου περίοδο, περί τα μέσα Ιουλίου, ο Θεόφιλος έμαθε για την άφιξη του στρατού του Αφσίν, περί τις 30.000 άντρες, στην πεδιάδα του Δαζιμώνα. Αφήνοντας τμήμα του στρατού του υπό τις διαταγές ενός συγγενή του να παρακολουθεί τα περάσματα του Άλυ, ο αυτοκράτορας αμέσως οδήγησε τον υπόλοιπο στρατό, 40.000 σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο, ανατολικά προς απόκρουση της μικρότερης αραβικής δύναμης. Ο Μουτασίμ έμαθε για την αναχώρηση του αυτοκράτορα από αιχμαλώτους και προσπάθησε να ειδοποιήσει τον Αφσίν, αλλά ο Θεόφιλος ήταν ταχύτερος και συνάντησε τον στρατό του Αφσίν σε μάχη στην πεδιάδα του Δαζιμώνα στις 22 Ιουλίου. Παρά την αρχική επιτυχία των Βυζαντινών, τελικά ο στρατός τους ηττήθηκε και διασκορπίστηκε στην μάχη, με τον Θεόφιλο και τη φρουρά του μόλις και μετά βίας να καταφέρνουν να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και να διαφύγουν.[19][20]

Ο Θεόφιλος διαφεύγει ύστερα από την μάχη του Δαζιμώνος, μικρογραφία από τη «Σύνοψη Ιστοριών» του Σκυλίτζη.

Ο Θεόφιλος γρήγορα άρχισε να ανασυντάσσει τις δυνάμεις του και έστειλε τον στρατηγό Θεόδωρο Κρατερό στην Άγκυρα. Ο Κρατερός όμως βρήκε την πόλη ερημωμένη, και διατάχθηκε να ενισχύσει και αυτός την άμυνα του Αμορίου. Ο αυτοκράτορας σύντομα υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου κυκλοφορούσαν φήμες για τον θάνατό του και γίνονταν κινήσεις για την ανακήρυξη νέου αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα, οι Χουρραμίτες, που μετά την μάχη του Δαζιμώνα συγκεντρώθηκαν στη Σινώπη, εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν τον μάλλον διστακτικό Θεόφοβο αυτοκράτορα. Ευτυχώς για το Βυζάντιο, ο Θεόφοβος τήρησε μια παθητική στάση και δεν κινήθηκε κατά του Θεόφιλου ούτε επιδίωξε να ενωθεί με τον Μουτασίμ.[20][21] Η Εμπροσθοφυλακή του χαλίφη υπό τον Ασίνας έφτασε στην Άγκυρα στις 26 Ιουλίου. Οι κάτοικοι, που είχαν βρει καταφύγιο σε γειτονικά ορυχεία, ανακαλύφθηκαν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι κατόπιν σύντομης αντίστασης. Οι αιχμάλωτοι, μερικοί εκ των οποίων ήταν στρατιώτες που είχαν διαφύγει της ήττας στο Δαζιμώνα, ενημέρωσαν τον Άραβα διοικητή Μαλίκ ιμπν Καϋντάρ αλ-Σαφάντι για τα συμβάντα της μάχης, και αυτός τους άφησε αμέσως ελεύθερους. Οι υπόλοιπες αραβικές δυνάμεις έφτασαν στην πόλη τις επόμενες δυο μέρες και, αφού λεηλάτησαν την έρημη πόλη, ο ενωμένος αραβικός στρατός στράφηκε νότια προς το Αμόριο.[20][22][23]

Πολιορκία και πτώση του Αμορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αραβικός στρατός βάδισε σε τρία τμήματα, με τον Ασίνας και πάλι στην εμπροσθοφυλακή, τον χαλίφη στο κέντρο, και τον Αφσίν επικεφαλής της οπισθοφυλακής. Προχωρούσαν λεηλατώντας, και έφτασαν στο Αμόριο 7 μέρες μετά από την αναχώρησή τους από την Άγκυρα. Η πολιορκία της πόλης ξεκίνησε στις 1 Αυγούστου.[24] Ο Θεόφιλος, ανήσυχος για την τύχη της πόλης, άφησε την Κωνσταντινούπολη και προωθήθηκε ως το Δορύλαιο, από όπου απέστειλε πρεσβεία στον Μουτασίμ. Οι πρέσβεις έφτασαν λίγο πριν από την έναρξη ή κατά τις πρώτες μέρες της πολιορκίας. Διαβεβαίωσαν τον χαλίφη ότι οι ακρότητες στη Σωζόπετρα ήταν ενάντια στις διαταγές του αυτοκράτορα, και υποσχέθηκαν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της πόλης, να επιστρέψουν όλους τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, και να καταβάλλουν φόρο. Ο χαλίφης όμως, όχι μόνο αρνήθηκε να συνδιαλλαγεί με τους απεσταλμένους, αλλά και τους κράτησε με τη βία στο στρατόπεδό του, υποχρεώνοντάς τους να παρακολουθήσουν την πολιορκία.[25]

Μικρογραφία από τη «Σύνοψη Ιστοριών» που απεικονίζει την πολιορκία του Αμορίου.

Οι οχυρώσεις της πόλης ήταν ισχυρές, με φαρδιά τάφρο και παχύ τείχος προστατευμένο από 44 πύργους, σύμφωνα με τον σύγχρονο Πέρση γεωγράφο Ιμπν Χορνταντμπέχ. Ο χαλίφης ανέθεσε κάθε τμήμα των τειχών σε έναν από τους στρατηγούς του. Τόσο οι πολιορκητές όσο και οι αμυνόμενοι διέθεταν αρκετές πολεμικές μηχανές, και επί τρεις μέρες αντάλλασσαν πυρ ενώ οι Άραβες μηχανικοί προσπαθούσαν να υπονομεύσουν τα τείχη. Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, ένας Άραβας αιχμάλωτος των Βυζαντινών που είχε προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό αυτομόλησε στο χαλίφη, και τον πληροφόρησε ότι υπήρχε ένα μέρος του τείχους που είχε πρόσφατα πάθει ζημιά λόγω έντονης βροχόπτωσης και επισκευαστεί βιαστικά και πρόχειρα λόγω αμέλειας του φρούραρχου. Οι Άραβες συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στο σημείο αυτό, ενώ οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν να προστατεύσουν το ευαίσθητο σημείο κρεμώντας ξύλινα δοκάρια για να απορροφήσουν τα χτυπήματα των πολιορκητικών μηχανών. Τα δοκάρια έσπαγαν, όμως, και μετά από δύο μέρες οι Άραβες κατάφεραν να πετύχουν ρήγμα στο τείχος.[26] Ο Αέτιος συνειδητοποίησε ότι η θέση του ήταν πια ανέλπιδη, και αποφάσισε να επιχειρήσει νυχτερινή έξοδο με σκοπό να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών και να συνενωθεί με τον Θεόφιλο. Έστειλε δυο αγγελιοφόρους στον αυτοκράτορα, αλλά και οι δυο πιάστηκαν από τους Άραβες και τους έφεραν μπροστά στον χαλίφη. Και οι δυο συμφώνησαν να ασπαστούν το Ισλάμ και ο Μουτασίμ, αφού τους έδωσε πλούσια δώρα, τους περιέφερε εν πομπή γύρω από τα τείχη. Για να αποτρέψουν οποιαδήποτε απόπειρα εξόδου, οι Άραβες αύξησαν την επιφυλακή τους, με συνεχείς έφιππες περιπολίες ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας.[27]

Οι Άραβες εξαπέλυσαν διαδοχικές επιθέσεις στο ρήγμα, αλλά οι αμυνόμενοι τις απέκρουσαν. Αρχικά, σύμφωνα με τον Ταμπαρί, καταπέλτες επανδρωμένοι με τέσσερις άντρες ο καθένας τοποθετήθηκαν σε πλατφόρμες με ρόδες, και κινητοί πύργοι με δέκα άντρες πλήρωμα ο καθένας προωθήθηκαν ως την άκρη της τάφρου, την οποία άρχισαν να γεμίζουν με προβιές (από τα ζώα που είχαν φέρει μαζί τους ως προμήθειες) παραγεμισμένες με χώμα. Το έργο όμως ήταν άνισης ποιότητας λόγω του φόβου των στρατιωτών να εκτεθούν στις βολές των βυζαντινών καταπελτών, και ο Μουτασίμ διέταξε να ριχτεί επιπλέον χώμα πάνω στις προβιές ώστε να ισοπεδωθεί η έκταση μέχρι τη βάση του τείχους. Ο πρώτος πύργος που επιχειρήθηκε να διασχίσει την τάφρο κόλλησε στη μέση, και αυτός και οι άλλες μηχανές εγκαταλείφθηκαν και κάηκαν.[28] Η επίθεση της επόμενης μέρας, υπό τον Ασίνας, απέτυχε καθώς το ρήγμα ήταν πολύ στενό, και ο Μουτασίμ έδωσε εντολή να τοποθετηθούν περισσότεροι καταπέλτες για να το διευρύνουν. Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του Αφσίν με τους στρατιώτες του να επιτεθεί, και μετά από αυτούς επιτέθηκε ο Ιτάχ.[29] Οι Βυζαντινοί έφτασαν στα όρια της αντοχής τους από τις συνεχείς επιθέσεις, και μετά από περίπου δυο εβδομάδες πολιορκίας (η ημερομηνία ερμηνεύεται ως είτε 12, 13 ή 15 Αυγούστου από σύγχρονους ερευνητές[30]) ο Αέτιος έστειλε πρεσβεία υπό τον επίσκοπο της πόλης, προτείνοντας να παραδώσει την πόλη με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρηση των κατοίκων και της φρουράς, αλλά ο Μουτασίμ αρνήθηκε. Ο Βυζαντινός διοικητής Βοϊδίτζης όμως, που ήταν επικεφαλής του ρήγματος, αποφάσισε να διεξάγει ο ίδιος διαπραγματεύσεις με τον χαλίφη, πιθανώς με την πρόθεση να προδώσει το πόστο του. Αφού άφησε διαταγές στους άντρες του να μην ξεκινήσουν εχθροπραξίες πριν την επιστροφή του, πήγε στο αραβικό στρατόπεδο. Ενώ όμως συνομιλούσε με τον χαλίφη, οι Άραβες πλησίασαν το ρήγμα, και με το δόσιμο ενός σημείου όρμησαν και μπήκαν στην πόλη.[31] Αιφνιδιασμένοι, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν παρά μόνο σποραδική αντίσταση: ορισμένοι στρατιώτες οχυρώθηκαν σε ένα μοναστήρι και κάηκαν ζωντανοί, ενώ ο Αέτιος και οι αξιωματικοί του κατέφυγαν σε έναν πύργο από όπου παραδόθηκαν λίγο αργότερα.[32]

Η άλωση και η λεηλασία της πόλης ήταν μεθοδικές: σύμφωνα με τους Άραβες ιστορικούς, η πώληση των λαφύρων συνεχιζόταν επί πέντε μέρες. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής αναφέρει 70.000 νεκρούς, και ο Άραβας Μασουντί 30.000. Οι επιζώντες μοιράστηκαν ως δούλοι στους αρχηγούς του στρατού, εκτός από τους αξιωματούχους, που τέθηκαν στη διάθεση του χαλίφη. Αφού άφησε τους απεσταλμένους του Θεόφιλου να αναχωρήσουν, ο Μουτασίμ έβαλε φωτιά στην πόλη, καταστρέφοντάς την σχεδόν ολοσχερώς. Μόνο τα τείχη έμειναν σχετικά ανέπαφα.[33] Ανάμεσα στα λάφυρα του Αμορίου ήταν και οι τεράστιες σιδερένιες πύλες της πόλης, τις οποίες ο Μουτασίμ αρχικά μετέφερε στη Σαμάρρα, όπου τις εγκατέστησε στην είσοδο του ανακτόρου του. Από εκεί πάρθηκαν, μάλλον προς τα τέλη του αιώνα, και τοποθετήθηκαν στην Ράκκα, ως το 964, όταν ο Χαμδανίδης ηγεμόνας Σαΐφ αλ-Ντάουλα τις τοποθέτησε στην Πύλη της Κιννασρίν στην πρωτεύουσά του Χαλέπι.[34]

Ακόλουθα γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την άλωση, φήμες έφτασαν στο χαλίφη ότι ο Θεόφιλος προήλαυνε να τον συναντήσει. Ο Μουτασίμ ξεκίνησε με το στρατό του και προχώρησε σε διάστημα μιας ημέρας πορείας προς το Δορύλαιο, αλλά δεν συνάντησε σημάδια βυζαντινής παρουσίας. Σύμφωνα με τον Ταμπαρί, ο Μουτασίμ σκεφτόταν σοβαρά να επεκτείνει την εκστρατεία του ως την Κωνσταντινούπολη, όταν έμαθε για μια συνωμοσία εναντίον του υπό τον ανιψιό του Αμπάς, τον γιο του Μαμούν. Ο χαλίφης τότε αναγκάστηκε να διακόψει την εκστρατεία και να επιστρέψει γρήγορα στην επικράτειά του, αφήνοντας ανέπαφα τόσο τα οχυρά γύρω από το Αμόριο όσο και τον Θεόφιλο με το στρατό του στο Δορύλαιο. Ο χαλίφης και ο στρατός του πήραν την απευθείας οδό από το Αμόριο προς τις Κιλίκιες Πύλες, και υπέφεραν πολύ, ιδιαίτερα οι αιχμάλωτοι, στις ξηρές πεδιάδες της κεντρικής Μικράς Ασίας. Μερικοί αιχμάλωτοι εξουθενώθηκαν τόσο που δεν μπορούσαν αν κινηθούν, και εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να αποδράσουν. Σε αντίποινα, ο Μουτασίμ, αφού ξεχώρισε τους πιο επιφανείς, εκτέλεσε τους υπόλοιπους, περίπου 6.000 τον αριθμό.[35][36]

Μικρογραφία από τη «Σύνοψη Ιστοριών» με την πρεσβεία του τουρμάρχη Βασιλείου στον χαλίφη.

Ο Θεόφιλος τότε απέστειλε μια δεύτερη πρεσβεία στον χαλίφη, υπό τον τουρμάρχη του Χαρσιανού Βασίλειο, κομίζοντας δώρα και μια απολογητική επιστολή, όπου πρόσφερε να εξαγοράσει τους σημαίνοντες αιχμαλώτους για 20.000 λίβρες (περ. 6,5 τόνοι) χρυσού και να απελευθερώσει όλους τους Άραβες κρατούμενους των Βυζαντινών. Σε απάντηση, ο Μουτασίμ αρνήθηκε τα λύτρα, λέγοντας ότι η εκστρατεία και μόνο του είχε στοιχίσει πάνω από 100.000 λίβρες, και απαίτησε την παράδοση του Θεόφοβου και του Δομέστικου των Σχολών, Μανουήλ του Αρμένιου, ο οποίος επίσης πριν από μερικά χρόνια είχε αποστατήσει από τους Άραβες. Ο Βυζαντινός πρέσβης αρνήθηκε τους όρους αυτούς, που άλλωστε ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν καθώς ο Θεόφοβος είχε επαναστατήσει και ο Μανουήλ ενδέχεται, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, να είχε πεθάνει από τα τραύματα που έλαβε στο Δαζιμώνα. Αντίθετα, ο Βασίλειος τότε παρέδωσε στο χαλίφη ένα δεύτερο, πολύ πιο απειλητικό γράμμα. Ο Μουτασίμ, εξοργισμένος, επέστρεψε τα δώρα του αυτοκράτορα.[37]

Μετά την άλωση του Αμορίου, ο Θεόφιλος επιδίωξε τη βοήθεια άλλων δυνάμεων κατά των Αββασιδών και έστειλε πρεσβείες στον δυτικό αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και στην αυλή του Αμπντ αλ-Ραχμάν Γ΄, του Ομεϋάδη εμίρη της Κόρδοβας. Οι βυζαντινοί απεσταλμένοι έγιναν δεκτοί με τιμές, αλλά απέτυχαν να εξασφαλίσουν έμπρακτη συμπαράσταση.[38] Οι Αββασίδες όμως δεν έδωσαν συνέχεια στην επιτυχία τους. Η σύγκρουση των δύο κρατών συνεχίστηκε επί αρκετά ακόμα χρόνια με επιδρομές και αντεπιδρομές, αλλά μετά από μερικές βυζαντινές επιτυχίες το 841 συνήφθη ανακωχή και πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή αιχμαλώτων, από την οποία όμως εξαιρέθηκαν οι σημαίνοντες αιχμαλώτους του Αμορίου. Τον καιρό του θανάτου του το 842, ο Μουτασίμ προετοίμαζε μια ακόμα μεγάλης κλίμακας εισβολή, αλλά ο μεγάλος στόλος που ετοίμαζε για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε από θύελλα στο Ακρωτήριο Χελιδωνία μερικούς μήνες μετά το θάνατό του. Οι διάδοχοι του Μουτασίμ φάνηκαν λιγότερο ικανοί να εξασφαλίσουν την εσωτερική σταθερότητα του χαλιφάτου, και η μάχη του Μαυροποτάμου το 844 ήταν η τελευταία μείζων αραβοβυζαντινή σύγκρουση ως τη δεκαετία του 850.[39]

Μεταξύ των αξιωματούχων που αιχμαλωτίστηκαν στο Αμόριο, ο στρατηγός Αέτιος εκτελέστηκε σύντομα, πιθανώς, όπως πρότεινε ο ιστορικός Γουώρεν Τρέντγκολντ, ως αντίποινα του χαλίφη στο δεύτερο γράμμα του Θεόφιλου.[40] Μετά από χρόνια στην αιχμαλωσία και χωρίς ελπίδα να εξαγοραστεί η ελευθερία τους, στους υπόλοιπους δόθηκε η επιλογή να ασπαστούν το Ισλάμ. Αρνήθηκαν και εκτελέστηκαν στη Σαμάρρα στις 6 Μαρτίου 844. Εορτάζονται σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως οι «Άγιοι 42 Μάρτυρες του Αμορίου».[41] Αρκετές ιστορίες αναφέρονται σχετικά με την τύχη του προδότη Βοϊδίτζη. Σύμφωνα με τον θρύλο των 42 Μαρτύρων, αλλαξοπίστησε, αλλά παρ'όλα αυτά εκτελέστηκε από τον χαλίφη μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Ενώ όμως τα πτώματα των άλλων ως εκ θαύματος επέπλεαν στο νερό του Τίγρη όπου τα έριξαν, το δικό του βούλιαξε στον βυθό του ποταμού.[42]

Επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την άλωση των αλώσεων, την τόσο μεγάλη, που μήτε στιχούργημα μήτε πεζολόγημα μπορούν να χωρέσουν.
Για την κατάκτηση αυτή ανοίγονται οι πύλες τ' ουρανού και ξεπροβάλλει η γη στην καινούργια της φορεσιά.
Ω μέρα της αλώσεως του Αμορίου, σ' άφησαν οι πόθοι σου σαν μαστοί με μέλι και με γάλα.
Και στάθηκεν των υιών του Ισλάμ η τύχη στο ζενίθ της και στο ναδίρ οι πολυθεϊστές κι ο οίκος τους.

Απόσπασμα από την «Ωδή εις την Κατάκτηση του Αμορίου» του Αμπού Ταμάμ.[43]

Η άλωση του Αμορίου ήταν ένα από τα πιο καταστροφικά γεγονότα κατά τη μακρά ιστορία των αραβικών επιδρομών στη Μικρά Ασία. Ο Θεόφιλος λέγεται ότι από το σοκ που έπαθε αρρώστησε βαριά λίγο μετά την πτώση της πόλης, και παρότι συνήλθε, η υγεία του παρέμεινε σε κακή κατάσταση μέχρι το θάνατό του τρία χρόνια αργότερα. Μεταγενέστεροι Βυζαντινοί ιστορικοί αποδίδουν το θάνατό του σε ηλικία μόλις τριάντα ετών στην στενοχώρια του για την άλωση του Αμορίου, αν και αυτό μάλλον αποτελεί μύθο.[44][45] Η πτώση της πόλης ενέπνευσε αρκετούς μύθους και ιστορίες ανάμεσα στους Βυζαντινούς, και απηχεί σε διασωζώμενα έργα όπως το «Άσμα του Αρμούρη» ή την παράδοση του «Κάστρου της Ωριάς».[46] Για τους Άραβες από την άλλη η κατάκτηση του Αμορίου αποτέλεσε λαμπρό γεγονός, και υμνήθηκε ιδιαίτερα από τον αυλικό ποιητή Αμπού Ταμάμ στην διάσημη «Ωδή εις την Κατάκτηση του Αμορίου».[47][48] Επιπλέον, ο χαλίφης αξιοποίησε στο έπακρο για προπαγανδιστικούς σκοπούς την επιτυχία του για να νομιμοποιήσει την εξουσία του και τον παραγκωνισμό και κατόπιν την εκτέλεση του ανιψιού του Αμπάς.[49]

Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις στον στρατιωτικό τομέα για το Βυζάντιο ήταν περιορισμένες: πέρα από τους κατοίκους και την φρουρά του Αμορίου, ο βυζαντινός στρατός φαίνεται να υπέστη μικρές μόνο απώλειες στο Δαζιμώνα, και η εξέργερση των Χουρραμιτών κατεστάλη γρήγορα και χωρίς αιματοχυσία την επόμενη χρονιά, με τους στρατιώτες να επανεντάσσονται στον βυζαντινό στρατό. Η Άγκυρα γρήγορα ξαναχτίστηκε και ξανακατοικήθηκε, το ίδιο και το Αμόριο, αν και δεν ανέκτησε ποτέ την παλιά του αίγλη και η έδρα του στρατηγού των Ανατολικών μεταφέρθηκε στο γειτονικό Πολύβοτο.[44][50] Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις του Γουώρεν Τρέντγκολντ, οι ήττες του αυτοκρατορικού στρατού στο Δαζιμώνα και το Αμόριο ήταν μάλλον αποτέλεσμα συγκυρίας παρά ανικανότητας ή εγγενούς ανεπάρκειας του στρατού. Επιπλέον, η διεύθυνση της εκστρατείας από τη βυζαντινή πλευρά υπέφερε από υπερβολική αυτοπεποίθηση από μέρος του Θεόφιλου, τόσο στην απόφασή του να διαιρέσει τις δυνάμεις του ενώπιον του υπέρτερου αραβικού στρατού, όσο και στην υπερβολική εμπιστοσύνη του στους Χουρραμίτες.[51] Εντούτοις, η ήττα ανάγκασε τον αυτοκράτορα να προβεί σε μείζονες αλλαγές στο στράτευμα, με την δημιουργία νέων συνοριακών διοικήσεων και την διασπορά των Χουρραμιτών ανάμεσα στους γηγενείς στρατιώτες των θεμάτων.[52]

Η πιο μακροπρόθεσμη και διαχρονική επίπτωση της άλωσης του Αμορίου, όμως, ήταν στη θρησκευτική σφαίρα. Η Εικονομαχία υποτίθεται ότι έφερνε θεϊκή εύνοια και εξασφάλιζε στρατιωτικές επιτυχίες, αλλά ούτε οι αδυναμίες του στρατού ούτε η αμφιλεγόμενη προδοσία του Βοϊδίτζη μπορούσαν να κρύψουν το γεγονός ότι επρόκειτο για "μια ταπεινωτική καταστροφή ισάξια των χειρότερων ηττών οποιουδήποτε εικονόφιλου αυτοκράτορα" (Μαρκ Γουίττοου), συγκρινόμενη μεταξύ συγχρόνων μόνο με την συντριπτική ήττα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ στην Μάχη της Πλίσκας το 811. Όπως γράφει και ο Τρέντγκολντ, "η έκβαση δε αποδείκνυε ακριβώς ότι η Εικονομαχία ήταν λάθος ... αλλά στέρησε από τους εικονομάχους μια για πάντα το πιο πειστικό τους επιχείρημα απέναντι στους αναποφάσιστους, ότι η Εικονομαχία κέρδιζε μάχες". Λιγότερο από ένα χρόνο μετά το θάνατο του Θεόφιλου, στις 11 Μαρτίου 843, μια σύνοδος αποκατέστησε την λατρεία των εικόνων, και το δόγμα της Εικονομαχίας αποκηρύχτηκε ως αιρετικό.[53]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

^ a: Τα αναφερόμενα από τους ιστορικούς σύνολα των στρατών τόσο για την εκστρατεία του Θεόφιλου το 837 όσο και για την εκστρατεία του Μουτασίμ το επόμενο έτος είναι ασυνήθιστα μεγάλα. Ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Τζ. Μπ. Μπιούρυ και ο Τρέντγκολντ, δέχονται τους αριθμούς του Ταμπαρί και του Μιχαήλ του Σύριου αντίστοιχα ως κατά βάση ακριβείς,[54] αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοια μεγέθη, καθώς μεσαιωνικοί στρατοί σπάνια υπερέβαιναν τους 10.000 άντρες, και τόσο βυζαντινές όσο και αραβικές πολεμικές πραγματείες υποδεικνύουν ότι οι στρατοί εκστρατείας συνήθως περιλάμβαναν περί τις 4.000-5.000 άντρες. Ακόμα και κατά την φάση διαρκούς επέκτασης του Βυζαντίου τον 10ο αιώνα, οι πραγματείες θεωρούν στρατούς των 25.000 ως ασυνήθιστα μεγάλους και αρμόζοντες να τεθούν υπό την προσωπική ηγεσία του αυτοκράτορα. Ως μέτρο σύγκρισης, οι συνολικές στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε το βυζαντινό κράτος θεωρητικά τον 9ο αιώνα υπολογίζονται σε 100.000-120.000 άντρες. Για περισσότερα βλ. Whittow 1996, σελίδες 181–193 και Haldon 1999, σελίδες 101–103.
^ b: Ο ισχυρισμός ότι η Σωζόπετρα ή τα Αρσαμόσατα ήταν η γενέτειρα πόλη του Μουτασίμ απαντάται μόνο σε βυζαντινές πηγές, και θεωρείται από τους περισσότερους σύγχρονους ιστορικούς ως μεταγενέστερη επινόηση, δηλ. για παραλληλία με το Αμόριο, την πιθανή γενέτειρα του Θεόφιλου, και ως μια προσπάθεια εξισορρόπησης και μείωσης της ηθικής επίπτωσης της πτώσης του Αμορίου.[55][56]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. S.), Lightfoot, C. S. (Chris (1994). Amorium : a Byzantine city in Anatolia. Homer Kitabevi. ISBN 975-8293-80-X. 146243173. 
  2. Treadgold 1988, σελίδες 272–280.
  3. 3,0 3,1 Treadgold 1988, σελίδες 283, 287–288; Whittow 1996, σελίδες 152–153.
  4. Treadgold 1988, σελίδες 280–283.
  5. Bury 1912, σελίδες 259–260; Treadgold 1988, σελίδες 286, 292–294; Vasiliev 1935, σελίδες 137–141.
  6. Bury 1912, σελίδες 261–262; Treadgold 1988, σελίδες 293–295; Vasiliev 1935, σελίδες 141–143.
  7. Κιαπίδου 2003, Κεφ. 1.
  8. Vasiliev 1935, σελ. 143.
  9. Vasiliev 1935, σελ. 144.
  10. Bury 1912, σελ. 263 (σημ. 3); Treadgold 1988, σελ. 297; Vasiliev 1935, σελ. 146.
  11. Bury 1912, σελίδες 262–263; Treadgold 1988, σελ. 297; Vasiliev 1935, σελίδες 144–146.
  12. Bury 1912, σελίδες 262–263; Kazhdan 1991, σελίδες 79, 1428, 2066; Whittow 1996, σελ. 153.
  13. Bury 1912, σελ. 262; Kazhdan 1991, σελ. 79; Ivison 2007, σελ. 26.
  14. Whittow 1996, σελ. 215.
  15. Treadgold 1988, σελίδες 297, 299; Vasiliev 1935, σελίδες 146, 148.
  16. 16,0 16,1 Κιαπίδου 2003, Κεφ. 2.1.
  17. Bury 1912, σελίδες 263–264; Treadgold 1988, σελ. 298; Vasiliev 1935, σελίδες 146–147.
  18. Bury 1912, σελ. 264; Treadgold 1988, σελ. 298; Vasiliev 1935, σελίδες 149–151.
  19. Bury 1912, σελίδες 264–265; Treadgold 1988, σελίδες 298–300; Vasiliev 1935, σελίδες 154–157.
  20. 20,0 20,1 20,2 Κιαπίδου 2003, Κεφ. 2.2.
  21. Treadgold 1988, σελίδες 300–302; Vasiliev 1935, σελίδες 158–159.
  22. Bury 1912, σελ. 266.
  23. Treadgold 1988, σελ. 302; Vasiliev 1935, σελίδες 152–154, 158–160.
  24. Bury 1912, σελ. 267; Vasiliev 1935, σελίδες 160–161.
  25. Bury 1912, σελίδες 266–267; Rekaya 1977, σελ. 64; Vasiliev 1935, σελ. 160.
  26. Bury 1912, σελ. 267; Treadgold 1988, σελ. 302; Vasiliev 1935, σελίδες 161–163.
  27. Bury 1912, σελ. 268; Treadgold 1988, σελ. 302; Vasiliev 1935, σελίδες 163–164.
  28. Bury 1912, σελ. 268; Vasiliev 1935, σελίδες 164–165.
  29. Vasiliev 1935, σελίδες 165–167.
  30. Κιαπίδου 2003, Σημείωση 19.
  31. Bury 1912, σελίδες 268–269; Treadgold 1988, σελίδες 302–303; Vasiliev 1935, σελίδες 167–168.
  32. Bury 1912, σελίδες 269–270; Treadgold 1988, σελ. 303; Vasiliev 1935, σελίδες 169–170.
  33. Treadgold 1988, σελ. 303; Rekaya 1977, σελ. 64; Ivison 2007, σελίδες 31, 53; Vasiliev 1935, σελίδες 170–172.
  34. Meinecke 1995, σελίδες 411, 412.
  35. Bury 1912, σελ. 270; Treadgold 1988, σελ. 303; Vasiliev 1935, σελίδες 172–173, 175.
  36. Κιαπίδου 2003, Κεφ. 2.3.
  37. Bury 1912, σελ. 272; Treadgold 1988, σελίδες 303–304; Vasiliev 1935, σελίδες 174–175.
  38. Bury 1912, σελ. 273; Vasiliev 1935, σελίδες 177–187.
  39. Bury 1912, σελίδες 273–274; Vasiliev 1935, σελίδες 175–176, 192–193, 198–204.
  40. Treadgold 1988, σελίδες 304, 445 (σημ. 416).
  41. Bury 1912, σελίδες 271–272; Kazhdan 1991, σελίδες 79, 800–801.
  42. Bury 1912, σελίδες 270–271.
  43. Hassan 2004, σελ. 41.
  44. 44,0 44,1 Κιαπίδου 2003, Κεφ. 3.
  45. Treadgold 1988, σελίδες 304, 415.
  46. Christophilopoulou 1993, σελίδες 248–249.
  47. Canard 1960, σελ. 449.
  48. Για ελληνική απόδοση του ποιήματος του Αμπού Ταμάμ, βλ. Hassan 2004, σελίδες 41–47.
  49. Kennedy 2003, σελίδες 23–26.
  50. Treadgold 1988, σελίδες 304, 313–314; Kazhdan 1991, σελίδες 79–80; Whittow 1996, σελ. 153.
  51. Treadgold 1988, σελίδες 304–305.
  52. Treadgold 1988, σελίδες 351–359.
  53. Treadgold 1988, σελ. 305; Whittow 1996, σελίδες 153–154.
  54. Bury 1912, σελ. 263 (σημ. 3); Treadgold 1988, σελ. 441 (σημ. 406).
  55. Bury 1912, σελ. 262 (σημ. 6); Treadgold 1988, σελ. 440 (σημ. 401); Vasiliev 1935, σελ. 141.
  56. Κιαπίδου 2003, Σημείωση 1.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Sack of Amorium της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).