Μπεκτασήδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μπεκτασήδες δερβίσηδες)

Η σέκτα των Μπεκτασήδων (Bektaşi) δερβίσηδων ανήκει στο Σούφι Ισλάμ και αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή, Μικρά Ασία και Βαλκάνια, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την Οθωμανική περίοδο, στην Περσική Αυτοκρατορία και αλλού. Οι μπεκτασήδες παντρεύουν στοιχεία της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με το Σιϊτισμό αλλά και το ορθόδοξο Ισλάμ (Σουνιτισμός). Μαζί με τους Μεβλεβί και τους Νακσμπαντί θεωρούνται ως οι πλέον γνωστές κατευθύνσεις του σουφισμού την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά την επικράτηση της τελευταίας στα Βαλκάνια και την Ανατολία. Ενώ οι Μεβλεβί και Νακσμπαντί είχαν περισσότερη επιρροή σε αστικές τάξεις τεχνιτών, εμπόρων και ευγενών, οι Μπεκτασί είχαν περισσότερη απήχηση στα φτωχά κοινωνικά στρώματα χωριών και κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας τα οποία αποτελούνταν από αγρότες και κτηνοτρόφους.

Η ιστορία των Μπεκτασήδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μετακίνηση της ισλαμικής θρησκείας προς τη Δύση, με ή χωρίς τη μετακίνηση πληθυσμών από την Κεντρική Ασία, Περσία κτλ, έφερε και τη λατρεία πνευματικών ηγετών με τη μορφή "αγίων" της Ανατολής (τουρκικά: erenler). Ο Χατζί Μπεκτάς, του οποίου η ζωή περιβάλλεται από μύθο, ήταν ένας τέτοιος δάσκαλος. Ήταν ένας περιπλανώμενος δερβίσης, Τούρκος ή Πέρσης από το Χορασάν, μεταξύ του βορειοανατολικού Ιράν και δυτικού Αφγανιστάν απ' όπου προήλθε και ο Ομάρ Καγιάμ πριν έναν αιώνα. Ήταν οπαδός του σεΐχη Αχμέτ Γιεσεβί, που πέθανε το 1166, λίγο πριν ξεκινήσουν οι Σταυροφορίες από τη Δύση. Σύμφωνα με την αγιογραφική παράδοση, με εντολή του δασκάλου του πέταξε από τη χώρα του με μορφή περιστεριού στο Ρουμ (άλλοτε βυζαντινή Μικρά Ασία) το 1281, μετά την καταστροφή της επικράτειας των Σελτζούκων. Σταμάτησε σε ένα χωριό κοντά στο Κιρσεχίρ της Καππαδοκίας - περιοχή που στη μέση βυζαντινή περίοδο ήταν κέντρο των Παυλικιανών, ετερόδοξων μυστικιστών χριστιανών από τους οποίους προήλθαν οι Βογόμιλοι και αργότερα το κίνημα των Καθαρών.

Ήταν ένας από εκείνους που βοήθησαν στη σύνθεση των ισλαμικών και προϊσλαμικών θρησκευτικών και σαμανιστικών στοιχείων που επικρατούν ακόμα στις τουρκικές παραδόσεις, με αποτέλεσμα να κερδίσει την αντιπάθεια του ορθόδοξου πουριτανικού Ισλάμ. Η επιρροή των μπαμπά ήταν τεράστια και συναγωνίστηκε την επιρροή που ασκούσαν οι στρατιωτικοί ηγέτες, όπως και το γόητρο των κυβερνητών των Σελτζούκων, που είχαν υιοθετήσει αρκετές πτυχές του ιρανικού πολιτισμού. Όπως πολλοί δερβίσηδες από την Ανατολή, ο Χατζί Μπεκτάς ήταν μια φωνή για τις κοινωνικές διαμαρτυρίες των τουρκικών πληθυσμών ενάντια στην άρχουσα τάξη των Σελτζούκων. Λέγεται μάλιστα πως ο Χατζί Μπεκτάς παρείχε την προστασία και την ευλογία του στο τάγμα των Γενιτσάρων πριν πεθάνει (738 έτος Εγίρας/1337 μ.Χ.).

Ο ισλαμισμός από νωρίς αναπτύχθηκε σε δύο κατευθύνσεις. Αφ'ενός παρήγαγε μια άκαμπτη θεολογία με έναν εξίσου άκαμπτο θρησκευτικό νόμο. Από την άλλη αναπτύχθηκε μια μυστικιστική προσέγγιση στην άμεση γνώση του Θεού, μέσω ετερόδοξων σεκτών. Όμως οι ορθόδοξοι κανονικοί και οι επαγγελματίες θεολόγοι αντιτέθηκαν σε αυτή την τάση «να αναζητηθεί η συνείδηση», γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε αναμφίβολα στην αίρεση. Ωστόσο οι οργανωμένες αδελφότητες άρχισαν να αναπτύσσονται, βασισμένες στη θεμελιώδη ιδέα πως «η ένθερμη πρακτική της λατρείας κοσμεί την ψυχή με χάρες (φαγαΐντ), ασήμαντες και καταληπτές πραγματικότητες. Η επιστήμη της καρδιάς (ιλμ αλ κουλούμπ) θα προμηθεύσει την ψυχή με μια πειραματική σοφία (μα ριφά)».

Αν και το λήμμα ταρικά στην Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ γράφει ότι «ο αριθμός των μελών τέτοιων αδελφοτήτων μαζί με εκείνον των συμπαθούντων σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη μουσουλμανική χώρα δεν είναι πάνω από τρία τοις εκατό του πληθυσμού», είναι σχεδόν σίγουρο ότι στην Τουρκία και την Αλβανία τουλάχιστον, το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο. Όταν ο Άγγλος κλασικιστής Φρέντερικ Γ. Χάσλακ επισκέφθηκε την Τουρκία το 1913 είχε την εντύπωση πως η Τουρκία ήταν σουνιτική. Προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε γρήγορα ότι όχι μόνο υπήρχαν πολλοί συνδεδεμένοι με αυτές τις αποκαλούμενες αιρετικές σέκτες, αλλά και ότι αρκετοί ιμάμηδες που λειτουργούσαν σε τζαμιά της επίσημης θρησκείας, τις άλλες μέρες ήταν σαΐκ (σεΐχηδες) σε τεκέδες των δερβίσηδων. Κατά τη διάρκεια του Μουχαρέμ, του μήνα που γιορτάζεται η ενθύμηση του θανάτου του Χουσεΐν από τον Αλί και ο σφετερισμός του χαλιφάτου, ο συγγραφέας επισκέφτηκε διάφορους τεκέδες, στους οποίους είδε όλους τους δερβίσηδες να θρηνούν το θάνατο του Χασάν και του Χουσεΐν. Συζητώντας το θέμα αργότερα με έναν από τους μεγάλους ακαδημαϊκούς της Τουρκίας, του εξέφρασε την εντύπωση ότι ενώ οι Τούρκοι ήταν φαινομενικά σουνίτες, υπό το κάλυμμα των αδελφοτήτων τους αρκετοί ήταν σιίτες, και βέβαια περισσότερο μυστικιστές παρά ορθόδοξοι. Ο ακαδημαϊκός τού απάντησε ότι στην Κωνσταντινούπολη, όπου η αναλογία ήταν πιθανώς μικρότερη από το υπόλοιπο της χώρας, πιθανώς εξήντα τοις εκατό των πολιτών ανήκε άμεσα ή έμμεσα στις αδελφότητες των δερβίσηδων. Επισήμανε ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και συμβαίνει στις χριστιανικές χώρες στη γεμάτη διώξεις ιστορία τους - Καθολικοί που σκότωναν Προτεστάντες κ.λπ. Εκτιμώντας ότι στα μουσουλμανικά εδάφη η πρακτική της μη αφομοίωσης των αδελφοτήτων από την ορθόδοξη εκκλησία είχε παραγάγει έναν συνδυασμό ορθοδοξίας και μυστικισμού, υπογράμμισε μια πειραματική μάλλον παρά παραδοσιακή και επίσημη προσέγγιση στην πραγματικότητα. Στην Τουρκία, επομένως, τούτη η τάση ομαδοποίησης σε μια αδελφότητα όσων επιδιώκουν μια άμεση γνώση Θεού πρέπει να αναγνωριστεί ως διαδεδομένο υπόγειο ρεύμα, που χαρακτηρίζει τη ζωή ολόκληρων κοινοτήτων.

Γενικά, η ιδεολογία τέτοιων ομάδων προέρχεται από τις αραβικές και περσικές πηγές, από δερβίσηδες ηγέτες που είναι ικανοί να διαβάσουν και να γράψουν σε αυτές τις γλώσσες. Η σημαντικότερη πηγή ιδεών για όλους τους Τούρκους δερβίσηδες είναι το Μεσνεβί, ένα μεγάλο ποίημα που γράφτηκε στην περσική γλώσσα κατά το δέκατο τρίτο αιώνα από τον Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί, τον προστάτη άγιο του τάγματος των Μεβλεβήδων δερβίσηδων, και δύο αραβικά έργα, το Φουτουχάτι Μεκίγιε και το Φουσουσούλ Χικάμ, (1165-1240), στα οποία περιγράφεται η πρακτική των ανθρώπων με τα κληρονομημένα έθιμά τους από το ασιατικό παρελθόν. Ορισμένα τάγματα, ανάμεσα στα οποία αυτό των Μεβλεβήδων, που είναι ένα σημαντικό παράδειγμα, αναπτύχθηκαν κυρίως στα αστικά κέντρα, ως αριστοκρατικές, διανοητικές αδελφότητες, προσελκύοντας τα μέλη τους από τις ανώτερες τάξεις. Άλλες ομάδες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι Μπεκτασήδες, ρίζωσαν και αναπτύχθηκαν κατευθείαν από τη ζωή του λαού. Στην επιφάνεια σε αυτές τις τελευταίες ομάδες, βρίσκεται το Ισλάμ, που έγινε η αποδεκτή θρησκεία. Στο βάθος κρύβονται όλα τα πραγματικά ρεύματα της οθωμανικής ιστορίας, τα ήθη και τα έθιμα που προήλθαν αρχικά από την εθνική ζωή των διάφορων λαών που ανακατεύτηκαν στις μετατοπίσεις των συνόρων του δέκατου τρίτου αιώνα. Από τούτο το συνονθύλευμα αναπτύχθηκε μια φυσική λαϊκή θρησκεία με πραγματικό της στόχο την άμεση επαφή του ανθρώπου με τη γνώση του Θεού.

Η πτώση και η εξορία των Μπεκτασήδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1789 ανέβηκε στο θρόνο ο Σελίμ ο Γ΄, απόγονος του Μεχμέτ του Β΄. Συναισθανόμενος τον κίνδυνο που απειλούσε για την εξουσία του το ιδιαίτερα συντηρητικό τάγμα των Γενίτσαρων, θεώρησε ότι η επιβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν άμεσα εξαρτημένη από την καταστολή τους, όπως και από την καταστολή του τάγματος των Μπεκτασήδων. Από τη δική του οπτική γωνία δεν είχε άδικο, καθώς επί αιώνες το τάγμα των Μπεκτασήδων εκμεταλευόταν τα κερδοφόρα ορυχεία αλατιού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μάλιστα το αλάτι από εκείνα τα ορυχεία ονομαζόταν Χατζί Μπεκτάς. Λέγεται ότι ο Σελίμ ορκίστηκε να αποκεφαλίσει εβδομήντα χιλιάδες Μπεκτασήδες, και όταν δεν μπόρεσε να βρει τόσους πολλούς για να εκτελέσει, διέταξε να κοπούν τα κεφάλια τους και να μετρούνται, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο αριθμός!

Δεδομένου ότι οι Μπεκτασήδες ήταν εξαιρετικά ετερόδοξοι -ακόμη και χοιρινό κρέας έτρωγαν- η ορθόδοξη ισλαμική ιερατική κοινότητα ενισχύθηκε με τη δίωξη μιας αίρεσης που θεωρήθηκε όχι μόνο στρατοκρατική, αλλά και ηθικά επικίνδυνη για τους πραγματικούς πιστούς. Το φαινόμενο θυμίζει την εξόντωση των Ναϊτών από την επίσημη εκκλησία, οι οποίοι επίσης συνδέονταν με ιδιαίτερης μορφής κτήρια, όπως οι κυκλικές εκκλησίες.

Αποτελεί σημαντική αντίθεση το γεγονός ότι, ενώ τα σώματα των Γενιτσάρων ήταν έντονα αντιμεταρρυθμιστικά, ο ανορθόδοξες, διάφωνες και αντινομιακές ιδέες των Μπεκτασήδων συνδέονται με τη φιλελεύθερη σκέψη των φιλοσόφων του 18ου αιώνα στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα είχαν χαλαρές επαφές με ένα από τα δίκτυα που ανέδειξαν τις ιδέες των φιλοσόφων του 18ου αιώνα, τον ελευθεροτεκτονισμό. Πολλοί ενεργοί πολιτικοί της Κωνσταντινούπολης ήταν συνδεδεμένοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τους ελευθεροτέκτονες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν και καθιερώθηκαν οι γαλλικές και αγγλικές στοές στην Κωνσταντινούπολη. Τα μέλη αυτών των στοών αυξήθηκαν προς το τέλος του 19ου αιώνα και ανάμεσά τους αναδείχθηκε μια ομάδα αντιπάλων του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909) γνωστή ως «Νεότουρκοι». Πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι ο μυστικισμός που επιζεί στο σύγχρονο ελευθεροτεκτονισμό έχει αδρανήσει σημαντικά, ενώ οι Μπεκτασήδες είναι μια γνήσια μυστική αδελφότητα.

Οι Μπεκτασήδες δεν εξολοθρεύτηκαν παρ' όλη αυτή την αγριότητα. Η ειρωνεία όμως είναι πως ο Κεμάλ Ατατούρκ, καίτοι γιος Αλβανίδας μητέρας, εξόρισε με επιτυχία ολόκληρες κοινότητες Μπεκτασήδων στην Αλβανία -τη μόνη μουσουλμανική χώρα στην Ευρώπη που αποδεχόταν τις διάφορες θρησκείες, σέκτες και εθνότητες.

Η μελέτη των πρακτικών του τάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύγχρονο ενδιαφέρον εκ μέρους των μελετητών για το τάγμα των Μπεκτασήδων σχετίζεται με τη συγγραφή της ιστορίας της Τουρκίας από τον φον Χάμερ, όπου αναφέρεται η ευλογία του Χατζί Μπεκτάς Βελί στους γενίτσαρους στρατιώτες. Η πρώτη προσπάθεια για να γραφτεί μια ανεξάρτητη ιστορία του τάγματος ήρθε το 1868 με το βιβλίο του Τζων Πόρτερ Μπράουν The Darvishes, or, Oriental Spiritualism (Οι δερβίσηδες, ή, Ανατολικός πνευματισμός), μια πολύτιμη, αλλά μπερδεμένη συλλογή στοιχείων σχετικών με τις πεποιθήσεις, τις πρακτικές και τα σύμβολα των Μπεκτασήδων, καθώς επίσης και άλλων ταγμάτων δερβίσηδων. Νέο φως ρίχτηκε στη γνώση μας για τις πεποιθήσεις του τάγματος των Μπεκτασήδων όταν, την άνοιξη του 1897, ο καθηγητής Έντουαρντ Γκράνβιλ Μπράουν (Edward Granville Browne) πέρασε τις διακοπές του Πάσχα στο Παρίσι, μελετώντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη δύο χειρόγραφα που περιείχαν διάφορες πραγματείες για την άγνωστη σέκτα των Χουρουφήδων. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρίας (Royal Asiatic Society) τον Ιανουάριο του 1898. Ενθουσιασμένος από τις μελέτες του για τους Χουρουφήδες, ο Μπράουν είχε δώσει εντολή στον βιβλιοπώλη του να του προμηθεύσει όλα τα διαθέσιμα κείμενα για τους Χουρουφήδες της Ανατολής. Προς μεγάλη του έκπληξη οι πραγματείες για ένα τάγμα που θεωρούσε χαμένο άρχισαν να καταφθάνουν σε ποσότητες από τους Μπεκτασήδες και ανακάλυψε ότι στο σύγχρονο τάγμα των Μπεκτασήδων (σύγχρονο για εκείνη την εποχή), αναφερόταν ο Φαζλουλάχ, ο ιδρυτής της σέκτας των Χουρουφήδων.

Το 1908 έγινε στη Γερμανία η πρώτη προσπάθεια για μια ουσιαστική μελέτη των Μπεκτασήδων. Ο καθηγητής Γκέοργκ Γιάκομπ (Georg Jacob) στο βιβλίο του για τις πρακτικές και την ιστορία των Μπεκτασήδων (Beiträge zur Kenntnis des Derwisch-Ordens der Bektaschis) όχι μόνο εξέτασε την ιστορία του τάγματος, αλλά και την εξάπλωσή του στο μουσουλμανικό κόσμο, τη γεωγραφική κατανομή του, την προπαγάνδα του και τη σχέση του με τους ιερούς τόπους των Χριστιανών. Στο βιβλίο του παρατίθεται η μετάφραση ενός τουρκικού βιβλίου που ονομάζεται Κασίφ ουλ εσράρ βε Ντεφ ουλ εσράρ, και συνιστά μια πικρή επίθεση στο τάγμα των Μπεκτασήδων, ειδικά εξαιτίας της αποδοχής των δογμάτων των Χουρουφήδων. Ο Γιάκομπ δημοσίευσε άλλο ένα βιβλίο, Οι Μπεκτασήδες, που δημοσιεύθηκε το 1909, και παρείχε περισσότερες πληροφορίες για τη σχέση του τάγματος με χριστιανικές, σιιτικές, γνωστικές και παγανιστικές πηγές γνώσης.

Με τη σειρά του, στηριζόμενος στο προσωπικό του ταξίδι και την έρευνά του στην Τουρκία, ο Άγγλος κλασικιστής Χάσλακ δημοσιεύει το 1911 στα Χρονικά της Βρετανικής Σχολής στην Αθήνα, τις ενδιαφέρουσες μελέτες του για τους Μπεκτασήδες, τη γεωγραφική κατανομή και τα ιερά τους. Σε αυτές τις μελέτες ο Χάσλακ εξέτασε τις ευρωπαϊκές πηγές για την ίδρυση του τάγματος των Γενιτσάρων και θεώρησε πως ο Φαζλουλά Χουρουφί ήταν ο πραγματικός ιδρυτής του τάγματος των Μπεκτασήδων. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αμφιβάλλει ακόμη και για την ιστορικότητα της ύπαρξης του Χατζί Μπεκτάς Βελί, εκτός από την περίπτωση να ήταν πιθανός φυλετικός πρόγονος που συνέβαλε μόνο με το όνομά του.

Τον Οκτώβριο του 1923 ο Τούρκος καθηγητής Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού (Mehmet Fuad Köprülü) παρέδωσε στο διεθνές συνέδριο της ιστορίας των θρησκειών στο Παρίσι μια ιδιαίτερα σημαντική μελέτη για τους Μπεκτασήδες, στην οποία επέκρινε όσες μελέτες είχαν γίνει μέχρι τότε, επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη να μελετηθεί καταρχήν η θρησκευτική ιστορία της Ανατολίας, προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορία του τάγματος των Μπεκτασήδων. Στην μελέτη του κατέγραψε τα νέα ιστορικά στοιχεία, που όχι μόνο καθιερώνουν τον αναμφισβήτητο ιστορικό χαρακτήρα του Χατζί Μπεκτάς Βελί, αλλά φέρνουν στο φως τις αυθεντικές διδασκαλίες του.

Ιεραρχία και λατρεία των Μπεκτασήδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με άλλα δερβισικά τάγματα της Τουρκίας όπως οι Μεβλεβήδες, οι Μπεκτασήδες δεν φαίνεται να έχουν κάποια δημόσια λατρευτική πρακτική. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το τελετουργικό του τάγματος των Μπεκτασήδων είναι καλυμμένο με απόλυτη μυστικότητα, γεγονός που έχει τροφοδοτήσει τους ερευνητές με μεγάλη περιέργεια. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς τις πεποιθήσεις τους για την ελευθερία των γυναικών και την κατάργηση του φανατισμού στους θρησκευτικούς ηγέτες, δεν είναι να απορεί κανείς που με επίσημο διάταγμα καταργήθηκαν επίσημα από την τουρκική δημοκρατία εντός των συνόρων του εθνικού κράτους.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές τα μέλη του τάγματος χωρίζονται σε έξι κύριες κατηγορίες: Τους ασίκ, (συνδεδεμένα μέλη που δεν έχουν μυηθεί), και τους μουχίμπ, δηλαδή μυημένους Ασίκ που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε ορισμένες τελετουργίες των Μπεκτασήδων. Κατόπιν έρχονταν οι ντερβίς, οι οποίοι δίνουν τον όρκο, αποκτούν ικανότητες στην άσκηση του Δρόμου και έχουν την άδεια να φορούν τελετουργικά ενδύματα και εμβλήματα των Μπεκτασήδων. Ακολουθούν οι μπαμπά, οι οποίοι κατευθύνουν τον τοπικό τεκκέ και είναι επικεφαλής των τοπικών κοινοτήτων. Ουσιαστικά ασκούν έλεγχο στους ντερβίς, τους αχίμπ και τους ασίκ. Στα υψηλότερα στρώματα της ιεραρχίας βρίσκονται οι Νντερβίς ι μουντζαράντ, οι οποίοι παίρνουν όρκο αγαμίας και μυούνται σε ένα μυστικό τελετουργικό. Ζουν μόνο στους τεκκέδες, ξυρίζουν το μουστάκι και τη γενειάδα και φορούν ένα ασημένιο σκουλαρίκι στο δεξί αυτί ως έμβλημα της θέσης τους. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονται οι καλίφα, ως επικεφαλής των περιφερειακών τεκέδων, ορισμένοι από τον επικεφαλής της έδρας του ντεντέ-μπαμπά.

Το ιερό τυπικό της μύησης και του όρκου ακολουθείται από τελετουργικό συμπόσιο στο οποίο καταναλώνεται σερμπέτι και τυρί, πίνεται κρασί και ακούγεται μουσική. Η γενικότερη θέση των Μπεκτασήδων είναι η επέκταση της συνείδησης, μέσω της οποίας γίνεται κατορθωτή η άμεση επαφή με το Θείο Ον. Οι επιδράσεις ωστόσο μέσω συγκεκριμένων αρχετυπικών συμβόλων είναι μια ξεκάθαρη πρακτική των Γνωστικών, από την οποία άντλησαν οι Μπεκτασήδες στο παρελθόν ένα μέρος της γνώσης τους. Τη τεχνική της έκστασης, απομεινάρι από παλαιότερες σαμανικές πρακτικές, ακολουθούν αρκετά από τα ετερόδοξα τάγματα των δερβίσηδων, είτε μέσω του ήχου είτε μέσω του χορού. Τραγούδια-επικλήσεις στο θείο όπως το ζικρ είναι χαρακτηριστικά στη λατρεία των μπεκτάσι, αργόσυρτες μελωδίες που σταδιακά αναπτύσουν ρυθμό. Τα κύρια όργανά τους είναι ένα είδος φλογέρας και το κρουστό μπεντίρ, λιγότερο συχνά το έγχορδο σαζ.

Οι Μπεκτασήδες στην Αλβανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα της χριστιανικής εποχής, η Ιλλυρία, (τμήμα της οποίας είναι η σύγχρονη Αλβανία) έγινε χριστιανική. Το 732 ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ΄, για να τιμωρήσει τον πάπα Γρηγόριο Γ΄ που αντιδρούσε στην πολιτική της εικονομαχίας, απέσπασε τις εκκλησίες του Ιλλυρικού (μεταξύ αυτών και τις εκκλησίες της σημερινής Αλβανίας), οι οποίες βρίσκονταν μέχρι τότε υπό τη δικαιοδοσία του πάπα και τις υπήγαγε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Έτσι οι χριστιανοί της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού έγιναν μέρος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1054, μετά το σχίσμα μεταξύ των ανατολικών και δυτικών εκκλησιών, υπήρξε μια διάσπαση στην αλβανική εκκλησία. Η νότια Αλβανία παρέμεινε συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη, ενώ η βόρεια Αλβανία επανασυνδέθηκε με τη Ρώμη. Κατόπιν, κατά το 15ο αιώνα, οι Τούρκοι εισήγαγαν το Ισλάμ. Οι Τούρκοι είδαν τους ρωμαιοκαθολικούς ως απειλή για την εξουσία τους. Τους επέβαλαν λοιπόν έναν υψηλό φόρο, που ανάγκασε ορισμένους να μεταστραφούν προς την ισλαμική πίστη. Ωστόσο, ορισμένοι επέλεξαν να αποχωρήσουν από την Αλβανία και εγκαταστάθηκαν στη νότια Ιταλία. Αλλοι πάλι «Κρυπτοχριστιανοί» προσποιήθηκαν πως είναι μουσουλμάνοι δημόσια για να αποφύγουν την επαχθή φορολογία, αλλά συνέχισαν να ασκούν την καθολική πίστη στο σπίτι τους. Όμως οι περισσότεροι Αλβανοί έγιναν μουσουλμάνοι.

Κατά τη θρησκευτική απογραφή του 1967, ο πληθυσμός της Αλβανίας είχε 75% μουσουλμάνους, ορθόδοξους Χριστιανούς 15% και ρωμαιοκαθολικούς 10%.

Η πλειοψηφία των αλβανικών αστικών περιοχών βρέθηκε να είναι μουσουλμανική, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής και βορειοανατολικής Αλβανίας εποικήθηκε από μουσουλμάνους. Οι Καθολικοί βρέθηκαν πρώτιστα μεταξύ των κατοίκων της εξαιρετικά ορεινής βορειοδυτικής περιοχής κοντά στο Μαυροβούνιο, ενώ ο ορθόδοξος πληθυσμός διασκορπίστηκε σε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά κοντά στα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Πριν από την περίοδο του κομμουνισμού υπήρχε τεκές στα Τίρανα, αλλά αρκετοί έξω από τα Τίρανα έκλεισαν και παραμένουν ακόμα κλειστοί.

Οι πεποιθήσεις των Μπεκτασήδων λέγεται πως πέρασαν στην Αλβανία από το νησί της Κέρκυρας από τον δερβίση Σαρί Σαλτίκ προς το τέλος του δέκατου πέμπτου αιώνα. Ίδρυσε επτά τεκέδες, συμπεριλαμβανομένου ενός στα βουνά πάνω από το Κρουζλ, όπου ο μύθος αναφέρει ότι σκότωσε ένα δράκο. Η σέκτα αυξήθηκε σε όλη τη χώρα, εκτός από στις καθολικές περιοχές στο βορρά. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η καταστολή του Μεχμέτ του Β΄ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γεγονός ότι ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ο πολέμαρχος της Ηπείρου, ήταν νεοφώτιστος του τάγματος των Μπεκτασήδων.

Πολλοί από τους ηγέτες του αλβανικού εθνικισμού ήταν Μπεκτασήδες, και το τάγμα διαμόρφωσε το «αριστερό» σκέλος του ισλαμικού φάσματος στα Βαλκάνια. Μετά από την καταστροφή των σωμάτων των γενιτσάρων το 1826, πολλοί μπαμπά και απλοί δερβίσηδες Μπεκτασήδες διασκορπίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές των Βαλκανίων μακριά από το χέρι της οθωμανικής κυβέρνησης. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου -ειδικά μετά την ακύρωση της προγραφής των Μπεκτασήδων το 1860- το τάγμα είχε επεκτείνει αρκετά την παρουσία του στη νότια Αλβανία. Η ανεκτικότητα και η δυνατότητα των Μπεκτασήδων να απορροφούν τις τοπικές συνήθειες θα μπορούσε εύκολα να τους βοηθήσει να διαδώσουν στις γύρω βαλκανικές χώρες ένα λαϊκό Ισλάμ, αλλά οι εθνογλωσσικές εκκαθαρίσεις της Ελλάδας αφόρισαν τις πεποιθήσεις τους μαζί με τη διάδοση της αλβανικής (αρβανίτικα), ένα παράδειγμα που ακολούθησαν και τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη εκείνης της εποχής.

Σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στα μεγάλα αστικά κέντρα, η παρουσία τους ήταν περιορισμένη εξαιτίας της δύναμης της ορθόδοξης σουνιτικής εκκλησίας. Οι Μπεκτασήδες περιορίζονταν μόνο στις φρουρές των γενιτσάρων. Οι τεκέδες που καθιερώθηκαν ως αποτέλεσμα της οθωμανικής στρατιωτικής παρουσίας εξαφανίστηκαν, όταν εκείνη θρυμματίστηκε. Ένας από τους διασημότερους τεκέδες αναπτύχθηκε στη Βουδαπέστη, (όπου ο τάφος του ιδρυτή του, Γκιούλ Μπαμπά, παραμένει ακόμα και σήμερα ανοικτός για επίσκεψη).

Το 1922 μια συνέλευση των εκπροσώπων από όλους τους τεκέδες της Αλβανίας διαχώρισε τη σχέση των Μπεκτασήδων με τον Ανώτατο Μπεκτάς, που είχε εγκατασταθεί στη νέα πρωτεύουσα της Άγκυρας, πριν την καταστολή του τάγματος από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Τα Τίρανα έγιναν έδρα του τάγματος και το 1929 αναγνωρίστηκε ως αυτόνομο μουσουλμανικό τάγμα, με νέο καταστατικό.

Οι Μπεκτασήδες στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακμαία μονή (τεκές) των Μπεκτασήδων, με το όνομα Ιρενί Τεκές υπήρχε, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, κοντά στο χωριό Ασπρόγεια Φαρσάλων, στη Θεσσαλία. Σε αυτή μόναζαν Αλβανοί Μπεκτασήδες. Δίπλα στο χωριό Ρούσσα στον Έβρο βρίσκεται ο Τεκές του Σεγίτ Αλή Σουλτάν.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δημήτρης Κιτσίκης, Η σημασία του μπεκτασισμού-αλεβισμού για τον ελληνισμό, Αθήνα, Εκάτη, 2006, ISBN 960-408-058-X
  • Birge, J.K. The Bektashi Order of Dervishes. London, 1937.
  • Historija E Pergjitheshme E Bektashinjvet prej Ate Ali Turabiut. Tirane, 1929.
  • Rycaut, Paul. The Present State of the Ottoman Empire. Λονδίνο, 1668.
  • Atalay, Besim. Bektaşilik ve Edebiyatı. İstanbul, 1340 (ΑΗ).
  • Luschan, V. "Die Tahtadji und andere Reste der der Alten Bevolkerungt Lykiens", Archiv für Anthropologie.
  • Akimushkin, "Bektashiya" from Russian "Encyclopedic Dictionary of Islam" (Moscow: Nauka, 1991, σσ. 39-41)
  • Brown, J. P. The Dervishes or Oriental Spiritualism. Λονδίνο, 1868.
  • Muhammed Seyfeddin Ibn Zulfikari Derviş Ali, Bektaşi İkrar Ayini, Kalan Publishing, (Translated from Ottoman Turkish by Mahir Ünsal Eriş), Ankara, 2007 (Turkish)
  • Frederick W. Hasluck. Χριστιανισμός και ισλάμ την εποχή των σουλτάνων. Αθήνα: Εκδόσεις Εκάτη, 2004.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]