Λωτός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λωτός

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Ερεικώδη (Ericales)
Οικογένεια: Εβενοειδή (Ebenaceae)
Γένος: Διόσπυρος (Diospyros)
Κάρολος Λινναίος
Είδη

Δείτε κείμενο

Καρπός λωτού ολόκληρος και σε οριζόντια και κάθετη διατομή.

Ο Λωτός (επιστ. Διόσπυρος, Diospyros) είναι φρούτο του ομώνυμου γένους φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Εβενοειδών (Ebenaceae). Το γένος αυτό περιλαμβάνει περί τα 200 είδη των τροπικών περιοχών, κυρίως των ανατολικών, καθώς και των εύκρατων. Ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη, προτιμούν όμως τα ηλιόλουστα και ζεστά μέρη. Τα περισσότερα είδη είναι διακοσμητικά με εδώδιμο καρπό και κάποια είδη εξ αυτών παρέχουν πολύτιμο ξύλο (έβενος), το οποίο είναι μαύρο και πολύ ανθεκτικό.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για δέντρα ή θάμνους με ακέραια φύλλα και σπανίως αντίθετα. Τα άνθη είναι μονογενή ή διγενή. Ο καρπός είναι σαρκώδης ράγα, χυμώδης με χρώμα ξανθό, πορτοκαλί, κόκκινο ή κυανόμαυρο. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν πολλά είδη και ποικιλίες αυτών, γνωστότερα των οποίων είναι.

  • Διόσπυρος ο κακί (Diospyros kaki). Είναι ιθαγενές της Κορέας και της Ιαπωνίας και τρώγεται υπερώριμος. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε μικρότερη κλίμακα, ιδίως στα Επτάνησα και στην Κρήτη.
  • Διόσπυρος ο βιργινιανός (Diospyros virginiana), ιθαγενής της Βόρειας Αμερικής.
  • Διόσπυρος ο έβενος (Diospyrus ebenum), δασικό δέντρο, ιθαγενές της Σρι Λάνκα, το οποίο είναι ενδιαφέρον για το πολύτιμο ξύλο του, τον έβενο.

Ελληνική χλωρίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ειδικότερα στην ελληνική χλωρίδα απαντώνται 20 είδη με 4 παραλλαγές κυριότερα των οποίων είναι:

  1. "Λωτός ο διανθής", φύεται κυρίως στα λιβάδια της Ηπείρου.
  2. "Λωτός ο τετραγωνόλοβος", φυτό ετήσιο, κηπευτικό και κοσμητικό, φύεται στην Αττική Πελοπόννησο, Κρήτη, Κυκλάδες και Επτάνησα.
  3. "Λωτός ο εδώδιμος", φυτό ετήσιο, φύεται στη Θράκη, Αττική Πελοπόννησο, Κυκλάδες, Κρήτη και Επτάνησα. Είναι γνωστό και με τα ονόματα: γαργαζουλιά, γριζελιά, καπισούρα, μοσχοκερατιά και νερατζούρα. Τα χλωρά σπέρματα του είδους αυτού είναι εδώδιμα.
  4. "Λωτός ο κερατιοφόρος", πολυετές κτηνοτροφικό φυτό που φύεται σ΄ όλη την Ελλάδα, γνωστότερο ως αγριοτριφύλλι.
  5. "Λωτός ο Αιγεύς",
  6. "Λωτός ο αλλοδαπός",
  7. "Λωτός ο βιεντεμάννειος",
  8. "Λωτός ο δασύς",
  9. "Λωτός ο διάβρεκτος",
  10. "Λωτός ο ελόβιος",
  11. "Λωτός ο ένυδρος",
  12. "Λωτός ο Θεσσαλός",
  13. "Λωτός ο Κρητικός",
  14. "Λωτός ο κυρτός",
  15. "Λωτός ο κυτισοειδής",
  16. "Λωτός ο ολιγανθής",
  17. "Λωτός ο ορνιθοποδοειδής",
  18. "Λωτός ο πρεαλίειος",
  19. "Λωτός ο ρεκβιένειος", και ο
  20. "Λωτός ο στενούμενος".

Υπάρχει επίσης το γένος Λωτός (Lotus) της οικογένειας Χεδρωπών (Leguminosae), το οποίο περιλαμβάνει ποώδη και τρίφυλλα φυτά.

Εμπορικές ποικιλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σημαντικότερες ποικιλίες του φρούτου λωτού που απαντώνται σήμερα στην ελληνική αγορά[1], κατ΄ αλφαβητική σειρά, είναι οι:

  1. Γκόσο (ποικιλία) (Gosho)
  2. Εύρηκα (ποικιλία) (Eureka)
  3. Ιμότο (ποικιλία) (Imoto)
  4. Ίζου (ποικιλία) (Izu)
  5. Ρόχο Μπριγιάντε (ποικιλία) (Rojo Brillante)
  6. Τάμοπαν (ποικιλία) (Tamopan)
  7. Τανενάσι (ποικιλία) (Tanenashi)
  8. Τζίρο (ποικιλία) (Jiro)
  9. Φούγιου (ποικιλία) (Fuyu), και
  10. Χασίγια (ποικιλία) (Hashiya)

Παγκόσμια παραγωγή[2][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Θρεπτική αξία ανά 100 γρ.)
Θερμίδες 73
Νερό 79,9
Υδατάνθρακες 15,3
Φυτικές ίνες 3,9
Μαγνήσιο 2%
Ασβέστιο 1% · Σίδηρος 1%
Βιταμίνη Α 1% · C 8%
Πηγή
Nutrition Data.com
Παγκόσμια παραγωγή λωτών το 2005
Χώρα Παραγωγή σε τόνους Σημειώσεις
Κίνα Κίνα 1.837.000 F
Νότια Κορέα Νότια Κορέα 250 000
Ιαπωνία Ιαπωνία 230 000 F
Βραζιλία Βραζιλία 150 000 F
Αζερμπαϊτζάν Αζερμπαϊτζάν 128 500 F
 Ισπανία 70 000 F
Ιταλία 51 332
Ισραήλ 40 000 F
Ουζμπεκιστάν Ουζμπεκιστάν 28 000 F
Νέα Ζηλανδία Νέα Ζηλανδία 1 300
Ιράν Ιράν 1 000
Αυστραλία 650 F
Μεξικό Μεξικό 450 F
Σύνολο 2 788 232 Μ
Κανένα γράμμα = Επίσημος αριθμός, F = Στοιχεία FAO, Μ = Μικτός (επίσημα, ημιεπίσημα στοιχεία ή/και εκτιμήσεις)

Πηγή: FAO

Ο Λωτός αν και γνωστός καρπός στους Έλληνες από τους μυθικούς χρόνους του Ομήρου δεν αποτελεί ιδιαίτερο καταναλωτικό προϊόν στις προτιμήσεις των σύγχρονων. Έτσι λόγω της περιορισμένης ζήτησης η ελληνική παραγωγή φρέσκου λωτού που δεν ξεπερνά τους 2.000 τόνους ετησίως, κάποια ποσότητα αυτής διακινείται στην εσωτερική αγορά και η υπόλοιπη εξάγεται στην Ουκρανία και Ρωσία.

Ιστορικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λωτός φέρεται να ήταν γνωστός στους αρχαίους Ινδούς από τους οποίους και διαδόθηκε αρχικά στο Θιβέτ και την Κίνα και αργότερα στην Αίγυπτο και την αρχαία Ελλάδα. Το ωραίο άνθος του αρχικά διαδραμάτισε σπουδαίο θρησκευτικό σύμβολο αγνότητας και συμπεριελήφθη ομοίως στην αρχιτεκτονική, ζωγραφική και ποίηση όλων των παραπάνω αρχαίων λαών. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους ο λωτός ήταν το σύμβολο των τεσσάρων στοιχείων της φύσης, καθώς και το σύμβολο της μετενσάρκωσης. Θεωρούταν επίσης σύμβολο του ανατέλλοντος Ηλίου και εξ αυτού κοσμούσε τη κεφαλή του Νεφερτούμ, ενός των θεών της Μεμφιτικής τριάδας, ενώ ο θεός Ώρος παριστάνονταν συχνά να αναδύεται από ανθούς λωτού. Η δε κομψότητα και η χάρη του άνθους του λωτού υπήρξε βασικό κοσμητικό στοιχείο στη Φαραωνική αρχιτεκτονική και στην ανατολική ποίηση.

Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν λωτούς πολλά είδη φυτών ποώδη και δενδροειδή που κατά τον Θεόφραστο δεν είχαν σχέση με το πραγματικό λωτό (κατά «φύλλοις και καυλοίς και άνθεσι και καρποίς» (Ζ-15:3). Ο δε Διοσκουρίδης αναφέρει τέσσερα είδη λωτού που μόνο το ένα είδος αντιστοιχεί με το φυτικό γένος αυτού. Έτσι το πρώτο είδος του Διοσκουρίδη ο «λωτός ο ήμερος» αντιστοιχεί κατ΄ άλλους με τον λωτό τον κερατιοφόρο, κατ΄ άλλους με το φυτό μελίλωτος ο μεσσηνιακός που φύονταν γύρω από τη Σπάρτη και την Τροία όπως αναφέρει και ο Όμηρος, (Ιλιάδα Β-776) που ήταν είδος τριφυλλιού με το οποίο τάιζαν τα άλογα. Το δεύτερο Διοσκούρειο είδος, ο "λωτός ο άγριος" πρόκειται για το ίδιο που καλλιεργούταν στην Αίγυπτο, το κηπευτικό τριφύλλι το αλεξανδρινό. Ο "λωτός το δένδρο" είναι ο "λωτός ο κυρηναϊκός", που αντιστοιχεί με τον ζίζυφο λωτό που φύεται στην Αφρική και Ελλάδα, του οποίου ο καρπός ο τζίτζυφος τρωγόταν όπως αναφέρει και ο Όμηρος από τους λωτοφάγους, τον οποίο οι Άραβες θεωρούσαν φρούτο του Παραδείσου.

Τέλος ο «λωτός ο αιγύπτιος» δεν είναι άλλος από τον λεγόμενο «νυμφαίο» ή «λωτός του Νυμφαίου» που είναι ο ίδιος ο αιγυπτιακός και ινδικός λωτός που αποτελούσε ιερό σύμβολο του Νείλου και του Γάγγη αντίστοιχα, σύμβολο γονιμότητας και ευκαρπίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Έρευνα Ινστιτούτου Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας (ΙΦΔΝ)
  2. Πηγή FAO για το 2007

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.12ος, σελ.679.
  • Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Φυτολογία, σελ. 185, Εκδοτική Αθηνών.