Κραυγαετός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κραυγαετός
Ενήλικος κραυγαετός
Ενήλικος κραυγαετός
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [i] [1]
Γένος: Κλαγγός (Clanga) Adamowitz, 1858
Είδος: C. pomarina
Διώνυμο
Clanga pomarina (Κλαγγός ο πομερανικός) [ii]
(C. L. Brehm, 1831)
Clanga pomarina

Ο Κραυγαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Clanga pomarina και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό) [2]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Άγνωστη ? [3]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Clanga, είναι εκλατινισμένη απόδοση της αρχαίας ελληνικής λέξης κλαγγός < κλαγγή «οξεία και διαπεραστική φωνή» < κλάγγω «θρηνώ, κράζω», [4] με αναφορά στη χαρακτηριστική φωνή του πτηνού. [5]

Για την προέλευση του όρου pomarina στην επιστημονική ονομασία του είδους, υπάρχουν δύο εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη, όχι τόσο πιθανή εκδοχή, η λατινική λέξη pomarina πιθανόν να είναι γλωσσικό δάνειο από τις ελληνικές λέξεις «πώμα» + «ρίς (ρινός)», [εκκρεμεί παραπομπή] διότι και στην αγγλική γλώσσα, η λέξη pomarine σημαίνει «αυτός που έχει καλυμμένα τα ρουθούνια με λεπιοειδή προσαρτήματα (scales)». [6]

Σύμφωνα με τη δεύτερη και επικρατέστερη εκδοχή, η λέξη προέρχεται από την πρώην πρωσική επαρχία της Πομερανίας, όπου και περιγράφηκε ο ολότυπος του είδους. [7][8]

Η αγγλική ονομασία του είδους, αποτελεί ευθεία αναφορά στο κηλιδωτό πτέρωμα του πτηνού αλλά και στη σχέση μεγέθους του με τον συγγενικό στικταετό: ‘Greater Spotted Eagle’ o στικταετός, ‘Lesser Spotted Eagle’ ο κραυγαετός.

Η ελληνική, λαϊκή ονομασία του πτηνού αναφέρεται στη χαρακτηριστική οξεία φωνή του, που συμπεριλαμβάνει μικρές κραυγές σαν «γαβγίσματα», [9] πράγμα που συμβαίνει, ωστόσο, και στον στικταετό.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), ως Aquila Pomarina (Πομερανία, 1831). Εμφανίζει προβληματική ταξινομική στο επίπεδο του γένους, καθόσον μέχρι το 2013, κατατασόταν στο Aquila, δηλαδή στους γνήσιους αετούς. Ωστόσο, μαζί με τον στικταετό, μεταφέρθηκαν στο γένος Clanga, [10][11][12] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η νέα κατάσταση είναι στατική, με τα διάφορα στοιχεία -κυρίως χρωμοσωμικά- να προκαλούν διαρκείς ανακατατάξεις.

Επίσης, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το είδος περιελάμβανε 2 υποείδη, τα C. p. pomarina και C. p. hastata, [13] αλλά νέα δεδομένα βασισμένα σε μελέτες γενετικού υλικού, έδειξαν ότι τα taxons αυτά πρέπει να ταξινομηθούν ως ξεχωριστά είδη. Ο κραυγαετός έχει το είδος Αquila clanga (στικταετό), ως τον πλησιέστερο συγγενή του. Ο κοινός τους πρόγονος φαίνεται να είχε εμφανιστεί γύρω στη μέση Πλειόκαινο Περίοδο, από τους προγόνους του σημερινού Aquila hastata, που ζει στο Ιράν, το Πακιστάν και την Ινδία. Αυτός ο «πρωτο-κραυγαετός» πιθανώς ζούσε στην ευρύτερη περιοχή του Αφγανιστάν, και διασπάστηκε σε ένα βόρειο και ένα νότιο κλάδο, όταν, τόσο οι παγετώνες όσο και οι έρημοι επικράτησαν στην Κ. Ασία όταν άρχισε η τελευταία εποχή των παγετώνων. Ο βόρειος κλάδος, με τη σειρά του, διαχωρίστηκε σε ανατολικό (Aquila clanga) και δυτικό (Aquila pomarina) παρακλάδι του σήμερα, πιθανώς γύρω στην Πλειόκαινο-Πλειστόκαινο Εποχή. [14]

  • Τα δύο αυτά συγγενικά είδη, ως ομάδα, είναι αρκετά διαφορετικά από τα τυπικά μέλη του γένους Aquila, τους «γνήσιους αετούς». Επί πλέον, νέα χρωμοσωμικά δεδομένα έχουν δείξει ότι δεν είναι αναπαραγωγικά απομονωμένα, δηλαδή μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους και να δώσουν υβριδικούς πληθυσμούς (ιδιαίτερα οι αρσενικοί κραυγαετοί με τους θηλυκούς στικταετούς). Μάλιστα, τέτοιοι πληθυσμοί πρέπει να υπάρχουν ήδη στη φύση, με τα θηλυκά υβρίδια να τείνουν να ζευγαρώνουν με αρσενικούς κραυγαετούς. [15][16]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του Clanga pomarina
Πράσινο σκούρο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Πράσινο ανοικτό = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής
Μπλέ = Περιοχές διαχείμασης

Ο κραυγαετός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, που απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο, (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Ινδομαλαϊκή και Αφροτροπική), ιδιαίτερα στην Κ. και Α. Παλαιαρκτική. Η θερινή ζώνη αναπαραγωγής του έχει τα δυτικά της όρια σε μία γραμμή που ξεκινάει από τη Β. Ελλάδα, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Πολωνία και, επεκτείνεται ανατολικότερα προς τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία, τις χώρες του Καυκάσου και τις δυτικές ακτές της Κασπίας και, βορειότερα στις χώρες της Βαλτικής και την ευρωπαϊκή Ρωσία. Εκεί, η ζώνη διακόπτεται, για να συνεχιστεί στην Ινδία και στις χώρες κοντά στα Ιμαλάια, όπου ο κραυγαετός είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός.)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κραυγαετοί παραμένουν στην εκάστοτε περιοχή αναπαραγωγής τους, γύρω στους 5 μήνες (μέσα Απριλίου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου). Εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το γυροπέταγμα, άρα από τα ανοδικά θερμικά ρέυματα, αποφεύγοντας τις μεγάλες υδάτινες μάζες. Το είδος μεταναστεύει μέσω της Τουρκίας, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, του Σουδάν, της Ουγκάντας και της Τανζανίας, για να περάσει τον χειμώνα στην κεντρική και νότια Αφρική: στο Ν. Ζαΐρ, τη Β. Ναμίμπια, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα νότια, προς την Μποτσουάνα και τη Β. Νότια Αφρική. [17] Στην Τουρκία και το Ισραήλ, ο κραυγαετός είναι αποδημητικό, διαβατικό είδος. Οι αριθμοί των πληθυσμών που διήλθαν από το Ισραήλ κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, μεταξύ του 1982 και του 1996, κυμάνθηκαν από 50.000 έως 140.000 πουλιά. [18]

Σημαντικές περιοχές αποδημητικής «συμφόρησης» (bottle-neck) κατά τη μετανάστευση περιλαμβάνουν το Μπουργκάς (Βουλγαρία), τον Βόσπορο (Ελλάδα, Μικρά Ασία, [19] το πέρασμα Belen (Τουρκία), τον Λίβανο, το Ισραήλ, το Σουέζ και Borcka / Arhavi (Καύκασος, Τουρκία). Ένα (1) νεαρό άτομο που έφερε δορυφορικό κολάρο, κάλυψε 6.000 χιλιόμετρα από τη Λετονία στο Σουδάν σε μόλις ένα (1) μήνα, παραμένοντας εκεί για πάνω από 6 εβδομάδες, πριν συνεχίσει προς την Κένυα. ΟΙ ενήλικες επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής τον Απρίλιο. [20]

  • Στην Ελλάδα, ο κραυγαετός έρχεται μόνο το καλοκαίρι (τέλη Απριλίου-τέλη Σεπτεμβρίου) για να αναπαραχθεί, [21][22] αλλά οι πληθυσμοί του είναι μικροί, σε περιοχές της κεντρικής και βόρειας χώρας (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). [23] Από την Κρήτη αναφέρεται ως διαβατικός μετανάστης επισκέπτης, [24] το ίδιο και στην Κύπρο. [25]

[26] [27]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κραυγαετός, όπως και ο συγγενικός του στικταετός, είναι δασόβιο αρπακτικό και μάλιστα προτιμάει περιοχές στα δασοόρια, με εδάφη πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία και μακριά από την ανθρώπινη παρουσία. [28] Στα βόρεια της επικράτειάς του (Γερμανία, Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Ρωσία) συχνάζει ευρέως σε υγρές, πεδινές περιοχές με φυλλοβόλα και μικτά δάση και παρακείμενες βαλτώδεις περιοχές. Από το ύψος της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας και νοτιότερα, προτιμάει τα φυλλοβόλα δάση μεγαλύτερου υψομέτρου, που εναλλάσσονται με λιβάδια, ξηρούς λόφους και βουνά. Έτσι, για παράδειγμα, στη Ρουμανία βρίσκεται σε υψόμετρα μεταξύ 300 και 1600 μέτρων, ενώ στη Βουλγαρία μέχρι τα 1400 μέτρα. Στην ινδική υποήπειρο απαντά σε πεδινές δασικές εκτάσεις, εναλλασσόμενες με καλλιέργειες. Στα αφρικανικά εδάφη διαχείμασης, προτιμάει την υγρή ανοικτή ή διάσπαρτη με δένδρα σαβάνα, συχνά μαζί με τον στεπαετό. [29]

  • Στην Ελλάδα, ο κραυγαετός θεωρείται αετός με αρκετά εξειδικευμένο οικοσύστημα. Απαντά σε πεδινά και ημι-πεδινά δάση, πάντοτε όμως σε γειτνίαση με υγροτόπους γλυκού νερού, όπου αναζητεί την τροφή του. [30] Ειδικά στο δάσος της Δαδιάς, στη ΒΑ. Ελλάδα, παρατηρείται σχεδόν αποκλειστικά σε ξερά δάση από πεύκα, σε υψόμετρο μεταξύ 100 και 300 μέτρων, ενώ τα δάση φυλλοβόλων συνήθως αποφεύγονται. [31] Πάντως, όταν κυνηγάει, συχνάζει στα μεγάλα ξέφωτα, δασολίβαδα, χωράφια με διάσπαρτα δένδρα, ή ανοιχτές κοιλάδες με μικρά έλη, ρυάκια και θάμνους. [32]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος Κραυγαετός (ραχιαία όψη)

Ο κραυγαετός είναι μετρίου μεγέθους ευρωπαϊκός αετός και, κατ’ ουσίαν, μόνον ο σταυραετός είναι μικρότερος από αυτόν. Σε γενικές γραμμές είναι παρόμοιος στην εμφάνιση με τον κοντινό συγγενή του στικταετό, με τον οποίο μάλιστα, μοιράζεται μέρος της επικράτειάς του και είναι δύσκολο στην παρατήρηση πεδίου να τους ξεχωρίσει ένα μη-έμπειρο μάτι, ιδιαίτερα όταν πετάει. Αυτό, δημιουργεί προβλήματα στη συγκέντρωση δεδομένων, που είναι τόσο απαραίτητα για την καταγραφή των πληθυσμών του.

Σε γενικές γραμμές, είναι λίγο μεγαλύτερος και πιο ανοικτόχρωμος από τον στικταετό, με σχετικά μακρύτερη, στρογγυλεμένη ουρά και πιό λεπτές πτέρυγες, ενώ το κεφάλι και ο λαιμός μοιάζουν με της γερακίνας. [33] Επίσης, το χαρακτηριστικό ανοικτόχρωμο «μπάλωμα» που διαθέτουν και τα δύο είδη στη βάση της ουράς τους, είναι πιο αχνό στον κραυγαετό. Τέλος, η λεπτή ταινία στα δευτερεύοντα ερετικά φτερά, που διακρίνεται σχετικά καλά στον στικταετό, στον κραυγαετό σχεδόν δεν διακρίνεται. Κατά τα άλλα, έχει τα χαρακτηριστικά μοτίβα του στικταετού. Το σύνολο του σώματος, το κεφάλι, η άνω επιφάνεια των πτερύγων και τα κάτω καλυπτήρια των πτερύγων είναι ανοικτά καφέ, μερικές φορές καφεκίτρινα [34] και κάνουν αντίθεση με το συνολικό σκούρο καφέ-γκρι των πτερύγων και της ουράς. Επίσης, δύο αχνά, λευκά σημάδια, ημισεληνοειδούς σχήματος, ή κόμματος (‘comma’) μπορεί να υπάρχουν στο κάτω μέρος της πτέρυγας, στη βάση των εξωτερικών πρωτευόντων ερετικών φτερών. [35]

Η ίριδα είναι πορτοκαλί-κίτρινη, το κήρωμα και τα δάκτυλα των ποδιών έχουν μια κίτρινη απόχρωση. Οι ταρσοί είναι φουντωτά πτερωμένοι (tight ‘trousers’ [36]. Η βάση του ράμφους είναι γκρίζα, ενώ το κύριο μέρος του είναι μαύρο. Τα ρουθούνια, όπως και στον στικταετό, είναι στρογγυλά. [37][38]

Τα νεαρά άτομα, έχουν ασπροκίτρινες κηλίδες στο πάνω μέρος του πτερώματός τους που, τα διαφοροποιεί άμεσα από τα ενήλικα άτομα, αλλά δεν είναι τόσο πολλές (συνήθως μόνο δύο [40]) και έντονες όσο στους νεαρούς στικταετούς. [41] Επίσης, τα καλυπτήρια στις πτέρυγες είναι πιο ανοικτόχρωμα και το λευκό χρώμα στο ουροπύγιο συνήθως δεν υπάρχει. [42] Από κοντινή απόσταση διακρίνεται κιτρινομπέζ «μπάλωμα» στην πίσω πλευρά του στέμματος. [43][44]

Τα φύλα είναι όμοια στη μορφολογία, αλλά τα θηλυκά είναι λίγο μεγαλύτερα και αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά, περίπου κατά 10%. [45]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (54-) 60 έως 64 (-69) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (134-) 145 έως 160 (-168) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 44,5 έως 48,0 εκατοστά, ♀ 47,0 έως 50,5 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: ♂ 20 έως 23 εκατοστά, ♀ 22 έως 25 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 8,8 έως 9,8 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ (1.000-) 1.200 έως 1.400 γραμμάρια, ♀ 1.300 έως 1800 (-2.200) γραμμάρια

Πηγές: [46][47][48][49][50][51][52][53][54][55][56][57] [58][59]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το νερόφιδο (Natrix natrix) από τα αγαπημένα εδέσματα του κραυγαετού στην Ελλάδα

Η διατροφή του κραυγαετού περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα από σπονδυλόζωα του εδάφους στο μέγεθος λ.χ. ενός λαγού, αλλά και ασπόνδυλα ή και θνησιμαία -αλλά όχι συχνά όπως ο στικταετός-. Σε γενικές γραμμές τρέφεται με μικρά θηλαστικά, ιδιαίτερα τρωκτικά (π.χ. νυφίτσες), αμφίβια, ερπετά (φίδια), μεγάλα έντομα και μετρίου μεγέθους πτηνά. [60]

Ειδικά στο δάσος της Δαδιάς, στη ΒΑ. Ελλάδα, ανάλυση των αποβαλλομένων, άπεπτων σφαιριδίων (pellets) έδειξε ότι το διαιτολόγιο του κραυγαετού αποτελείται κατά σειράν ποσόστωσης από ερπετά, πτηνά, σαύρες, έντομα και μικρά τρωκτικά, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι υπάρχει και σημαντικό ποσοστό αμφιβίων (μη ανιχνευόμενο στα pelets). [61]

Πάντως, η διατροφή των νεοσσών ποικίλλει πολύ. Σε μελέτες που έγιναν κατόπιν ερευνών, βρέθηκαν αρκετά διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με την περιοχή. (βλ. Αναπαραγωγή).

Τεχνικές θήρευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κραυγαετός είναι ευκίνητος και ανάλαφρος κυνηγός, που πετάει χαμηλά πάνω από τις κορυφές των δένδρων και τα ξέφωτα. [62] Ο κραυγαετός χρησιμοποιεί τρεις μεθόδους κυνηγιού: βάδισμα στο έδαφος, έφοδο από κρυψώνα και έφοδο από αέρα. Την πρώτη μέθοδο χρησιμοποιεί, όταν η περιοχή έχει γρασίδι ή σε χωράφια και είναι κάτι που το κάνει πολύ καλά, καθώς βαδίζει πολύ καλά. Στη δεύτερη περίπτωση, χρησιμοποιεί δένδρα, φράχτες ή θημωνιές ενώ στην τρίτη, πετάει κάνοντας κύκλους (soaring), σχετικά χαμηλά και πολλές φορές κόντρα στον άνεμο, για να εποπτεύει τη λεία του.

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πτέρυγες του κραυγαετού, όπως στον στικταετό, διατηρούνται ίσιες κατά την πτήση όταν γυροπετάει, αλλά οι άκρες τους είναι ελαφρά γερμένες προς τα κάτω στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων, όταν πλανάρει (gliding). [63] Ωστόσο, η ουρά δείχνει μακρύτερη και οι πτέρυγες λεπτότερες. [64]Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα [65] αλλά μάλλον ασθενικά και, από μικρή απόσταση, διακρίνονται 6 «δάκτυλα» (ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά), αντί για 7 στον στικταετό. [66] Το πέταγμά του είναι επίσης πιο «κομψό» και ανάλαφρο, όχι τόσο βαρύ και «νωθρό» όσο του στικταετού, [67] με πιο «ρηχά» φτεροκοπήματα. [68]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάλεσμα του κραυγαετού μοιάζει με εκείνο του στικταετού, σαν λεπτό «γάβγισμα» κουταβιού (sic) είναι όμως πιο υψίσυχνο. [69][70]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από μελέτες μέσω τηλεμετρίας, φάνηκε ότι ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για ένα ζευγάρι αναπαραγωγής, ήταν κατά μέσο όρο, 27,1 τ. χλμ. στη Γερμανία και μόλις 11,4 τ. χλμ. στη Λεττονία, προφανώς λόγω της αφθονότερης τροφής στις πεδιάδες της βαλτικής χώρας. [71]

Ο κραυγαετός φθάνει στις περιοχές αναπαραγωγής στα μέσα της άνοιξης, περίπου, και η αναζήτηση ταιριού αρχίζει αμέσως. Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους [72] στο δάσος, συνήθως στα δασοόρια και όχι τόσο συχνά κοντά σε νερό, όπως κάνει ο στικταετός. Βρίσκεται πάνω σε δέντρα, σε ύψη που ποικίλλουν από 6-25 μέτρα από το έδαφος, αλλά όχι στην κορυφή τους. [73] Έχουν μεγέθη που ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και τα χρόνια επαναχρησιμοποίησής τους -οι παλιές είναι πολύ μεγαλύτερες-. Για παράδειγμα, στη Λιθουανία, ο μέσος όρος διαμέτρου είναι 90 εκατοστά και το ύψος 61 εκατοστά, περίπου. [74] Το υλικό επίστρωσης είναι χορτάρι και πράσινα κλαδιά, που επαναπροστίθενται κατά την επώαση.

Η γέννα πραγματοποιείται συνήθως στις αρχές μέχρι τα μέσα Μαΐου, σπάνια στα τέλη Απριλίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος, αν και μπορεί να αναπληρωθεί, κάποιες φορές, εάν καταστραφεί. [75] Αποτελείται από (1-) 2 (-3) ελαφρώς υποελλειπτικά, μη-γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 62.9 Χ 50,8 χιλιοστών, [76] είναι δηλαδή μικρότερα από του στικταετού. Στη Λιθουανία σε 37 δείγματα, βρέθηκε 1 αβγό 8 φορές, 3 αβγά 1 φορά, και 2 αβγά 28 φορές (76%), ενώ στην Ουγγαρία οι αντίστοιχοι αριθμοί σε 72 δείγματα, ήσαν, 1/20, 3/1 και 2/51 (71%). [77]

Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά τριών ημερών μεταξύ τους. [78] Η επώαση, που γίνεται κατά κύριο λόγο από το θηλυκό, ξεκινάει από το 1ο αβγό και διαρκεί 38 έως 41 ημέρες. [79] Σε αντίθεση με τον στικταετό, ο καϊνισμός είναι είναι υποχρεωτικός και, σχεδόν πάντοτε, επιβιώνει μόνον ο πρώτος νεοσσός διότι σκοτώνει με ραμφίσματα τον δεύτερο. Σημειωτέον ότι, το φαινόμενο του καϊνισμού είναι έμφυτο και δεν υπαγορεύεται από τις εκάστοτε διατροφικές ανάγκες των νεοσσών. Από βιντεοσκόπηση σε φωλιά, στη Γερμανία (Mecklenburg-Vorpommern), φάνηκε ότι ο πρώτος νεοσσός άρχισε να επιτίθεται στον δεύτερο από την ημέρα που εκκολάφθηκε και, μόλις 2,5 ημέρες αργότερα κατάφερε να τον θανατώσει και χρησιμοποιήθηκε ως τροφή για τον ίδιο. [80]

Η διατροφή του νεοσσού που επιβιώνει, ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με την περιοχή αναπαραγωγής. Έτσι, από παρακολούθηση φωλιάς στη Γερμανία (Mecklenburg-Vorpommern), το 90% της παρεχομένης από τους γονείς τροφής, ήταν μικρά θηλαστικά, ενώ το υπόλοιπο ήταν αμφίβια, σαύρες και ωδικά πτηνά. Στη Λευκορωσία, το 62% ήταν αμφίβια, με κύρια λεία τον κοινό βάτραχο, ενώ στην Ουγγαρία, το 79,7% ήταν θηλαστικά, με βασική λεία τους χωραφοπόντικες και τα λέμινγκς. [81][82]

  • Στο δάσος της Δαδιάς, η μελέτη έδειξε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, με το 80,2% της διατροφής των νεοσσών να είναι ερπετά, με τη βασική λεία να είναι το νερόφιδο (Natrix natrix) (41,6%) και να ακολουθείται από τον σαπίτη (Malpolon monspessulanus) (20,8%) και σαύρες του γένους Lacerta. [83]

Στις περιοχές διαχείμασης, στην αφρικανική σαβάνα, η διατροφή των νεοσσών, όπως είναι φυσικό, εμπλουτίζεται με τερμίτες, ακρίδες και στρουθιόμορφα του γένους Quelea. [84]

Η πτέρωση επιτυγχάνεται στις 20 με 24 ημέρες, περίπου, ο δε νεοσσός αρχίζει να τρέφεται μόνος του στις 33 ημέρες. Το πρώτο πέταγμα γίνεται στις 50 έως 55 (-58) ημέρες, ενώ τα νεαρά πουλιά παραμένουν κοντά στη φωλιά για 3 εβδομάδες ακόμη. [85] Αποκτούν το πλήρες πτέρωμα των ενηλίκων στα 3 χρόνια. [86]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος παραμένει σχετικά σταθερό, διότι οι παλαιότερες καταμετρήσεις ήσαν κατά μεγάλο ποσοστό ελλιπείς, επειδή πολλές χώρες δεν έδιναν στοιχεία. Σήμερα η IUCN, εντάσσει τον κραυγαετό στην κατηγορία Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), [87] αυτό όμως αφορά στον παγκόσμιο πληθυσμό και όχι στα επί μέρους κράτη, όπου μπορεί να παρουσιάζεται πρόβλημα (όπως λ.χ. η Ελλάδα). Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί στην Α. Ευρώπη (μέχρι 3.000 ζευγάρια), βρίσκονται στη Λευκορωσία, τη Ρουμανία, τη Λεττονία και την Πολωνία, ενώ αντίθετα στα δυτικά (Γερμανία Σλοβενία), είναι πολύ μικροί (κάτω από 150 ζευγάρια). [88]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την Ελλάδα, ο κραυγαετός αποτελεί καλοκαιρινό αναπαραγόμενο επισκέπτη (από Απρίλιο μέχρι Σεπτέμβριο). Παλαιότερα φώλιαζε σε όλα τα μακεδονικά δάση, ενώ είχε αναφερθεί και στη Στερεά Ελλάδα (Βιοωτία, Ακαρνανία). [89] Σήμερα φωλιάζει στην Κ. (Θεσσαλία, Ήπειρος) και Β. Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη), με σποραδικές εμφανίσεις στα νησιά (Κρήτη, Ν. Πελοπόννησος), κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, σε αριθμούς που μειώνονται συνεχώς. Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός είναι μόλις 67-90 ζευγάρια με μειωτικές τάσεις. [90]

Οι κύριες αιτίες είναι περιβαλλοντικές: αποψίλωση των πεδινών δασών, εκχέρσωση φυτοφρακτών, αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και εντατική υλοτομία. [91][92] Παρά τη λαθροθηρία, που πάντοτε είναι πρόβλημα, δεν φαίνεται αυτή να είναι η κύρια αιτία μείωσης του πληθυσμού του, ίσως όμως να είναι τα φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα στις περιοχές διατροφής του (έλη, υγρά λιβάδια), οι οποίες και πρέπει να διαφυλαχθούν. [93] Τοπικά, απειλείται από ανθρώπινες επεμβάσεις στα ενδιαιτήματα φωλιάσματος, κυρίως από τη λειτουργία λατομείων και τη διάνοιξη δρόμων. [94] Για τους προαναφερθέντες λόγους, ειδικά στην Ελλάδα, το είδος έχει ενταχθεί στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable). [95][96]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κραυγαετός είναι προστατευόμενο είδος με την πλειονότητα του αναπαραγόμενου πληθυσμού να βρίσκεται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Απαιτούνται διαχειριστικά σχέδια και αποτελεσματική προστασία των περιοχών όπου αναπαράγεται, κυρίως όμως των ενδιαιτημάτων τροφοληψίας του. Χρειάζεται επίσης συστηματική παρακολούθηση των πληθυσμών του. [97]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κραυγαετός είναι πιθανότατα, ο Νηττοφόνος, ή Μορφνός, ή Πλάγγος των αρχαίων. [98] Στην Κύπρο αποκαλείται Κράχτης [99] και Φλυαρογεράκα. [100]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Clanga, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια (Buteoninae). Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

ii. ^ Για τη συγκεκριμένη απόδοση, βλ. Ονοματολογία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Howard and Moore, 4th ed.
  3. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696022/0
  4. ΠΛΜ, 34:426
  5. http://www.hbw.com/species/lesser-spotted-eagle-clanga-pomarina
  6. http://dictionary.reference.com/browse/pomarine?s=t&path=/
  7. Viktor Wember: Die Namen der Vögel Europas – Bedeutung der deutschen und wissenschaftlichen Namen, Aula Verlag, Wiebelsheim 2007, ISBN 3-89104-709-6
  8. http://www.hbw.com/species/lesser-spotted-eagle-clanga-pomarina
  9. Christopher Perrins, p. 90
  10. Howard & Moore, 4th ed.
  11. Avibase
  12. HBW (on line)
  13. Howard and Moore, p. 112
  14. Väli
  15. Helbig et al
  16. Väli et al, 2004
  17. Meyburg et al
  18. Tsovel & Allon
  19. Acar et al
  20. planetofbirds.com
  21. RDB, p. 152, 216
  22. ΣΠΕΕ, σ. 246
  23. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 102
  24. Σφήκας, σ. 28
  25. Σφήκας, σ. 25
  26. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 267
  27. Handrinos & Akriotis, p. 139
  28. Ferguson-Lees & Christie, p. 725
  29. Ferguson-Lees & Christie, p. 725
  30. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  31. Vlachos & Papageorgiou
  32. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 102
  33. Mullarney et al, p. 96
  34. Mullarney et al, p. 96
  35. Mullarney et al, p. 96
  36. Ferguson-Lees & Christie, p. 725
  37. Mullarney et al, p. 96
  38. Όντρια (Ι), σ. 79
  39. Όντρια (Ι), σ. 79
  40. Scott & Forrest, p. 58
  41. Flegg, p. 90
  42. Flegg, p. 90
  43. Bruun, p. 74
  44. Mullarney et al, p. 96
  45. Ferguson-Lees & Christie, p. 725
  46. Singer, p. 141
  47. Ferguson-Lees & Christie, p. 725
  48. Grimmett et al, p. 132
  49. Mullarney et al, p. 96
  50. Flegg, p. 90
  51. Heinzel et al, p. 98
  52. Perrins, p. 90
  53. Bruun, p. 74
  54. Όντρια (Ι), σ. 79
  55. Scott & Forrest, p. 58
  56. http://www.ibercajalav.net
  57. planetofbirds.com
  58. ΠΛΜ, 3:162
  59. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 102, 184
  60. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 102
  61. Βλάχος, 1989, 1991 in Handrinos & Akriotis, p. 139
  62. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 102
  63. Grimmett et al, p. 132
  64. Bruun, p. 74
  65. Mullarney et al, p. 96
  66. Bruun, p. 74
  67. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 104
  68. Scott & Forrest, p. 58
  69. Flegg, p. 90
  70. Ferguson-Lees & Christie, σ. 730
  71. Scheller et al
  72. Perrins, p. 90
  73. Harrison,p. 103
  74. Drobelis
  75. Harrison, p. 104
  76. Harrison, p. 104
  77. Haraszthy et al
  78. Harrison,p. 104
  79. Perrins, p. 90
  80. Scheller & Meyburg
  81. Ivanovsky
  82. Haraszthy et al
  83. Vlachos & Papageorgiou
  84. Kemp
  85. Harrison, p. 104
  86. Forsman
  87. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696022/0
  88. Mebs & Schmidt
  89. RDB, σ. 216-7
  90. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  91. RDB, σ. 203
  92. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  93. RDB, σ. 216-7
  94. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  95. RDB, σ. 216
  96. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  97. Χαράλαμπος Αλιβιζάτος & Γιώργος Χανδρινός in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266
  98. Απαλοδήμος, σ. 21
  99. Σφήκας, σ. 25
  100. http://avibase.bsc-eoc.org/

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βλάχος, Χ. 1989. Η οικολογία του Κραυγαετού (Aquila pomarina) στο δάσος Δαδιάς του Νομού Έβρου. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Δασολογίας κα Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 119 σελίδες.
  • Acar B., M. Beaman & R. F. Porter: Status and Migration of Birds of Prey in Turkey. In: R. D. Chancellor (Hrsg.): World Conference on Birds of Prey. Vienna, 1–3 October, 1975. Report of Proceedings. International Council for Bird Preservation, Hampshire, 1977: S. 182–187
  • Bishop, K. David (1999): Preliminary notes on some birds in Bhutan. Forktail 15: 87-91. PDF fulltext
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, J., Collar, N.J., Christie, D.A., Elliott, A. and Fishpool, L.D.C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dovrat E.: The Kefar Kassem Raptor Migration Survey, Autumns 1977–1987: a brief summary. In: D. Yekutiel (Hrsg.): Raptors in Israel: Passage and wintering populations. Eilat, 1991: S. 13–30
  • Drobelis E.: On the Biology of the Lesser Spotted Eagle Aquila pomarina in Lithuania. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R. D. (eds): Eagle Studies. WWGBP, Berlin, London, Paris 1996, ISBN 3-9801961-1-9: S. 283-284.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Forsman D.: The Raptors of Europe and the Middle East – A Handbook of Field Identification. T & A D Poyser, London, 1999: S. 316–347
  • Handrinos, G. (1987): The significance of Greece for migrating and wintering raptors. In “Rapaci mediterranei III”. Suppl. Ric. Biol. Selvaggina 12:99-113
  • Haraszthy L., J. Bagyura & T. Szitta: Zur Biologie des Schreiadlers Aquila pomarina in Ungarn. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R. D. (eds): Eagle Studies. WWGBP, Berlin, London, Paris 1996, ISBN 3-9801961-1-9: 305–312.
  • Helbig Andreas J., Ingrid Seibold, Annett Kocum, Dorit Liebers, Jessica Irwin, Ugis Bergmanis, Bernd U. Meyburg, Wolfgang Scheller, Michael Stubbe and Staffan Bensch: Genetic differentiation and hybridization between greater and lesser spotted eagles (Accipitriformes: Aquila clanga, A. pomarina). Journal of Ornithology, Band 146, Heft 3, 2005: S. 226-234.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: November 2015).
  • Ivanovsky V.: Notes on the breeding biology of Spotted Eagles Aquila clanga and A. pomarina in Byelorussia. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R. D. (eds): Eagle Studies. WWGBP, Berlin, London, Paris 1996, ISBN 3-9801961-1-9: 297–299.
  • Kemp A.: Concentration of non-breeding Lesser Spotted Eagles Aquila pomarina at abundant food: a breeding colony of Red-billed Quelea Quelea quelea in the Kruger National Park, South Africa. Acta ornithoecologica 4, 2001: S. 325–329.
  • Mebs T. & D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006, ISBN 3-440-09585-1: S. 188
  • Meyburg B.-U., C. Meyburg., T. Bělka, O. Šreibr & J. Vrana: Migration, wintering and breeding of a Lesser Spotted Eagle (Aquila pomarina) from Slovakia tracked by satellite. Journal of Ornithology 145, 2004: S. 1–7.
  • Meyburg, Bernd-U.; Eichaker, Xavier; Meyburg, Christiane & Paillat, Patrick (1995): Migrations of an adult Spotted Eagle tracked by satellite. Brit. Birds 88: 357-361. PDF fulltext
  • Parry, S.J., Clark, W.S. and Prakash, V. 2002. On the taxonomic status of the Indian Spotted Eagle Aquila hastata. Ibis 144: 665-675.
  • Porter, R.; Aspinall, S. 2010. Birds of the Middle East. Christopher Helm, London.
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Scheller W. & B.-U. Meyburg: Untersuchungen zur Brutbiologie und Nahrungsökologie des Schreiadlers Aquila pomarina mittels ferngesteuerter Videokamera: Zur Technik und einigen Ergebnissen. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R. D. (eds): Eagle Studies. WWGBP, Berlin, London, Paris 1996, ISBN 3-9801961-1-9: 245–256.
  • Scheller W., U. Bergmanis, B.-U. Meyburg, B. Furkert, A. Knack & S. Röper: Raum-Zeit-Verhalten des Schreiadlers (Aquila pomarina). Acta ornithoecologica 4.2–4, 2001: S. 75–236.
  • Sibley, C.G. and Monroe, B.L. 1990. Distribution and Taxonomy of Birds of the World. Yale University Press, New Haven, USA.
  • Sibley, C.G. and Monroe, B.L. 1993. A supplement to 'Distribution and Taxonomy of Birds of the World. Yale University Press, New Haven, USA.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Tsovel A. & D. Allon: Soaring bird migration survey in the Northern Valleys of Israel, Autumns 1988–1990. In: D. Yekutiel (Hrsg.): Raptors in Israel: Passage and wintering populations. Eilat, 1991: S. 31–45
  • Väli, Ülo (2006): Mitochondrial DNA sequences support species status for the Indian Spotted Eagle Aquila hastata. Bull. B.O.C. 126(3): 238-242. PDF fulltext
  • Väli, Ülo & Lõhmus, Asko (2004): Nestling characteristics and identification of the lesser spotted eagle Aquila pomarina, greater spotted eagle A. clanga, and their hybrids. J. Ornithol. 145(3): 256-263. doi:10.1007/s10336-004-0028-7 PDF fulltext

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Σταύρακας Λευτέρης & Σπύρος Σκαρέας: Τα πουλιά της Αττικής, WildGreece Editions, 2015
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»