Στέφανος Ξανθουδίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στέφανος Ξανθουδίδης
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΣτέφανος Α. Ξανθουδίδης
1864
Αβδού, Ελλάδα
Θάνατος18 Σεπτεμβρίου 1928 (64 ετών)
Ελλάδα
Χώρα πολιτογράφησηςΈλληνας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααρχαιολόγος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Στέφανος Αντωνίου Ξανθουδίδης (Αβδού, 1864 - 18 Σεπτεμβρίου 1928),[2] ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και μεσαιωνοδίφης του 19ου και 20ού αιώνα, γνωστότερος για πολλές αρχαιολογικές έρευνες, αλλά και για την κριτική έκδοση του Ερωτόκριτου.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1864 στο Αβδού του νομού Ηρακλείου Κρήτης, όπου και τελείωσε το σχολείο. Έφυγε πολύ νέος για την Αθήνα όπου και σπούδασε φιλολογία. Διορίστηκε αρχικά στα γυμνάσια της Νεάπολης και Ηρακλείου. Εκεί έγινε γραμματές του Φιλεκπαιεδευτικού Συλλόγου και γνωρίστηκε με τον ιδρυτή του μουσείου Ηρακλείου Ιωσήφ Χατζηδάκι, με τον οποίο ανέπτυξε στενή συνεργασία για την αρχαιολογική κίνηση της Κρήτης. Όταν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης ο Χατζιδάκις έγινε διευθυντής του Κρητικού μουσείου, ο Ξανθουδίδης διορίστηκε έφορος αρχαιοτήτων της Κρητικής Πολιτείας, θέση στην οποία παρέμεινε δέκα πέντε χρόνια (1900-1915. Έγινε επίσης έφορος της δεκάτης Αρχαιολογικής περιφέρειας της Ελλάδας, και αργότερα διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου. Διενήργησε αρχαιολογικές ανασκαφές σε πολλά μέρη της Κρήτης και ασχολήθηκε συστηματικά με την μεσαιωνική ιστορία και την γλώσσα του νησιού.Ήταν συγγραφέας αρκετών βιβλίων ιστορικού, λαογραφικού και αρχαιολογικού περιεχομένου.

Εκδόσεις και Δημοσιεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ασχολήθηκε με πάθος με τις ανασκαφές της Μεσαράς και συγκεκριμένα με τους κυκλικούς πρωτομινωικούς τάφους για τους οποίους κυκλοφόρησε (το 1924) και βιβλίο στα αγγλικά (Τhe Vaulted Tombs of Mesara). Επίσης ασχολήθηκε και έγραψε πάνω από 40 εργασίες μεταξύ των οποίων «Προϊστορική Οικία εις Χαμαίζι Σητείας», «Μέγας Πρωτομινωικός Τάφος Πύργου», «Τάφοι Αρτσά και Μουλιανών» και πολλά άλλα. Μια από τις σπουδαιότερες συνεισφορές του ήταν η κριτική έκδοση του Ερωτόκριτου, έργο σημαντικό, μια που ο ίδιος γνώριζε καλά τις ανατολικές διαλέκτους του νησιού και είχε ενδιαφέρον για όλες τις άλλες, τις οποίες γνώριζε επίσης σε βάθος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής[3] του αφιερώθηκε στη μεσαιωνική λογοτεχνία του νησιού του, το 1928 πρόλαβε να εκδώσει και μια εκλαϊκευμένη μορφή του «Ερωτόκριτου» όπως και τον Φορτουνάτον του Μάρκου Φωσκόλου. Ετοιμαζόταν να εκδώσει και την Ερωφίλη του Χορτάτση αλλά δεν πρόλαβε –εκδόθηκε μετά το θάνατό του Το 1909 είχε εκδόσει επίσης το έργο «Επίτομος Ιστορία της Κρήτης». Επίσης είχε συγκεντρώσει πλούσιο λαογραφικό υλικό που κληροδοτήθηκε μετά το θάνατό του (με διαθήκη που είχε συντάξει ο ίδιος) στον τότε αρμόδιο οργανισμό, το Λεξικογραφικόν Αρχείον.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο προτού πεθάνει εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1928 από έμφραγμα και κηδεύτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου. Οδοί σε πόλεις της Κρήτης φέρουν το όνομά του.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 8  Μαρτίου 2020.
  2. Ανατολή, φύλλο 8-3-1979, σελ. 1.
  3. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη