Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ροκοκό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασιλική ροκοκό, Ottobeuren, Βαυαρία

Ο όρος Ροκοκό αναφέρεται στην τεχνοτροπία που διαδέχθηκε το μπαρόκ και αναπτύχθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, κυρίως στη Γαλλία. Ως καλλιτεχνικό ρεύμα, εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο στη ζωγραφική, τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική.[1]

Το ύφος του ροκοκό εμφανίστηκε στη Γαλλία περίπου το 1710 και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη - κυρίως στη Γερμανία, την Ιταλία και την Αυστρία, κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Η καθιέρωσή του συνέπεσε χρονικά με τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄ καθώς και με μία γενικευμένη αντίδραση στο αυστηρό ύφος της μπαρόκ αισθητικής. Το τέλος του ροκοκό τοποθετείται περίπου στη δεκαετία του 1760 όταν σταδιακά αντικαθίσταται ως κυρίαρχη καλλιτεχνική τάση από το ρεύμα του νεοκλασικισμού.

Κύριοι εκφραστές του ροκοκό ήταν ο Αντουάν Βαττώ (1684-1721), του οποίου η ζωγραφική του απεικόνιζε τα οράματά του για μία ζωή χωρίς δυσκολίες και καθημερινές ανάγκες, ο Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) και ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1806).[2]

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εκκλησία του Βις, Βαυαρία

Το ροκοκό εμφανίστηκε πρώτα στην εσωτερική διακόσμηση. Η διαδοχή στον γαλλικό θρόνο του Λουδοβίκου ΙΕ΄ έφερε ριζική αλλαγή στην καλλιτεχνική ζωή και τη μόδα. Το μπαρόκ έδωσε τη θέση του σε πιο ανάλαφρους σχηματισμούς και εκλεπτυσμένες γραμμές. Σε αντίθεση με το μπαρόκ το ροκοκό δεν έχει ως σκοπό να εντυπωσιάσει με μεγαλοπρέπεια και αίσθηση απεραντοσύνης, αλλά είναι πιο "ζεστό", πιο εκλεπτυσμένο και πιο ανάλαφρο. Ωστόσο από το μπαρόκ δανείστηκε τις πολύπλοκες μορφές ενώ ενσωμάτωσε στη γενική ιδέα του και πολλά ανατολίτικα στοιχεία.

Στις δεκαετίες του 1730 και 1740 το ροκοκό έφτασε το απόγειό του στη Γαλλία. Τότε αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα πέρασε από τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική και στους υπόλοιπους τομείς της τέχνης, στη ζωγραφική, τη γλυπτική ακόμη και στα έπιπλα. Εξέχοντες εκπρόσωποι του στη ζωγραφική ήταν οι Αντουάν Βαττώ και Φρανσουά Μπουσέ. Σύντομα επεκτάθηκε και στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία. Λιγότερη απήχηση βρήκε στις προτεσταντικές χώρες. Ιδιαίτερα στη Βαυαρία αποτέλεσε το καλλιτεχνικό ρεύμα σύμφωνα με το οποίο χτίστηκαν εκκλησίες και ανάκτορα.[3]

Η αρχή του τέλους για το ροκοκό άρχισε γύρω 1760, όταν πρόσωπα όπως ο Βολταίρος άσκησαν κριτική πως το ροκοκό ήταν πολύ επιφανειακό. Μέχρι το 1780 το ροκοκό αποτελούσε πια παρελθόν στη Γαλλία και τη θέση του την πήρε ο νεοκλασικισμός. Μεταξύ του 1820 και 1870 υπήρξε ένα ενδιαφέρον για το ροκοκό. Πολλοί ευκατάστατοι στην Αγγλία και τη Γαλλία έδωσαν πολλά χρήματα για την απόκτηση επίπλων σε ρυθμό ροκοκό, ενώ και ζωγράφοι όπως ο Ευγένιος Ντελακρουά ανακάλυψαν τη γοητευτική χάρη του ροκοκό.

Το ροκοκό σε διάφορες μορφές της τέχνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπιπλα και διακόσμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ανάλαφρα σχέδια και θέματα ήταν πιο ευπαρουσίαστα σε μικρότερη κλίμακα απ´ότι η επιβλητική μπαρόκ αρχιτεκτονική. Μεταλλικά αντικείμενα, πορσελάνινα είδη, και ειδικά τα έπιπλα γνώρισαν μια ιδιαίτερη απήχηση καθώς η υψηλή κοινωνική τάξη της Γαλλίας διακοσμούσε τα σπίτια της σύμφωνα με τον νέο ρυθμό.[4]

Για μικρές πλαστικές φιγούρες από γύψο, πορσελάνη και πηλό το πολύχρωμο ροκοκό δεν ταίριαζε. Ήταν στο ξύλο, το σίδερο και στο μέταλλο που παρήγαγε αξιόλογα έργα. Πολλοί Παριζιάνοι επιπλοποιοί έγιναν πλούσιοι κατασκευάζοντας έπιπλα προς βασιλική χρήση. Οι πιο γνωστοί από αυτούς ήταν οι Φρανσουά Οέμπεν, Αντουάν Γκοντρό και Μπερναρντ φαν Ριζενμπεργκ. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως το ροκοκό, στον τομέα της διακοσμητικής και της αρχιτεκτονικής ήταν αποκλειστικά και μόνο θέμα των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων και δεν άγγιζε καθόλου τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις.

Στην Αγγλία το ροκοκό έτεινε να είναι πιο συγκρατημένο. Ναι μεν οι αρμονικές καμπύλες διατηρήθηκαν όπως στο γαλλικό ροκοκό, ωστόσο όμως το αγγλικό ροκοκό διέφερε από το γαλλικό στο γεγονός ότι απέφευγε την υπερβολική διακόσμηση και τα πολύ έντονα χρώματα.

Το ροκοκό στην αρχιτεκτονική πρωτοεμφανίζεται στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, αλλά αποκτά τα βασικά του χαρακτηριστικά στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Αυτός ο ρυθμός χρησιμοποιείται κυρίως για την εσωτερική διακόσμηση.[5]

Σταδιακά διαδίδεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αναπτύσσεται ιδιαίτερα στη Βαυαρία, την Αυστρία αλλά και την Ιταλία. Στην Πρωσία το ανάκτορο Σανσουσί θεωρείται ως το αριστούργημα του ροκοκό της εποχής του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Εγκαινιασμένο στη διακόσμηση πολλών δωματίων στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, το ροκοκό ξετυλίγει όλη τη μεγαλοπρέπεια του σε πολλά κτίρια στο Παρίσι. Στη Γερμανία, Γάλλοι και Γερμανοί καλλιτέχνες ομόρφυναν τα ανάκτορα στο Πότσδαμ, στη Στουτγκάρδη, στη Βιέννη και στο Βύρτσμπουργκ.[3]

Το πρωινό, του Φρανσουά Μπουσέ (1739, Λούβρο)

Αν και το ροκοκό έχει τις ρίζες του στις καθαρά διακοσμητικές τέχνες, εκφράστηκε και μέσω της ζωγραφικής. Οι ζωγράφοι του ροκοκό χρησιμοποίησαν ντελικάτα χρώματα και πολλές καμπύλες, διακοσμώντας τους πίνακες τους με μυθολογικά στοιχεία και αγγέλους. Η ζωγραφική πορτραίτων ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή του ροκοκό. Σε αντίθεση με το μπαρόκ η ζωγραφική του ροκοκό ξέφυγε από τα μέχρι τότε στενά περιθώρια που επέβαλλε η εκκλησία, απεικονίζοντας ευχάριστες καθημερινές σκηνές, με ειδυλλιακά τοπία και πρόσωπα από την αριστοκρατία σε διάφορες ασχολίες.

Ο Αντουάν Βαττώ (1684-1721) θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος ζωγράφος του ροκοκό. Άσκησε μεγάλη επιρροή στους μετέπειτα ζωγράφους του ίδιου κινήματος, όπως τον Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770) και τον Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ (1732-1806).[6]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]