Ιστάμενον
Ιστάμενον (ενν. νόμισμα ἱστάμενον, το «πρότυπο νόμισμα») ήταν το όνομα που δόθηκε στον χρυσό Βυζαντινό σόλιδο όταν το κάπως ελαφρύτερο «τεταρτηρόν» εισήχθη περί το 960. Για να ξεχωρίζονται, το ιστάμενον άλλαξε μορφή από τον αρχικό σόλιδο και έγινε πλατύτερο και πιο λεπτό, καθώς και κοίλο (σκυφάτο) σε μορφή. Αργότερα συνήθως συντομευόταν σε στάμενον και καταργήθηκε μετά το 1092. Τον 12ο και 13ο αιώνα, το όνομα στάμενον χρησιμοποιούνταν για τα κοιλόκυρτα «τραχέα».
Δημιουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τότε που ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Α΄ (306-337) το εισήγαγε το 309, το κύριο νόμισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν ο υψηλής ποιότητας σόλιδος ή νόμισμα, το οποίο παρέμεινε πρότυπο σε βάρος (4,55 γραμμάρια) και σε χρυσό περιεχόμενο (24 καράτια) για πολλούς αιώνες.[1] Ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969), ωστόσο, εισήγαγε ένα νέο νόμισμα, το [νόμισμα] τεταρτηρόν ("τέταρτο [νομίσματος]"), το οποίο ήταν 2 καράτια (δηλαδή περίπου το 1⁄12, παρά το όνομά του) ελαφρύτερο από το αρχικό νόμισμα. Το τελευταίο έγινε τότε γνωστό ως ιστάμενον, από το ρήμα ἵστημι, «στέκομαι», υπονοώντας ότι αυτά έμειναν σταθερά στα παραδοσιακά πρότυπα.[2][3] Οι λόγοι για αυτήν την αλλαγή δεν είναι σαφείς. Βυζαντινοί χρονογράφοι, ωστόσο, υπονοούν φορολογικούς λόγους, αναφέροντας ότι ο Νικηφόρος συνέλεγε τους φόρους όπως και πριν σε ιστάμενον ενώ πλήρωνε πίσω με τεταρτηρόν, το οποίο είχε επισήμως ίση αξία με το πλήρους βάρους νόμισμα.
Αρχικά, τα δύο νομίσματα ήταν σχεδόν εντελώς δυσδιάκριτα, εκτός από το βάρος. Κατά τη διάρκεια της μετέπειτα βασιλείας του Βασιλείου Β΄ (976-1025), το τεταρτηρόν άρχισε να κόβεται σε παχύτερη και μικρότερη μορφή, ενώ το ιστάμενον έγινε αντίστοιχα λεπτότερο και πλατύτερο. Μόνο κατά την βασιλεία του Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028) ωστόσο, έγιναν τα δύο νομίσματα και εικονογραφικά διακριτά.[4][5] Από τα μέσα του 11ου αιώνα, το τεταρτηρόν είχε 18 χιλ. πλάτος και το βάρος του φαίνεται ότι σταθεροποιείται στα 3,98 γραμμ., δηλαδή τρία καράτια λιγότερα από το ιστάμενον ή στάμενον (όνομα που πρώτη φορά απαντάται το 1030), το οποίο πλέον είχε διάμετρο 25 χιλ. (έναντι 20 χιλ. του αρχικού σόλιδου). Επιπλέον, κατά την βασιλεία του Μιχαήλ Δ΄ του Παφλαγόνα (1034-1041), άρχισε να κόβεται σε ελαφρώς πιο κοίλη (σκυφάτη) μορφή, ενδεχομένως για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα του λεπτού νομίσματος και να καταστεί πιο ανθεκτικό στο λύγισμα. Επίπεδα νομίσματα εξακολουθούσαν να εκδίδονται κατά καιρούς, αλλά αυτά τα σκυφάτα κυριάρχησαν από την βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ (1042-1055) και μετά και έγιναν πρότυπα από τον Ισαάκ Α΄ Κομνηνό (1057-1059). Αυτά τα κοίλα νομίσματα ήταν γνωστά ως ιστάμενα τραχέα ή απλώς τραχέα, λόγω του σχήματός τους.[6][7]
Υποβάθμιση και κατάργηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ξεκινώντας με τον Μιχαήλ Δ', ο οποίος ήταν πρώην "δανειστής", η περιεκτικότητα των νομισμάτων σε χρυσό άρχισε να πέφτει και τα κέρματα να ευτελίζονται. Μετά από μια περίοδο σχετικής σταθερότητας περί το 1055-1070, η περιεκτικότητα σε χρυσό μειώθηκε δραματικά τις καταστροφικές δεκαετίες του 1070 και 1080. Τα μιχαηλάτα του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078) περιείχαν ακόμα περί τα 16 καράτια χρυσού, αλλά από την εποχή του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), τα νομίσματα που εκδίδονταν δεν περιείχαν σχεδόν καθόλου χρυσό.[7][8] Έτσι, το 1092, ο Αλέξιος πραγματοποίησε μια ολοκληρωμένη νομισματική μεταρρύθμιση, αντικαθιστώντας μεταξύ άλλων τα απαξιωμένα χρυσά νομίσματα, τόσο το ιστάμενα όσο και τα τεταρτηρά, με ένα νέο υψηλής ποιότητας χρυσό νόμισμα, το υπέρπυρον.[9]
Έκτοτε, και για όλη την διάρκεια ζωής του Κομνηνείου νομισματικού συστήματος (12ος–13ος αι.), ο όρος στάμενον, λόγω της σύνδεσης του με σκυφάτα νομίσματα, άρχισε να χρησιμοποιείται για ομοίως κοίλα νομίσματα (τραχέα) που εκδίδονταν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[10]
Χρήση σε φράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Απλώνω το περσίκιν (=θυλάκιο) μου, γυρεύω το πουγκίν μου
- δια στάμενον το ψηλαφώ, κι αυτό γέμει χαρτία. (Θεοδώρου Πτωχο-Πρόδρομου).
- Των ακριβών (=αρχόντων) τα στάμενα σε χαροκόπου (=γλεντζέ) χέρια.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Grierson 1999, σελίδες 3, 9–10· Kazhdan 1991, σελ. 1924.
- ↑ Hendy 1985, σελ. 507
- ↑ Grierson 1982, σελ. 196· Kazhdan 1991, σελίδες 936, 2026.
- ↑ Hendy 1985, σελ. 508
- ↑ Grierson 1999, σελ. 10
- ↑ Kazhdan 1991, σελίδες 936, 2026–2027· Grierson 1982, σελ. 197· Hendy 1985, σελ. 510
- ↑ 7,0 7,1 Grierson 1999, σελίδες 10–11
- ↑ Hendy 1985, σελίδες 509–510· Kazhdan 1991, σελίδες 478, 1368
- ↑ Grierson 1999, σελ. 11· Kazhdan 1991, σελ. 964.
- ↑ Grierson 1999, σελ. 59; Kazhdan 1991, σελ. 936.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Grierson, Philip (1982). Byzantine Coins. London, United Kingdom: Methuen. ISBN 978-0-416-71360-2.
- Grierson, Philip (1999). Byzantine Coinage (PDF). Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks. ISBN 978-0-88402-274-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Ιουνίου 2010.
- Hendy, Michael F. (1985). Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300–1450. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press. ISBN 0-521-24715-2.
- Kazhdan, Alexander Petrovich, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York, New York and Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.