Βασιλικόν (νόμισμα)
Το βασιλικόν, συχνά αναφερόμενο και ως δουκάτον, υπήρξε αργυρό νόμισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε ευρεία κυκλοφορία κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 14ου αιώνα. Η κοπή του σηματοδότησε την τάση στη χρήση αργυρών νομισμάτων και ταυτόχρονα την σταδιακή εξάλειψη των χρυσών, εντός της αυτοκρατορίας[2].
Ισοτρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη χρήση βασιλικών εντοπίζεται λίγο πριν το 1304, επί ηγεμονίας του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (βασ. 1282 - 1328), με κύριο στόχο την πληρωμή των μισθοφόρων της Καταλανικής Εταιρείας[2][3][4]. Εικαστικά, αποτέλεσε καθαρή αντιγραφή του Βενετικού αργυρού Δουκάτου και του Βενετικού Γροσίου, με την καθήμενη μορφή του Ιησού στη μία του όψη και στην άλλη των Ανδρόνικου Β' και συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ', σε αντικατάσταση του Δόγη με τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Η ομοιότητα είναι ακόμη πιο προφανής αν αναλογιστούμε ότι δουκάτο σημαίνει «νόμισμα του δόγη», ενώ βασιλικό σημαίνει «νόμισμα του Βασιλέως»· στη νεότερη εποχή αμφότερα τα νομίσματα απαντώνται και ως δουκάτα[4].
Η σύσταση του βασιλικού ήταν από καθαρό ασήμι (920 βαθμών), ενώ -σε αντίθεση με άλλα κοίλα (σκυφωτά) βυζαντινά νομίσματα- είχε επίπεδη μορφή. Το βάρος του ήταν 2,2 γρ. και η συναλλαγματική του ισοτιμία υπολογίζεται στο 1:12 υπέρπυρα, ή δύο κεράτια (εξ'ου και καράτι). Σε χρήση υπήρξαν επίσης το εξάγραμμο και το μιλιαρήσιον, αμφότερα αργυρά νομίσματα[4][5]. Η πραγματική ισοτιμία του βασιλικού ήταν μάλλον χαμηλότερη, κυμαινόμενη αναλόγως της τιμής του αργύρου: πηγές της εποχής αναφέρουν 12½, 13 και 15 βασιλικά ανά υπέρπυρο[6]. Ανάλογες πηγές επιβεβαιώνουν εξάλλου την κοπή ημί-βασιλικών[7], την υποδιαίρεση προφανώς του βασιλικού.
Η σημαντική έλλειψη αργύρου στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο προκάλεσε -περί το 1330- τη δραματική ελλάτωση του βάρους του νομίσματος· μέχρι τα τέλη του 1340 το βασιλικό ζύγιζε όχι πάνω από 1,25 γρ., ενώ μία δεκαετία αργότερα η κοπή του σταμάτησε. Το 1367 αντικαταστάθηκε από το νεότερο και βαρύτερο σταυράτον[2][7].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Hendy 1985, σελ. 531.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Grierson 1999, σελ. 16.
- ↑ Hendy 1985, σελίδες 531–532.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Kazhdan 1991, σελ. 266.
- ↑ Grierson 1999, σελίδες 16, 45; Hendy 1985, σελίδες 531–533.
- ↑ Kazhdan 1991, σελίδες 266–267; Hendy 1985, σελίδες 533–534.
- ↑ 7,0 7,1 Kazhdan 1991, σελ. 267.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Grierson, Philip (1999). Byzantine Coinage (PDF). Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks. ISBN 978-0-88402-274-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2012.
- Hendy, Michael F. (1985). Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300–1450. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press. ISBN 0-521-24715-2.
- Kazhdan, Alexander Petrovich, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York, New York and Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Grierson, Philip (1982). Byzantine Coins. London, United Kingdom: Methuen. ISBN 978-0-416713602.