Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δολοφονία της Σύλβια Λάικενς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σύλβια Λάικενς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3 Ιανουαρίου 1949
Λέμπανον, Ιντιάνα, Η.Π.Α.
Θάνατος26 Οκτωβρίου 1965 (16 ετών)
Ιντιανάπολις, Ιντιάνα, Η.Π.Α.
Αιτία θανάτου
Συνθήκες θανάτουΑνθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΑμερική
Πληροφορίες ασχολίας
Γνωστός γιαΘύμα δολοφονίας από βασανιστήρια

Η Σύλβια Μαρί Λάικενς (Αγγλικά: Sylvia Marie Likens, 3 Ιανουαρίου 1949 – 26 Οκτωβρίου 1965) ήταν μια Αμερικανίδα έφηβη που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από την φροντιστή της, Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι, από τα παιδιά της και αρκετούς από τους φίλους της γειτονιάς τους. Αυτή η κακοποίηση διήρκησε τρείς μήνες μέχρι που η Σύλβια πέθανε από εκτεταμένα τραύματα και υποσιτισμό στις 26 Οκτωβρίου του 1965, στην Ιντιανάπολις της Ιντιάνα .

Τα βασανιστήρια και η δολοφονία της Σύλβια Λάικενς θεωρούνται από τους πολίτες της Ιντιάνα ως το χειρότερο έγκλημα που έχει διαπραχθεί ποτέ στην πολιτεία τους. Επιπλέον, ο ανώτερος ανακριτής του αστυνομικού τμήματος της Ιντιανάπολις έχει χαρακτηρίσει την συγκεκριμένη υπόθεση ως την «πιο σαδιστική» που είχε ερευνήσει ποτέ τα τελευταία 35 χρόνια της υπηρεσίας του.

Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γκέρτρουντ Ναντίν Μπανισέφσκι (το γένος Βαν Φοσάν, 19 Σεπτεμβρίου του 1928 – 16 Ιουνίου του 1990) [1] γεννήθηκε στην Ιντιανάπολις της Ιντιάνα, από τον Χιου Μάρκους Βαν Φόσαν τον πρεσβύτερο και τη Μόλι Μιρτλ (το γένος Όκλεϊ), οι οποίοι και κατάγονταν από το Ιλινόις και ήταν Αμερικανικής και Ολλανδικής καταγωγής. Η Μπανισέφσκι ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά και η οικογένεια της άνηκε στην εργατική τάξη. Στις 5 Οκτωβρίου του 1939, η Γκέρτρουντ είδε τον 50χρονο πατέρα της να πεθαίνει από ξαφνική καρδιακή προσβολή. Έξι χρόνια αργότερα, παράτησε το λύκειο σε ηλικία 16 ετών για να παντρευτεί τον 18χρονο Τζον Στέφαν Μπανισέφσκι (1926 – 2007), ο οποίος καταγόταν από το Γιάνγκσβιλ της Πενσυλβάνια και ήταν πολωνικής καταγωγής. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά αλλά ο γάμος του δεν ήταν ευτυχισμένος. Παρόλο που ο Τζον Μπανισέφσκι είχε ασταθή ιδιοσυγκρασία και κατά καιρούς έδερνε τη γυναίκα του, οι δυο τους θα έμεναν μαζί για δέκα χρόνια πριν από το πρώτο τους διαζύγιο.

Μετά το διαζύγιο της, η Γκέρτρουντ παντρεύτηκε έναν άντρα που ονομαζόταν Έντουαρντ Γκάθρι. Αυτός ο γάμος κράτησε μόλις τρεις μήνες πριν το ζευγάρι χωρίσει. Λίγο αργότερα, η Μπανισέφσκι παντρεύτηκε ξανά τον πρώτο της σύζυγο, με τον οποίο απέκτησε άλλα δύο παιδιά. Το ζευγάρι χώρισε για δεύτερη φορά το 1963.

Εβδομάδες μετά το τρίτο της διαζύγιο, η Γκέρτρουντ ξεκίνησε μια σχέση με έναν 20χρονο οξυγονοκολλητή ονόματι Ντένις Λι Ράιτ, ο οποίος επίσης την κακοποιούσε σωματικά. Απέκτησε ένα παιδί με τον Ράιτ, τον Ντένις Λι Ράιτ Τζούνιορ. Λίγο μετά τη γέννηση του γιου τους, τον Μάιο του 1964, ο Ράιτ εγκατέλειψε την Μπανισέφσκι.[2]

Μέχρι το 1965, η Γκέρτρουντ ζούσε μόνη με τα επτά παιδιά της: την Πόλα (17 ετών), την Στέφανι (15 ετών), τον Τζον (12 ετών), την Mαρί (11 ετών), την Σίρλεϋ (10 ετών), τον Τζέιμς (8 ετών) και τον Ντένις Λι Ράιτ Τζούνιορ (1 ετών). Αν και 36 ετών και με ύψος 1,68 μέτρα, ζύγιζε μόλις 45 κιλά και ήταν «καπνίστρια, λιποβαρής και ασθματική», ενώ έπασχε από κλινική κατάθλιψη λόγω του άγχους τριών αποτυχημένων γάμων, μιας αποτυχημένης σχέσης και μιας πρόσφατης αποβολής. Λάμβανε σποραδικά διατροφή από τον πρώτο της σύζυγο - πρώην αστυνομικό της Ιντιανάπολις - στον οποίο βασιζόταν κυρίως οικονομικά για να στηρίξει τα παιδιά της.[3] Για να ενισχύσει το πενιχρό της εισόδημα, η Γκέρτρουντ έκανε περιστασιακές δουλειές για γείτονες και γνωστούς, όπως ράψιμο, καθάρισμα και φύλαξη παιδιών.[4] Διέμενε στην Ιντιανάπολις στην οδό East New York στο Νο 3850, όπου το μηνιαίο ενοίκιο ήταν 55 δολάρια, σε ένα φτωχικό οίκημα που δεν διέθετε θέρμανση, αρκετά κρεβάτια και τα απαραίτητα τρόφιμα και αγαθά (όπως για παράδειγμα κουτάλια).

Η Σύλβια Μαρί Λάικενς (3 Ιανουαρίου του 1949 – 26 Οκτωβρίου του 1965) ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά που γεννήθηκαν από τον Λέστερ Σεσίλ Λάικενς (1926–2013) και τη σύζυγό του, Ελίζαμπεθ "Μπέτι" Φράνσις (το γένος Γράιμς, 1927-199) δυο εργάτες σε περιοδεύων θίασο διασκέδασης (αγγλικά: traveling carnival‎‎). Είχε δύο μεγαλύτερα διδύμα αδέλφια - τον Ντάνιελ και την Νταϊάνα Μέι τα οποία ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερα, και δύο μικρότερα δίδυμα αδέλφια τον Μπένι και την Τζένη, τα οποία ήταν ένα χρόνο νεότερα. Η Τζένη Λάικενς υπέφερε από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι πιο αδύναμο από το άλλο. Επειδή κούτσαινε έπρεπε να φοράει ένα ατσάλινο στήριγμα στο ένα της πόδι.

Ο γάμος του Λέστερ και της Ελίζαμπεθ ήταν ασταθής. Συχνά πουλούσαν καραμέλες, μπύρες και σόδες στην Ιντιάνα όλο το καλοκαίρι,[5] και μετακινούνταν συχνά [6] καθώς αντιμετώπιζαν τακτικά σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Οι γιοι των Λάικενς ταξίδευαν τακτικά μαζί τους για να βοηθήσουν στη δουλειά τους, αλλά όχι η Σύλβια και η Τζένη, λόγω ανησυχίας για την ασφάλεια τους αλλά και για την εκπαίδευσή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι δύο αδερφές να μένουν συχνά με συγγενείς και κυρίως με την γιαγιά τους.[7]

Στα εφηβικά της χρόνια, η Σύλβια κέρδιζε περιστασιακά χρήματα προσέχοντας παιδιά, και κάνοντας δουλειές σπιτιού, σιδέρωμα για φίλους και γείτονες, και έδιναν συχνά στη μητέρα της μέρος των κερδών της. Ήταν ένα φιλικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση και ζωηρό κορίτσι, με μακριά ανοιχτά καστανά κυματιστά μαλλιά με μάκρος κάτω από τους ώμους της, και ήταν γνωστή ως "Κούκι" στους φίλους της.[8]

Αν και πληθωρική, η Σύλβια κρατούσε πάντα το στόμα της κλειστό όταν χαμογελούσε, λόγω του ότι είχε χάσει στα εφτά της χρόνια ένα μπροστινό δόντι κατά τη διάρκεια ενός παιδικού παιχνιδιού.[9] Της άρεσε επίσης η μουσική, ιδιαίτερα το συγκρότημα Τhe Beatles, και ήταν ιδιαίτερα προστατευτική με την πιο συνεσταλμένη και ανασφαλή μικρότερη αδερφή της. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι δύο αδερφές επισκέφτηκαν ένα τοπικό παγοδρόμιο, όπου η Σύλβια βοήθησε την Τζένη να κάνει πατινάζ κρατώντας της το χέρι, ενώ η ίδια έκανε πατινάζ με το υγιές πόδι της.

Τον Ιούνιο του 1965, η Σύλβια και η Τζένη Λάικενς έμεναν με τους γονείς τους στην Ιντιανάπολις. Στις 3 Ιουλίου, η μητέρα τους συνελήφθη και στη συνέχεια φυλακίστηκε για κλοπή καταστήματος. Λίγο αργότερα, ο Λέστερ Λάικενς έπρεπε να ταξιδέψει λόγω δουλειάς και κανόνισε να μείνουν προσωρινά οι κόρες του με τη Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι. Οι δυο αδελφές είχαν πρόσφατα γνωρίσει τις μεγάλες κόρες της Μπανισέφσκι, την Πόλα και την Στέφανι ενώ φοιτούσαν στο Τεχνικό Λύκειο της Άρσεναλ. Τη στιγμή της συμφωνίας, η Γκέρτρουντ διαβεβαίωσε τον Λέστερ ότι οι κόρες του ήταν σε πολύ καλά χέρια, καθώς θα τις φρόντιζε σαν δικά της παιδιά μέχρι την επιστροφή του.

Λίγο μετά τον εορτασμό της Ημέρα της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ στις 4 Ιουλίου του 1965, οι αδερφές μετακόμισαν στο σπίτι της οικογένειας Μπανισέφσκι προκειμένου ο πατέρας τους και, αργότερα, η μητέρα τους να ταξιδέψουν στην Ανατολική Ακτή με τον θίασο, με την προϋπόθεση ότι η Γκέρτρουντ θα λάμβανε 20 δολάρια ως εβδομαδιαία αμοιβή, στο τέλος κάθε εβδομάδας.

Τις πρώτες εβδομάδες κατά τις οποίες οι δυο αδελφές διέμεναν με την οικογένεια Μπανισέφσκι, τα πράγματα κυλήσαν καλά. Η Σύλβια τραγουδούσε τακτικά ακούγοντας δίσκους μουσικής ποπ μαζί με την Στέφανι,[10] και συμμετείχε πρόθυμα στις δουλειές του σπιτιού.[11] Και τα δύο κορίτσια παρεβρίσκονταν τακτικά στο κατηχητικό τις Κυριακές, μαζί με τα παιδιά της Γκέρτρουντ, με τον πάστορα να επαινεί συχνά την ευσέβεια της Σύλβια.[11]

Μετά από περίπου δύο εβδομάδες, οι εβδομαδιαίες πληρωμές έφταναν στην Γκέρτρουντ με μία ή δύο ημέρες καθυστέρηση.[12] Η Μπανισέφσκι άρχισε να εκφράζει την απογοήτευση της για αυτό το γεγονός και ξεκίνησε να χτυπά τις αδελφές στους γυμνούς γλουτούς τους με διάφορα όργανα, όπως με μια ξύλινη βέργα κάνοντας δηλώσεις όπως: "Λοιπόν, μικρές σκύλες σας φρόντισα για μια εβδομάδα για το τίποτα!" [13][14] Σε μια περίπτωση, στα τέλη Αυγούστου του 1965, και τα δύο κορίτσια χτυπήθηκαν περίπου 15 φορές στην πλάτη με την βέργα, αφού η Πόλα είχε κατηγορήσει τις αδερφές ότι έτρωγαν πολύ φαγητό σε ένα δείπνο στην εκκλησία.

Στα μέσα Αυγούστου του 1965, η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι είχε αρχίσει να επικεντρώνει την κακοποίηση της σχεδόν αποκλειστικά στη Σύλβια, με κύριο κίνητρο της πιθανότατα τη ζήλια για τη νεότητα, την εμφάνιση, την αξιοπρέπεια και τις δυνατότητες της.[14] Σε μια περίπτωση, η Σύλβια κατηγορήθηκε ότι έκλεψε μια καραμέλα την οποία στην πραγματικότητα είχε αγοράσει.[15]

Σε μια άλλη περίπτωση, η Σύλβια ταπεινώθηκε, όταν ισχυρίστηκε ότι είχε αγόρι στο Λονγκ Μπιτς, το οποίο είχε γνωρίσει την άνοιξη του 1965, όταν η οικογένεια της ζούσε στην Καλιφόρνια. Σε απάντηση, η Γκέρτρουντ ρώτησε την κοπέλα αν είχε «κάνει ποτέ τίποτα με ένα αγόρι» και η Σύλβια - μην καταλαβαίνοντας το νόημά της φράσης της Μπανισέφσκι - απάντησε, «υποθέτω». Εξήγησε στην συνέχεια ότι είχε πάει για πατινάζ με κάποια αγόρια εκεί, ενώ με το αγόρι της είχε επισκεφτεί μια φορά ένα πάρκο στην παραλία. Συνεχίζοντας τη συζήτηση με την Τζένη και τη Στέφανι, η Σύλβια ανέφερε ότι κάποτε είχε ξαπλώσει κάτω από τα σκεπάσματα με τον φίλο της. Όταν το άκουσε αυτό, η Γκέρτρουντ ρώτησε: "Γιατί το έκανες αυτό, Σύλβια;" Η Σύλβια απάντησε: «Δεν ξέρω» και ανασήκωσε τους ώμους της. Αρκετές μέρες αργότερα, η Γκέρτρουντ άνοιξε ξανά το θέμα λέγοντάς στην κοπέλα: «Σίγουρα μεγάλωσε η κοιλιά σου, Σύλβια. Φαίνεται ότι θα κάνεις μωρό». Η Σύλβια σκέφτηκε ότι η Μπανισέφσκι αστειευόταν μαζί της και απάντησε: «Ναι, σίγουρα έχει μεγαλώσει. Απλώς θα πρέπει να κάνω δίαιτα».

Η Γκέρτρουντ τότε ενημέρωσε την Σύλβια και τα άλλα κορίτσια του σπιτιού, ότι όποτε «έκαναν κάτι» με ένα αγόρι, θα ήταν βέβαιο ότι θα συλλάμβαναν παιδί. Στη συνέχεια κλώτσησε την Σύλβια στα γεννητικά της όργανα. Η Πόλα, η οποία ήταν ήδη έγκυος τριών μηνών και ζήλευε επίσης την Σύλβια, συμμετείχε στη συνέχεια στην κακοποίηση της. Την έριξε από την καρέκλα και στο πάτωμα της κουζίνας, και της είπε φωνάζοντας: "Δεν είσαι άξια να κάθεσαι ούτε σε μια καρέκλα!"

Σε μια άλλη περίπτωση, καθώς η οικογένεια έτρωγε δείπνο, η Γκέρτρουντ, η Πόλα και ένα αγόρι της γειτονιάς ονόματι Ράντι Γκόρντον Λέπερ, τάισαν με το ζόρι την Σύλβια ένα λουκάνικο γεμάτο καρυκεύματα, όπως μουστάρδα, κέτσαπ και μπαχαρικά. Ως αποτέλεσμα, η κοπέλα έκανε εμετό και αργότερα την ανάγκασαν να φάει το ξερατό της.[16]

Ως αντίποινα της για παρόμοιες κατηγορίες, η Σύλβια διέδωσε στο λύκειο ότι η Στέφανι και η Πόλα Μπανισέφσκι ήταν πόρνες.

Ενώ ήταν στο σχολείο, η Στέφανι έμαθε από ένα μαθητή ότι η Σύλβια είχε ξεκινήσει να διαδίδει φήμες για εκείνη. Όταν επέστρεψε στο σπίτι εκείνη την ημέρα, η Στέφανι ρώτησε την Σύλβια για το ζήτημα και εκείνη παραδέχτηκε ότι το είχε κάνει. Η Στέφανι της έριξε μια μπουνιά αλλά η Σύλβια της ζήτησε συγγνώμη κλαίγοντας, και η Στέφανι άρχισε επίσης να κλαίει. Ωστόσο, όταν το αγόρι της Στέφανι, ο 15χρονος Κόι Ράντολφ Χάμπαρντ, άκουσε τη φήμη, επιτέθηκε βάναυσα στην Σύλβια, γρονθοκοπώντας την, χτυπώντας το κεφάλι της στον τοίχο και ρίχνοντας την στο πάτωμα. Όταν η Γκέρτρουντ έμαθε τι είχε συμβεί, χτύπησε και εκείνη την Σύλβια με βέργα.[17]

Σε μια άλλη περίπτωση, η Πόλα χτύπησε την Σύλβια στο πρόσωπο με τέτοια δύναμη που έσπασε τον καρπό της, έχοντας επικεντρώσει τα χτυπήματα της κυρίως στα δόντια και στα μάτια της κοπέλας.[18] Αργότερα, η Πόλα χρησιμοποίησε το γύψο της για να χτυπήσει περαιτέρω την Σύλβια.[19][20] Η Γκέρτρουντ κατηγόρησε επανειλημμένα και ψευδώς την Σύλβια για ασωτία και πορνεία. Στην πορεία η Μπανισέφσκι ανάγκαζε περιστασιακά την Τζένη να χτυπάει την αδερφή της, και χτυπούσε και την Τζένη αν δεν συμμορφωνόταν.[21]

Ο Κόι Χάμπαρντ και αρκετοί από τους συμμαθητές του επισκέπτονταν συχνά την κατοικία Μπανισέφσκι για να βασανίσουν τόσο σωματικά όσο και λεκτικά την Σύλβια, συχνά συνεργαζόμενοι με τα μέλη της οικογένειας.[22] Με την ενεργή ενθάρρυνση της Γκέρτρουντ, αυτά τα παιδιά της γειτονιάς χτυπούσαν τακτικά την Λάικενς, μερικές φορές τη χρησιμοποιούσαν ως σάκο εξάσκησης για βίαιες συνεδρίες τζούντο, τρυπώντας το σώμα της, καίγοντας το δέρμα της με αναμμένα τσιγάρα πάνω από 100 φορές,[23] και τραυματίζοντας σοβαρά τα γεννητικά της όργανα. Για να διασκεδάσει την Γκέρτρουντ και τους έφηβους συνεργούς της, η Σύλβια αναγκάστηκε κάποια στιγμή να γδυθεί μπροστά τους στο οικογενειακό σαλόνι και να αυνανιστεί με ένα γυάλινο μπουκάλι Pepsi-Cola παρουσία τους.[24] Η Γκέρτρουντ σε αυτή την περίπτωση δήλωσε σε όλους τους παρευρισκόμενους ότι αυτή η πράξη ταπείνωσης έγινε για να «αποδείξει η Σύλβια στην Τζένη τι είδους κορίτσι είναι».[25]

Η Γκέρτρουντ τελικά απαγόρευσε στην Σύλβια να πάει στο σχολείο, όταν εκείνη ομολόγησε ότι είχε κλέψει μια στολή γυμναστικής από το σχολείο επειδή η Μπανισέφσκι αρνήθηκε να της αγοράσει τα ρούχα.[26] Για αυτήν την πράξη κλοπής, η Γκέρτρουντ χτύπησε την Σύλβια με μια αστυνομική ζώνη. Στη συνέχεια, η Γκέρτρουντ άρχισε να μιλά για τις "συνέπειες" του προγαμιαίου σεξ προτού κλωτσήσει επανειλημμένα την Λάικενς στα γεννητικά της όργανα. Ωστόσο η Στέφανι υπερασπίστηκε την κοπέλα, φωνάζοντας: "Δεν έκανε τίποτα!" Στη συνέχεια, η Μπανισέφσκι έκαψε τα δάχτυλα της Σύλβιας με σπίρτα πριν την χτυπήσει περαιτέρω με την ζώνη.[27] Λίγες μέρες αργότερα, η Γκέρτρουντ χτύπησε επανειλημμένα την Τζένη με τη ζώνη, επειδή έκλεψε ένα παπούτσι τένις από το σχολείο για να το φορέσει στο δυνατό της πόδι.

Οι αδελφές Λάικενς φοβόντουσαν να ειδοποιήσουν τα μέλη της οικογένειας τους και τους καθηγητές στο σχολείο τους για τα αυξανόμενα περιστατικά κακοποίησης και παραμέλησης που υπέφεραν, καθώς πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε απλώς την κατάσταση.[28] Η Τζένη κρατούσε το στόμα της κλειστό, καθώς είχε απειληθεί από τη Γκέρτρουντ ότι η ίδια θα βασανιζόταν στον ίδιο βαθμό με την αδερφή της αν το έκανε. Η Τζένη δέχτηκε επίσης εκφοβισμό από κορίτσια της γειτονιάς, εκτός την περιστασιακή γελοιοποίηση και τον ξυλοδαρμό που υπέφερε όποτε αναφερόταν στην κατάσταση της Σύλβια.[29]

Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1965, τόσο ο Λέστερ όσο και η Ελίζαμπεθ Λάικενς επέστρεφαν περιστασιακά στην Ιντιανάπολις για να επισκεφτούν τις κόρες τους, όποτε το πρόγραμμα τους παρείχε αυτή την ευκαιρία. Η τελευταία φορά που ο Λέστερ και η Ελίζαμπεθ επισκέφτηκαν τις κόρες τους ήταν στις 5 Οκτωβρίου του 1965. Σε αυτήν την περίπτωση, κανένα από τα κορίτσια δεν έδειξε ορατά σημάδια αγωνίας σχετικά με την κακομεταχείριση τους στους γονείς τους. Αυτό πιθανόν συνέβη επειδή η συνάντηση έγινε ενώπιον της Γκέρτρουντ και των παιδιών της. Σχεδόν αμέσως αφού ο Λέστερ και η Ελίζαμπεθ έφυγαν από το σπίτι της Μπανισέφσκι, η Γκέρτρουντ απευθύνθηκε προς την Σύλβια λέγοντας: «Τι θα κάνεις τώρα, Σύλβια; Τώρα έφυγαν!»

Σε μια περίπτωση τον Σεπτέμβριο, τα κορίτσια συνάντησαν τη μεγαλύτερη παντρεμένη αδερφή τους, Νταϊάνα Σούμεϊκερ, σε ένα τοπικό πάρκο. Τόσο η Τζένη όσο και η Σύλβια ενημέρωσαν την αδελφή τους για την κακοποίηση που υπέφεραν από την Γκέρτρουντ, προσθέτοντας ότι η Σύλβια στοχοποιούνταν περισσότερο στην σωματική κακοποίηση και σχεδόν πάντα για πράγματα που ούτε καν είχε πει και δεν είχε κάνει. Καμία αδελφή δεν ανέφερε την πραγματική διεύθυνση όπου διέμεναν και, αρχικά, η Νταϊάνα πίστευε ότι οι αδερφές της πρέπει να υπερέβαλλαν στους ισχυρισμούς τους σχετικά με το εύρος της κακομεταχείρισής τους.[30]

Αρκετές εβδομάδες πριν από αυτό, η Σύλβια και η Τζένη είχαν συναντήσει ξανά με την Νταϊάνα στο ίδιο πάρκο, ενώ ήταν παρέα με την 11χρονη Μαρί Μπανισέφσκι, και στην Σύλβια είχε δοθεί ένα σάντουιτς για να φάει όταν ανέφερε στην αδερφή της ότι πεινούσε. Η Σύλβια δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό το περιστατικό. Όμως η Μαρί το αποκάλυψε στην οικογένεια της στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1965. Σε απάντηση, η Γκέρτρουντ κατηγόρησε την Σύλβια ότι είναι λαίμαργη, προτού αυτή και η Πόλα την πιάσουν από τον λαιμό και την χτυπήσουν με ρόπαλο. Στη συνέχεια, της έκαναν μπάνιο με καυτό νερό για να την «καθαρίσουν από την αμαρτία», με τη Γκέρτρουντ να αρπάζει την Σύλβια από τα μαλλιά και να της χτυπά επανειλημμένα το κεφάλι της στον τοίχο του μπάνιου για να την επαναφέρει όποτε λιποθυμούσε.[27]

Λίγο μετά από αυτό το περιστατικό, ο πατέρας ενός αγοριού της γειτονιάς με το όνομα Μάικλ Τζον Μονρόε τηλεφώνησε στο σχολείο για να καταγγείλει ανώνυμα ότι ένα κορίτσι με ανοιχτές πληγές σε όλο της το σώμα ζούσε στο σπίτι των Μπανισέφσκι. Καθώς η Σύλβια δεν είχε πάει σχολείο για αρκετές ημέρες, μια σχολική νοσοκόμα επισκέφτηκε την οικία για να διαπιστώσει αν ίσχυαν αυτοί οι ισχυρισμοί. Η Γκέρτρουντ είπε στη νοσοκόμα ότι η Σύλβια είχε φύγει από το σπίτι της την προηγούμενη εβδομάδα και ότι δεν γνώριζε που βρισκόταν, προσθέτοντας ότι η κοπέλα ήταν "εκτός ελέγχου" και ότι οι ανοιχτές πληγές της ήταν αποτέλεσμα της άρνησης της Λάικενς να διατηρήσει την προσωπική της υγιεινή. Η Μπανισέφσκι υποστήριξε περαιτέρω ότι η Σύλβια ήταν κακή επιρροή τόσο για τα δικά της παιδιά όσο και για την αδερφή της. Το σχολείο δεν έκανε περαιτέρω έρευνες σχετικά με την ευημερία της κοπέλας.

Ο Ρέιμοντ και η Φίλις Βερμίλιον, ένα μεσήλικο ζευγάρι που ζούσε κοντά στο σπίτι της οικογένειας Μπανισέφσκι, θεωρούσε την Γκέρτρουντ ιδανική για την φροντίδα των αδερφών Λάικενς καθώς είχαν επισκεφτεί την κατοικία Μπανισέφσκι δύο φορές, ενώ ήταν παρών οι δυο αδελφές. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις, το ζεύγος Βερμίλιον είδε την Πόλα να κακοποιεί σωματικά την Σύλβια, η οποία και τις δύο φορές είχε μαυρισμένα μάτια. Επίσης άκουσαν την Γκέρτρουντ να καυχιέται για την κακομεταχείριση του κοριτσιού.[31] Κατά τη δεύτερη επίσκεψή τους υπέθεσαν απλώς ότι οι αδελφές Λάικενς ήταν από την φύση τους εξαιρετικά πράες και υπερβολικά ήσυχες και δεν ανέφεραν ποτέ την εμφανή κακομεταχείριση της Σύλβια στις αρχές.[32]

Ο αιδεσιμότατος Ρόι Τζούλιαν επισκέφθηκε τον Σεπτέμβριο την οικογένεια Μπανισέφσκι. Καθισμένος με την Γκέρτρουντ στο σαλόνι άκουσε την 37χρονη γυναίκα να διαμαρτύρεται μεταξύ άλλων για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην πληρωμή της διατροφής από τους πρώην συζύγους της, για τα πολλά προβλήματα υγείας που βασάνιζαν την ίδια και για τα προβλήματα που είχε με τα παιδιά. Το χειρότερο δε απ’ όλα ήταν η Σύλβια Λάικενς, η οποία «το έσκαζε συνεχώς από το σχολείο και έκανε “εξυπηρετήσεις” σε μεγαλύτερους άντρες με αντάλλαγμα τα λεφτά»! H Τζένη, τρομοκρατημένη από τις συνεχείς απειλές, επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της Γκέρτρουντ και ο σοκαρισμένος κληρικός, αφού προσευχήθηκε μαζί με την Μπανισέφσκι, έφυγε.

Την 1η Οκτωβρίου του 1965, η Νταϊάνα ανακάλυψε ότι οι αδερφές της βρίσκονταν στην κατοικία Μπανισέφσκι. Επισκέφτηκε το διαμέρισμα σε μια προσπάθεια να ξεκινήσει τακτική επαφή μαζί τους. Παρόλα αυτά, η Γκέρτρουντ, δεν της επέτρεψε να μπει, δηλώνοντας ότι «έλαβε άδεια» από τους γονείς τους να μην αφήσει κανένα από τα κορίτσια να την συναντήσει. Στη συνέχεια διέταξε την Νταϊάνα να φύγει.[33] Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα, η Νταϊάνα συνάντησε τυχαία την Τζένη, κοντά στο σπίτι των Μπανισέφσκι και την ρώτησε αν είναι καλά η Σύλβια. Εκείνη της απάντησε: «Δεν μπορώ να σου πω γιατί θα μπω σε μπελάδες».

Λόγω της αύξησης, της συχνότητας και της βαρβαρότητας των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης που δεχόταν η Σύλβια, σταδιακά απέκτησε ακράτεια. Της αρνήθηκαν οποιαδήποτε πρόσβαση στο μπάνιο, αναγκαζόμενη να κατουράει τον εαυτό της. Ως μορφή τιμωρίας για την ακράτεια της, στις 6 Οκτωβρίου του 1965, η Μπανισέφσκι έκλεισε την Σύλβια στο υπόγειο και την έδεσε. Συχνά την άφηναν γυμνή και χωρίς φαγητό και το νερό. Περιστασιακά, την έδεναν στο κιγκλίδωμα της σκάλας του υπογείου με τα πόδια της μόλις να ακουμπούν στο έδαφος.[34]

Τις εβδομάδες πριν από το κλείδωμα της Σύλβια στο υπόγειο, η Γκέρτρουντ είχε γίνει περισσότερο κακοποιητική απέναντι στην δύστυχη κοπέλα. Περιστασιακά ισχυριζόταν ψευδώς στα παιδιά της ότι είτε η ίδια, είτε ένα από αυτά δεχόταν ευθείες προσβολές από την Σύλβια, προσπαθώντας να τους προκαλέσει να της επιτεθούν λεκτικά και σωματικά.[35] Σε μια περίπτωση, η Γκέρτρουντ κράτησε ένα μαχαίρι και προκάλεσε την Σύλβια να «της επιτεθεί». Όμως η κοπέλα απάντησε ότι δεν ήξερε πώς να αμυνθεί.[36] Σε απάντηση, η Μπανισέφσκι προκάλεσε μια ελαφριά πληγή στο πόδι της Λάικενς.

Το σωματικό και ψυχικό μαρτύριο όπως αυτό σταματούσε περιστασιακά όταν οι Μπανισέφσκι παρακολουθούσαν τις αγαπημένες τους τηλεοπτικές εκπομπές.[37] Τα παιδιά της γειτονιάς χρεώνονταν επίσης περιστασιακά πέντε σεντς το κάθε ένα για να δουν την «επίδειξη» του σώματος της Λίκενς και να την ταπεινώσουν, να την χτυπήσουν,[38] να την κάψουν και τελικά να την ακρωτηριάσουν. Καθ' όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της Σύλβιας στο υπόγειο, η Γκέρτρουντ συχνά, με τη βοήθεια των παιδιών της και των παιδιών της γειτονιάς, συγκρατούσε και φίμωνε τη Σύλβια προτού την βάλει σε μια μπανιέρα γεμάτη με ζεματιστό νερό και αρχίσει να τρίβει με αλάτι τις πληγές της.[39]

Σε μια περίπτωση, η Γκέρτρουντ και ο δωδεκάχρονος γιος της, Τζον Τζούνιορ, πασάλειψαν με ούρα και περιττώματα από την πάνα του ενός έτους γιου της Μπανισέφσκι το στόμα της Σύλβια.[14] Κατόπιν της έδωσαν ένα φλιτζάνι μισογεμάτο με νερό και της είπαν αυτό ήταν το μόνο που θα έπαιρνε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Στις 22 Οκτωβρίου του 1965, ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ βασάνισε την Σύλβια προσφέροντας της ένα μπολ με σούπα με την προϋπόθεση ότι θα την έτρωγε με τα δάχτυλα της. Όταν η κοπέλα προσπαθούσε να το πιάσει ο Τζον τραβούσε γρήγορα το μπολ. Σε αυτό το στάδιο η Σύλβια έπασχε από ακραίο υποσιτισμό. Η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι τελικά επέτρεψε στην κοπέλα να κοιμηθεί στον επάνω όροφο, με την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε να βρέχει το στρώμα της. Εκείνο το βράδυ, η Σύλβια ψιθύρισε στην Τζένη να της δώσει κρυφά ένα ποτήρι νερό πριν αποκοιμηθεί.[40]

Το επόμενο πρωί, η Γκέρτρουντ ανακάλυψε ότι η Σύλβια είχε κατουρηθεί πάνω της. Ως τιμωρία, αναγκάστηκε να βάλει ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι κόκα-κόλα στον κόλπο της παρουσία των παιδιών της Μπανισέφσκι, προτού η Γκέρτρουντ τη διατάξει να μπει στο υπόγειο.

Λίγο αργότερα, η Γκέρτρουντ φώναξε στην Σύλβια να έρθει στην κουζίνα και στη συνέχεια την διέταξε να γδυθεί. Κατόπιν της είπε: «Έχεις σταμπάρει τις κόρες μου, και τώρα θα σε σταμπάρω εγώ». Αμέσως μετά άρχισε να χαράζει στην κοιλιά της Σύλβια με μια πυρωμένη βελόνα τις εξής λέξεις: «ΕΙΜΑΙ ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙ' ΑΥΤΟ».[41][42]

Επειδή όμως η Γκέρτρουντ δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το μαρκάρισμα, έδωσε εντολή σε ένα από τα παιδιά της γειτονιάς που ήταν παρόντα, τον 14χρονο Ρίτσαρντ Ντιν Χομπς,[43] να ολοκληρώσει τη χάραξη των λέξεων στο δέρμα της Σύλβια καθώς πήγαινε την Τζένη σε ένα κοντινό παντοπωλείο. Καθώς ο Χομπς συνέχισε να μαρκάρει το κείμενο στην κοιλιά της Λάικενς, εκείνη έσφιγγε τα δόντια της και βόγκαγε από τους πόνους.[40] Τόσο ο Χομπς όσο και η 10χρονη Σίρλεϊ Μπανισέφσκι οδήγησαν στη συνέχεια την Σύλβια στο υπόγειο όπου ο καθένας χρησιμοποίησε ένα πυρωμένο μπουλόνι αγκύρωσης σε μια προσπάθεια να χαράξουν το γράμμα "Σ" κάτω από το αριστερό στήθος της κοπέλας. Ωστόσο δεν τα κατάφεραν πλήρως, καθώς αυτό το βαθύ έγκαυμα έμοιαζε με τον αριθμό 3.[44]

Η Γκέρτρουντ αργότερα χλεύασε την Λάικενς ισχυριζόμενη ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί λόγω των λέξεων που ήταν χαραγμένες στο στομάχι της, δηλώνοντας: «Σύλβια, τι θα κάνεις τώρα; Δεν μπορείς να παντρευτείς πλέον. Τι σκοπεύεις να κάνεις;» [14] Κλαίγοντας, η Σύλβια απάντησε: «Υποθέτω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα».[45] Αργότερα εκείνη την ημέρα, η Σύλβια αναγκάστηκε να επιδείξει το χαραγμένο μήνυμα σε παιδιά της γειτονιάς, με τη Μπανισέφσκι να ισχυρίζεται ότι είχε λάβει την επιγραφή σε ένα όργιο.[46]

Εκείνο το βράδυ, η Σύλβια εκμυστηρεύτηκε στην αδερφή της: «Τζένη, ξέρω ότι δεν θέλεις να πεθάνω, αλλά θα πεθάνω. Μπορώ πλέον να το πω.» [47]

Την επόμενη μέρα, η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι ξύπνησε την Σύλβια και μετά την ανάγκασε να γράψει ένα γράμμα καθώς υπαγόρευε το κείμενο του, με σκοπό να παραπλανήσει τους γονείς της για να πιστέψουν ότι η κόρη τους το είχε σκάσει από την οικία των Μπανισέφσκι. Η επιστολή έγραφε τα εξής:

«Προς τον κύριο και την κυρία Λάικενς.

Τη νύχτα ακολούθησα μία συμμορία αγοριών. Είπαν ότι θα με πλήρωναν αν τους έδινα κάτι. Έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο και όλοι πήραν αυτό που ήθελαν … και όταν τελείωσαν, με χτύπησαν γεμίζοντας με πληγές και σημάδια όλο μου το σώμα. Επίσης έγραψαν στην κοιλιά μου τη φράση «ΕΙΜΑΙ ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΙΦΑΝΗ ΓΙ' ΑΥΤΟ».

Έκανα τα πάντα για να εξοργίζω την Γκέρτι και κόστισα σε εκείνη περισσότερα χρήματα απ’ όσα έχει. Έσκισα ένα στρώμα και ούρησα πάνω του. Επίσης στοίχισα στην Γκέρτι χρήματα για γιατρούς, τα οποία δεν μπορεί να πληρώσει κι εξόργιζα συνεχώς την ίδια και όλα τα παιδιά…».[48]

Η Γκέρτρουντ σκεφτόταν να ολοκληρώσει το σχεδίου της, βάζοντας τον γιο της Τζον Τζούνιορ και την Τζένη Λάικενς να δέσουν την Σύλβια. Στη συνέχεια θα την μετέφεραν σε μια κοντινή δασώδη περιοχή γνωστή ως Δάσος του Τζίμι και να την αφήσαν εκεί για να πεθάνει.[49]

Αφού ολοκλήρωσε τη συγγραφή της επιστολής, η Σύλβια δέθηκε ξανά στο κάγκελο της σκάλας και η Μπανισέφσκι της πρόσφερε κράκερς για να φάει, αλλά εκείνη τα αρνήθηκε, λέγοντας: «Δώσε τα στο σκύλο να τα φάει, δεν τα θέλω».[50] Σε απάντηση, η Γκέρτρουντ της τα έβαλε με το ζόρι στο στόμα της και έπειτα αυτή και ο Τζον Μπανισέφσκι τη χτυπήσαν στο σώμα και ιδιαίτερα γύρω από το στομάχι.[51]

25 – 26 Οκτωβρίου του 1965

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 25 Οκτωβρίου, η Σύλβια προσπάθησε να δραπετεύσει από το υπόγειο αφού άκουσε μια συνομιλία μεταξύ της Γκέρτρουντ και γιου της του Τζον, σχετικά με το σχέδιο της να την εγκαταλείψει για να πεθάνει.[52] Προσπάθησε να διαφύγει στην εξώπορτα. Ωστόσο, λόγω των εκτεταμένων τραυματισμών και της γενικής αδυναμίας της, η Γκέρτρουντ την έπιασε πριν προλάβει να βγει έξω. Στη συνέχεια, η Σύλβια έλαβε ένα κράκερ για να φάει, αλλά δεν μπορούσε να καταναλώσει το φαγητό λόγω της ακραίας κατάστασης αφυδάτωσης στην οποία βρισκόταν ο οργανισμός της. Η Μπανισέφσκι έβαλε με το ζόρι το κράκερ στο στόμα της πριν χτυπήσει επανειλημμένα στο πρόσωπό με ένα κουρτινόξυλο έως ότου τα τμήματα του οργάνου λυγίσουν σε ορθές γωνίες. Στη συνέχεια, ο Κόι Χάμπαρντ πήρε το κουρτινόξυλο από τη Γκέρτρουντ και χτύπησε τη Λάικενς για άλλη μια φορά, αφήνοντας την αναίσθητη. Στη συνέχεια, η Γκέρτρουντ έσυρε την Σύλβια στο υπόγειο.[53]

Εκείνο το βράδυ, η Σύλβια προσπάθησε απεγνωσμένα να ειδοποιήσει τους γείτονες ουρλιάζοντας για βοήθεια και χτυπώντας τους τοίχους του υπογείου με ένα φτυάρι. Ένας γείτονας των Μπανισέφσκι ενημέρωσε αργότερα την αστυνομία ότι είχε ακούσει την απελπισμένη ταραχή και ότι είχε αναγνωρίσει ότι η πηγή προερχόταν από το υπόγειο του σπιτιού στην οδό East New York, στο Νο 3850. Αλλά καθώς ο θόρυβος είχε σταματήσει ξαφνικά περίπου στις 3:00 τα ξημερώματα, αποφάσισε να μην ενημερώσει την αστυνομία για την αναστάτωση.

Μέχρι το πρωί της 26ης Οκτωβρίου του 1965, η Σύλβια δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει κατανοητά ούτε να συντονίσει σωστά την κίνηση των άκρων της. Η Γκέρτρουντ μετέφερε τη Σύλβια στην κουζίνα και, έχοντας ακουμπήσει την πλάτη της σε έναν τοίχο, προσπάθησε να της ταΐσει ένα ντόνατς και ένα ποτήρι γάλα. Έριξε την Σύλβια στο πάτωμα με απογοήτευση επειδή εκείνη δεν μπόρεσε να μεταφέρει σωστά το ποτήρι με το γάλα στα χείλη της. Στη συνέχεια επέστρεψε στο υπόγειο.[54]

Λίγο αργότερα, η Σύλβια έπεσε σε παραλήρημα, και γκρίνιαζε και μουρμούριζε επανειλημμένα. Όταν η Πόλα της ζήτησε να απαγγείλει το αγγλικό αλφάβητο, η Σύλβια μπόρεσε να αρθρώσει τα τέσσερα πρώτα γράμματα αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το έδαφος. Σε απάντηση, η Πόλα την απείλησε ότι αν δεν σταθεί όρθια, θα πηδούσε πάνω της με ένα άλμα εις μήκος. Έπειτα η Γκέρτρουντ διέταξε την Σύλβια που είχε αφοδεύσει, να καθαριστεί.[55]

Εκείνο το απόγευμα, αρκετοί από τους άλλους βασανιστές της Λάικενς συγκεντρώθηκαν στο υπόγειο. Η Σύλβια κούνησε τα χέρια της σε μια προφανή προσπάθεια να δείξει τα πρόσωπα των βασανιστών που μπορούσε να αναγνωρίσει, κάνοντας δηλώσεις όπως: «Είσαι ο. . . Ρίκι» και «Είσαι ο Γκέρτι» προτού η Γκέρτρουντ φωνάξει: «Σκάσε! Ξέρεις ποιος είμαι!" Λίγα λεπτά αργότερα, η Σύλβια προσπάθησε ανεπιτυχώς να δαγκώσει ένα σάπιο αχλάδι που της είχαν δώσει να φάει, δηλώνοντας ότι ένιωθε τη χαλαρότητα στα δόντια της.[56] Στο άκουσμα αυτό, η Τζένη απάντησε: «Δεν θυμάσαι, Σύλβια; Το μπροστινό σου δόντι έσπασε όταν ήσουν επτά ετών». Η Τζένη άφησε τη Σύλβια στο υπόγειο για να κάνει δουλειές κηπουρικής για τους γείτονες με την ελπίδα να κερδίσει χρήματα.[57]

Σε μια προσπάθεια να πλύνει την Σύλβια, ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ την έβρεξε γελώντας με ένα λάστιχο κήπου που έφερε στο σπίτι εκείνο το απόγευμα ο Ράντι Λέπερ κατόπιν αιτήματος της Γκέρτρουντ.[46] Η Σύλβια προσπάθησε και πάλι απεγνωσμένα να βγει από το υπόγειο αλλά κατέρρευσε πριν προλάβει να φτάσει στις σκάλες. Ως απάντηση σε αυτή την προσπάθεια, η Γκέρτρουντ χτύπησε την κοπέλα στο κεφάλι πριν σταθεί όρθια. Λίγο μετά τις 17:30, ο Ρίτσαρντ Χομπς επέστρεψε στην κατοικία των Μπανισέφσκι και αμέσως πήγε στο υπόγειο. Γλίστρησε στις βρεγμένες σκάλες του υπογείου και έπεσε βαριά στο πάτωμα του υπογείου για να βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα της Στέφανι να κλαίει και να αγκαλιάζει το αδυνατισμένο και πληγωμένο σώμα της Σύλβια αφού την είχε διατάξει η μητέρα της να καθαρίσει την κοπέλα.[58]

Στη συνέχεια, η Στέφανι και ο Ρίτσαρντ αποφάσισαν να κάνουν στη Λάικενς ένα ζεστό μπάνιο με σαπούνι και να την ντύσουν με καινούργια ρούχα. Στη συνέχεια την έβαλαν σε ένα στρώμα σε ένα από τα υπνοδωμάτια [59] καθώς η Σύλβια μουρμούρισε την τελευταία της επιθυμία ότι «ο μπαμπάς της ήταν εδώ» και ότι η Στέφανι θα την πήγαινε στο σπίτι. Η Στέφανι γύρισε τότε στη μικρότερη αδερφή της, Σίρλεϊ, αναφωνώντας: "Ω, θα είναι εντάξει!" [58]

Όταν η Στέφανι συνειδητοποίησε ότι η Σύλβια δεν ανέπνεε πλέον, προσπάθησε να της κάνει ανάνηψη δίνοντας της το φιλί της ζωής, καθώς η Γκέρτρουντ φώναζε επανειλημμένα στα παιδιά στο σπίτι ότι η Λάικενς προσποιούταν την νεκρή. Η Σύλβια ήταν 16 ετών όταν τελικά υπέκυψε στα τραύματά της.[48]

Η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι χτύπησε αρχικά την Σύλβια με ένα βιβλίο, φωνάζοντας «Ψεύτρα! Ψεύτρα!» για να την ξυπνήσει.[12] Ωστόσο, σύντομα πανικοβλήθηκε και έδωσε εντολή στον Ρίτσαρντ Χομπς να καλέσει την αστυνομία από ένα κοντινό καρτοτηλέφωνο. Όταν η αστυνομία έφτασε στη διεύθυνσή της περίπου στις 18:30,[60] η Γκέρτρουντ οδήγησε τους αξιωματικούς στο αδυνατισμένο,[61] και εκτενώς ταλαιπωρημένο και ακρωτηριασμένο σώμα της Λάικενς που βρισκόταν σε ένα λερωμένο στρώμα στην κρεβατοκάμαρα [14] πριν τους δώσει το γράμμα που είχε αναγκάσει την Σύλβια να γράψει προηγουμένως υπό την υπαγόρευση της. Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε «φροντίσει» το κορίτσι μια ώρα ή περισσότερο πριν από τον θάνατο του, αφού είχε εφαρμόσει οινόπνευμα εντριβής στα τραύματα της Λάικενς σε μια μάταιη προσπάθεια παροχής πρώτων βοηθειών. Πρόσθεσε ότι η Σύλβια είχε φύγει νωρίτερα από το σπίτι της με πολλά έφηβα αγόρια προτού επιστρέψει στο σπίτι της νωρίτερα εκείνο το απόγευμα, με το στήθος της να είναι γυμνό και κρατώντας χαρτονόμισμα.[62]

Κρατώντας μια Βίβλο,[63] η Πόλα Μπανισέφσκι, έχοντας δηλώσει σε όλους τους παρευρισκόμενους στο σπίτι ότι ο θάνατος της Σύλβια ήταν «γραφτό να συμβεί», μετά έριξε μια ματιά προς την κατεύθυνση της Τζένη και είπε ήρεμα: «Αν επιθυμείς να ζήσεις μαζί μας, Τζένη, εμείς θα σου φερόμαστε σαν να είσαι αδερφή μας».[64]

Η Γκέρτρουντ είχε δασκαλέψει την Τζένη Λάικενς να αναφέρει στην αστυνομία την δική της εκδοχή των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατο της Σύλβια. Ωστόσο η κοπέλα κατάφερε να ψιθυρίσει στους αστυνομικούς: «Βγάλτε με από εδώ μέσα και θα σας τα πω όλα».

Η επίσημη κατάθεση που δόθηκε από την Τζένη Λάικενς ώθησε τους αστυνομικούς να συλλάβουν την Γκέρτρουντ, την Πόλα, την Στέφανι και τον Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ ως υπόπτους για τη δολοφονία της Σύλβιας Λάικενς μέσα σε λίγες ώρες από την ανακάλυψη του πτώματος της.[65] Την ίδια μέρα, ο Κόι Χάμπαρτ και ο Ρίτσαρντ Χομπς συνελήφθησαν επίσης και κατηγορήθηκαν για τα ίδια αδικήματα.[66] Ο Κόι Χάμπαρτ μαζί με τα τρία μεγαλύτερα παιδιά της Μπανισέφσκι, τέθηκαν υπό την κράτηση σε ένα κοντινό αναμορφωτήριο. Ο Ρίτσαρντ Χομπς και τα μικρότερα παιδιά της Γκέρτρουντ και ο Ρίτσαρντ Χομπς κρατήθηκαν στο Παιδικό Σπίτι Φύλαξης της Ιντιανάπολις. Όλοι τέθηκαν υπό κράτηση εν αναμονή της δίκης, χωρίς την δυνατότητα να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση.

Αρχικά, η Γκέρτρουντ αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στον θάνατο της Σύλβια. Όμως μέχρι της 27 Οκτωβρίου του 1965 είχε ομολογήσει ότι γνώριζε ότι «τα παιδιά», ιδιαίτερα η κόρη της Πόλα και ο Κόι Χάμπαρντ, είχαν κακοποιήσει σωματικά και συναισθηματικά την Σύλβια. Συγκεκριμένα δήλωσε: «Η Πόλα έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά» και «Ο Κόι Χάμπαρντ την ξυλοκοπούσε βάναυσα».[67] Η Γκέρτρουντ παραδέχτηκε περαιτέρω ότι ανάγκασε το κορίτσι να κοιμηθεί στο υπόγειο σε περίπου τρεις περιπτώσεις όταν είχε βρέξει το κρεβάτι της. Εκείνη άρχισε να μασάει τα λόγια της ή να αποφεύγει να απαντήσει όταν ένας αξιωματικός δήλωσε ότι οι πιθανοί λόγοι που η Σύλβια είχε ακράτεια ήταν η ψυχική της κακοποίηση και οι τραυματισμοί των γεννητικών οργάνων και των νεφρών της.[68]

Χωρίς κανένα ίχνος μεταμέλειας, η Πόλα υπέγραψε μια γραπτή κατάθεση στην οποία παραδεχόταν ότι είχε χτυπήσει επανειλημμένα την Σύλβια στην πλάτη με την ζώνη της μητέρας της, και ότι μια φορά έσπασε τον καρπό της στο σαγόνι της κοπέλας. Επίσης την κακομεταχειρίστηκε σωματικά και με άλλους τρόπους, όπως πετώντας την "δύο ή τρεις φορές" από τις σκάλες στο υπόγειο, ενώ την χτύπησε μαυρίζοντας το ένα της μάτι. Ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ παραδέχτηκε ότι «χτύπησε» τη Σύλβια σε μια περίσταση, προσθέτοντας ότι: «τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούσα τις γροθιές μου για να την κακοποιήσω». Παραδέχτηκε ότι έκαψε τη Σύλβια με σπίρτα σε πολλές περιπτώσεις, προσθέτοντας ότι η μητέρα του είχε κάψει επανειλημμένα την κοπέλα με τσιγάρα.[69]

Πέντε άλλα παιδιά της γειτονιάς που είχαν συμμετάσχει στην κακοποίηση της Σύλβιας - ο Μάικλ Μονρό, ο Ράντι Λέπερ, η Ντάρλεν ΜακΓκουάιρ, η Τζούντι Ντιουκ και η Άννα Σίσκο - είχαν επίσης συλληφθεί μέχρι τις 29 Οκτωβρίου του 1965.[14] Όλοι κατηγορήθηκαν για πρόκληση τραυματισμού και ο καθένας αφέθηκε στη συνέχεια υπό την κηδεμονία των γονιών του με κλήτευση για να εμφανιστούν ως μάρτυρες στην επερχόμενη δίκη.[70]

Η αυτοψία του σώματος της Σύλβια Λάικενς αποκάλυψε ότι είχε περισσότερες από 150 πληγές σε ολόκληρο το σώμα της, εκτός από το ότι ήταν εξαιρετικά υποσιτισμένη τη στιγμή του θανάτου της. Τα τραύματα διέφεραν ως προς τη θέση, τη φύση, τη σοβαρότητα και το στάδιο της επούλωσης. Υπήρχαν επίσης εγκαύματα, σοβαροί μώλωπες και εκτεταμένες μυϊκές και νευρικές βλάβες. Η κολπική κοιλότητα της ήταν πολύ πρησμένη και ο παρθενικός υμένας της ήταν ακόμα άθικτος, αποκλείοντας έτσι τις κατηγορίες του Μπανισέφσκι ότι ήταν πόρνη και έγκυος.[71] Επιπλέον, όλα τα νύχια της Σύλβια ήταν σπασμένα προς τα πίσω και τα περισσότερα από τα εξωτερικά στρώματα του δέρματος στο πρόσωπο, το στήθος, το λαιμό και το δεξί γόνατο της κοπέλας είχαν ξεφλουδίσει ή υποχωρήσει. Κατά την περίοδο των βασανισμών της, η Σύλβια είχε δαγκώσει και τραυματίσει επανειλημμένος σοβαρά τα χείλη της.[14]

Η επίσημη αιτία του θανάτου της Λάικενς καταγράφηκε από τον ιατροδικαστή Δρ. Άρθουρ Κέμπελ ως υποσκληρίδιο αιμάτωμα λόγω του ότι δέχτηκε ένα ισχυρό χτύπημα στον δεξιό της κρόταφο.[72] Επίσης, συνέβαλαν τόσο το σοκ που είχε υποστεί κυρίως λόγω της σοβαρής και παρατεταμένης βλάβης που προκλήθηκε στο δέρμα και στους υποδόριους ιστούς της, καθώς και ο σοβαρός υποσιτισμός.[73] Η νεκρική ακαμψία είχε αναπτυχθεί πλήρως, υποδεικνύοντας ότι η Σύλβια μπορεί να είχε πεθάνει έως και οκτώ ώρες πριν βρεθεί η σωρός της. Ο Δρ Κέμπελ σημείωσε ότι η κοπέλα είχε κάνει πρόσφατα μπάνιο, πιθανόν μετά το θάνατο της. Αυτή η ενέργεια θα μπορούσε να είχε επιταχύνει την απώλεια της θερμοκρασίας του σώματος και έτσι να επιταχύνει την έναρξη των μεταθανάτιων μεταβολών.[72]

Η κηδεία της Σύλβια Μαρί Λάικενς τελέστηκε στο Γραφείο Τελετών Russell & Hitch στο Λέμπανον το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου του 1965. Τη λειτουργία τέλεσε ο αιδεσιμότατος Λούις Γκίμπσον, με περισσότερους από 100 παρευρισκόμενους. Το γκρίζο φέρετρο της Σύλβια παρέμεινε ανοιχτό καθ' όλη τη διάρκεια της τελετής, ενώ δίπλα του είχε τοποθετηθεί ένα πορτρέτο της κοπέλας που τραβήχτηκε πριν από τον Ιούλιο του 1965.[74]

Στην δοξολογία του, ο αιδεσιμότατος Γκίμπσον δήλωσε: «Κάποια στιγμή θα φτάσει ο χρόνος του θανάτου μας, αλλά δεν θα υποφέρουμε όπως η μικρή μας αδερφή τις τελευταίες μέρες της ζωής της». [75] Στη συνέχεια, ο αιδεσιμότατος Γκίμπσον βάδισε προς το φέρετρο της Σύλβια προτού προσθέσει: «Έχει περάσει στην αιωνιότητα».[74]

Μετά από αυτή τη λειτουργία, το φέρετρο της Λάικενς τοποθετήθηκε σε νεκροφόρα και οδηγήθηκε στο νεκροταφείο Oak Hill για να ταφεί. Η νεκροφόρα ακολουθούνταν από μια πομπή 14 οχημάτων που οδηγούσε στο νεκροταφείο για την ταφή της Σύλβια.[74] Στην ταφόπλακα της χαράχτηκε η φράση: «Η αγαπημένη μας κόρη».

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1965, το μεγάλο δικαστήριο της Κομητείας Μάριον απέδωσε κατηγορίες για δολοφονία πρώτου βαθμού κατά της Γκέρτρουντ, της Πόλα, του Τζον Μπανισέφσκι, του Κόι Χάμπαρτ και του Ρίτσαρντ Χομπς. Όλοι κατηγορήθηκαν ότι επανειλημμένα τραυμάτισαν ψυχικά και σωματικά και μέχρι θανάτου την Σύλβια Λάικενς σε μια εκ προμελέτης κανόνια.[76]

Τρεις εβδομάδες πριν από την κατάθεση της δικογραφίας εναντίον των πέντε κατηγορουμένων, η Στέφανι Μπανισέφσκι είχε αφεθεί ελεύθερη, καθώς ο δικηγόρος της ισχυρίστηκε επιτυχώς ότι το κράτος δεν είχε επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξει τυχόν κατηγορίες για κακοποίηση και ανθρωποκτονία εναντίον της. Η Στέφανι παραιτήθηκε από την ασυλία της και από οποιαδήποτε πιθανή επικείμενη δίωξη,[77] ενώ συμφώνησε να καταθέσει εναντίον της οικογένειας της και των άλλων ατόμων που κατηγορούνταν στην υπόθεση.

Σε μια επίσημη προδικαστική ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1966, αρκετοί ψυχίατροι κατέθεσαν ενώπιον του δικαστή Σαούλ Ισαάκ Ραμπ σχετικά με τα συμπεράσματα τους σχετικά με τις ψυχιατρικές αξιολογήσεις που είχαν κάνει σε τρία άτομα που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία της Σύλβιας Λάικενς, δηλώνοντας ότι ήταν διανοητικά ικανά να δικαστούν.[78]

Η δίκη της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι, της Πόλα Μπανισέφσκι, του Τζον Μπανισέφσκι, του Κόι Χάμπαρτ και του Ρίτσαρντ Χομπς ξεκίνησε στις 18 Απριλίου του 1966. Όλοι μαζί δικάστηκαν ενώπιον του δικαστή Σαούλ Ισαάκ Ραμπ στο δικαστικό μέγαρο City-County της Ιντιανάπολις.[79]

Η αρχική επιλογή της επιτροπής των ενόρκων ξεκίνησε αυτήν την ημερομηνία και συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες. Η κατηγορούσα αρχή αποτελούνταν από δικηγόρο τον Λερόι Κ. Νιού και αναπληρώτρια εισαγγελέα Μάρτζορι Βέσνερ, οι οποίοι ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να ζητήσουν τη θανατική ποινή και για τους πέντε κατηγορούμενους στις 16 Απριλίου του 1966. Υποστήριξαν επίσης επιτυχώς ενώπιον του δικαστή ότι όλοι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να δικαστούν μαζί καθώς ενήργησαν «σε συνεννόηση» στα συλλογικά τους εγκλήματα εις βάρος της Σύλβιας Λάικενς. Ως εκ τούτου, εάν ο καθένας δικαζόταν χωριστά, ούτε ο δικαστής ούτε οι ένορκοι θα είχαν μια «συνολική εικόνα» της συσσώρευσης των αδικημάτων που διαπράχθηκαν.[79]

Κάθε υποψήφιος ένορκος ερωτήθηκε από τους συνηγόρους, τόσο της κατηγορίας όσο και της υπεράσπισης, αν θεωρούσε την θανατική ποινή ως δίκαιη ποινή για φόνο πρώτου βαθμού και εάν μια μητέρα ήταν πράγματι υπεύθυνη για την «συμπεριφορά των παιδιών της». Οι ένορκοι που εξέφρασαν οποιαδήποτε αντίθεση στη θανατική ποινή απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντα τους από τον δικηγόρο κατηγορίας Λερόι Κ. Νιού. Από την άλλη πλευρά, όποιος εργαζόταν με παιδιά, εξέφρασε προκατάληψη για την υπεράσπιση της παραφροσύνης ή ένιωθε απέχθεια για την πραγματική φρικτή φύση του θανάτου της Σύλβια, παραλείφθηκε από τους συνηγόρους υπεράσπισης.

Την Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι υπερασπίστηκε ο δικηγόρος Γουίλιαμ Ερμπέκερ. Την κόρη της Πόλα ο Τζορτζ Ράις,[40] ενώ τον γιό της Ρίτσαρντ Χομπς υπερασπίστηκε ο Τζέιμς Γ. Νέντερ. Τέλος τους Τζον Μπανισέφσκ Τζούνιορ και Κόι Χάμπαρτ υπερασπίστηκε ο δικηγόρος Φόρεστ Μπόουμαν.[80] Η υπεράσπιση της Πόλα Μπανισέφσκι, του Τζον Μπανισέφσκι, του Κόι Χάμπαρτ και του Ρίτσαρντ Χομπς ισχυρίστηκε ότι είχαν πιεστεί να συμμετάσχουν στο μαρτύριο, την κακοποίηση και τα βασανιστήρια της Λάικενς από τη Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι.[79] Η ίδια η Γκέρτρουντ δήλωσε αθώα λόγω παραφροσύνης.

Ένας από τους πρώτους μάρτυρες που κατέθεσε εξ ονόματος της κατηγορίας ήταν ο αναπληρωτής ιατροδικαστής Τσαρλς Έλις, ο οποίος στις 29 Απριλίου του 1966 κατέθεσε για τον έντονο πόνο που είχε υποστεί η Σύλβια, δηλώνοντας ότι τα νύχια της ήταν σπασμένα προς τα πίσω, ενώ πολλά βαθιά κοψίματα και πληγές κάλυπταν μεγάλο μέρος του σώματος της. Επίσης δήλωσε ότι τα χείλη της ήταν «ουσιαστικά σε κομμάτια» επειδή τα είχε δαγκώσει και μασήσει επανειλημμένα κατά την κακοποίηση της. Ο μάρτυρας κατέθεσε περαιτέρω ότι η Λάικενς βρισκόταν σε οξύ κατάσταση καταπληξία για δύο έως και τρεις ημέρες πριν από το θάνατο της και ότι οποιαδήποτε μορφή υποβληθείσας θεραπείας ήταν μάταιη τις τελευταίες τις ώρες. Συμπλήρωσε ότι εκτός από το εκτεταμένο πρήξιμο μέσα και γύρω από τα γεννητικά της όργανα,[14] το σώμα της δεν έφερε ενδείξεις για άμεση σεξουαλική κακοποίηση.[81]

Στις 2 και 3 Μαΐου, η Τζένη Λάικενς κατέθεσε εναντίων των πέντε κατηγορουμένων, δηλώνοντας ότι ο καθένας είχε επανειλημμένα κακοποιήσει την αδερφή της, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, προσθέτοντας ότι η Σύλβια δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει ή να αξίζει τις επιθέσεις. Επίσης, ανέφερε ότι η κακοποίηση που αναγκάστηκε να υπομείνει η αδερφή της αλλά και η ίδια σε μικρότερο βαθμό, ξεκίνησε περίπου δύο εβδομάδες αφότου άρχισαν να ζουν στο σπίτι των Μπανισέφσκι και ότι κατά καιρούς η Σύλβια δεν μπορούσε να παράγει δάκρυα λόγω της οξείας κατάστασης αφυδάτωσης. Η Τζένη ξέσπασε σε κλάματα καθώς θυμόταν πώς, λίγες μέρες πριν πεθάνει η αδελφής της, της είχε πει: «Τζένη, ξέρω ότι δεν θέλεις να πεθάνω, αλλά θα πεθάνω. Μπορώ πλέον να το πω

Τμήματα της κατάθεσης της Τζένης επιβεβαιώθηκαν αργότερα από τον Ράντι Λέπερ, ο οποίος δήλωσε ότι είχε δει κάποτε την Σύλβια να κλαίει χωρίς δάκρυα. Ο Λέπερ κατέθεσε επίσης ότι είδε την Στέφανι να χτυπάει την Σύλβια «πολύ δυνατά» αμέσως μόλις η μητέρα της είχε διατάξει την Λάικενς να βγάλει τα ρούχα της.[82] Στη συνέχεια χαμογέλασε εμφανώς καθώς ομολόγησε ότι είχε χτυπήσει την θανούσα σε 10 - 40 ξεχωριστές περιπτώσεις.[83]

Στις 10 Μαΐου, ένας πάστορας των βαπτιστών ονόματι Ρόι Τζούλιαν κατέθεσε ότι γνώριζε ότι η Σύλβια κακοποιούνταν στο σπίτι του Μπανισέφσκι, άλλα δεν είχε αναφέρει αυτές τις πληροφορίες στις αρχές καθώς είχε πληροφορηθεί από την Γκέρτρουντ ότι η κοπέλα «εκδιδόταν επί χρήμασι», και υπέθεσε ότι την τιμωρούσαν για την ανηθικότητα της. Την ίδια μέρα, η 13χρονη Τζούντι Ντιουκ κατέθεσε ότι είχε δει μια φορά να τρίβουν στις πληγές της Λάικενς αλάτι, μέχρι που η κοπέλα ούρλιαξε από τους πόνους.[84] Ο Ντιουκ κατέθεσε επίσης μια περίσταση όπου είδε τη 10χρονη Σίρλεϊ Μπανισέφσκι να σκίζει τη μπλούζα της Σύλβιας, ενώ ο Ρίτσαρντ Χομπς σχολίασε ότι: «Όλοι διασκεδάζουν με τη Σύλβια».

Την επόμενη μέρα, κατέθεσε η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι προς δική της υπεράσπιση, κατά την οποία την φαινόταν περισσότερο να κατηγορεί τη Σύλβια για διάφορες «ανήθικες» πράξεις, παρά να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Στην ουσία, αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη για την παρατεταμένη κακοποίηση, το μαρτύριο και τον βίαιο θάνατο της Σύλβιας, ισχυριζόμενη ότι τα παιδιά της και τα άλλα παιδιά στη γειτονιά της πρέπει να διέπραξαν τις πράξεις μέσα στο σπίτι της, το οποίο περιέγραψε ως «τρελοκομείο». Πρόσθεσε επίσης ότι ήταν πολύ απασχολημένη με τη δική της κακή υγεία και κατάθλιψη για να ελέγξει τα παιδιά της.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν είχε κακοποιήσει σωματικά τις αδερφές Λάικενς, η Γκέρτρουντ ισχυρίστηκε ότι, παρόλο που είχε «αρχίσει να τις χτυπά» σε κάποια περίπτωση, δεν μπορούσε συναισθηματικά να συνεχίσει. Δήλωσε ότι κατόπιν από αυτό το περιστατικό δεν είχε απλώσει ξανά χέρι πάνω τους.[85] Αρνήθηκε ότι γνώριζε ότι η Σύλβια είχε υποστεί παρατεταμένο ξυλοδαρμό, ζεμάτισμα, μαρκάρισμα στο δέρμα ή κάψιμο μέσα στο σπίτι της.[86]

Δύο μέρες αργότερα, ο Ρίτσαρντ Χομπς κατέθεσε προς υπεράσπιση του, περιγράφοντας πώς η Γκέρτρουντ είχε καλέσει την Σύλβια στην κουζίνα στις 23 Οκτωβρίου του 1965 και της είπε: «Έχεις στιγματίσει τα παιδιά μου, οπότε τώρα θα σε στιγματίσω εγώ». Ο Χομπς κατέθεσε ότι η Γκέρτρουντ είχε αρχίσει να χαράζει προσβλητικές λέξεις στην κοιλιά της Λάικενς και κατόπιν του ζητήσει να ολοκληρώσει την εργασία. Αν και ο Χομπς κατέθεσε ότι αυτή η ενέργεια είχε ματώσει το δέρμα της κοπέλας και ότι εκείνη τον παρακαλούσε να σταματήσει, αυτός παρέμεινε ανένδοτος στο ισχυρισμό ότι τα τραύματα που είχε προκαλέσει δεν ήταν σοβαρά. Κατόπιν ανέφερε ότι αρχικά πίστευε ότι η Σύλβια δεν ήταν στο σπίτι στις 26 Οκτωβρίου του 1965, καθώς η Γκέρτρουντ τον ενημέρωνε ότι σκόπευε να «ξεφορτωθεί» τη κοπέλα. Στο τέλος της κατάθεσης του δήλωσε ότι μετά το θάνατο της Λάικενς, είχε επιστρέψει στο σπίτι του για να παρακολουθήσει την υπόλοιπο της εκπομπής "Το Σόου του Λόιντ Τάξτον".

Όταν η Μαρί Μπανισέφσκι βρισκόταν στο βήμα ως μάρτυρας υπεράσπισης, κατά την διάρκεια των ερωτήσεων του δικηγόρου κατηγορίας εκείνη τελικά έσπασε. Σε εκείνο το σημείο παραδέχτηκε ότι είχε πυρώσει την βελόνα που είχε χρησιμοποιήσει ο Χόμπς για να μαρκάρει την κοιλιά της Σύλβιας. Επίσης αποκάλυψε την αδιαφορία της μητέρας της για την εμφανή στενοχώρια και αγωνία της Λάικενς σε σχέση με τη σωματική και ψυχική κακοποίηση που αυξανόταν συνεπώς, δηλώνοντας ότι σε μια περίπτωση, η Γκέρτρουντ είχε καθίσει σε μια καρέκλα και έπλεκε παρακολουθώντας ταυτόχρονα την Άννα Σίσκο μια νεαρή γειτόνισσα να επιτίθεται στις αδελφές Λάικενς. Η Μαρί πρόσθεσε ότι παρόλο που και οι πέντε κατηγορούμενοι είχαν βασανίσει επανειλημμένα σωματικά και ψυχικά την Σύλβια, είχε δει τις περισσότερες φορές τη μητέρα και την αδερφή της να διαπράττουν αυτές τις πράξεις, προτού η Γκέρτρουντ αναγκάσει το θύμα να ζήσει στο υπόγειο όπου η κακοποίηση είχε αυξηθεί κατά πολύ περισσότερο και τελικά οδήγησε στον θάνατο της.[87] Μια μάρτυρας κατηγορίας, η Γκρέις Σάρτζεντ, δήλωσε πώς είχε καθίσει κοντά στην Πόλα στο σχολικό μετά το κατηχητικό και την άκουσε να καυχιέται ανοιχτά ότι έσπασε τον καρπό της λόγω της σφοδρότητας του ξυλοδαρμού που είχε προκαλέσει στο πρόσωπο της Σύλβιας την 1η Αυγούστου του 1965. Η Σάρτζεντ κατέθεσε επίσης ότι η Πόλα είχε κατόπιν δηλώσει με καμάρι: "Προσπάθησα να τη σκοτώσω!"

Στις 16 Μαΐου του 1966, ένας διορισμένος από το δικαστήριο γιατρός ονόματι Ντουάιτ Σούστερ κατέθεσε εξ ονόματος της εισαγγελίας. Όταν ρωτήθηκε από τον δικηγόρο κατηγορίας, Λερόι Νιού σχετικά με τις εξαντλητικές συνεντεύξεις και τις εκτιμήσεις που είχε κάνει με τη Γκέρτρουντ, ο γιατρός δήλωσε ότι ήταν ασαφής και μη συνεργάσιμη. Ο Σούστερ κατέθεσε την πεποίθηση του ότι η Μπανισέφσκι έλεγχε πλήρως τις ενέργειες της, προσθέτοντας ότι ήταν με σώας τας φρένας τον Οκτώβριο του 1965 και παρέμεινε διανοητικά υγιής μέχρι εκείνη την ώρα. Ο Δρ. Σούστερ υποβλήθηκε σε πάνω από δύο ώρες έντονης αντιπαράθεσης από τον δικηγόρο της Γκέρτρουντ, τον Γουίλιαμ Ερμπέκερ παραμένοντας ακλόνητος στην διάγνωση του ότι η Μπανισέφσκι δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ψυχωτική.

Τελικά επιχειρήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναπληρώτρια εισαγγελέας Μάρτζορι Γουέσνερ έκανε την τελική αγόρευση ενώπιων των ενόρκων εκ μέρους της εισαγγελίας. Καθώς κάθε κατηγορούμενος, εκτός από τον Ρίτσαρντ Χομπς, παρέμενε απαθής, η Γουέσνερ εξιστόρησε τη συνεχή κακομεταχείριση που είχε υποστεί η Σύλβια Λάικενς πριν από το θάνατο της, τονίζοντας σε κανένα σημείο, ότι το θύμα δεν προκάλεσε κανέναν από τους κατηγορούμενους για να της επιτεθούν. Από την άλλη πλευρά, δήλωσε ότι η μοναδική ιατρική περίθαλψη που είχε λάβει ήταν η περιστασιακή χρήση μαργαρίνης στα καμένα τμήματα του προσώπου και του σώματος της.[88] Αναφερόμενη σε συγκεκριμένες μορφές και μέσα κακοποίησης και παραμέλησης από τα χέρια των κατηγορουμένων, και τη συλλογική τους αποτυχία είτε να βοηθήσουν τη Σύλβια είτε να αποτρέψουν ο ένας τον άλλον από το να την κακομεταχειριστούν, η Γουέσνερ περιέγραψε τα βασανιστήρια του θύματος ως «τραυματικά». Επιπρόσθετα συνέκρινε τη μεταχείριση της Σύλβια από τους πέντε κατηγορούμενοι, ως ισοδύναμη σε βαρύτητα με εκείνη που διαπράχθηκε εναντίων των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Αναφερόμενη στην προμελετημένη φύση του θανάτου του θύματος, η Γουέσνερ επέστησε την προσοχή των ενόρκων στην επιστολή που η Γκέρτρουντ είχε αναγκάσει την Σύλβια να γράψει στις 24 Οκτωβρίου του 1965, δηλώνοντας: «Η [Γκέρτρουντ] ήξερε στις [24 Οκτωβρίου του 1965] ότι θα κρατούσε αυτο το γράμμα μέχρι οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι να ολοκληρώσουν τη δολοφονία της Σύλβιας». Κρατώντας ψηλά ένα πορτρέτο της Σύλβια Λάικενς που τραβήχτηκε πριν από τον Ιούλιο του 1965, η Γουέσνερ πρόσθεσε: «Μακάρι να ήταν εδώ σήμερα, με την ζωντάνια των ματιών της όπως απεικονίζονται σε αυτή την φωτογραφία, τα οποία είναι γεμάτα ελπίδα και προσμονή».

Ο Γουίλιαμ Ερμπέκερ ήταν ο πρώτος δικηγόρος υπεράσπισης που παρέθεσε την τελευταία του αγόρευση ενώπιον των ενόρκων. Προσπάθησε να παρουσιάσει την πελάτισσα του ως παράφρον και ως εκ τούτου ανίκανη να εκτιμήσει τη σοβαρότητα των πράξεων της, ανέφερε: «Την καταδικάζω για δολοφόνο, αλλά δηλώνω ότι δεν είναι υπεύθυνη, γιατί δεν είναι όλη εδώ!». Έπειτα, ο Ερμπέκερ σκούντησε το κεφάλι του για να τονίσει την αναφορά του στην ψυχική της κατάσταση, πριν προσθέσει: «Αν αυτή η γυναίκα είναι υγιής, βάλτε την [στην ηλεκτρική καρέκλα]. Έκανε ενέργειες εξαχρείωσης που δεν θα έκανες καν σε έναν σκύλο. . . Πρέπει να είναι τρελή, αλλιώς δεν θα το επέτρεπε. Θα πρέπει να ζήσετε με το βάρος στη συνείδηση σας για την υπόλοιπη ζωή σας αν στείλετε μια τρελή γυναίκα στην ηλεκτρική καρέκλα» [89] Κρατώντας ψηλά μια φωτογραφία αυτοψίας του θύματος, ο Ερμπέκερ έδωσε εντολή στους ενόρκους να «κοιτάξουν αυτό το τεκμήριο», προσθέτοντας: «Κοιτάξτε τα χείλη σε αυτό το κορίτσι! Πόσο σαδιστής μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος; Αυτή η γυναίκα [η Γκέρτρουντ] είναι τρελή!». Στη συνέχεια, ο δικηγόρος αναφέρθηκε στην προηγούμενη μαρτυρία ενός ψυχιάτρου που είχε αμφισβητήσει τη λογική της Γκέρτρουντ πριν ολοκληρώσει την επιχειρηματολογία του.

Ο Φόρεστ Μπάουμαν ξεκίνησε την τελική του συζήτηση με ανοιχτά επικριτικό τρόπο, καθώς επιτέθηκε στην απόφαση της εισαγγελίας να επιδιώξει τη θανατική ποινή για ανήλικους, δηλώνοντας: «Θα ήθελα να έχω μια ώρα από το χρόνο [των ενόρκων] για να εξηγήσω γιατί 16 χρόνοι και 13χρονοι δεν πρέπει να θανατώνονται». Αποφεύγοντας να αναγνωρίσει τον κατάλογο των φρικαλεοτήτων που ο καθένας είχε προκαλέσει στο θύμα, ο Μπάουμαν τόνισε επανειλημμένα την ηλικία των πελατών του, δηλώνοντας ότι ο καθένας ήταν ένοχος μόνο για επίθεση και ξυλοδαρμό, πριν ζητήσει μια ετυμηγορία αθώου για κάθε νεαρό.[79]

Ο Τζορτζ Ράις ξεκίνησε την τελική του αγόρευση αποδοκιμάζοντας το γεγονός ότι η Πόλα και οι άλλοι κατηγορούμενοι είχαν δικαστεί από κοινού. Παρακάμπτοντας τις πολλαπλές μαρτυρίες στη δίκη που περιέγραφαν την Πόλα και τη μητέρα της ως τους πιο ενθουσιώδεις συμμετέχοντες στη σωματική κακοποίηση της Σύλβιας, ο Ραις ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν εναντίον της πελάτισσας του δεν ισοδυναμούσαν με την πραγματική της ενοχή για φόνο. Στη συνέχεια, ολοκλήρωσε με την έκκληση προς τους ενόρκους να επιστρέψουν την αθώα ετυμηγορία για ένα κορίτσι που «είχε περάσει την αναξιοπρέπεια να δικαστεί σε ανοιχτό δικαστήριο».[18]

Ο Τζέιμς Νέντερ ξεκίνησε την τελική υπεράσπιση του Ρίτσαρντ Χομπς αναφερόμενος στην απώλεια της Λάικενς, δηλώνοντας: «Είχε δικαίωμα να ζήσει. Μέσα στην καρδιά μου δεν μπορώ να θυμηθώ ένα κορίτσι να έχει κακοποιηθεί τόσο». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο θάρρος του Χομπς που επέλεξε να καταθέσει προς υπεράσπιση του εαυτού του και στην «άγρια και αδυσώπητη κατ' αντιπαράσταση εξέταση» στην οποία είχε υποβληθεί από τον Λερόι Νιού. Ο Νέντερ προσπάθησε να απεικονίσει τον πελάτη του ως μια προσωπικότητα που είχε ενεργήσει υπό τον έλεγχο της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι, υπονοώντας ότι αν δεν είχε χαράξει μέρος των άσεμνων φράσεων στην κοιλιά του θύματος κατόπιν αιτήματος της Γκέρτρουντ, ο Χομπς θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μάρτυρας υπεράσπισης σε αντίθεση με τη Στέφανι Μπανισέφσκι. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη γενική αποτυχία της Τζένης, η οποία ενημέρωσε τις αρχές για την κακοποίηση της αδερφής της αφού η Σύλβια είχε ήδη πεθάνει, περιγράφοντας την ως «μια αδερφή που μπορούσε να κουτσαίνει για τρεισήμισι μίλια σε ένα πάρκο αλλά δεν μπορούσε να κάνει δύο ή τρία βήματα έξω στην οδό της Νέας Υόρκης για να εκλιπαρήσει για βοήθεια!».

Ο Νέντερ ολοκλήρωσε την τελική του αγόρευση ζητώντας μια ετυμηγορία αθώου, υποστηρίζοντας ότι ο Χομπς ήταν «ένοχος ανωριμότητας και σοβαρής έλλειψης κρίσης», αλλά όχι για το έγκλημα του φόνου.

Αγόρευση Κατηγορούσας Αρχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λερόι Νιου αντέκρουσε τα τελικά επιχειρήματα των συνηγόρων υπεράσπισης υποσχόμενος ότι θα μιλήσει "μέσα" από τα κατακρεουργημένα χείλη της Σύλβια Λάικενς. «Την βλέπω όπου κι αν κοιτάξω» [90] Περιγράφοντας τον κατάλογο της κακομεταχείρισης που είχε υποστεί το θύμα πριν από το θάνατο της στα χέρια καθενός από τους κατηγορούμενους, ο Νιού αντέκρουσε ευθέως την κριτική που είχε δεχτεί νωρίτερα από τον δικηγόρο της υπεράσπισης, Φόρεστ Μπάουμαν δηλώνοντας: «Η δουλειά των εισαγγελέων είναι να παρουσιάζουμε τα στοιχεία όσο καλύτερα μπορούμε. Τώρα, ας δούμε μερικές από τις ευθύνες εδώ. Καθένας από τους πέντε κατηγορούμενους είχε την κύρια ευθύνη να αφήσει ήσυχη τη Σύλβια Λάικενς. Εμείς είχαμε την ευθύνη να φέρουμε όλα τα στοιχεία που μπορούσαμε να βρούμε που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτό το έγκλημα».[91]

Αναφερόμενος στα συναισθηματικά τελικά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν από διάφορους συνηγόρους υπεράσπισης σχετικά με το σκεπτικό και τα κίνητρα για τις ενέργειες των πελατών τους, τις προσπάθειες τους να εκτρέψουν την ευθύνη σε άλλους κατηγορούμενους ή συμμετέχοντες και τη συλλογική αποτυχία των πελατών τους να βοηθήσουν το θύμα ή να ειδοποιήσουν τις αρχές, ο Νιου πρόσθεσε: «Το μόνο που ακούμε είναι μια περίλυπη έκκληση, και κάθε άλλο παρά κατηγορίες σε αυτούς στους οποίους ανήκει η ευθύνη». Στη συνέχεια υπέθεσε τον λόγο που η Λάικενς δεν προσπάθησε να δραπετεύσει από το σπίτι των Μπανισέφσκι πριν η κακοποίηση κλιμακωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της, δηλώνοντας: «Νομίζω ότι εμπιστευόταν τον άνθρωπο . . . Νομίζω ότι δεν πίστευε ότι αυτά τα άτομα θα της έκαναν κάτι τέτοιο και ότι θα συνέχιζαν να ενεργούν έτσι».

Ο δικηγόρος ολοκλήρωσε την τελική του επιχειρηματολογία δίνοντας έμφαση στην ομοφωνία των κατηγορουμένων στη συλλογική κακομεταχείριση της Σύλβια , προτού ζητήσει από τους ενόρκους να απορρίψουν τα επιχειρήματα που διατύπωσαν διάφοροι συνήγοροι υπεράσπισης σχετικά με το ποιος μπορεί πράγματι να προκάλεσε το "μοιραίο χτύπημα" στο κεφάλι του θύματος, δηλώνοντας: «Κάθε σημάδι στο σώμα του κοριτσιού συνέβαλε άμεσα στον θάνατο της, και αυτό αποτελούσε μια απόδειξη. Το υποσκληρίδιο αιμάτωμα ήταν το απόλυτο χτύπημα. Αυτό είναι το πιο αποτρόπαιο πράγμα που έχει δει ποτέ η Ιντιάνα και, ελπίζω, να μην το δω ποτέ ξανά» [92] Δηλώνοντας ότι "ούτε ένα κομμάτι αποδεικτικών στοιχείων" [91] δεν είχε προσκομιστεί που να υποδεικνύει ότι κάποιος κατηγορούμενος έπασχε από μια μορφή ψυχικής ασθένειας. Έτσι, ο Νιού ζήτησε και πάλι τη θανατική ποινή για κάθε κατηγορούμενο, δηλώνοντας στους ενόρκους: «Το θέμα εδώ δεν αφορά την ηλεκτρική καρέκλα ή ένα ψυχιατρείο, αλλά το νόμο και την τάξη. Θα αποφύγουμε την πιο διαβολική υπόθεση που έχει βρεθεί ποτέ ενώπιον δικαστηρίου ή ενόρκων; Αν πάτε κάτω από τη θανατική ποινή (στις ετυμηγορίες σας) σε αυτή την περίπτωση, θα μειώσετε την αξία της ανθρώπινης ζωής τόσο πολύ για κάθε κατηγορούμενο. Το αίμα αυτού του κοριτσιού θα είναι για πάντα στις ψυχές τους».

Η δίκη των πέντε κατηγορουμένων διήρκεσε 17 ημέρες πριν αποσυρθεί το δικαστήριο για να συσκεφθεί. Στις 19 Μαΐου του 1966, μετά από συζήτηση οκτώ ωρών, η ομάδα των ενόρκων που αποτελούνταν από οκτώ άνδρες και τέσσερεις γυναίκες έκρινε την Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι ένοχη για φόνο πρώτου βαθμού,[93] συνιστώντας ποινή ισόβιας κάθειρξης. Η Πόλα Μπανισέφσκι κρίθηκε ένοχη για φόνο δεύτερου βαθμού και οι Χομπς, Χάμπαρντ και Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια.[94] Όταν άκουσαν τον δικαστή Ραμπ να εκφέρει τις αποφάσεις, η Γκέρτρουντ και τα παιδιά της ξέσπασαν σε κλάματα και προσπάθησαν να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον, ενώ ο Χομπς και ο Χάμπαρντ παρέμειναν απαθείς.

Η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι και ο γιος της, Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ, μετά την καταδίκη τους για τη δολοφονία της Σύλβια Λάικενς, στις 19 Μαΐου του 1966.

Στις 25 Μαΐου του 1965, η Γκέρτρουντ και η Πόλα Μπανισέφσκι καταδικάστηκαν επίσημα σε ισόβια κάθειρξη.[95][96] Την ίδια μέρα, ο Ρίτσαρντ Χομπς, ο Κόι Χάμπαρντ και ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ καταδικάστηκαν σε ποινές από 2 έως 21 χρόνια στο Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα.

Τον Σεπτέμβριο του 1970, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιντιάνα αντέστρεψε τις καταδίκες της Γκέρτρουντ και της Πόλα Μπανισέφσκι με βάση ότι ο δικαστής Σαούλ Ισαάκ Ραμπ είχε αρνηθεί επανειλημμένα να υποβάλει προτάσεις από τον συνήγορο τους στην αρχική τους δίκη, τόσο για αλλαγή τόπου όσο και για χωριστές δίκες.[79] Αυτή η απόφαση ανέφερε περαιτέρω ότι οι περιστάσεις σχετικά με την επιζήμια ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε κατά την αρχική τους δίκη, λόγω της εκτεταμένης δημοσιότητας των μέσων ενημέρωσης γύρω από την υπόθεση, εμπόδισαν κάθε πιθανότητα δίκαιης δίκης εκ των δύο προσφευγόντων.[97]

Οι κατηγορούμενες δικάστηκαν ξανά το 1971.[98] Σε αυτήν την περίπτωση, η Πόλα Μπανισέφσκι επέλεξε να δηλώσει ένοχη για εκούσια ανθρωποκτονία αντί να αντιμετωπίσει εκ νέου δίκη και καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης μεταξύ δύο και είκοσι ετών για τη συμμετοχή της στην κακοποίηση και τον θάνατο της Σύλβια Λάικενς. Παρά το γεγονός ότι δύο φορές ότι είχε αποπειραθεί να αποδράσει από τη φυλακή το 1971, απελευθερώθηκε τον Δεκέμβριο του 1972. Εντούτοις, η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι καταδικάστηκε και πάλι για φόνο πρώτου βαθμού με φυλάκιση ισόβιας κάθειρξης.[99]

Κατά τη διάρκεια των επόμενων 14 ετών, η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι έγινε γνωστή ως υπόδειγμα κρατούμενης στη Γυναικεία Φυλακή της Ιντιάνα. Εργαζόταν στο κατάστημα ραπτικής της φυλακής [100] και ήταν γνωστή ως «προστατευτική μητέρα» για τις νεότερες γυναίκες κρατούμενες, ενώ άλλες κρατούμενες στη φυλακή την φώναζαν με το παρατσούκλι «Μαμά». Μέχρι την τελική αποφυλάκιση της το 1985, είχε αλλάξει το όνομά της σε Νεντίν Βαν Φόσεν (συνδυασμός του μεσαίου ονόματος της και του πατρικού της επωνύμου) και περιέγραψε τον εαυτό της ως πιστή χριστιανή.

Αποφυλάκιση υπό όρους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η είδηση για την επικείμενη αποφυλάκιση της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι προκάλεσε αναστάτωση σε όλη την Ιντιάνα.[101][102] Η Τζένη Λάικενς και άλλα μέλη της οικογένειας διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την προοπτική της απελευθέρωσης της. Μέλη δύο ομάδων κατά του εγκλήματος ταξίδεψαν επίσης στην Ιντιάνα για να αντιταχθούν στην πιθανή αποφυλάκιση της Μπανισέφσκι και να υποστηρίξουν δημόσια την οικογένεια Λάικενς. Έτσι ξεκίνησαν μια εκστρατεία δημόσιας διαμαρτυρίας. Κατά τη διάρκεια δύο μηνών, αυτές οι ομάδες συγκέντρωσαν πάνω από 40.000 υπογραφές από τους πολίτες της Ιντιάνα,[103] συμπεριλαμβανομένων των υπογραφών που ελήφθησαν από αγανακτισμένους πολίτες που ήταν πολύ νέοι για να θυμούνται την υπόθεση. Όλες οι υπογραφές που συγκεντρώθηκαν απαιτούσαν η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι να παραμείνει έγκλειστη για το υπόλοιπο της ζωής της.[104][105]

Κατά την ακρόαση της αποφυλάκισης της, η Μπανισέφσκι δήλωσε την επιθυμία της να μπορούσε να «αναιρεθεί» ο θάνατος της Σύλβια Λάικενς,[106] αν και ελαχιστοποίησε την ευθύνη της για οποιαδήποτε από τις ενέργειες της, δηλώνοντας: «Δεν είμαι σίγουρη τι ρόλο είχα στο [θάνατο της Λάικενς], επειδή ήμουν υπό την επήρεια φαρμάκων. Ποτέ δεν την γνώρισα πραγματικά. . . Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για ό,τι συνέβη στη Σύλβια». Λαμβάνοντας υπόψη την καλή συμπεριφορά της Γκέρτρουντ στη φυλακή, το συμβούλιο αποφυλάκισης ψήφισε οριακά υπέρ της αποφυλάκισής της. Αποφυλακίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1985.[107]

Φωτογραφία της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι το 1986, ένα χρόνο μετά την αποφυλάκιση της από τις Γυναικείες Φυλακές της Ιντιάνα.

Μετά την αποφυλάκισή της το 1985, η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι μετακόμισε στην Αϊόβα. Ποτέ δεν αποδέχτηκε την πλήρη ευθύνη για το παρατεταμένο μαρτύριο και τον θάνατο της Σύλβιας, επιμένοντας ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί με ακρίβεια καμία από τις ενέργειες της τους μήνες της παρατεταμένης και αυξανόμενης κακοποίησης και βασανιστηρίου της κοπέλας μέσα στο σπίτι της.[108] Ισχυρίστηκε ότι έφταιγαν πρωτίστως οι παρενέργειες από τα φάρμακα που της είχαν συνταγογραφήσει για τη θεραπεία του άσθματος.[109] Η Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι έζησε σε σχετική αφάνεια στο Λόρελ της Αϊόβα, μέχρι το θάνατό της λόγω καρκίνου του πνεύμονα στις 16 Ιουνίου του 1990, σε ηλικία 61 ετών.

Σχετικά με τον θάνατο της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι και τα ζητήματα που τέθηκαν σχετικά με τη λογική της και στις δύο δίκες της, ο Τζον Ντιν, πρώην ρεπόρτερ της εφημερίδας The Indianapolis Star που είχε κάνει εκτενή κάλυψη της υπόθεσης, δήλωσε το 2015: «Ποτέ δεν πίστευα ότι ήταν τρελή. Νόμιζα ότι ήταν μια καταπιεσμένη, κακιά γυναίκα» Ο Ντιν παρομοίασε επίσης την υπόθεση με το μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, Άρχοντας των Μυγών, αν και δήλωσε ότι η αυξανόμενη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση της Σύλβια Λάικενς δεν ήταν αποτέλεσμα του ότι «τα παιδιά τρελάθηκαν· αλλά του ότι εκείνα έκαναν αυτό που τους έλεγαν».[110] Σχετικά με το πραγματικό κίνητρο της Μπανισέφσκι να βασανίσει και τελικά να δολοφονήσει το θύμα, ο δικηγόρος Φόρεστ Μπόουμαν είπε το 2014: «Είχε μια άθλια ζωή. Πιστεύω ότι το κίνητρο της ανθρωποκτονίας ήταν τελικά η ζήλια»

Μετά την αποφυλάκιση της με όρους το 1972, η Πόλα Μπανισέφσκι απέκτησε νέα ταυτότητα. Εργάστηκε ως βοηθός μιας σχολικής συμβούλου για 14 χρόνια στο κοινοτικό σχολείο Beaman-Conrad-Liscomb-Union-Whitten στο Κόνραντ της Αϊόβα, έχοντας αλλάξει το όνομά της σε Πόλα Πέις και κρύβοντας την αλήθεια σχετικά με το ποινικό της ιστορικό όταν έκανε αίτηση για θέση. Το 2012 όταν το σχολείο ανακάλυψε την πραγματική της ταυτότητα την απέλυσε.[111] Η Πόλα παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά.[112] Η κορούλα που είχε γεννήσει ενώ περίμενε τη δίκη της το 1966, και στην οποία έδωσε το όνομα της μητέρας της, δόθηκε για υιοθεσία.

Οι κατηγορίες για τη δολοφονία που κατατέθηκαν αρχικά εναντίον της δεύτερης μεγαλύτερης κόρης της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι, της 15χρονης Στέφανι, τελικά αποσύρθηκαν αφού συμφώνησε να καταθέσει εναντίων των άλλων κατηγορουμένων. Αν και οι εισαγγελείς υπέβαλαν ξανά κατηγορίες εναντίον της Στέφανι για την υπόθεση, πριν την απόφαση των ενόρκων στις 26 Μαΐου του 1966, η απόφαση να ασκηθεί δίωξη αργότερα σε μια ξεχωριστή δίκη δεν υλοποιήθηκε ποτέ.[113] Η Στέφανι Μπανισέφσκι άλλαξε όνομα και έγινε δασκάλα. Αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε πολλά παιδιά. Ήταν γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια διέμενε στη Φλόριντα.[114]

Όταν ρωτήθηκε στη δίκη ως προς το κίνητρο της για την ανατροπή των αποδεικτικών στοιχείων της πολιτείας, η Στέφανι δήλωσε: "Είμαι εδώ με την ελπίδα ότι μπορώ να βοηθήσω οποιονδήποτε!" Σε απάντηση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της μητέρας της, Γουίλιαμ Ερμπέκερ, απάντησε: "Συμπεριλαμβανομένου του εαυτού σας;" [115]

Λίγο μετά τη σύλληψη της μητέρας τους, το Τμήμα Δημόσιας Πρόνοιας της Κομητείας Μάριον έδωσε την Μαρί, την Σίρλεϊ και τον Τζέιμς Μπανισέφσκι στη φροντίδα χωριστών ανάδοχων οικογενειών. Το επώνυμο και των τριών παιδιών άλλαξε νόμιμα σε Μπλέικ στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αφού ο πατέρας τους ανέκτησε την επιμέλεια τους. Η Μαρί αργότερα παντρεύτηκε παίρνοντας το επώνυμο Σέλτον και πέθανε από φυσικά αίτια στις 8 Ιουνίου του 2017, σε ηλικία 62 ετών [116] Ο Ντένις Λι Ράιτ Τζούνιορ υιοθετήθηκε αργότερα. Η θετή μητέρα του τον ονόμασε Ντένις Λι Γουάιτ. Πέθανε στις 5 Φεβρουαρίου 2012, σε ηλικία 47 ετών [117]

Ο Ρίτσαρντ Χομπς, ο Κόι Χάμπαρντ και ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ υπηρέτησαν λιγότερο από δύο χρόνια στο Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα προτού τους χορηγηθεί αναστολή στις 27 Φεβρουαρίου του 1968.[118]

Ο Ρίτσαρντ Χομπς πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στις 2 Ιανουαρίου του 1972, σε ηλικία 21 ετών - λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του από το Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την αποφυλάκισή του από το Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα και τον θάνατό του, είναι γνωστό ότι υπέστη τουλάχιστον μία νευρική κρίση.[119]

Μετά την αποφυλάκιση του το 1968 από το Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα, ο Κόι Χάμπαρντ παρέμεινε στην Ιντιάνα και δεν προσπάθησε ποτέ να αλλάξει το όνομα του. Καθ' όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, φυλακίστηκε επανειλημμένα για διάφορα ποινικά αδικήματα. Σε μία περίπτωση ήταν κατηγορούμενος για τις δολοφονίες δύο νεαρών ανδρών το 1977, αν και, σε μεγάλο βαθμό λόγω του γεγονότος ότι ο κύριος μάρτυρας που θα καταθέσει στη δίκη του ήταν καταδικασμένος εγκληματίας γνωστός του Χάμπαρντ που παραδέχτηκε ότι ήταν στην παρέα του τη στιγμή των δολοφονιών.[120] Παρόλα αυτά αθωώθηκε από αυτή την κατηγορία λόγω αμφιβολιών.[121] Λίγο μετά την πρεμιέρα της αστυνομικής δραματικής ταινίας An American Crime (Ένα Αμερικάνικο Έγκλημα) τον Ιανουάριο του 2007, ο Χάμπαρντ απολύθηκε από τη δουλειά του. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Σέρμπιβιλ της Ιντιάνα, στις 23 Ιουνίου του 2007 σε ηλικία 56 ετών.

Ο Τζον Στέφαν Μπανισέφσκι Τζούνιορ [122] ζούσε σε σχετική αφάνεια με το ψευδώνυμο Τζον Μπλέικ. Έγινε πάστορας, έκανε οικογένεια και τρία παιδιά και φιλοξενούσε στην εκκλησιά συχνά συμβουλευτικές συνεδρίες για παιδιά χωρισμένων γονιών. Αρκετές δεκαετίες μετά την απελευθέρωσή του από το Αναμορφωτήριο της Ιντιάνα, ο Τζον Μπανισέφσκι Τζούνιορ παραδέχτηκε με δήλωσή του ότι αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του έπρεπε να είχαν καταδικαστεί με αυστηρότερη ποινή [123], προσθέτοντας όμως ότι οι νέοι που διαπράττουν εγκλήματα μπορούν τελικά να σωφρονιστούν, όπως εκείνος είχε γίνει ένας παραγωγικός πολίτης. Πέθανε από διαβήτη στο Γενικό Νοσοκομείο του Λάνκαστερ στις 19 Μαΐου 2005, σε ηλικία 52 ετών. Πριν από τον θάνατο του, είχε επίσης μιλήσει δημόσια για το παρελθόν του, και παραδέχτηκε ότι είχε απολαύσει την προσοχή που του έφερε ο φόνος της Λάικενς, ενώ ισχυρίστηκε ότι «χτύπησε τη Σύλβια μόνο μία φορά».[124]

Οι κατηγορίες προς άλλα ανήλικα παιδιά (Άννα Ρουθ Σίσκο, Τζούντι Νταρλίν Ντουκ, Μάικλ Τζον Μονρόε, Νταρλίν ΜακΓκουάιρ και Ράντι Γκόρντον Λέπεράλλα) που ήταν γνωστό ότι βασάνιζαν και τραυμάτιζαν την Σύλβια, αποσύρθηκαν αργότερα. Η Σίσκο πέθανε στις 23 Οκτωβρίου του 1996, σε ηλικία 44 ετών, ενώ είχε αποκτήσει ήδη εγγόνια. Ο Λέπερ, ο οποίος είχε εμφανώς χαμογελάσει καθώς κατέθεσε ότι είχε χτυπήσει την Σύλβια σε έως και σε 40 διαφορετικές περιπτώσεις, πέθανε σε ηλικία 56 ετών στις 14 Νοεμβρίου του 2010.[125]

Η Τζένη Λάικενς παντρεύτηκε έναν ντόπιο της Ιντιανάπολις, τον Λέοναρντ Ρις Γουέιντ. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά. Εκείνη δεν κατάφερε ποτέ να επουλώσει τα συναισθηματικά τραύματα που υπέστη κυρίως εξαναγκαζόμενη να βλέπει την αδερφή της να κακοποιείται και τελικά να δολοφονείται. Για το υπόλοιπο της ζωής της, η Τζένη εξαρτιόταν από φάρμακα για το άγχος.[126] Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 23 Ιουνίου του 2004, σε ηλικία 54 ετών, στο Μπιτς Γκοβ της Ιντιάνα .

Δεκατέσσερα χρόνια πριν από το θάνατο της, η Τζένη Λάικενς Γουέιντ είχε δει την αναγγελία θανάτου της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι δημοσιευμένη σε μια εφημερίδα. Έκοψε το απόκομμα και στη συνέχεια το ταχυδρόμησε στη μητέρα της με ένα συνοδευτικό σημείωμα που έγραφε: «Μερικά καλά νέα. Η Καταραμένη γριά Γκέρτρουντ πέθανε. Χαχαχα! Είμαι χαρούμενη γι' αυτό».[127]

Η Ελίζαμπεθ και ο Λέστερ Λάικενς πέθαναν το 1998 και το 2013, αντίστοιχα. Τα χρόνια πριν από τον θάνατο της, η Τζένη Λάικενς Γουέιντ είχε τονίσει επανειλημμένα ότι δεν έπρεπε να αποδοθεί καμία ευθύνη στους γονείς της επειδή ανέθεσαν την φροντίδα τη δίκη της και της Σύλβια στην Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι. Η Τζένη τόνισε ότι το μόνο που είχαν κάνει ήταν να εμπιστευτούν αφελώς την υπόσχεση της Γκέρτρουντ να πρόσεχει εκείνη και την αδελφή της σαν δικά της παιδιά μέχρι την επιστροφή των γονιών τους στην Ιντιάνα με το περιοδεία με τον θίασο.[128]

Η Νταϊάνα Μπέντγουελ, η μεγάλη αδελφή της Σύλβια και της Τζένη Λάικενς, δεν έχασε μόνο την αδερφή σε αυτό το φρικτό έγκλημα, αλλά πολλά χρόνια αργότερα και τον αγαπημένο της σύζυγο Σέσιλ Κνούτσον σε ένα τραγικό δυστύχημα το 2014.[129] Εκείνη την ημέρα το ζευγάρι κατευθυνόταν προς το Παλμ Σπρινγκς για να γιορτάσουν την Ημέρα της Μητέρας μαζί με τον γιο της Νταϊάνας, από τον πρώτο γάμο της, και την οικογένεια του. Μια λάθος στροφή όμως τους οδήγησε σε μια βραχώδη και ερημική περιοχή στα ορεινά. Ο Σέσιλ προσπάθησε να κάνει αναστροφή για να γυρίσουν πίσω, αλλά δεν πρόσεξε και το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σε ένα μεγάλο βράχο και το όχημα τους σταμάτησε να λειτουργεί. Μαζί τους είχαν μόνο μερικά πορτοκάλια που κράτησαν τέσσερις μέρες και μια μπανανόπιτα. Ο Σέσιλ και η Νταϊάνα προσπάθησαν να επιβιώσουν με αυτά τα τρόφιμα και με το νερού της βροχής που το μάζευαν με ένα φλιτζάνι που είχαν στο αυτοκίνητο τους. Εν τω μεταξύ οι δικοί τους είχαν αρχίσει να ανησυχούν και δήλωσαν την εξαφάνισης τους. Ομάδες εθελοντών και αστυνομικοί άρχισαν αν τους ψάχνουν. Δυστυχώς, ο Σέσιλ πέθανε μετά επτά μέρες. Η Νταϊάνα όμως, πίνοντας νερό της βροχής και τρώγοντας σε δόσεις τις φλούδες των πορτοκαλιών κατάφερε να ζήσει. Τελικά η αστυνομία εντόπισε την Νταϊάνα και την μετέφερε στο νοσοκομείο. Η ιστορία της αποτυπώθηκε σε μια ταινία με τίτλο One Wrong Turn: The Dianna Bedwell Story. (Μια Λάθος Στροφή. Η Ιστορία της Ντιάνα Μπέντγουελ)[130]

Το σπίτι της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι στο οποίο βασανίστηκε και δολοφονήθηκε η Σύλβια Μαρί Λάικενς παρέμενε άδειο για πολλά χρόνια και σταδιακά ερημώθηκε. Αν και έγιναν συζητήσεις για τη δυνατότητα αγοράς και αποκατάστασης του σπιτιού και τη μετατροπή του ακινήτου σε καταφύγιο γυναικών, τα απαραίτητα κεφάλαια για την ολοκλήρωση αυτού του έργου δεν συγκεντρώθηκαν ποτέ. Το ίδιο το σπίτι κατεδαφίστηκε στις 23 Απριλίου του 2009. Το οικόπεδο είναι πλέον χώρος στάθμευσης μιας εκκλησίας.

Μνημεία και κληρονομιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο του 2001, στο πάρκο Γουίλαρντ, στην οδό Ουάσινγκτον, της Ιντιανάπολις ανεγέρθη μνημείο ύψους 1,8 μέτρων από γρανίτη το οποίο αφιερώθηκε επίσημα στη ζωή και στην κληρονομιά που άφησε της Σύλβια Μαρί Λάικενς. Στην τελετή που έγινε παρευρέθηκαν αρκετές εκατοντάδες άτομα, μεταξύ των οποίων τα μέλη της οικογένειας Λάικενς. Στο μνημείο αναγράφονται τα εξής: "Αυτό το μνημείο είναι στη μνήμη ενός μικρού παιδιού που πέθανε με τραγικό θάνατο. Ως αποτέλεσμα, οι νόμοι άλλαξαν και η ευαισθητοποίηση αυξήθηκε. Αυτή είναι μια δέσμευση προς τα παιδιά μας, ότι το αστυνομικό τμήμα της Ιντιανάπολις εργάζεται για να γίνει η πόλη αυτή ασφαλής για τα παιδιά μας." [131]

Στον θάνατο της Σύλβια Λάικενς πιστώνεται και η υιοθέτηση νόμου περί εξουσιοδοτημένων συμβούλων ευάλωτων ατόμων της Ιντιάνα και με την αυξημένη κατανόηση της έρευνας και την αναγνώριση της κακοποίησης. Ο νόμος ορίζει ότι εάν κάποιος πολίτης υποπτεύεται ότι ένα παιδί υφίσταται κακοποίηση ή παραμέληση, τότε έχει την νομική υποχρέωση να αναφέρει το αδίκημα στις αρχές.[132]

Στις 26 Οκτωβρίου του 2015, πολλοί πολίτες της Ιντιανάπολις, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης αδερφής των Λάικενς, της Νταϊάνας Μπέντγουελ, συγκεντρώθηκαν στον Λέμπανον της Ιντιάνα για να τιμήσουν τη Σύλβια Λάικενς, να αναλογιστούν τη ζωή της στην πεντηκοστή επέτειο του θανάτου της και να τιμήσουν όλα τα παιδιά που χάνουν τη ζωή τους από κακοποίηση. Σε αυτό το μνημόσυνο, η Νταϊάνα ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους ότι την κληρονομιά της Σύλβια είναι κάτι που «πρέπει πάντα να θυμόμαστε».

Κέντρο Υποστήριξης του Παιδιού της Σύλβιας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κέντρο Υποστήριξης του Παιδιού της Σύλβιας είναι επίσημα αφιερωμένο στη μνήμη της Σύλβια Λάικενς. Αυτός ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 2010 στον Λέμπανον της Ιντιάνα και αρχικά ονομάστηκε Boone County Child Advocacy Center (Κέντρο Υποστήριξης του Παιδιού της Κομητείας Μπόουν), αλλά το 2016 μετονομάστηκε προς τιμήν της Σύλβια Λάικενς, με τον διευθυντή να δηλώνει: «Το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να πούμε στα παιδιά που κακοποιούνται ότι μπορούμε να τα ακούσουμε και να τα στηρίξουμε ψυχολογικά. [Αυτό ήταν] κάτι που κανείς δεν έκανε για τη νεαρή Σύλβια. Η οικογένεια της είναι ευγνώμων, καθώς γνωρίζει ότι αυτό το ίδρυμα στην μνήμη της, αναγνωρίζει ότι η Σύλβια Λάικενς, που υπήρξε μάρτυρας, που πλήρωσε με την ίδια της την ζωή. Ελπίζουμε οι προσπάθειες μας να σωθούν άλλα κακοποιημένα παιδιά να δείξουν ότι δεν πέθανε μάτια».[133]

Αυτό το κέντρο υπεράσπισης παιδιών συνεργάζεται τόσο με τις αρχές επιβολής του νόμου όσο και με το τοπικό Τμήμα Υπηρεσιών Παιδιών. Το προσωπικό διεξάγει επίσης ιατροδικαστικές συνεντεύξεις (συλλογή πληροφοριών σχετικά με περιστατικά υποτιθέμενης παιδικής κακοποίησης) και παρέχει βοήθεια με νομικές διαδικασίες, καθώς και παραπομπές ψυχικής και ιατρικής υγείας.

Απεικόνιση στα Μέσα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η ταινία του 2007 An American Crime (Ένα Αμερικάνικο Έγκλημα) βασίζεται στη ζωή και την δολοφονία της Σύλβια Λάικενς. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η ηθοποιός Έλλιοτ Πέιτζ ως Σύλβια Λάικενς, ενώ την Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι την ενσαρκώνει η ηθοποιός Κάθριν Κίνερ.[134]
  • Επιπλέον, μια άλλη ταινία του 2007 με τίτλο The Girl Next Door (Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας) βασίζεται επίσης στη δολοφονία της Σύλβια Λάικενς αλλά τα ονόματα των ηρώων είναι διαφορετικά. Συγκεκριμένα η ηθοποιός Μπλάιθ Άουφαρθ ερμηνεύει τον ρόλο της Μεγκ Λάφλιν (ο αντίστοιχος χαρακτήρας της Σύλβιας Λάικενς) και η ηθοποιός Μπλάνς Μπέικερ ερμηνεύει τον ρόλο της Ρουθ Τσάντλερ, (ο αντίστοιχος χαρακτήρας της Γκέρτρουντ Μπανισέφσκι). Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το ομότιτλο μυθιστόρημα τρόμου του 1989 που έγραψε ο συγγραφέας Τζακ Κέτσαμ.[135]
  • Το κανάλι Investigation Discovery μετέφερε την υπόθεση της Σύλβια Λάικενς στην μικρή οθόνη ως μέρος της σειράς ντοκιμαντέρ Deadly Women (Γυναίκες Δολοφόνοι), σε ένα επεισόδιο με τίτλο "Born Bad" (Γεννημένη Κακιά), το οποίο μεταδόθηκε για πρώτη φορά στις 30 Νοεμβρίου του 2009.
  1. Wilson, Scott (19 Αυγούστου 2016). Resting Places: The Burial Sites of More Than 14,000 Famous Persons, 3d ed. McFarland. ISBN 978-1-476-62599-7. 
  2. «truTV – Funny Because it's tru». TruTV. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2016. 
  3. Oates, Joyce Carol (September 9, 1979). «To Be Female Is to Die». The New York Times. https://www.nytimes.com/1979/09/09/archives/to-be-female-is-to-die-millett.html. Ανακτήθηκε στις April 17, 2019. 
  4. «The Sexual Aesthetic of Murder». The Village Voice. February 13, 1978. https://news.google.com/newspapers?id=elQQAAAAIBAJ&pg=4214,2887967&dq. Ανακτήθηκε στις March 30, 2019. [νεκρός σύνδεσμος]
  5. «The 1965 Torture and Murder of Sylvia Likens». The Indianapolis Star. October 26, 2018. https://eu.indystar.com/story/news/history/retroindy/2013/10/24/sylvia-likens/3178393/. Ανακτήθηκε στις April 24, 2019. 
  6. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 79
  7. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: Foster Care». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Αυγούστου 2008. 
  8. Mitchell, Dawn (October 26, 2018). «The 1965 Torture and Murder of Sylvia Likens». The Indianapolis Star. https://eu.indystar.com/story/news/history/retroindy/2013/10/24/sylvia-likens/3178393/. Ανακτήθηκε στις April 14, 2019. 
  9. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 24
  10. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: Foster Care». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2009. 
  11. 11,0 11,1 Dean (2008), p. 25
  12. 12,0 12,1 Higgins, Will (8 Οκτωβρίου 2018). «The Murder of Sylvia Likens, As Told Over 50 Years Ago». Chicago Reader. 
  13. «Sylvia Likens and "Indiana's Most Terrible Crime"». Sylvia's Child Advocacy Centre. 1 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2021. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 Dean (2008)
  15. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: A Dubious Start». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2009. 
  16. Flowers, R. Barri· Flowers, H. Lorraine (Ιανουαρίου 2004). Murders in the United States: Crimes, Killers and Victims of the Twentieth Century. Taos, New Mexico: Paradise House Press. σελ. 120. ISBN 0-7864-2075-8. 
  17. Dean (2008), pp. 37–38
  18. 18,0 18,1 Dean (1999), pp. 174–175
  19. «Jenny Fay Likens – Sister of Deceased – Sylvia Likens». sylvialikens.com. 
  20. Nash, Jay Robert (1992). World Encyclopedia of 20th Century Murder. New York City: M. Evans & Company. ISBN 978-1-590-77532-5. 
  21. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: The Slow Descent Into Horror». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2008. 
  22. Flynn, Elizabeth (October 8, 2018). «When Sylvia Likens was Killed, Part of Our Childhoods Died, Too». The Indianapolis Star. https://eu.indystar.com/story/life/2015/10/25/when-sylvia-likens-killed-part-our-childhoods-died-too/74212178/. Ανακτήθηκε στις May 28, 2019. 
  23. Bovsun, Mara (April 6, 2013). «Teen Girl Fatally Bullied in Indiana House of Horrors» (στα αγγλικά). New York Daily News. http://www.nydailynews.com/news/justice-story/teen-girl-fatally-bullied-indiana-house-horrors-article-1.1309751. Ανακτήθηκε στις August 4, 2017. 
  24. Dean (2008), p. xvi
  25. Dean (1999), p. 54
  26. Dean (1999), pp. 38–39
  27. 27,0 27,1 Dean (1999), p. 38
  28. «The 1965 Torture and Murder of Sylvia Likens». The Indianapolis Star. October 26, 2018. https://eu.indystar.com/story/news/history/retroindy/2013/10/24/sylvia-likens/3178393/. Ανακτήθηκε στις April 21, 2019. 
  29. Dean, John (29 Ιουλίου 2008). House of Evil: The Indiana Torture Slaying. ISBN 978-1-429-94402-1. 
  30. Noe, Denise. «No Rescue In Sight». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2019. 
  31. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: Was She a Masochist?». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2012. 
  32. «Phyllis Vermillion – Next Door Neighbor». sylvialikens.com. 
  33. Dean (2008), p. 90
  34. Dean, John (Ιανουαρίου 1999). The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death. ISBN 978-0-960-48947-3. 
  35. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 53
  36. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 136
  37. «The 1965 Torture and Murder of Sylvia Likens». The Indianapolis Star. October 26, 2018. https://eu.indystar.com/story/news/history/retroindy/2013/10/24/sylvia-likens/3178393/. Ανακτήθηκε στις April 22, 2019. 
  38. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 63
  39. «The Murder of Sylvia Likens, as Told Over 50 Years Ago». The Indianapolis Star. October 23, 2015. https://eu.indystar.com/story/news/crime/2015/10/23/indianapolis-most-sadistic-act-sylvia-likens-gertrude-baniszewski-torture-slaying-indianapolis-news-indianapolis-crime-crime-horror-torture/74209878/. Ανακτήθηκε στις January 24, 2021. 
  40. 40,0 40,1 40,2 Dean (1999)
  41. «Two Held in Slaying: Woman and Boy Named in Torture Death of Girl, 16». The Reading Eagle. October 28, 1965. https://news.google.com/newspapers?nid=1955&dat=19651028&id=ZgYrAAAAIBAJ&pg=6404,6841839&hl=en. Ανακτήθηκε στις October 17, 2015. 
  42. Dean, John (Ιανουαρίου 1999). The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death. ISBN 978-0-960-48947-3. 
  43. «Monster Mom Gertrude Baniszewski and Teen Cohorts Torture Sylvia Likens to Death in Indiana Boarding House of Horror». New York Daily News. April 6, 2013. https://www.nydailynews.com/news/justice-story/teen-girl-fatally-bullied-indiana-house-horrors-article-1.1309751. Ανακτήθηκε στις December 22, 2020. 
  44. «Defendant Tells His Part». The Indianapolis Star. May 14, 1966. https://www.newspapers.com/clip/37417149/the-indianapolis-star/. Ανακτήθηκε στις March 9, 2022. 
  45. «Sylvia's Last Weekend». TruTV. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2019. 
  46. 46,0 46,1 House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 71
  47. Dean (1999), σελ. 65
  48. 48,0 48,1 Mistresses of Mayhem: The Book of Women Criminals (ISBN 978-0-739-42867-2) p. 7
  49. «House of Torture». The Indianapolis Star. September 15, 1985. https://www.newspapers.com/clip/37421437/the-indianapolis-star/. Ανακτήθηκε στις March 9, 2022. 
  50. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 66
  51. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 74
  52. Sylvia: The Likens Trial (ISBN 978-1-502-58263-8) p. 78
  53. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 78
  54. Dean (2008), σελ. 79
  55. Dean (2008), σελ. 80
  56. Dean (1999), σελ. 71
  57. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 80
  58. 58,0 58,1 Dean (2008), σελ. 81
  59. Dean (1999), σελ. 82
  60. «Lived Like a Slave: Police Told of Tortured Girl's Last Days». The Indianapolis Star. October 28, 1965. https://www.newspapers.com/image/?clipping_id=3467631&fcfToken=eyJhbGciOiJIUzI1NiIsInR5cCI6IkpXVCJ9.eyJmcmVlLXZpZXctaWQiOjEwNTUwNDU0OSwiaWF0IjoxNTU4NTczMTgwLCJleHAiOjE1NTg2NTk1ODB9.znfAn330ZOrdIUT06Qq9Dt82id1IbY6v8l8E5qn6ILY. Ανακτήθηκε στις May 23, 2019. 
  61. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 6
  62. Dean (2008), σελ. 3
  63. Dean (1999), σελ. 14
  64. Dean (2008), σελ. 8
  65. «Police Told of Tortured Girl's Last Days». The Indianapolis Star. October 28, 1965. https://www.newspapers.com/clip/3467631/sylvia-likens-murder/. Ανακτήθηκε στις June 4, 2022. 
  66. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 8
  67. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) pp. 87–88
  68. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 76
  69. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 89
  70. «Girl Tortured, Court Told». The Canberra Times. May 11, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131771968. Ανακτήθηκε στις March 26, 2019. 
  71. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 47
  72. 72,0 72,1 Dean (2008), σελ. 151
  73. Dean (2008), σελ. 6
  74. 74,0 74,1 74,2 Dean (2008), σελ. 92
  75. Dean (1999).
  76. Dean (2008), σελ. 96
  77. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 110
  78. The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death (ISBN 0-9604894-7-9) p. 94
  79. 79,0 79,1 79,2 79,3 79,4 Stafford, David (October 22, 2014). «Lawyer's Book Retraces Indy's Infamous Sylvia Likens Murder Case». The Indiana Lawyer. https://www.theindianalawyer.com/articles/35446-lawyers-book-retraces-indys-infamous-sylvia-likens-murder-case. 
  80. «Investigating the Dark Side of Indianapolis». The Southside Times. January 21, 2021. https://ss-times.com/investigating-the-dark-side-of-indianapolis. Ανακτήθηκε στις July 9, 2021. 
  81. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. XVI
  82. Dean, John (1999). The Indiana Torture Slaying: Sylvia Likens' Ordeal and Death. Borf Books. σελ. 89. ISBN 978-0-9604894-7-3. 
  83. Dean (2008), p. 104
  84. «Girl Tortured, Court Told». The Canberra Times. May 11, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131771968. Ανακτήθηκε στις May 10, 2019. 
  85. «Woman Claims Ignorance of Tortures». The Canberra Times. May 12, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131772328. Ανακτήθηκε στις March 26, 2019. 
  86. «Woman Claims Ignorance of Tortures». The Canberra Times. May 12, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131772328. Ανακτήθηκε στις June 19, 2019. 
  87. Dean (2008), pp. 155–156
  88. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-312-94699-9) p. 45
  89. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens: Drama in the Court Room». TruTV Crime Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Αυγούστου 2008. 
  90. «Jury Finds 'Guilty of Murder'». The Tipton Daily Tribune. May 19, 1966. https://newspaperarchive.com/tipton-tribune-may-19-1966-p-1/. Ανακτήθηκε στις March 27, 2020. 
  91. 91,0 91,1 Dean (2008), p. 218
  92. Dean (1999), pp. 167–169
  93. «Jury Convicts Torturers in Girl's Death». The Gettysburg Times. May 19, 1966. https://news.google.com/newspapers?id=VEwmAAAAIBAJ&pg=1416,3330079&dq. Ανακτήθηκε στις May 4, 2019. 
  94. Dean, John (May 26, 1966). «Five Sentenced in Likens Case; Clemency Denied». The Indianapolis Star. https://www.newspapers.com/clip/3468051/sylvia-likens-murder/. Ανακτήθηκε στις June 4, 2022. 
  95. «Torture Trial Verdicts». The Canberra Times. May 20, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131773939. Ανακτήθηκε στις March 26, 2019. 
  96. «Life Sentences for Torture Murder». The Canberra Times. May 26, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131775197. Ανακτήθηκε στις March 27, 2019. 
  97. «New Trial». The Canberra Times. September 3, 1970. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/110458892. Ανακτήθηκε στις April 13, 2019. 
  98. Unnamed author: "Court Orders New Trial in Likens Slaying", The Indianapolis Star, September 2, 1970.
  99. Unnamed author: "Mrs. Baniszewski Meted Life in Likens Slaying", The Indianapolis Star, August 20, 1971.
  100. «Parole Board Approves Baniszewski Release Again». United Press International. December 3, 1985. https://www.upi.com/Archives/1985/12/03/Parole-Board-approves-Baniszewski-release-again/9552502434000/. Ανακτήθηκε στις June 19, 2019. 
  101. «The Brutal Murder of Sylvia Likens». The Clermont Sun. August 9, 2018. https://www.clermontsun.com/2018/08/09/marc-hoover-the-brutal-murder-of-sylvia-likens/. Ανακτήθηκε στις March 30, 2019. 
  102. Murders in the United States: Crimes, Killers and Victims of the Twentieth Century (ISBN 0-7864-2075-8) p. 207
  103. The Encyclopedia of Indianapolis (ISBN 0-253-31222-1) p. 910
  104. Caleca, Linda Graham: "Baniszewski Ruling Won't Affect Past Parole Cases, Judge Says", The Indianapolis Star, October 30, 1985
  105. Mermel, Marcy: "Mrs. Baniszewski Portrayed as a New Woman", The Indianapolis News, December 3, 1985.
  106. «Torture-slayer Freed». Kokomo Tribune. December 4, 1985. https://kokomo.newspaperarchive.com/kokomo-tribune/1985-12-04/page-27/. Ανακτήθηκε στις May 18, 2019. 
  107. «Iowa Teacher's Aide Fired for Role in Grisly 1965 Killing». ABC News. October 24, 2012. https://abcnews.go.com/US/iowa-teachers-aide-fired-role-grisly-1965-killing/story?id=17555655. 
  108. «Looking Back on Indiana's Most Infamous Crime, 50 Years Later». The Indianapolis Monthly. October 21, 2015. https://www.indianapolismonthly.com/longform/looking-back-indianas-infamous-crime-50-years-later. Ανακτήθηκε στις March 29, 2019. 
  109. «The Sexual Aesthetic of Murder». The Village Voice. February 13, 1978. https://news.google.com/newspapers?id=elQQAAAAIBAJ&pg=4214,2887967&dq. Ανακτήθηκε στις May 8, 2019. [νεκρός σύνδεσμος]
  110. «Looking Back on Indiana's Most Infamous Crime, 50 Years Later». The Indianapolis Monthly. October 21, 2015. https://www.indianapolismonthly.com/longform/looking-back-indianas-infamous-crime-50-years-later. Ανακτήθηκε στις November 24, 2019. 
  111. «Iowa Teacher's Aide Fired After Discovery Of Connection To 1965 Torture, Killing Of Girl». Huffington Post. October 23, 2012. http://www.huffingtonpost.com/2012/10/23/school-aide-fired-after-c_1_n_2007567.html. 
  112. «Teacher's Aide Fired for Revelation of Role in Grisly 1965 Killing». abcnews.go.com. 24 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2012. 
  113. «Life Sentences for Torture Murder». The Canberra Times. May 26, 1966. https://trove.nla.gov.au/newspaper/article/131775197. Ανακτήθηκε στις April 14, 2019. 
  114. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens — In Memoriam — Crime Library on». Trutv.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. 
  115. House of Evil: The Indiana Torture Slaying (ISBN 978-0-960-48947-3) p. 166
  116. «Obituary for Marie S. (Blake) Shelton». jessenfuneralhome.com. 18 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2019. 
  117. «Looking Back on Indiana's Most Infamous Crime, 50 Years Later». The Indianapolis Monthly. October 21, 2015. https://www.indianapolismonthly.com/longform/looking-back-indianas-infamous-crime-50-years-later. Ανακτήθηκε στις June 11, 2019. 
  118. "150 Hear Likens Case Sentences," The Indianapolis News, May 25, 1966
  119. «StarFiles: The 1965 murder of Sylvia Likens». Indystar.com. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. 
  120. «Local Man Charged with Murder Tells Court he Never Hurt Anyone». The Indianapolis Star. January 28, 1983. https://www.newspapers.com/clip/37414961/the_indianapolis_star/. Ανακτήθηκε στις December 15, 2019. 
  121. «Jury Acquits Man in Murders». Kokomo Tribune. January 29, 1983. https://kokomo.newspaperarchive.com/kokomo-tribune/1983-01-29/page-2/. Ανακτήθηκε στις May 18, 2019. 
  122. «Retro Indy: The Murder of Sylvia Likens, as Told Over 50 Years Ago». The Indianapolis Star. October 23, 2015. https://indystar.com/story/news/crime/2015/10/23/indianapolis-most-sadistic-act-sylvia-likens-gertrude-baniszewski-torture-slaying-indianapolis-news-indianapolis-crime-crime-horror-torture/74209878. Ανακτήθηκε στις March 4, 2021. 
  123. Noe, Denise. «The Torturing Death of Sylvia Marie Likens — In Memoriam — Crime Library on». Trutv.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019. 
  124. «The Torture Killers on Trial». TruTV. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2019. 
  125. «Randy Lepper Obituary». indystar.com. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. 
  126. «Marc Hoover: Interview with Dianna Bedwell». The Clermont Sun. February 25, 2021. https://www.clermontsun.com/2018/10/11/marc-hoover-interview-with-dianna-bedwell. Ανακτήθηκε στις March 4, 2021. 
  127. «Suitcase of Sorrow». The Indianapolis Star, Linda Graham Caleca (April 3, 1999). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2009. 
  128. «Suitcase of Sorrow». The Indianapolis Star. April 3, 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις July 19, 2009. https://web.archive.org/web/20090719004707/http://www2.indystar.com/library/factfiles/crime/history/likens_sylvia/articles/040399.html. Ανακτήθηκε στις September 14, 2019. 
  129. «Cecil Knutson and Dianna Bedwell: Wife survives but husband perishes after couple stranded for two weeks in California desert». 22 Μάϊου, 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2023-05-10. https://web.archive.org/web/20230510204248/https://www.independent.co.uk/news/world/americas/cecil-knutson-and-dianna-bedwell-wife-survives-but-husband-perishes-after-couple-stranded-for-two-weeks-in-california-desert-10276722.html. Ανακτήθηκε στις 10 Μάϊου, 2023. 
  130. «The tribulations of Dianna Bedwell». 22 Μάϊου, 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2023-05-10. https://web.archive.org/web/20230510204246/https://vocal.media/criminal/the-tribulations-of-dianna-bedwell. Ανακτήθηκε στις 10 Μάϊου, 2023. 
  131. Higgins, Will (October 23, 2015). «Retro Indy: The Murder of Sylvia Likens, as told 50 years ago». The Indianapolis Star. http://www.indystar.com/story/news/crime/2015/10/23/indianapolis-most-sadistic-act-sylvia-likens-gertrude-baniszewski-torture-slaying-indianapolis-news-indianapolis-crime-crime-horror-torture/74209878/. Ανακτήθηκε στις March 31, 2017. 
  132. Miller, Jake (October 26, 2015). «Family and Friends Mark 50-year Anniversary of Sylvia Likens' Death». WXIN. https://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:FQ_SoDWQnLAJ:https://cbs4indy.com/news/family-and-friends-mark-50-years-anniversary-of-sylvia-likens-death/+&cd=1&hl=en&ct=clnk&gl=uk. Ανακτήθηκε στις December 6, 2020. 
  133. «Boone County Child Advocacy Center to be Renamed in Honor of Sylvia Likens». WTHR. November 2, 2016. https://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:J-8AN876cZUJ:https://www.wthr.com/article/news/local/boone-county-child-advocacy-center-to-be-renamed-in-honor-of-sylvia-likens/531-69de4a8e-c009-47a3-aae4-74bba6157721+&cd=11&hl=en&ct=clnk&gl=uk&client=firefox-b-d. Ανακτήθηκε στις December 7, 2020. 
  134. Broeske, Pat H. (13 Ιανουαρίου 2007). «A Midwest Nightmare, Too Depraved to Ignore». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2019. 
  135. Genzlinger, Neil (October 3, 2007). «A Neighbor's-Eye View of Deep Depravity». The New York Times. https://www.nytimes.com/2007/10/03/movies/03girl.html. Ανακτήθηκε στις April 20, 2020.