Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ένας τίμιος κλέφτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ένας τίμιος κλέφτης
Εικονογράφηση για το διήγημα, 1881
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΤίτλοςЧестный вор
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1848
Ημερομηνία δημοσίευσης1848
Μορφήδιήγημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ένας τίμιος κλέφτης (τίτλος στα ρωσικά: Честный вор) είναι διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που δημοσιεύτηκε το 1848 σε ρωσικό περιοδικό. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Από τις σημειώσεις του αγνώστου. Το θέμα του διηγήματος είναι η μετάνοια για την αμαρτία: λίγο πριν τον θάνατό του, ένας τραγικός μέθυσος ομολογεί το κρίμα του.[1]

Ο ανώνυμος αφηγητής αρχίζει λέγοντας ότι η συνήθως συγκρατημένη και σιωπηλή μαγείρισσά του κάποτε ζήτησε του επίμονα να επιτρέψει σε κάποιον να μείνει στο σπίτι: έναν ηλικιωμένο στρατιώτη που ονομάζονταν Αστάφι Ιβάνοβιτς. Αυτός συμφώνησε. Μια μέρα, ένας κλέφτης μπήκε στο σπίτι και έκλεψε το παλτό του. Μαθαίνοντας γι 'αυτό, ο Αστάφι Ιβάνοβιτς, που επέστρεφε εκείνη τη στιγμή, έτρεξε πίσω από τον κλέφτη, αλλά, η καταδίωξή του ήταν ανεπιτυχής. Το βράδυ, διηγήθηκε στον αφηγητή την ιστορία ενός «τίμιου κλέφτη», που τον είχε γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα.[2]

Ένα βράδυ σε μια ταβέρνα, ο Αστάφι Ιβάνοβιτς συνάντησε τον Γιεμελιάν Ίλιτς. Οι δυο τους γνωρίζονταν από παλιά, αλλά από την όψη του κουρελιασμένου παλτού του, ο Γιεμελιάν φαίνονταν να περνούσε δύσκολες εποχές. Θα ήθελε πολύ ένα ποτό αλλά δεν είχε χρήματα. Ο Αστάφι, συγκινημένος από την αξιολύπητη θέση του παλιού γνωστού του, του παράγγειλε ένα ποτό. Από εκεί και πέρα, ο άνδρας ακολουθούσε τον Αστάφι παντού και τελικά εγκαταστάθηκε στο σπίτι του. Ο Αστάφι δεν είχε πολλά χρήματα ο ίδιος, αλλά επέτρεψε την εγκατάσταση του Γιεμελιάν επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι το ποτό ήταν ένα τρομερό πρόβλημα και προσπάθησε να τον βάλει στο σωστό δρόμο. Ωστόσο, ο Γιεμελιάν δεν σταματούσε να πίνει και, παρόλο που ήταν ήσυχος και δεν ενοχλούσε όταν ήταν μεθυσμένος, ο Αστάφι μπορούσε να δει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να συντηρηθεί μόνος του με μια τέτοια συνήθεια. Ο Αστάφι τον προέτρεψε να σταματήσει να πίνει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ο Αστάφι αγανακτισμένος τον εγκατέλειψε και μετακόμισε, ελπίζοντας να μην τον ξαναδεί ποτέ.[3]

Πολύ σύντομα μετά τη μετακόμιση του Αστάφι, ο Γιεμελιάν εμφανίστηκε στο νέο του διαμέρισμα και οι δυο τους συνέχισαν να ζουν όπως πριν. Ο Αστάφι παρείχε στον Γιεμελιάν φαγητό και κατάλυμα και ο Γιεμελιάν έβγαινε κάθε μέρα έξω και επέστρεφε μεθυσμένος. Μερικές φορές εξαφανιζόταν για μέρες μόνο για να επιστρέψει τελείως μεθυσμένος και σχεδόν παγωμένος.

Ο Αστάφι, που ήταν ράφτης, ήρθε εποχή που οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά. Την τελευταία παραγγελία του, ένα παντελόνι ιππασίας, ο πλούσιος πελάτης δεν ήρθε ποτέ να την παραλάβει. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πουλήσει το παντελόνι για να βρει χρήματα για λίγο φαγητό, αλλά ψάχνοντάς το δεν μπόρεσε να το βρει πουθενά. Ο Γιεμελιάν ήταν μεθυσμένος όπως συνήθως και αρνήθηκε ότι το έκλεψε. Ο Αστάφι εκνευρίστηκε τρομερά από την κλοπή και συνέχισε να ψάχνει για το παντελόνι ενώ υποψιάζονταν ως δράστη τον Γιεμελιάν, ο οποίος αρνιόταν κατηγορηματικά την κλοπή.

Μια μέρα, ο Αστάφι και ο Γιεμελιάν τσακώθηκαν τρομερά για το παντελόνι και το ποτό του Γιεμελιάν. Ο φιλοξενούμενος έφυγε από το σπίτι και δεν επέστρεψε για μέρες. Ο Αστάφι μάλιστα βγήκε να τον αναζητήσει, αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, μετά από μερικές μέρες, ο άνδρας επέστρεψε σχεδόν λιμοκτονώντας και παγωμένος. Ο Αστάφι τον έβαλε ξανά στο σπίτι του, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι οι μέρες του ταλαιπωρημένου ανθρώπου ήταν μετρημένες. Λίγες μέρες αργότερα, αφού η υγεία του είχε επιδεινωθεί τρομερά, ο ετοιμοθάνατος ζήτησε να πει κάτι στον Αστάφι. Με τα τελευταία του λόγια, ο Γιεμελιάν, για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, παραδέχτηκε ότι είχε κλέψει το παντελόνι.[4]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • μετάφρ. Κοραλία Μακρή, εκδ. Γερονικόλας, 1944
  • μετάφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Άγκυρα, 1975
  • μετάφρ: Εκατερίνα Πολυμέρου, εκδ. Εντύποις, 2014 [5]
  • μετάφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου (ΡΟΕΣ, 2005)