MP40

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Maschinenpistole 40
Το MP 40 με ξεδιπλωμένο κοντάκι
ΤύποςΥποπολυβόλο
Προέλευση Ναζιστική Γερμανία
Ιστορία υπηρεσίας
Υπηρεσία1939 – 1945
ΧρήστεςΒλέπε Χρήστες
ΠόλεμοιΒ' Παγκόσμιος Πόλεμος
Περιορισμένη χρήση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο[1]
Ιστορία παραγωγής
ΣχεδιαστήςΧάινριχ Φόλλμερ
ΚατασκευαστήςErma Werke
Ποσότητα~ 1 εκατομμύριο
ΕκδόσειςMP 36, MP 38, MP 40, MP 40/1, MP 41
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Διαμέτρημα9x19mm Parabellum
Βάρος4 kg
Μήκος833 mm με ξεδιπλωμένο κοντάκι
630 mm με διπλωμένο κοντάκι
Χαρακτηριστικά λειτουργίας
ΛειτουργίαΟπισθόκρουση, ανοιχτού κλείστρου
Ταχυβολία550 φ.α.λ.
Βεληνεκές100 m
ΑναχορηγίαΓεμιστήρας των 32 φυσιγγίων

Το MP 38 και το MP 40 (το "MP" σημαίνει Maschinenpistole, "πολυβόλο πιστόλι") είναι ένα υποπολυβόλο που παρήχθη στη Ναζιστική Γερμανία. Ήταν το πιο διαδεδομένο γερμανικό υποπολυβόλο των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε από αλεξιπτωτιστές, υπαξιωματικούς αλλά και από εχθρικά στη Γερμανία στρατεύματα, όπως επίσης και από παρτιζάνους και αντάρτες. Το MP 40 διακρίνεται κυρίως για τον χαμηλό ρυθμό βολής του και την ελάχιστη ανάκρουση. [2]

Ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στρατιώτες των Waffen-SS με υποπολυβόλα MP 40. Στη θήκη του μπροστινού στρατιώτη διακρίνονται θήκες για τους γεμιστήρες.

Το MP 40 βασίστηκε σχεδιαστικά στο MP 38, το οποίο με τη σειρά του είχε βασιστεί στο MP36, ένα πρωτότυπο κατασκευασμένο από ατσάλι. Το MP36 είχε αναπτυχθεί ανεξάρτητα από το Berthold Geipel της Erma Werke με κονδύλια του Γερμανικού Στρατού, βασισμένο σχεδιαστικά στα προγενέστερα VPM 1930 και το ERMA EMP-35 του Χάινριχ Φόλλμερ (Heinrich Vollmer). Ο Φόλλμερ εργάστηκε πάνω στο MP36 της Berthold Geipel και το 1938 κατασκεύασε ένα πρωτότυπο για να ικανοποιήσει ένα αίτημα του Γραφείου Όπλων του Στρατού για ένα νέο υποπολυβόλο, το οποίο και υιοθετήθηκε ως MP 38. Το MP 38 ήταν μία απλοποιημένη εκδοχή του MP36, και το MP 40 ήταν και αυτό μία απλοποιημένη εκδοχή του MP 38, η οποία περιλάμβανε και ορισμένες αλλαγές προκειμένου η παραγωγή να είναι φθηνότερη, με πιο γνωστή από αυτές τις αλλαγές τη χρήση πρεσαριστών κομματιών ατσαλιού στη συναρμολόγηση.

Άλλες αλλαγές έγιναν από την εμπειρία της χρήσης χιλιάδων MP 38 κατά τη Γερμανική εκστρατεία στην Πολωνία. Οι αλλαγές ενσωματώθηκαν σε ένα ενδιάμεσο μοντέλο που έλαβε την ονομασία MP 38/40 και τότε στην έκδοση MP 40. Μόνο ένα εκατομμύριο υποπολυβόλα των δύο αυτών τύπων έμελλε να φτιαχτούν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Συχνά, οι Σύμμαχοι αποκαλούσαν το MP 40 "Σμάιζερ" (Schmeisser) από το όνομα του Χιούγκο Σμάισσερ, σχεδιαστή του MP18, του πρώτου υποπολυβόλου που παρήχθη μαζικά και είδε εκτεταμένη χρήση κατά την τελευταία περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, δεν είχε ουδεμία ανάμιξη στην κατασκευή του MP 40, αν και είχε πατεντάρει τη σχεδίαση του γεμιστήρα. Αργότερα σχεδίασε και το MP41, το οποίο δεν ήταν άλλο από το MP 40 αλλά με ξύλινο κοντάκι, αντί του αναδιπλούμενου μεταλλικού που χρησιμοποιούσε το τελευταίο, ενώ το MP41 είχε και επιλογέα βολής, παρόμοια με αυτά που διέθετε το προγενέστερο MP 28. Το MP41 δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τον τακτικό στρατό, χρησιμοποιήθηκε εντούτοις σε περιορισμένη έκταση από μονάδες των SS και της αστυνομίας. Όπλα αυτού του τύπου εξάχθηκαν και στη σύμμαχο του Άξονα (μέχρι το 1944), τη Ρουμανία. Η παραγωγή του όπλου αυτού έγινε σε μικρούς αριθμούς, καθώς η Erma υπέβαλε επιτυχή μήνυση για κλοπή ευρεσιτεχνίας κατά του Χένελ (Hänel), υπαλλήλου του Σμάισσερ.

Παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη που επικρατεί, και την οποία έχουν καλλιεργήσει διάφορες πολεμικές ταινίες, το MP 40 δεν διατίθετο σε απλούς στρατιώτες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το τυφέκιο κινητού ουραίου Kar98k, αλλά σε υπαξιωματικούς και αλεξιπτωτιστές. Ωστόσο, οι συγκρούσεις με τους σοβιετικούς, - οι οποίοι διέθεταν εξαιρετικά υποπολυβόλα (όπως το PPSh-41), τους έδινε σε πλεονέκτημα σε μάχη από κοντινές αποστάσεις, οι οποίες αποτελούσαν και την πλειοψηφία – ανάγκασε τους Γερμανούς να αλλάξουν τακτική, και έτσι μέχρι το τέλος του πολέμου σημαντικές μονάδες (όπως οι ομάδες εφόδου) εφοδιάζονταν κάποιες φορές με το MP 40.

Ποτέ όμως δεν υπήρξαν αρκετά MP 40 ώστε να χρησιμοποιηθούν, καθώς το κόστος πρώτων υλών και παραγωγής απέτρεπαν την παραγωγή σε μεγάλους αριθμούς, σε αντίθεση με το φθηνότερο Kar98k. Και από το 1943, ο Στρατός προσπάθησε να αντικαταστήσει τόσο το Kar98k όσο και το MP 40 με το ανώτερο σε πολλά επίπεδα τυφέκιο εφόδου MP43/44, γνωστό και ως StG 44.

Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στρατιώτης του Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού (που πολεμούσε στο πλευρό των Γερμανών) με ένα MP 38
Το MP 40 με διπλωμένο υποκόπανο

Τόσο το MP 38 όσο και το MP 40 είναι ανοιχτού κλείστρου, βασισμένα στην αρχή της οπισθόκρουσης αυτόματα όπλα. Δεν είχαν επιλογέα ρυθμού βολής, οπότε η μόνη επιλογή ήταν το αυτόματο πυρ. Ωστόσο, ο σχετικά χαμηλός ρυθμός βολής επέτρεπε την πραγματοποίηση μίας βολής με σύντομο πάτημα της σκανδάλης. Το κλείστρο διέθετε και οδηγό ελατηρίου το οποίο απορροφούσε την ανάκρουση. Η λαβή του επικρουστήρα ήταν κολλημένη πάνω στο κλείστρο στο MP 38, αλλά αργότερα αυτά τα δύο παράγονταν σαν ξεχωριστά κομμάτια. Η λαβή του επικρουστήρα λειτουργούσε και ως ασφάλεια, όταν η κεφαλή της σφηνωνόταν σε ξεχωριστή εγκοπή πάνω από το κύριο άνοιγμα, κλειδώνοντας το κλείστρο είτε αυτό βρισκόταν σε θέση βολής (οπίσθια) ή τη μπροστινή. Η ανυπαρξία αυτής της λειτουργίας στα πρώιμα MP 38 ανάγκαζε τους χειριστές τους να καταφεύγουν σε αυτοσχέδιες λύσεις, όπως σε χρησιμοποίηση κομματιών δέρματος με μία μικ΄ρη στρογγυλή τρύπα, που κρατούσαν το κλείστρο στη μπροστινή θέση.[3] Αρχικά, ο αναδοχέας του όπλου κατασκευαζόταν από μηχανικά διαμορφωμένο ατσάλι, αλλά η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρος και ακριβή, οπότε αντικαταστάθηκε από μία απλούστερη η οποία χρησιμοποιούσε πρεσαριστό και ηλεκτροσυγκολλημένο ατσάλι όσο το δυνατόν περισσότερο. Το MP 38 είχε επίσης διαμήκη αυλάκωση στον αναδοχέα και το κλείστρο, αλλά και κυκλικό άνοιγμα στο υποδοχέα του γεμιστήρα. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν υπήρχαν στο MP 38/40 και στο MP 40.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που συναντιόταν στα περισσότερα MP 38 και MP 40 ήταν ένα κυλινδρικό κομμάτι υποστήριξης από αλουμίνιο, ατσάλι ή βακελίτη κάτω από τη θαλάμη, το οποίο σταθεροποιούσε το όπλο όταν βαλλόταν από Τεθωρακισμένο Όχημα Μεταφοράς Προσωπικού, όπως το ημιερπυστριοφόρο όχημα Sdkfz 251. Η χειρολαβή που υπήρχε ανάμεσα στο γεμιστήρα και την πιστολοειδή λαβή του όπλου κατασκευαζόταν από συνθετικό υλικό, παράγωγο του βακελίτη. Η θαλάμη ωστόσο δεν περιβαλλόταν από μονωτικό υλικό, με αποτέλεσμα η χειρολαβή να λιώνει μερικές φορές από τη θερμότητα που παραγόταν από τις βολές. Το όπλο είχε επίσης ένα χαρακτηριστικό μονοκόμματο αναδιπλούμενο κοντάκι, παρόμοιο με αυτό της αμερικανικής αραβίδας M1A1, αλλά το πρώτο που εφαρμοζόταν σε υποπολυβόλο.[4] Όταν αναδιπλωνόταν, το μήκος του όπλου μίκραινε, αλλά κάποιες φορές δεν ήταν αρκετά ανθεκτικό για σκληρή χρήση σε μάχη.

Υπαξιωματικός της Βέρμαχτ με ένα MP 40/I το 1944.

Αν και το MP 40 ήταν σχετικά αξιόπιστο, ένα από τα μειονεκτήματά του ήταν ο γεμιστήρας των 32 φυσιγγίων που διέθετε. Αντίθετα με το αμερικανικό υποπολυβόλο Thompson, του οποίου ο γεμιστήρας ήταν δίστηλος και διπλής τροφοδοσίας, ο γεμιστήρας του MP 38 και του MP 40 ήταν δίστηλος, αλλά μονής τροφοδοσίας. Η μονή τροφοδοσία οδηγούσε σε αυξημένη τριβή στα φυσίγγια που ανέβαιναν προς την κορυφή του γεμιστήρα και τον αναδοχέα του όπλου τελευταία, με αποτέλεσμα αυτά να μην φτάνουν καν στον αναδοχέα. Το πρόβλημα γινόταν πιο έντονο με την παρουσία σκόνης ή χώματος, τα οποία επιπλέον προκαλούσαν εμπλοκή εύκολα, αν έμπαιναν στο κλείστρο.[5]

Άλλο πρόβλημα προέκυπτε από το ότι κάποιοι στρατιώτες κρατούσαν τον γεμιστήρα για να σταθεροποιήσουν το όπλο κατά τη βολή, καθώς η πίεση πάνω του μετακινούσε τα "χείλη" του γεμιστήρα (το μέρος που εφαρμοζόταν στον αναδοχέα) από τον αναδοχέα, με αποτέλεσμα τα φυσίγγια να μην μπορούν να εισέλθουν στη θαλάμη, καθώς ο γεμιστήρας δεν εφάρμοζε σφιχτά σε αυτό το μέρος. Οι Γερμανοί στρατιώτες, κατά την εκπαίδευσή τους στα υποπολυβόλα, μάθαιναν να κρατούν το όπλο από τη χειρολαβή που υπήρχε γι' αυτό τον σκοπό στο κάτω μέρος του όπλου ή το πεπλατυσμένο μέρος στο οποίο εφαρμοζόταν ο γεμιστήρας για να αποφεύγονται επιπλοκές στην τροφοδοσία.[6][7]

Αντίγραφα και μεταπολεμική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, πολλά MP 40 καταλήφθηκαν από τους Συμμάχους και στάλθηκαν για να προμηθεύσουν στρατούς αναπτυσσόμενων χωρών, παραστρατιωτικούς ή αντάρτες, όπου και κατέληξαν να χρησιμοποιούνται στα πεδία των μαχών του Ελληνικού εμφυλίου, του Αραβοϊσραηλινού πολέμου και στον Πόλεμο του Βιετνάμ.[1] Τα MP 38 και MP 40 αποτέλεσαν τη βάση για ποικίλα μελλοντικά υποπολυβόλα, όπως:

  • Το Μ3. Η σχεδιαστές του επηρεάστηκαν από το Sten και κυριευθέντα MP 40. Ο γεμιστήρας του M3 ήταν αντίγραφο αυτού του Sten, ο οποίος με τη σειρά του ήταν και αυτός αντίγραφο του γεμιστήρα του MP 40.
  • Η ισπανική εταιρεία Star Bonifacio Echeverria, S.A. κατασκεύασε το Star Modelo Z-45, μία έκδοση του MP 40,[8] διαμετρήματος 9x23mm (9 mm Largo). Το υποπολυβόλο διέθετε επιλογέα βολής και ξύλινο ή μεταλλικό αναδιπλούμενο κοντάκι και ξύλινες χειρολαβές.[8] Ο γεμιστήρας του ήταν αντίγραφο αυτού του MP 40, αλλά χωρητικότητας 30 φυσιγγίων.[8] Το όπλο αυτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα πεδία των μαχών του μάχη του Σίντι Ίφνι και χρησιμοποιήθηκε από την Ισπανία, την Κούβα, τη Χιλή, την Πορτογαλία και τη Σαουδική Αραβία.


Εκδόσεις και παρόμοια όπλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το MP 41 με ξύλινο κοντάκι
  • MP 40/I  — Κύρια έκδοση παραγωγής
  • MP 40/II  — Πειραματική έκδοση με δύο γεμιστήρες τοποθετημένους ο ένας δίπλα στον άλλο που δοκιμάστηκε το 1942. Ο υποδοχέας των γεμιστήρων συρόταν οριζόντια, έτσι ώστε ο δεύτερος γεμιστήρας να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως μόλις τελείωνε ο πρώτος. Η έκδοση αυτή σχεδιάστηκε με σκοπό να αντιμετωπίσει τον υπέρτερο όγκο πυρός του σοβιετικού PPSh-41, το οποίο χρησιμοποιούσε συνήθως τυμπανοειδείς γεμιστήρες μεγάλης χωρητικότητας. Η έκδοση αυτή όμως δεν δούλευε σωστά, καθώς έκανε το όπλο βαρύτερο και κατέστρεφε την ισορροπία του.[7] Αλλά και οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν να αντικαθιστούν την κατασκευή τυμπανοειδών γεμιστήρων σε γεμιστήρες των 35 φυσιγγίων, λόγω προβλημάτων στη λειτουργία τους.[12]
  • MP 41 — Έκδοση σχεδιασμένη από τον Λουί Σμάισσερ για την εταιρία Hänel και διέθετε γεμιστήρα, μηχανισμό βολής και υποδοχέα γεμιστήρα ίδιο με αυτό του MP 40, αλλά κοντάκι, σκανδάλη και επιλογέα βολής παρόμοιο με αυτούς του MP 28.
  • Πολλές χώρες που έλαβαν μέρος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ανέπτυξαν δικά τους υποπολυβόλα με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά του MP 40 (με αναδιπλούμενο κοντάκι, γεμιστήρα που χρησιμοποιείτο ως χειρολαβή και παρόμοια διαδικασία παραγωγής). Τα γνωστότερα παραδείγματα είναι το ρωσικό PPS-43 και το αμερικανικό Μ3. Πολλά από αυτά τα όπλα που επηρεάστηκαν από το MP 40 αντέγραψαν και τον ελαττωματικό γεμιστήρα.
  • BD38 — Μία νέα, ημιαυτόματη έκδοση του MP 38.

Χρήστες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ingram, Mike (2001). The MP40 submachine gun. Zenith Imprint. σελ. 75. ISBN 0760310149. Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009. 
  2. Bishop, Chris (1998), The Encyclopedia of Weapons of World War II, New York: Orbis Publiishing Ltd, ISBN 0-7607-1022-8 .
  3. Popenker, Max. «Modern Firearms — MP-38 and MP-40 submachine guns». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2007. 
  4. Ian Hogg· John Weeks (1977). Military Small Arms of the 20th Century. Arms & Armour Press. σελ. 90. ISBN 0873491203. 
  5. Weeks, John, World War II Small Arms, London: Orbis Publishing Ltd. (1979), p. 33.
  6. Dunlap, Roy F., Ordnance Went Up Front, Samworth Press (1948), pp. 80-81.
  7. 7,0 7,1 Nelson, Thomas B., The World's Submachine Guns, TBN Enterprises, 1977.
  8. 8,0 8,1 8,2 Smith, Joseph E., Small Arms of the World, 9th ed., Harrisburg, PA: The Stackpole Company (1969), pp. 544-546
  9. Hæren Etter Andre Verdenskrig 1945 - 1990. ISBN 82-90545-18-5. 
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2009. 
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2009. 
  12. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2009. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]