Ψάρι Μεσσηνίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ψάρι
Ψάρι is located in Greece
Ψάρι
Ψάρι
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΠελοποννήσου
ΔήμοςΟιχαλίας
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΠελοπόννησος
ΝομόςΜεσσηνίας
Πληθυσμός
Μόνιμος220
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας240 11

Το Ψάρι είναι χωριό του νομού Μεσσηνίας που ανήκει από το 2011 σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης στον δήμο Οιχαλίας. Παλαιότερα άνηκε στόν Δήμο Δωρίου. Κατά τον ιστορικό Κ. Σάθα το χωριό Ψάρι, είναι από εκείνα τα οποία φέρουν το όνομα του ιδιοκτήτη τους. Ίσως όμως προέρχεται από το αρχαίο Οψάριον που σημαίνει σκληρός τόπος.[1] Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 έχει 227 μόνιμους κατοίκους.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ψάρι βρίσκεται σε υψόμετρο 240 μέτρα στη βάση του λόφου Μετσίκι. Οι αποστάσεις από τις πλησιέστερες πόλεις είναι 27 χιλιόμετρα από την Κυπαρισσία, 48 χιλιόμετρα από την Μεγαλόπολη και 54 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα.

Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων και σε υψόμετρο 550 μέτρα βρίσκεται το Άνω Ψάρι. Είναι χτισμένο πάνω σε ένα πολύ εκτεταμένο οροπέδιο, ίσιο και ομαλό, που το ζώνουν χαμηλά βουνά - θαμνοσκέπαστα ως και δασωμένα. Οι βρύσες με το άφθονο νερό δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση κατοίκων.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ψάρι είναι ένα από τα περίφημα Σουλιμοχώρια ή Αρβανιτοχώρια της ορεινής Τριφυλίας που πρωτοκατοικήθηκαν από τους περίφημους Ντρέδες.[3] Σύμφωνα με τις παραδόσεις οι πρώτες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Άνω Ψάρι γύρω στα 1630. Οι οικογένειες αυτές ήταν των Κονταίων από το Σουλιμά (Άνω Δώριο) και των Σγουραίων από την Ήπειρο. Γύρω στα 1660 ήρθε ο Αναγνώστης (Αλέξης) Ντάρας από το Ζαΐμογλι (Δροσιά) της Πυλίας, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από τους Τούρκους από το Ντάρα της Μαντίνειας. Λίγα χρόνια αργότερα άλλες δύο οικογένειες ήρθαν από τη Μεγαλόπολη, οι Καρραίοι και οι Ντουλιμαναίοι. Αργότερα κι άλλες οικογένειες ήρθαν, οι οποίες προσκολλήθηκαν στις πέντε πρώτες.[3] Έτσι το χωριό ήταν μοιρασμένο στις πέντε αυτές οικογένειες. Το Ψάρι χτίστηκε αργότερα από τ' άλλα Σουλιμοχώρια, αλλά αναπτύχθηκε πιο γρήγορα και έτσι στην Επανάσταση οι κάτοικοί του ήταν όσοι και στο Σουλιμά. Γι' αυτό και η λαϊκή μούσα τραγουδούσε: Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυο κεφαλοχώρια, χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκους δεν προσκυνάνε...

Στις 24 Απριλίου 1824 ο Ιμπραήμ έστειλε τον Ασλάν Μπέη με 6000 πεζούς, 500 ιππείς και 10 κανόνια εναντίον του στρατού των Αρκαδίων που είχε στρατοπεδεύσει στο Ψάρι.[4] Η μάχη που ακολούθησε κράτησε 4 ώρες. Οι αμυνόμενοι Ντρέδες κυρίευσαν 4 σημαίες, 23 άλογα και 1 κανόνι των εχθρών. Στη μάχη αυτή πολέμησαν όλες οι γυναίκες του χωριού και άλλες από τα γύρω χωριά μοιράζοντας μπαρουτόβολα στους πολεμιστές ή ρίχνοντας με τα καρυοφίλια τους και τις πιστόλες τους. Οι εχθρικές απώλειες ήταν 250 στρατιώτες και 11 αξιωματικοί νεκροί και 80 τραυματίες, ενώ οι Αρκάδιοι έχασαν 31 άντρες και είχαν 9 πληγωμένους.[5]

Το 1836 (Φ.Ε.Κ. 80/28-12-1836) το Ψάρι, η Δημάντρα, το Σύρτζι (Σύρριζο), το Κλέσουρα (Αμφιθέα) και το Κατσούρα (Άνω Βασιλικό) ανήκουν στον Δήμο Ηλεκτρίδος, που δημιουργήθηκε με έδρα το Ψάρι. Πρώτος δήμαρχος ήταν ο αγωνιστής του 1821, αξιωματικός Αντώνης Συρράκος. Στο Ψάρι λειτούργησε ένα από τα πρώτα δημόσια σχολεία στην ελεύθερη Ελλάδα. Στο Ψάρι με το από 31 Ιουλίου 1892 Βασιλικό Δ/γμα συστάθηκε σχολείο θηλέων για τα χωριά Ψάρι, Κλέσουρα και Χρυσοχώρι του Δήμου Ηλέκτρας (Φ.Ε.Κ. αριθ. φύλλου 263, 4 Αυγούστου 1892).[3] Το Άνω Ψάρι διατηρήθηκε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, αλλά οι κάτοικοί του κατέβηκαν βαθμιαία στο Κάτω Ψάρι. Η μετοικεσία αυτή πήρε γοργότερους ρυθμούς γύρω στα 1900 και πριν το 1940 δεν κατοικούσαν στο Πάνω Ψάρι πάνω από 10 οικογένειες. Σήμερα το Άνω Ψάρι έχει ελάχιστους κατοίκους ένω στο Ψάρι σύμφωνα με την απογραφή του 2021 οι μόνιμοι κάτοικοι αριθμούν τους 227. Το Ψάρι Μεσσηνίας είναι ένα από τα εφτά Σουλιμοχώρια (Ψάρι, Σουλιμά, Κούβελα, Λάπι, Βλάκα, Κλέσουρα, Γκλιάτα).

Θολωτοί τάφοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κορυφή του λόφου Μετσίκι, στη βάση του οποίου είναι χτισμένο το Ψάρι, βρίσκονται 2 θολωτοί τάφοι.

Το 1981, ο Γεώργιος Παπαγεωργίου, με την παρακάτω επιστολή γνωστοποίησε στο Υπουργείο Πολιτισμού την υπαρξή τους.

«Μέ τό γράμμα μου αὐτό θέλω νά σᾶς γνωρίσω ἕνα “μνημεῖο” (κάπως γνωστό) μέ τή γνώμη, ἄν ὄχι τήν βεβαιότητα, πώς πρόκειται γιά ἕναν ἀκόμη μυκηναϊκό τάφο στόν νομό Μεσσηνίας, μιά θέση κοντά στό χωριό Ψάρι. Καθώς περιγράφω παρακάτω, παραμένει “κάπως γνωστό”, γιατί μερικοί ἀπό τούς παλιούς Ψαραίους ξέρουν τή θέση, μά μιλάνε γιά “ἁλώνι”, γιά “καμίνι”, χωρίς νά διερωτηθοῦν καί νά ἑρευνήσουν περισσότερο…» (ΑΠ 6657/ΓΔΑΑ/3- 2-1981).[6]

Ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος χρονολογείται στην περίοδο -1.600 έως -1.400. Δυστυχώς δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση και είναι παραμελημένος ενώ στην περιοχή έχουν γίνει παράνομες ανασκαφές.[7]

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετάβολη πληθυσμού στο Ψάρι Μεσσηνίας
Έτος Πληθυσμός Έτος Πληθυσμός Έτος Πληθυσμός
1689 76[2] 1896 1443 1981 812
1700 120[2] 1907 1706 1991 539
1844 840 1920 1712 2001 615
1851 987 1928 1882 2011 502
1861 855 1940 1825 2021 227
1876 1443 1951 1459
1879 1223 1961 994
1889 1280 1971 683

Ονομαστοί αγωνιστές με καταγωγή από το Ψάρι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ντάρας Μάρκος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στα 1730 με 1740 η κλεφτουριά του Μοριά είχε φουντώσει για τα καλά. Ο Δήμος Μπότσικας Κολοκοτρώνης, ένας τρανός και δυνατός κλέφτης, ήλθε σ’ επαφή και μ’ άλλους αρχηγούς των κλεφτών του Μοριά, όπως με τον Μήτρο Περίβολο από τα Καλάβρυτα, τον Δημήτρη Πυθιμούντα, από την Κυπαρισσία, τον Μαντά από την Πάτρα και με τον περιβόητο Μάρκο Ντάρα από τα Σουλιμοχώρια

Ο θρυλικός Μάρκος Ντάρας γεννήθηκε, στο χωριό Ψάρι Τριφυλίας, στις 12 Δεκεμβρίου του 1700. Σε ηλικία 20 ετών είχε μαζί του περί τα 80 παλικάρια Ντρέδες, όπου με αυτούς επιχειρούσε κατά των Αλβανών και των Τούρκων. Στην σημαία του είχε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και γύρω από αυτή την εξής επιγραφή: «Προστάτης των Χριστιανών της Πελοποννήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης Τούρκων και Αλβανών». Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους κλεφταρματολούς του Μοριά και αναγνωρισμένος γενικός αρχηγός κατά την εποχή της δράσης του. Ο  Αθανάσιος Γρηγοριάδης, που τον σκιαγραφεί στο γνωστό βιβλίο του, «Ιστορικές Αλήθειες» στην σελίδα 20 γράφει για τον Μάρκο Ντάρα: «Ήταν ανήρ υψηλός και ωραίος, μελαχροινός, έχων μακράν και μέλαναν γεννειάδαν και μύστακα  επιμήκη».[8]

Σωστός Θεός του πολέμου και συμπληρώνει: «Πάντοτε εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον έκ μέλανος βελούδου ενδυμασίαν έφερεν δε πανοπλίαν κεχρυσμένην».[8] Έμοιαζε ούτε λίγο, ούτε πολύ και κατά τις περιγραφές μας και κατά την περιφρονημένη παράδοση σαν τον Αχιλλέα.

Το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν δυνατόν νά τον παραβλέψη και να μην τον τράγουδήση:

O Μάρκος Ντάρας απ΄ τήν Αρκαδιά,

όπου ήταν ξακουσμένος εις όλο τό Μωριά

είχε παλληκάρια διαλεχτά

όλο Ντρέδες Αρκαδινούς

που πολεμούσανε σαν τά λιοντάρια δυνατά,

Ο Ντάρας ήταν παλληκάρι ξακουστό

περήφανος αρματωλός

μέρα και νύκτα έκανε πόλεμο δυνατό,

μέ Τούρκους και Αρβανίτες

τους νικούσε και τους έσφαζε σαν τά τραγιά.

Οπου ο Ντάρας διαβαίνει

εκεί βογγούν οι κάμποι και τά βουνά,

Άϊντε Ντάρα μου ξακουσμένε μου,

που στους κάμπους, πού σταίς χώραις μπαίνης

Τούρκους και Αρβανίτες ποτέ σου δεν φοβιέσαι.

Ο Μάρκος Ντάρας, υπήρξε μοναδικός κλεφτοκαπετάνιος στα προεπαναστατικά χρόνια. «Υπήρξεν αναμφισβήτητα μεγάλη μορφή ο Μάρκος Ντάρας. Ο πρώτος των κλεφτών. Της Τουρκιάς ο τρόμος. Αν ζουσε, στούς επαναστατικούς χρόνους, θάταν ίσος απέναντι στούς γνωστούς ήρωες. Κι’ ίσως νά μην είναι άστοχος ο λόγος, αν ειπωθή πως θα επισκίαζε πολλούς. Γιατί, κι’ αυτός ακόμα ο Γέρος του Μόρια, σαν ρωτιέται από τον Τερτσέτη, να εξηγήση τους λόγους της επιρροής του στην Πελοπόννησο, αραδιάζει κοντά σ’ άλλους λόγους κι αυτόν: «Οι ανδρειότεροι της Πελοποννήσου δεν εζούσαν πλέον». Κι’ ακόμα, κάτι πιο βαρύ κι ολότελα αληθινό, πώς: «Αν εζούσαν οι παλαιοί, ηθέλαμεν κυριεύσει μ’ ευκολίαν την Πελοπόννησον τον πρώτο χρόνο». Καί είχε ύπ’ οψι του, ο θρυλικός Γέρος, τον Μάρκο Ντάρα, και τάλλα πρωτοπαλλήκαρα της Αρκαδιάς-Τριφυλίας, όταν έλεγε αυτά τα βαρεία λόγια, πού τα πίστευε, γιατί του ήταν γνωστή, η ανδρεία τους, η τόλμη τους η όλη τους δράσι»(1).

Έδρασε πραγματικά ο Μάρκος Ντάρας, σ’ όλο τον Μοριά. Η φήμη των αγώνων του, εναντίον των Τούρκων είχε ξεπεράσει τα όρια του Μοριά και τα μεγάλα του μυθικά, θα έλεγε κανένας, κατορθώματα, «είχον φθάσει εις τας ακοάς και του τότε Σουλτάνου».

Ένα ισχυρότατο πλήγμα δέχθηκαν οι κλέφτες και αρματολοί της Πελοποννήσου το 1740. Στις 10 Μαρτίου εκείνου του έτους, ενώ πολλοί από αυτούς συναντήθηκαν στο Λεοντάρι της Αρκαδίας δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 5.000 Τούρκους και 3.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες πολεμιστές, που είχαν συγκεντρωθεί στο πυκνό δάσος του Λεονταρίου, εντοπίστηκαν μετά από προδοσία. Προδότης υπήρξε ο Βούλγαρος Τσέλιος Κριστώφ, ή Κριστέβα, που υπηρετούσε στο σώμα του Ντάρα και δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους. Εκεί στην άνιση μάχη, σκοτώθηκαν πολλοί οπλαρχηγοί και οι άνδρες τους, συνολικά 200 άνδρες. Ο ίδιος ο Μάρκος Ντάρας με 50 από τους άνδρες του, έσυραν τα γιαταγάνια και επιχείρησαν έξοδο. Αφού πολέμησαν ηρωικά, κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Τούρκων και αφού διέφυγαν γλίτωσαν στην Ηλεία.

Μετά από αυτή την καταστροφή του σώματός του, κύριο μέλημά του ήταν, να βρει τον Τσέλιο Κριστώφ και να τον σκοτώσει. Στις 20 Ιουλίου του 1740, μετά από έμπιστη πληροφορία, ο Ντάρας πραγματοποίησε  αιφνιδιαστική επιδρομή στον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας, συνέλαβε τον καταδότη Κριστώφ και επί τόπου τον σκότωσε .

Η παλικαριά του, που του έδινε για εκείνους τους καιρούς υπερηφάνεια, φαίνεται και από μια επιστολή που ο ίδιος έγραψε στον Τούρκο Μόρα Βαλεσή Πασά του Μοριά, ύστερα από την εκδίκηση που πήρε, για τους αδικοσκοτωμένους με προδοσία οπλαρχηγούς: Δημήτρη Πιθυμούντα. Δήμο (Μπότσικα) Κολοκοτρώνη, Μαντά και Μήτρο Περίβολο, οι οποίοι εδολοφονήθησαν μ’ ενέδρα του προδότη Βούλγαρου Τσέλιου Κριστέβα.

Όταν λοιπόν ο Μάρκος Ντάρας εξόντωσε τον Κριστέβα και τους Τουρκαλβανούς έγραψε:

«Σουλεϊμάν Πασά- Βαλή του Μωρέως,

Σού γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμον ποδότη Βούλγαρον Τσέλιον Κριστέβαν και τους στρατιώτας σου Αρβανίτας. Να μάθης το λοιπόν πως και συ και λοιποί ομοθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να σταματήσετε πλιά να μας κυνηγάτε, και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλοιώς να καρτερήτε όλοι θάνατο τέτοιον πως τον άτιμον προδότην Κριστέβαν και τους Αρβανίτες σου. Άκουσε όλα αυτά που σήμερον σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες σου Τούρκοι και Αρβανίτες θα μετανοιώσετε. Είναι η ώρα έως 3 μετά το μεσημέρι και εγώ με τα παλληκάρια μου φεύγω από εδώ και πηγαίνω να κάμω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μωριά. Από το χωριό Αχλαδόκαμπο στις 20 του μηνός Ιουλίου του 1740. Ο άσπονδος εχθρός σου και των λοιπών Αγάδων

Μάρκος Ντάρας Αρκαδινός αρματωλός»

Το πεπρωμένο του ήταν να δολοφονηθεί και αυτός, μετά από τέσσερα χρόνια, με τον ίδιο τρόπο. Ο διοικητής του Μοριά, Σουλεϊμάν, δωροδόκησε τον διατελούντα στην υπηρεσία του Ντάρα, Αλβανό Γιόγκα, με 50.000 γρόσια. Στις 20 Ιούνη 1745, ο Ντάρας αιχμαλωτίστηκε πληγωμένος και φονεύθηκε με σκληρό τρόπο επάνω στο κρεβάτι του, ενώ βρίσκονταν στο χωριό Ίσαρι της Μεγαλούπολης και νοσηλευόταν από ένα πρακτικό γιατρό, τον Παναγιώτη Τρουβέλη, τον οποίον οι Τούρκοι σκότωσαν και αυτόν με φρικτό τρόπο, γιατί του παρείχε άσυλο και νοσηλεία.

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, τον δολοφόνο Γιόγκα, τον συνέλαβε ο εκ Τριφυλίας οπλαρχηγός Θανάσης Ρεπεσιώτης, παρά το χωριό Καμάρι της Μαντινείας, τον οποίον διαμέλισε ως αντίποινα για τον φόνο του Μάρκου Ντάρα, στις 15 Μαρτίου 1746.

Γκρίτζαλης Γιαννάκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1791 στο Ψάρι Τριφυλίας (της τότε Αρκαδιάς).

Γιος του Δημήτρη Γκρίτζαλη, ο οποίος πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 1790, αφήνοντας τον Γιαννάκη και τα δυο αδέλφια του ορφανά σε πολύ μικρή ηλικία. Ο μικρός μάλιστα γιος ήταν αβάπτιστος και πήρε - όπως συνηθίζεται στην περιοχή - το όνομα του εκλιπόντος πατέρα του. Η μητέρα του Αρετή, καταγόταν από το Κούβελα και ήταν αδελφή του γνωστού κλέφτη, λοχαγού του Αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο και αρχηγού των Ντρέδων κατά την έναρξη της επανάστασης, Γιαννάκη Μέλιου, ο οποίος πέραν από θείος του Γιαννάκη, ήταν και προστάτης των ορφανών και νονός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη.

Η γυναίκα του Γιαννάκη, Γιαννούλα ήταν κόρη του θρυλικού κλέφτη και οπλαρχηγού Μητροπέτροβα από τη Γαράντζα. Με τη Γιαννούλα ο Γιαννάκης ήταν λογοδοσμένος πριν το 1821 και φαίνεται ότι την παντρεύτηκε στην αρχή της επανάστασης. Γι’ αυτό και εμφανίζεται, σε ιστορικά κείμενα, από τα προεπαναστατικά κιόλας χρόνια, ως γαμπρός του Μητροπέτροβα, με τον οποίο και υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, συμπολεμιστής.

Ο Γιαννάκης είχε δυο γιους, τον Δημήτρη που έφερε το όνομα και των δυο παππούδων του και τον μικρότερο Γιώργη.

Προεπαναστατικά τον Γιαννάκη και τον μικρότερο αδελφό του τον Δημήτρη τους βρίσκουμε για μερικά χρόνια εγκαταστημένους στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δημήτρης ασχολείτο με το εμπόριο σιτηρών, μεταξύ Οδησσού και Πόλης. Εκεί φαίνεται ότι μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία και ο Γιαννάκης από το 1818 και μετά έπαιζε ρόλο συνδέσμου, μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Ζακύνθου και των οπλαρχηγών της ορεινής Μεσσηνίας, μεταξύ των οποίων και ο πεθερός του Μητροπέτροβας. Εξαιτίας αυτής του της δράσης ορισμένοι ιστορικοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των κλεφτών της περιοχής.

Η συμμετοχή και συνεισφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κατά τα πρώτα χρόνια του αγώνα της παλιγγενεσίας, είναι γνωστές και ιστορικά τεκμηριωμένες. Αρκεί να σημειωθεί ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο Βαλτέτσι, την Άλωση της Τριπολιτσάς και τα Δερβενάκια που τον καθιέρωσαν ως οπλαρχηγό πρώτης γραμμής. Μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς ονομάστηκε το 1823 χιλίαρχος σε ηλικία 32 ετών και ήταν ο νεότερος σε ηλικία χιλίαρχος μεταξύ των οπλαρχηγών του Αγώνα. Τον βαθμό αυτό τον πήρε στο πεδίο της μάχης και όχι με άλλα κριτήρια όπως δινόταν στη συνέχεια οι βαθμοί και κυρίως κατά τον εμφύλιο του 1825.

Ο Γιαννάκης όπως και ο Μητροπέτροβας υπήρξαν άξιοι και πιστοί φίλοι του Κολοκοτρώνη και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκαν μαζί του, κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, από την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη και λοιπών. Η φυλάκιση τους, όπως είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο και απ’ όλους αποδεκτό, αποτέλεσε την ευκαιρία και αφορμή της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, με όλα τα γνωστά και οδυνηρά επακόλουθα.

Αποφυλακισθέντες, στα τέλη Μαΐου, επειδή ο λαός ζητούσε τους φυσικούς ηγέτες και χωρίς καμία πικρία ή μνησικακία ανέλαβαν πάλι τη γνωστή αγωνιστική τους δράση, συγκινώντας το φιλελληνικό κίνημα και τα ανακτοβούλια της Ευρώπης, επειδή έδειξαν ότι οι Έλληνες πράγματι επιθυμούν και αξίζουν την ελευθερία τους.

Η αγνή και άδολη αυτή συμπεριφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα, όπως και ο πρωταγωνιστικός τους ρόλους στους αγώνες κατά του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν παραδείγματα ηρωισμού και πατριωτισμού μεταξύ των μαχόμενων Ελλήνων και κυρίως μεταξύ των συμπατριωτών τους. Γι’ αυτό και η Μεσσηνία είναι από τις λίγες περιοχές που δεν εμφανίστηκε το θλιβερό φαινόμενο των «προσκυνημένων».

Μετά το Ναυαρίνο, ένα άλλο οδυνηρό και καθοριστικό, για την μετέπειτα ιστορία του τόπου, γεγονός υπήρξε, η δολοφονία του Καποδίστρια.

Η έλευση του Όθωνα, σε ηλικία μόλις 18 ετών και η επιτροπεία του από τους αντιβασιλείς δρομολόγησαν για τη χώρα καινούρια δεδομένα και αποτελούν θλιβερές σελίδες της νεότερης ιστορίας. Και μόνο το γεγονός της καταδίκης σε θάνατο παρ’ ολίγον εκτέλεσης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα αρκεί να αποδείξει τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας αυτή την εποχή. Εάν εκτελείτο ο Κολοκοτρώνης η Πατρίδα μας θα κουβαλούσε στους αιώνες το στίγμα της ντροπής και της αχαριστίας.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και με τους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα φυλακή, αγωνιστές όπως Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας, δεν μπορούσαν να μένουν απαθείς θεατές. Γι’ αυτό και τέθηκαν επικεφαλής της γνωστής Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, η οποία, λόγω και των αιτημάτων φορολογικού και θεσμικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονταν στις προκηρύξεις τους θεωρείται ως η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεότερη ελληνική ιστορία.

Ας σημειωθεί ότι μεταξύ των αιτημάτων, πέραν της αποφυλάκισης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, περιλαμβάνεται για πρώτη φορά και εκχώρηση Συντάγματος. Η συμμετοχή δε σ’ αυτήν και η φυλάκιση του Δημητρίου Καλλέργη, θεωρείται από πολλούς ιστορικούς, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Ρούσσος ως προπομπός της επανάστασης του 1843. Για πολλούς όμως είναι άγνωστο το πότε και από ποιους ζητήθηκε για πρώτη φορά εκχώρηση Συντάγματος.

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο σημαντικότερος αρχηγός της Μεσσηνιακής επανάστασης, φέρεται να αρνείται την ανάμειξη των φυλακισμένων στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα στην εξέγερση και επικαλείται ως λόγο για τον ξεσηκωμό των χωρικών την αβάσταχτη φορολογία.

Στις 29 Ιουλίου 1834 τέσσερα οργανωμένα κινήματα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας έλαβαν χώρα, ταυτόχρονα.

Επικεφαλής του πρώτου ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο οποίος είχε συγκεντρώσει από τα χωριά Σουλιμά και Ψάρι Τριφυλίας 200 πολεμιστές και με αυτούς μπήκε αθόρυβα, τα μεσάνυχτα, στην Κυπαρισσία. Οι επαναστάτες κρύφτηκαν την νύχτα εκείνη στα σπίτια διάφορων Ναπαίων που ήταν μυημένοι στην συνωμοσία και το πρωί της επομένης ημέρας συνέλαβαν πρώτα τον νομάρχη Δ. Χρηστίδη και τον μοίραρχο Κυπαρισσίας Αντώνη Μαυρομιχάλη, κατέλυσαν όλες τις αρχές και κατόπιν διακήρυξαν στο λαό της πόλης τους επαναστατικούς σκοπούς των.

Ο Γκρίτζαλης διακήρυξε ότι το κίνημα απέβλεπε στην κατάργηση της Αντιβασιλείας και την άμεση ανάληψη της βασιλικής εξουσίας από τον Όθωνα. Δήλωσε ακόμη ότι η επανάσταση είχε σκοπό να εμποδίσει την υπονόμευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους αλλόθρησκους αντιβασιλείς και διέδωσε συνάμα ότι το κίνημα είχε προεξοφλήσει τη συγκατάθεση και τη βοήθεια της Ρωσίας. Τέλος για να επιτύχει και τη σύμπραξη του αγροτικού κόσμου, υποστήριξε ότι ένα άλλο κίνητρο της εξέγερσης ήταν η καταθλιπτική φορολογία που είχε επιβληθεί στους γεωργούς και οι ληστρικές μέθοδοι με τις οποίες εισπράττονταν οι φόροι από τους ενοικιαστές των, όλους ευνοουμένους του καθεστώτος.

Τα ποικίλα αυτά συνθήματα, παρότρυναν τον λαό της Κυπαρισσίας, ο οποίος εκδηλώθηκε υπέρ των επαναστατών και ο Γκρίτζαλης συγκέντρωσε 300-400 οπλοφόρους, κινήθηκε προς τις γύρω περιοχές για να ξεσηκώσει κι άλλες κωμοπόλεις και χωριά. Τον ακολουθούσαν και πολλοί χωρικού οπλισμένοι μόνο με μαχαίρια, δρεπάνια, τσουγκράνες και ραβδιά. Το κίνημα έπαιρνε έκταση και αποκτούσε λαϊκή υποστήριξη.

Την ίδια μέρα, στη Γαράτζα, ο περίφημος οπλαρχηγός και πεθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη Μητροπέτροβας, κήρυξε επανάσταση με τα ίδια συνθήματα. Το τρίτο κίνημα εκδηλώθηκε, πάντα την ίδια ημέρα, στην Παλούμπα Μεσσηνίας (Αρκαδίας), από τους Κόλια και Μήτρο Πλαπούτα, ανηψιούς του εγκάθειρκτου στρατηγού Πλαπούτα. Μια στάση εκδηλώθηκε από τον οπαρχηγό Αναστάση Τζαμαλή, στα Ασλάναγα Μεσσηνίας (σημερινό Άρι), ο οποίος ενώθηκε με τον Μητροπέτροβα και από κοινού χτύπησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν το Νησί της Καλαμάτας. Μια Πέμπτη εξέγερση σημειώθηκε στο Δερμπούνι Αρκαδίας. Εκεί οι επαναστάτες συνάντησαν ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις που ήσαν υπό τις διαταγές του μοιράρχου Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα. Στην αψιμαχία που δόθηκε επικράτησαν οι κυβερνητικοί, στο μεταξύ όμως έφτασε ο Γκρίτζαλης με το ισχυρό του σώμα, και τότε οι οπλοφόροι του Φλέσσα προσχώρησαν όλοι στους επαναστάτες, εκτός του αδελφού του Παπαφλέσσα που ξέφυγε και κατέφυγε καταδιωκόμενος στην Μεγαλόπολη. Ο Γκρίτζαλης βάδισε κατά της Μεγαλόπολης, αποφασισμένος να δώσει αποφασιστική μάχη. Αλλά οι Βαυαροί, που υπεράσπιζαν την πόλη με δύο λόχους και απόσπασμα ιππικού, εγκατέλειψαν αμαχητί και η πόλη καταλήφθηκε από τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη στις 4 Αυγούστου.

Η επανάσταση απλωνόταν, επικρατούσε. Μέσα σε μια εβδομάδα οι στασιαστές είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη σχεδόν την Μεσσηνία και την Αρκαδία. Τα κυβερνητικά στρατεύματα και οι αρχές έφευγαν από παντού και στην έδρα της αντιβασιλείας επικρατούσε ήδη ταραχή μεγάλη και αμηχανία.

Για την καταστολή της ανταρσίας διατέθηκαν ισχυρότατες δυνάμεις, με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο Σμαλτς. Ο Κωλέττης επιστράτευσε και τον ονομαστό οπλαρχηγό Γαρδικιώτη Γρίβα, καθώς και τον Πελοποννήσιο αρχιπρόκριτο Κανέλλο Δεληγιάννη, ο οποίος, για την περίσταση ονομάστηκε συνταγματάρχης. Επίσης εστάλησαν κατά των επαναστατών οι Μανιάτες οπλαρχηγοί Κατσάκος Μαυρομιχάλης, Τζουσιάκος, Γιατράκος και άλλοι, βαυαρικά και ελληνικά στρατεύματα - από Ρουμελιώτες και Μανιάτες ιδίως - έλαβαν μέρος στην εκστρατεία. Χωρίστηκαν σε δύο φάλαγγες. Η μία υπό τον Κατσάκο, με δύο χιλιάδες πολεμιστές πολεμιστές, εβάδισε κατά των επαναστατών της Μεσσηνίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Μητροπέτροβας και ο Τζαμαλής. Κατά τη μάχη που δόθηκε επικράτησαν πλήρως τα κυβερνητικά στρατεύματα. Οι επαναστάτες διαλύθηκαν και ασύντακτοι διεσκορπίστηκαν στα γύρω χωριά και ο Τζαμαλής συνελήφθηκε και ο Μητροπέτροβας παραδόθηκε.

Το δεύτερο κυβερνητικό σώμα υπό τον Χατζηχρήστο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα κινήθηκε κατά των επαναστατών της Αρκαδίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, οι αδελφοί Πλαπούτα και ο Ζερμπίνης. Στο χωριό Σούλου, κοντά στην Μεγαλόπολη, συγκρούστηκαν τα δύο στρατεύματα, όπου κι εδώ επικράτησαν οι κυβερνητικοί. Σκοτώθηκαν 50 επαναστάτες και ισάριθμοι κυβερνητικοί. Τελικά οι επαναστάτες υποχώρησαν και διαλύθηκαν. Ο Γκρίτζαλης, με 300, εξακολουθούσε τον αγώνα, καταδιωκόμενος όμως από τόπο σε τόπο. Τελικά παραδόθηκε στον Γρίβα κι αργότερα παραδόθηκε και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Ζερμπίνης, συνελήφθηκαν και οι αδελφοί Πλαπούτα. Η επανάσταση είχε κατασταλεί και ύστερα ακολούθησαν οι δίκες των αρχηγών της στάσης.

Έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον Άγγλο Θωμά Γκόρντον και μέλη τον συνταγματάρχη Π. Γιατράκο, τον αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο και τους δικαστές Φ. Φραγκούλη και Αν. Λόντο συγκροτήθηκε, με έδρα την Κυπαρισσία, όπου είχε εκραγεί η ανταρσία. Εισαγγελέας ορίστηκε ο Δ. Σούτσος, ο γαμπρός δηλαδή του περιλάλητου υπουργού Σχινά, και ένας από τους δικαστές που είχαν καταδικάσει σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σπυρομήλιος που ήταν τώρα «στρατοδίκης» είχε συλληφθεί πριν ένα χρόνο μαζί με τον Κολοκοτρώνη, ως συνένοχός του στην υποτιθέμενη συνωμοσία. Είχε μείνει στην φυλακή εννέα μήνες, αλλά τελικά τον αποφυλάκισε ο Κωλέττης για να τον ορίσει τώρα δικαστή των άλλοτε ομοφρόνων του.

Πρώτος δικάστηκε ο Γκρίτζαλης «ο γενναιότερος και δραστηριότερος των κορυφαίων της Πελοποννησιακής ανταρσίας». Ο Γκρίτζαλης, ο οποίος ανέλαβε θαρραλέα όλες τις ευθύνες της ανταρσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο. Δύο ώρες μετά την καταδίκη του, εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 19-9-1834. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και φώναξε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων».Το στρατοδικείο καταδίκασε επίσης σε θάνατο τον Μητροπέτροβα και τον Τζαμαλή. Μόνον η ποινή του Μητροπέτροβα δεν εκτελέστηκε «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος» και μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση.

Στη γυναίκα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη δεν επέτρεψαν να πάρει το σώμα του νεκρού ήρωα, από φόβο μήπως κατά την ταφή προκληθούν μεγαλύτερες ταραχές. Η τραγική γυναίκα μάζεψε τα μυαλά του νεκρού άντρα της, που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και στη συνέχεια κέρασε, σύμφωνα με το έθιμο, το εκτελεστικό απόσπασμα.

Ο Όθων μαθαίνοντας αργότερα την αλήθεια, αναγνώρισε το λάθος του και έστειλε στο Πάνω Ψάρι, στην γενέτειρα του ήρωα μια καμπάνα για το καμπαναριό της εκκλησίας που αναγράφεται "Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων". Η εκκλησία αυτή έχει φτιαχτεί από τους Ψαραίους, τον αδελφό του Γιαννάκη, Δημήτρη και το γιο του Γιαννάκη το Δημήτρη. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και υπάρχει και σήμερα, στο προαύλιο της οποίας κάθε χρόνο το Σεπτέμβριο, τελούνται εκδηλώσεις μνήμης για την Μεσσηνιακή Επανάσταση και κατάθεση στεφάνων στο σπίτι του Ήρωά μας.

Προτομές του Γιαννάκη Γκρίτζαλη υπάρχουν στο Ψάρι, στην Κυπαρισσία όπου και εκτελέστηκε και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.

Η συμβολή του Γιαννάκη Γκρίτζαλη στον αγώνα της απελευθέρωσης είναι μεγάλη, ωστόσο το όνομά του δεν έχει πάρει στην ιστορία τη θέση που του αξίζει (όσον αφορά τη διδασκόμενη στα σχολεία ιστορία), γιατί: α) η Μεσσηνιακή Επανάσταση, που επιστέγασε και σηματοδότησε τη δράση και τους αγώνες του Γκρίτζαλη, συνοδεύτηκε από ανθρωποθυσίες, τόσο του ιδίου όσο και του Αναστάση Τζαμαλή. Θα έπρεπε επομένως κάποιοι να απολογηθούν ή και να λογοδοτήσουν γι’ αυτές τις ανθρωποθυσίες και για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, «θάφτηκε» ιστορικά το γεγονός και, κατ’ επέκταση, η γενικότερη προσφορά του Γκρίτζαλη.

β) τα κοινωνικά αιτήματα, έχουν διάρκεια στο χρόνο και παρουσιάζουν επανάληψη και ωφέλιμο είναι - από κάθε μορφής κρατούντες σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης - να παραβλέπεται ή και να αποσιωπάται πλήρως η διεκδίκησή τους και κατ’ επέκταση, να υποβαθμίζονται οι πρωτοστατούντες διεκδικητές.

γ) ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ήταν περισσότερο του δέοντος «άτακτος» αφού δεν φρόντισε να επωφεληθεί και να εξαργυρώσει τους αγώνες του με Εθνικές Γαίες (τα παλιά τσιφλίκια των Πασάδων), όπως έκαναν πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί. Και οι «άτακτοι», όπως κι όσοι ενοχλούν, καλόν είναι να …φρονηματίζονται, προς παραδειγματισμό, ή και να εξοντώνονται. Ας σημειωθεί ότι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, είναι ο πρώτος Έλληνας που καταδικάστηκε σε θάνατο, με συνοπτικές διαδικασίες, από έκτακτο στρατοδικείο και εκτελέστηκε. Μια ακόμη θλιβερή πρωτιά του ανδρός.

δ) ως γνωστό η ιστορία γράφεται από τους νικητές κι ο Γκρίτζαλης, με βάση «το τελευταίο εκβάν» καταχωρήθηκε στην κατηγορία των ηττημένων.

ε) όπως γράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης: «εις τούτον τον τόπον ουδεμία πράξις φιλοπατρίας δεν έμεινεν ατιμώρητος». Ο αγώνας του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και των παλικαριών του δίνει το δίδαγμα σε όλους μας και ειδικά στη νέα γενιά ότι η θυσία αποτελεί επιταγή των γενναίων και πως η ήττα ορισμένες φορές αποτελεί ηθική νίκη και ορισμένοι άνθρωποι πεθαίνουν για να ξαναγεννηθούν. Επίσης η ελευθερία δεν έρχεται μόνη της αλλά κατακτιέται με αγώνες, αίμα, με αρετή και τόλμη. Ο Γκρίτζαλης υπήρξε γέννημα μιας αλυσίδας ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων και θύμα μιας αλυσίδας προσωπικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τέλος ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και ο Μητροπέτροβας δεν ήταν επαναστάτες χωρίς αιτία, γιατί σύμφωνα με την παρακαταθήκη που μας άφησε η αρχαιοελληνική γραμματεία: «Αισχρόν εστί σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικουμένης».

Ντάρας Αντώνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι το 1780 και πέθανε το 1845.

Ήταν συναρχηγός των Ψαραίων Ντρέδων μαζί με τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη κατά την έναρξη της επανάστασης.

Στις 21 Μαρτίου του 1821, επικεφαλής 150 Ντρέδων, μαζί με τον Γκρίτζαλη θα πιάσουν το Κακόρεμα, για να προστατέψουν τους χριστιανούς της Αρκαδίας από τις σφαγές που ετοιμάζουν οι Τούρκοι. Μετά τη κατάληψη της Αρκαδίας θα μπεί κάτω από τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και θα λάβει μέρος σε όλες τις μάχες του Μωριά, στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στην άλωση της Τριπολιτζάς, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ.

Η παράδοση λέει ότι στην θάνη του, μαζεύτηκαν δύο με τρείς χιλιάδες για να τον αποχαιρετήσουν.[9]

Κόντος Νάσος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Νάσος Κόντος

Γεννήθηκε περίπου το 1770 στο Άνω Ψάρι και πέθανε το 1840. Είχε καταγωγή από την οικογένεια των Κονταίων, από τις πρώτες που ζήσανε στο Ψάρι.

Το 1821 έλαβε μέρος στην νικηφόρα για τους Έλληνες πολιορκία του Νεόκαστρου και την σφαγή του Ναυαρίνου. Στις 10η Αυγούστου 1821, οι ελάχιστοι Τούρκοι διασωθέντες από την σφαγή στάλθηκαν στην Αρκαδία με τη συνοδεία 200 Ντρέδων υπό τους καπετανέους Νάσο Κόντο, Γεώργιο Μεγάλη και Αθανασούλα. Μαζί με τον Δημήτρη Μέλιο και τον Αντώνη Συράκο, ηγήθηκε μικρής ομάδας Ντρέδων, οι οποίοι πολέμησαν στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825. Στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς θα βρεθεί στις Καρυές στο στρατόπεδο των Ελλήνων όπου θα πολεμήσει εναντίων των Αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Το 1827 συμμετείχε στην άμυνα των Σουλιμοχωρίων εναντίον του Ιμπρήμ στις μάχες στο Λάπι στις 22 Απριλίου και στο Ψάρι στις 24 Απριλίου.[8][9]

Ο γιός του, Ιωάννης Νασόπουλος, έλαβε μέρος στην Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834.

Συρράκος Αντώνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι, άγνωστο πότε και πέθανε το 1863.

Άννηκε στη φάρα των Συρακαίων που ήρθαν ως πρόσφυγες στο Ψάρι γλυρω στο 1750, πιθανότατα από την ορεινή Κυνουρία.

Έλαβε μέρος σαν οπλαρχηγός στις πολιορκίες του Νεόκαστρου και Παλαιών Πατρών, στις μάχες κατά του Δράμαλη και στην πρώτη μάχη κατά του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο. Στη μάχη αυτή τραυματίστικε και στα δύο χέρια από οβίδα κανονιού με αποτέλεσμα το αριστερό να μείνει παράλυτο. Μετά τον τραυματισμό του αιχμαλωτίστηκε από τους Αιγυπτίους και έμεινε αιχμάλωτος επί δύο χρόνια.[9]

Γκρίτζαλης Γεώργιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι το 1793 και ήταν αδελφός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη.

Πολέμησε σαν αξιωματικός στις πολιορκίες του Νεόκαστρου και Παλαιών Πατρών, στις μάχες των Δερβενακίων και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Επί Καποδίστρια ήταν αξιωματικός στην Εθνική φρουρά. Έλαβε μέρος στην Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 κάτω από τις διαταγές του αδερφού του.[9]

Γκρίτζαλης Δημήτρης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι και ήταν αδελφός του Γιαννάκη και του Γιώργη Γκρίτζαλη.

Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες του αγώνα, δίπλα στα αδέρφια του και κάτω από τις άμεσες διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του οποίου υπήρξε για μεγάλο διάστημα, αρχηγός της σωματοφυλακής του. Επί Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της πολιτοφυλακής της Αρκαδίας 1831-1832. Προικοδοτήθηκε σαν υπολοχαγός της εθνικής φάλαγγας.[9]

Συρράκος Γεώργιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι και ήταν αδελφός του Αντώνη Συρράκου.

Διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του περίφημου Ζαχαριά. Γύρισε στο Ψάρι όπου έφτιαξε δικό του μικρό σώμα και συνεργάστηκε με τον Αντώνη Ντάρα. Έλαβε μέρος στις μάχες στο Βαλτέτσι, Γράνα, άλωση Τριπολιτσάς, Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ.[9]

Γκρίτζαλης Κωνσαντίνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι και ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους Γκριτζαλαίους. Έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες δίπλα στα αδέλφια του. Επί Καποδίστρια, υπηρέτησε σαν αξιωματικός στην εθνική φρουρά.[9]

Αδαμόπουλος Αθανάσιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι.

Με την έναρξη του αγώνα κατατάχτηκε στο σώμα του Δημήτρη Παπατζώρη, επικεφαλής ομάδας συγχωριανών του σαν οδηγός στρατιωτών. Σκοτώθηκε στη μάχη στο Νεόκαστρο τον Ιούνιο του 1821.[9]

Μούτζιος Γιαννάκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι.

Ήταν πρωτοπαλίκαρο του Αντώνη Ντάρα. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στην άλωση της Τριπολιτζάς, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Το 1834 τιμήθηκε με Σιδηρούν Αριστείο, όμως το 1844, του απονεμήθηκε Αργυρούν Αριστείο και αναγνωρίστηκε σαν αξιωματικός.[9]

Γιαννόπουλος Λυμπέρης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι.

Με την έναρξη του αγώνα κατατάχτηκε στο σώμα του Αντώνη Ντάρα σαν οδηγός στρατιωτών. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στην άλωση της Τριπολιτζάς, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Αναγνωρίστηκε υπαξιωματικός Β' τάξεως. Τιμήθηκε με Χαλκούν Αριστείο.[9]

Γκρίτζαλης Κωνσταντίνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι.

Με την έναρξη του αγώνα κατατάχτηκε στο σώμα του Γιαννάκη. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στην άλωση της Τριπολιτζάς, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Αναγνωρίστηκε υπαξιωματικός Β' τάξεως. Τιμήθηκε με Χαλκούν Αριστείο.[9]

Κωνσταντόπουλος Δημήτρης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι.

Ήταν γιός του Κωνσταντίνου Γκρίτζαλη. Έλαβε μέρος στις πολιορκίες Μεσσηνιακών φρουρίων και στην Παλιά Πάτρα, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Αναγνωρίστηκε υπαξιωματικός Β' τάξεως. Τιμήθηκε με Χαλκούν Αριστείο.[9]

Μπούτζος Γιάννης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Άνω Ψάρι και πε΄θανε το 1828 από τραυματισμό.

Με την έναρξη του αγώνα κατατάχτηκε στο σώμα των Γκριτζαλαίων σαν οδηγός στρατιωτών. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στην άλωση της Τριπολιτζάς, στα Δερβενάκια και στον τρίχρονο αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Αναγνωρίστηκε μετά θάνατον υπαξιωματικός Α' τάξεως. Τιμήθηκε με Χαλκούν Αριστείο.[9]

Πολιτικοί με καταγωγή το Ψάρι Μεσσηνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σαθάς, Κωνσταντίνος (1880–1890). Μνημεία Ελληνικής ιστορίας. Documents inedits relatifs a l'histoire de la Grece au Moyen age. Παρίσι: Maisonneuve et Cie. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Θεοχάρης, Λεωνίδας (2010). «Άνω Ψάρι». Ano Dorio blogspot. Ενετικές απογραφές του 1689 και του 1700. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Θεοχάρης, Λεωνίδας (2010). «Ψάρι». Ano Dorio blogspot. 
  4. Γρηγοριάδης, Αθανάσιος (1934). Ιστορικαί Αλήθειαι: Ήτοι η Ιστορία του Νομού Μεσσηνίας (1479-1834). Αθήνα: Τύποις Κασίμης Γεώργιος & Σια. σελ. 215. 
  5. «Η μάχη στο Ψάρι (24 Απριλίου 1827)». Γυμνάσιο Δωρίου. 
  6. Χατζή, Γεωργία. «Οι θολωτοί τάφοι στο Ψάρι Τριφυλίας». 
  7. «Kalamata Journal». Ενδείξεις λαθρανασκαφής στο Ψάρι της Τριφυλίας. 2016. https://kalamatajournal.gr/messinia/dimoi-messinias/item/10007-endeikseis-lathranaskafis-sto-psari-tis-trifylias. 
  8. 8,0 8,1 8,2 Γρηγοριάδης, Αθανάσιος (1934). Ιστορικαί Αλήθειαι: Ήτοι η Ιστορία του Νομού Μεσσηνίας (1479-1834). Αθήνα: Τύποις Κασίμης Γεώργιος & Σια. σελίδες 20, 101, 193, 213, 215. 
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 Αθανασόπουλος, Δημήτριος (2005). Σουλιμοχώρια-Ντρέδες: Οι Αδικημένοι της Ιστορίας. Κυπαρισσία. σελίδες 258, 398–418. ISBN 9606309509. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]