Χρήστης:Nataly8/Αμμοδοχείο/προετοιμασία άρθρων/Μάχη του Ευρυμέδοντα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Να μη συγχέεται με τη μάχη του Ευρυμέδοντα κατά τους Ρωμαιο-Συριακούς Πολέμους

Μάχη του Ευρυμέδοντα
Πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας
Ο Ευρυμέδοντας Ποταμός, κοντά στον Άσπενδο
Χρονολογία466 ή 469 π.Χ
ΤόποςΕυρυμέδοντας Ποταμός
ΈκβασηΝίκη της Δηλιακής Συμμαχίας
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
200 πλοία
200-350 πλοία
Απώλειες
Άγνωστες
200 πλοία καταστράφηκαν

Η Μάχη του Ευρυμέδοντα ήταν διπλή μάχη, η οποία έλαβε χώρα στη θάλασσα και στη ξηρά, μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας της Αθήνας και των Συμμάχων της, και της Αχαεμενιδικής Αυτοκρατορίας του Ξέρξης Α'. Διεξήχθη είτε το 469 π.Χ είτε το 466 π.Χ, στον Ευρυμέδοντα Ποταμό, στη Παμφυλία, Μικρά Ασία (σημερινή Τουρκία. Αποτελεί μέρος των Πολέμων της Δηλιακής Συμμαχίας, οι οποίοι αποτελούν μέρος των Ελληνο-Περσικών Πολέμων.

Η Δηλιακή Συμμαχία δημιουργήθηκε μεταξύ της Αθήνας και πολλών πόλεων-κρατών του Αιγαίου για να συνεχίσει τον πόλεμο με την Περσία, ο οποίος ξεκίνησε με τη πρώτη και τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα (492-490 π.Χ και 480-479 π.Χ αντίστοιχα). Μετά τις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, με τις οποίες έληξε η δεύτερη εισβολή, οι Έλληνες Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν, πολιορκώντας τις πόλεις της Σηστού και του Βυζαντίου. Η Δηλιακή Συμμαχία έλαβε την ευθύνη για τον πόλεμο, και συνέχιζε να επιτείθεται στις περσικές βάσεις στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας.

Είτε το 469 είτε το 466 π.Χ, οι Πέρσες άρχισαν να δημιουργούν ένα μεγάλο στρατό και στόλο, έτσι ώστε να ξεκινήσουν μια μεγάλη επίθεση κατά των Ελλήνων. Στρατοπεδεύοντας κοντά στον Ευρυμέδοντα, είναι πιθανό ότι ο στόλος της επιχείρησης ήταν να κινηθεί στις ακτές της Μικράς Ασίας, κατακτώντας τη κάθε πόλη στον δρόμο της. Αυτό θα έφερνε τις περιοχές της Ασιατικής Ελλάδας και πάλι υπό τον περσικό έλεγχο, και θα έδινε στους Πέρσες ναυτικές βάσεις, από τις οποίες μπορούσαν να ξεκινήσουν άλλες ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Ακούγοντας για τις περσικές προετοιμασίες, ο Αθηναίους στρατηγός Κίμωνας πήρε 200 τριηρείς και έπλευσε στη Φασηλίδα (Παμφυλία), δέχοντας την ένωση με τη Δηλιακή Συμμαχία. Αυτό σταμάτησε αποτελεσματικά τη περσική στρατηγική στη πρώτη της μορφή.

Ο Κίμωνας τότε κινήθηκε για να επιτεθεί στα περσικά σώματα στον Ευρυμέδοντα. Πλέοντας κοντά στο στόμιο του ποταμού, ο Κίμωνας γρήγορα διέλυσε τον περσικό στόλο, που στρατοπέδευσε εκεί. Το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στόλου μεταφέρθηκε στη ξηρά, και τα μέλη του περσικού στόλου κινήθηκαν στο περσικό στρατόπεδο. Ο Κίμωνας τότε αποβιβάστηκε με τους Έλληνες πεζοναύτες και επιτέθηκε στον περσικό στρατό, ο οποίος επίσης διαλύθηκε. Οι Έλληνες, κατακτώντας το περσικό στρατόπεδο πήραν πολλούς αιχμαλώτους, και ήταν ικανοί να καταστρέψουν τις αγκυροβολημένες 200 περσικές τριηρείς. Αυτή η διπλή νίκη φαίνεται να αποθάρυννε τους Πέρσες, και απέτρεψε οποιαδήποτε περσική εκστρατεία στο Αιγαίο μέχρι το 451 π.Χ. Ωστόσο, η Δηλιακή Συμμαχία δεν φαίνεται να πίεσαν το πλεονέκτημα στη πατρίδα τους, ίσως επειδή άλλα γεγονότα του Ελληνικού κόσμου απαιτούσαν τη προσοχή τους.

Πηγές και Χρονολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θουκυδίδης, η ιστορία του οποίου περιγράφει πολλά γεγονότα αυτής της περιόδου

Δυστυχώς, η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (479-431 π.Χ) περιγράφεται ελάχιστα από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, ήταν μια περιόδος ειρήνης και ευημερίας στην Ελλάδα.[1][2] Η πλουσιότερη πηγή της περιόδου, και η πιο σύγχρονη, είναι η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, η οποία γενικά θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή.[3][4][5] Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή τη περίοδο σε μια παρέκβαση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης στη πορεία προς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η αναφορά είναι σύντομη και πιθανόν στερείται ημερομηνιών.[6][7] Παρόλ' αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να καταρτίσουν ένα χρονολογικό σκελετό για τη περίοδο, σχετικά με τα οποία υποβάλλονται από τα αρχαιολογικά αρχεία και άλλους συγγραφείς υπερθέτουν.[6]

Περισσότερες πληροφορίες για αυτή τη περίοδο καταγράφει ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι για τον Αριστείδη και για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε 600 χρόνια μετά τη διεξαγωγή των γεγονότων, και θεωρείται δευτερογενής πηγή, αλλά αναφέρει ρητώς τις πηγές του, οι οποίες μας επιτρέπουν να ελέξουμε τα γραφόμενα.[8] Στις βιογραφίες του, αντλεί πληροφορίες από αρχαίες πηγές οι οποίες δεν έχουν διασωθεί, και συχνά καταγράφονται πληροφορίες, τις οποίες παραλείφθηκαν από την ιστορία του Θουκυδίδη. Η τελευταία σημαντική πηγή για τη περίοδο είναι η παγκόσμια ιστορία (Ιστορική Βιβλιοθήκη) του ιστορικού του 1ου αιώνα π.Χ, Διόδωρου Σικελιώτη. Κύρια πηγή του Διόδωρου για αυτή τη περιόδο φαίνεται να είναι ο Έλληνας ιστορικός Έφορος, ο οποίος επίσης έγραψε παγκόσμια ιστορία.[9] Ωστόσο, από τα λίγα που είναι γνωστά για τον Έφορο, οι ιστορικοί υποτιμούν την ιστορία του - για αυτή τη περίδο φαίνεται να ανακλυκλώνεται από την έρευνα του Θουκυδίδη, αλλά χρησιμοποιείται για να συντάξει εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.[5] Ο Διόδωρος, ο οποίος συχνά απορρίπτεται από τους σύγχρονους ιστορικούς,[10] και κατά συνέπεια δεν είναι καλή πηγή για αυτή τη περίοδο. Πράγματι, ένας από τους μεταφραστές του, ο Όλτφαδερ (αγγ. Oldfather), είπε για τη περιγραφή του Ευρυμέδοντα από τον Διόδωρο ότι «...τα τρία προηγούμενα κεφάλαια αποκαλύπτουν τη χειρότερη πλευρά του Διόδωρου...».[11] Υπάρχει ένα σημαντικό σώμα αρχαιολογικών δεδομένων για τη περίοδο, εκ των οποίων οι επιγραφές, που περιγράφουν λεπτομερώς πιθανούς καταλόγους της Δηλιακής Συμμαχίας που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί.[3][12]

Χρονολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θουκυδίδης παρέχει μια συνοπτική λίστα των κύριων γεγονότων από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά δεν δίνει χρονολογίες.[13] Έγιναν διάφορες προσπάθειες για να βρεθεί η ακριβής χρονολογία των γεγονότων, αλλά δεν υπάρχει οριστική λύση. Η υπόθεση στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών είναι ότι ο Θουκυδίδης περιγράφει τα γεγονότα στη κατάλληλη χρονολογική σειρά.[14] Η μόνη αποδεκτή ημερομηνία είναι το 465 π.Χ για την αρχή της Πολιορκίας της Θάσου. Αυτό βασίζεται σε ένα σχόλιο ενός ανώνυμου αρχαίου γραμματικού για ένα υπαρχόν χειρόγραφο του Αισχίνη. Ο σχολιαστής σημειώνει ότι οι Αθηναίοι βρήκαν τη καταστροφή στα «Εννέα Περάσματα», κατά τη περίοδο της βασιλείας του Λυσίθη (περ. 465/4 π.Χ).[6] Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την επίθεση στα «Εννέα Περάσματα» σε σύνδεση με την αρχή της πολιορκίας της Θάσου, και καθώς ο Θουκυδίδης λέει ότι η πολιορκία έληξε μετά από τα 3 χρόνια, η πολιορκία της Θάσου χρονολογείται από το 465 μέχρι το 463 π.Χ.[15]

Η μάχη του Ευρυμέδοντα ίσως χρονολογείται το 469 π.Χ, με βάση το ανέκδοτο του Πλούταρχο για τον Άρχοντα Αψέφιον.[16] Η επίπτωση είναι ότι ο Κίμωνας πρόσφατα κέρδισε μια μεγάλη νίκη, και ο πιο πιθανός υποψήφιος είναι ο Ευρυμέδοντας.[15] Ωστόσο, από τη στιγμή που η μάχη του Ευρυμέδοντα φαίνεται να διεξήχθη μετά τη πολιορκία της Νάξου από τους Αθηναίους (αλλά πριν τη πολιορκία της Θάσου), η ημερομηνία του Ευρυμεδόντα σαφώς περιορισμένη από την ημερομηνία της Νάξου. Ενώ μερικοί θεωρούν ότι η κατάλληλη ημερομηνία για τη Νάξο είναι 469 (ή νωρίτερα) π.Χ,[17][18] άλλοι θεωρούν ότι η πολιορκία της Νάξου έγινε το 467 π.Χ.[19] Καθώς φαίνεται ότι η μάχη του Ευρυμέδοντα έγινε πριν τη Θάσο, η εναλλακτική ημερομηνία για αυτή τη μάχη είναι το 466 π.Χ..[19] Οι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν μεταξύ τους, καθώς μερικοί θεωρούν ότι η μάχη έγινε το 469 π.Χ,[15][20][21] ενώ άλλοι το 466 π.Χ.[22][23]

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ελληνο-Περσικοί Πόλεμοι είχαν τις ρίζες τους στη κατάληψη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, και κυρίως της Ιωνίας, από τον Πέρση βασιλιά Κύρο Β', περίπου το 550 π.Χ. Οι Πέρσες με δυσκολία κυβερνούσαν τους Ίωνες και χρηματοδοτούσαν ένα τύραννο σε κάθε ιωνική πόλη.[24] Καθώς οι ελληνικές πόλεις είχαν συχνά κυβερνηθεί από τυράννους στο παρελθόν, αυτή η μορφή κυβέρνησης ήταν ξεπερασμένη.[25] Κατά το 500 π.Χ, η Ιωνία είχε ωριμάσει για εξέγερση κατά των Περσών. Η εχθρότητα μετατράπηκε σε ανοιχτή επανάσταση χάρη στον Μιλήσιο τύραννο, Αρισταγόρα. Καθώς απέτυχε να καταλάβει τη Νάξο το 499 π.Χ, ο Αρισταγόρας αποφάσισε να κάνει τη Μίλητο δημοκρατία.[26] Αυτό έδωσε έναυσμα για εξεγέρσεις στην Ιωνία, στη Δωρίδα και στην Αιολίδα, και με αυτό τον τρόπο άρχισε η Ιωνική Επανάσταση.[27]

Χάρτης που δείχνει τα κύρια γεγονότα της Ιωνικής Επανάστασης και των περσικών εισβολών στην Ελλάδα

Οι ελληνικές πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας συμφώνησαν να βοηθήσουν τον Αρισταγόρα, και κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας, το 498 π.Χ, κατέλαβαν με τη περσική περιφερειακή πρωτεύουσα των Σάρδεων.[28] Μετά από αυτό, η Ιωνική Επανάσταση δίηρκησε (χωρίς εξωτερική βοήθεια) για ακόμα 5 έτη, πριν καταπνιγεί τελείως από τους Πέρσες. Ωστόσο, σε μια απόφαση μεγάλης ιστορικής σημασίας, ο Πέρσης βασιλειάς Δαρείος Α' αποφάσισε, παρά την επιτυχία στη λήξη της επανάστασης, να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια για την υποστήριξη της επανάστασης.[29] Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, και οι πόλεις της Ελλάδας θα συνέχιζαν να απειλούν αυτή τη σταθερότητα. Ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει τη κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, αρχίζοντας με τη καταστροφή της Αθήνας και της Ερέτριας.[29]

Στις επόμενες δύο δεκαετίες θα διεξαχθούν δύο περσικές εισβολές στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και των πιο γνωστών μαχών στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια της πρώτη εισβολή, η Θράκη, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου έγιναν κτήσεις της Περσίας, και η Ερέτρια καταστράφηκε.[30] Ωστόσο, η εισβολή έληξε το 490 π.Χ με αποφασιστική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα.[31] Μεταξύ των δύο εκστρατειών, ο Δαρείος πέθανε, και την ευθύνη για τον πόλεμο έλαβε ο γιός του, Ξέρξης Α'.[32] Ο Ξέρξης άρχισε τη δεύτερη εισβολή προσωπικά το 480 π.Χ, μαζί με ένα μεγάλο στρατό και στόλο.[33] Οι Έλληνες που διάλεξαν να μην παραδοθούν (οι Σύμμαχοι) ηττήθηκαν στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο σε ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα.[34] Όλη η Ελλάδα, εκτός η Πελοπόννησος, έπεσε στα χέρια των Περσών, αλλά οι Πέρσες δέχθηκαν σοβαρή ήττα στη Σαλαμίνα.[35] Τον επόμενο χρόνο, το 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν τον μεγαλύτερο ελληνικό στρατό που είχε δεί ο κόσμος και νίκησαν τους Πέρσες στις Πλαταιές, λήγοντας την εισβολή και την απειλή στην Ελλάδα.[36]

Σύμφωνα με τη παράδοση, την ίδια μέρα με την μάχη στις Πλαταιές, ο συμμαχικός στόλος νίκησε και κατέστρεψε τον περσικό στόλο στη μάχη της Μυκάλης.[37] Αυτές οι μάχες έβαλαν τέλος στη περσική εισβολή, και άρχισαν τη νέα φάση των Ελληνο-Περσικών Πολέμων, την ελληνική αντεπίθεση.[38] Μετά τη Μυκάλη, οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας εξεγέρθηκαν ξανά, με τους Πέρσες αδύνατους να τις σταματήσουν.[39] Ο συμμαχικός στόλος έπλευσε στη Χερσόνησο, η οποία ήταν ακόμα υπό περσική κατοχή, πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη της Σηστού.[40] Τον επόμενο χρόνο, το 478 π.Χ, οι Έλληνες έστειλαν στρατό για να καταλάβει το Βυζάντιο (νυν Κωνσταντινούπολη). Η πολιορκία ήταν επιτυχής, αλλά η συμπεριφορά του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία αλλοτρίωσε πολλούς από τους Σύμμαχους, και είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση του Παυσανία.[41] Η πολιορκία του Βυζαντίου ήταν η τελευταία πράξη της Ελληνικής συμμαχίας η οποία νίκησε τον Πέρση εισβολέα.

Η Αθήνα και η αυτοκρατορία της το 431 π.Χ. Η Αθηναϊκή Αυτοκρατορία ήταν άμεσος απογόνος της Δηλιακής Συμμαχίας

Μετά το Βυζάντιο, η Σπράτη αποφάσισε να μην συνεχίσει τον πόλεμο.[41] Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι λόγω της ελευθερίας της Ελλάδας και των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία δεν υπήρχε πλέον αιτία για πόλεμο. Ίσως, αυτό έγινε επειδή οι Σπαρτιάτες θεώρησαν ότι η μακρά ασφάλεια των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας ήταν απίθανη.[42] Η συμμαχία των πόλεων-κρατών που είχε πολεμήσει κατά της εισβολής του Ξέρξη είχε ηγέμονα τη Σπάρτη και τη Πελοποννησιακή Συμμαχία. Αυτό σήμαινε ότι η ηγεσία στην ελληνική συμμαχία περιήλθε στους Αθηναίους.[41][42] Με την αποχώρηση αυτών των κρατών, στο ιερό νησί της Δήλου συγκαλέστηκε συνέδριο για ίδρυση νέας συμμαχίας, η οποία θα συνέχιζε τον αγώνα κατά των Περσών. Αυτή η συμμαχία, η οποία τώρα συμπεριλάμβανε και πολλά νησιά του Αιγαίου, ονομάστηκε «Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία», γνωστή επίσης ως Δηλιακή Συμμαχία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κύριος στόχος της συμμαχίας αποτελούσε η «εκδίκηση για τις αδικίες που υπέστησαν από τον αφανανισμό της επικράτειας του βασιλιά».[43] Οι στρατοί της Δηλιακής Συμμαχίας ξόδεψαν το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας εκδιώκοντας τα περσικά φρούρεια από τη Θράκη, και επεκτείνοντας τη περιοχή του Αιγαίου, η οποία ελεγχόταν από τη συμμαχία.[42]

Πρελούδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς τα περσικά σώματα στην Ευρώπη είχαν εξουδετερωθεί, οι Αθηναίοι φαίνεται να άρχισαν να επεκτείνουν τη Συμμαχία στη Μικρά Ασία.[44][45] Τα νησιά της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου έγιναν μέλη της αρχικής Ελληνικής Συμμαχίας μετά τη Μυκάλη, και επίσης έγιναν αρχικά μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας.[46] Ωστόσο, δεν είναι σαφές πότε οι άλλες ιωνικές πόλεις, ή ακόμα και οι άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, έγιναν μέλη της συμμαχίας, αν και σίγουρα έγιναν σε κάποιο σημείο.[47] Ο Θουκυδίδης αναφέρει τη παρουσία των Ίωνων στο Βυζάντιο το 478 π.Χ, άρα είναι πιθανό ότι τουλάχιστον εώς το 478 π.Χ, οι Ίωνες έγιναν μέλη της συμμαχίας.[48] Ο Αθηναίος πολιτικός Αριστείδης πιστεύεται ότι πέθανε στον Πόντο (περ. 468 π.Χ), καθώς ήταν σε δημόσια επιχείρηση. Ο Αριστείδης έλαβε την ευθύνη για τις οικονομικές συνεισφορές των μελών της συμμαχίας, και αυτό το ταξίδι ίσως σχετίζεται με την επέκταση της συμμαχίας στη Μικρά Ασία.[49]

Η εκστρατεία του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα φαίνεται να άρχισε ως απάντηση στη συνέλευση μεγάλου περσικού στρατού και στόλου στον Ασπένδο, κοντά στον ποταμό του Ευρυμέδοντα.[44][45] Συνήθως υποστηρίζεται η θεωρεία, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες ήταν επίδοξοι εισβολείς, και πως η εκστρατεία του Κίμωνα είχε στόχο να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα απειλή.[14][44][45][50] Ο Κάβκβελλ (αγγ. Cawkwell) θεωρεί ότι αυτή η κίνηση των Περσών ήταν η πρώτη προσπάθεια να σταματήσει η ελληνική στρατιωτική δραστηριότητα μετά τη δεύτερη περσική εισβολή.[21] Είναι πιθανό ότι οι εσωτερικές διαμάχες με τη Περσική Αυτοκρατορία είχαν συμβάλει στο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να αρχίσει η εκστρατεία.[21] Ο Κάβκβελλ περιγράφει τα περσικά στρατηγικά προβλήματα:

Η Περσία ήταν δύναμη ξηράς, η οποία χρησιμοποιήσε τις θαλάσσιες δυνάμεις τις σε κλειστό συνδυασμό με τους στρατούς της, χωρίς ελευθερία στις εχθρικές θάλασσες. Όπως και να έχει, η ασφάλεια των ναυτικών βάσεων ήταν χρήσιμη. Στην Ιωνική Επανάσταση με τις δυνάμεις ξηράς που ήδη επιχειρούσαν στην Ιωνία και στο Αιγαίο, ήταν εύκολο για τον Βασιλικό στρατό και στόλο να αντιμετωπίσει την επανάσταση, αλλά στην άποψη της γενικής εξέγερσης των [ιωνικών] πόλεων το 479 π.Χ και της επιτυχίας των ελληνικών στόλων, ο μόνος δρόμος για τη Περσία φαίνεται ήταν να κινηθεί κατά μήκος της ακτής κατακτώντας τη μια πόλη μετά την άλλη, με τον στόλο και τον στρατό να κινούνται μαζί.[51]

Η φύση των ναυτικών συγκρούσεων στον αρχαίο κόσμο, εξαρτώμενες από το πόσο μεγάλες ήταν οι ομάδες των κωπηλάτων, σήμαινε ότι τα πλοία έπρεπε να αποβιβάζονται στη ξηρά κάθε λίγες μέρες για να προμηθευτούν φαγητό και νερό.[52] Αυτό περιόριζε αρκετά τον βαθμό ενός αρχαίου στόλου, και σήμαινε ότι ένα πολεμικό ναυτικό μπορούσε να ενεργήσει σε περιοχή με ασφαλισμένη ναυτική βάση.[53] Ο Κάβκβελλ επιπλέον θεωρεί ότι οι περσικές δυνάμεις, οι οποίες στρατοπέδευσαν στον Άσπενδο, είχαν κύριο στόχο να κινηθούν κατά μήκος της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας, κατακτώντας κάθε πόλη, μέχρι ο περσικός στόλος να μπορεί να ενεργήσει ξανά στην Ιωνία.[45] Ο Μέγας Αλέξανδρος θα χρησιμοποιήσει αυτή τη τακτική τον χειμώνα του 333 π.Χ. Καθώς είχε έλλειψη από ναυτικό που μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, ο Αλεξάνδρος διάλεξε να καταλάβει τις χρήσιμες, για το περσικό ναυτικό, βάσεις, κατακτώντας τα λιμάνια της νότιας Μικράς Ασίας.[45]

Ο Πλούταρχος λέει ότι όταν ο Κίμωνας έμαθε για τη παρουσίαση περσικών δυνάμεων στον Άσπενδο, έπλευσε από τη Κνίδο (στην Καρία) με 200 τριηρείς. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Κίμωνας συγκέντρωσε αυτή τη μεγάλη δύναμη, λόγω του ότι οι Αθηναίοι φοβούντουσαν ότι οι Πέρσες προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν τους Ασιατικούς Έλληνες.[45] Ο Κίμωνας ίσως περίμενε στη Καρία επειδή θεώρησε ότι οι Πέρσες θα βαδίσουν στην Ιωνία, κατά μήκους του Βασιλικού δρόμου από τις Σάρδεις.[45] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κίμωνας έπλευσε με 200 τριηρείς στην ελληνική πόλη της Φασηλίδας (στη Λυκία), αλλά δεν έγινε δεκτός. Ως συνέπεια, άρχισε να ερημώνει τη περιοχή της Φασηλίδας, αλλά με τη διαμεσολάβηση του χιώτικου στόλου, οι κάτοικοι της Φασηλίδας δέχθηκαν να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Αναγκάστηκαν να προσφέρουν στρατό και να πληρώσουν στους Αθηναίους 10 τάλεντα.[44] Το γεγονός ότι ο Κίμωνας προληπτικά έπλευσε και κατέλαβε τη Φασηλίδα σήμαινε ότι αντιπαθούσε τη περσική εκστρατεία να καταλάβει τις παράκτιες πόλεις (όπως προαναφέρθηκε πριν).[45] Κατακτώντας τη Φασηλίδα, η πιο μακρινή ανατολική ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία (και δυτικά του Ευρυμέδοντα), είχε αποτελεσματικά μπλοκάρει τη περσική εκστρατεία πριν αυτή αρχίσει, στερώντας του τη πρώτη ναυτική βάση που χρειαζόνταν να ελέξουν.[45] Στη συνέχεια, ο Κίμωνας κίνησε ευθέως για να επιτεθεί στον περσικό στόλο στον Άσπενδο.[44]

Δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έλληνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τριήρης, τύπος πλοίου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τα ελληνικά και τα περσικά στρατεύματα

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο συμμαχικός στόλος αποτελείτο από 200 τριηρείς. Αυτά τα πλοία είχαν τον κομψό σχεδιασμό των αθηναϊκών άφρακτων, που αναπτύχθηκε αρχικά από τον Θεμιστοκλή κυρίως για επιγόμωσεις,[54] αλλά, δέχθηκε αλλαγές από τον Κίμωνα για να βελτιώσει τη καταλληλότητα του στις επιβιβάσεις.[44]

Το πρότυπο συμπλήρωσης μιας τριήρης ήταν 200 άνδρες, συμπεριλαμβανομένου 14 πεζοναύτων.[55] Στη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, κάθε περσικό πλοίο είχε επιπλέον 30 πεζοναύτες,[56] και αυτό είναι, ίσως, επίσης αλήθεια όσον αφορά τη πρώτη περσική εισβολή, οι δυνάμεις της οποίας μεταφέρθηκαν με τριηρείς.[55] Επιπλέον, τα χιώτικα πλοία στη ναυμαχία της Λάδης είχαν 40 πεζοναύτες το καθένα. Αυτό υποδεικνύει ότι μια τριήρης ίσως μπορούσε να μεταφέρει 40-45 πεζοναύτες και μπορούσε εύκολα να αποσταθεροποιηθεί λόγω του επιπλέον βάρους.[57] Ίσως υπήρχαν 5.000 οπλίτες (πεζοναύτες) μαζί με τον συμμαχικό στόλο.[44]

Πέρσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δόθηκαν αρκετοί υπολογισμοί για το μέγεθος του περσικού στόλου. Ο Θουκυδίδης λέει ότι είχαν ένα στόλο από 200 φοινικικά πλοία, και γενικά θεωρείται ως η πιο αξιόπιστη πηγή.[58] Ο Πλούταρχος δίνει αριθμούς από τα 350 του Έφορου μέχρι τα 600 του Φανόδημου. Επιπλέον, ο Πλούταρχος λέει ότι ο περσικός στόλος περίμενε 80 φοινικικά πλοία από τη Κύπρο.[44] Αν και ο Θουκυδίδης θεωρείται πιο αξιόπιστη πηγή, ίσως υπάρχει στοιχείο αλήθειας στα λόγια του Πλούταρχου, που λέει ότι οι Πέρσες περίμεναν περαιτέρω ενισχύσεις - αυτό θα εξηγούσε γιατί ο Κίμωνας ήταν ικανός προληπτικά να επιτεθεί σε αυτά.[44][58][59] Δεν υπάρχουν υπολογισμούς στις αρχαίες πηγές για το μέγεθος του περσικού στρατού ξηράς. Ωστόσο, ο αριθμός των Περσών πεζοναύτες, που ήταν μαζί με τον στόλο, φαίνεται να είναι ίδιος με αυτό των Ελλήνων πεζοναύτων (περ. 5.000), καθώς τα πρσικά πλοία μετέφεραν τον ίδιο αριθμό σωμάτων.[56] Ο Πλούταρχος αναφέρει τον Έφορο λέγοντας ότι ο Τιθραύστης ήταν ο διοικητής του βασιλικού στόλου, και ο Φερενδάτης διοικητής του πεζικού, αλλά λέει ότι ο Καλλισθένης όρισε τον Αριομάνδη ως διοικητή όλη της περσικής δύναμης.[44]

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θουκυδίδης δίνει λίγες πληροφορίες για τη μάχη - η πιο αξιόπιστη πηγή είναι ο Πλούταρχος.[11] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα ανοικτά του Ευρυμέδοντα, εν αναμονή άφιξης 80 φοινικών πλοία από την Κύπρο. Ο Κίμωνας, ο οποίος έπλευσε από τη Φασηλίδα, επιτέθηκε στους Πέρσες πριν φθάσουν οι ενισχύσεις τους, και ο περσικός στόλος, προσπαθώντας να αποφύγει τη μάχη, υποχώρησε. Ωστόσο, όταν ο Κίμωνας συνέχισε την επίθεση, οι Πέρσες δέχθηκαν τη μάχη. Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, η περσική γραμμή μάχης διαλύθηκε γρήγορα, και ο στόλος άρχισε να υποχωρεί, ενώ ο στρατός περίμενε τον στόλο εκεί κοντά.[44] Μερικά πλοία αιχμαλωτίστηκαν ή καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αλλά φαίνεται ότι τα περισσότερα αποβιβάστηκαν στη ξηρά.[58]

Ο περσικός στρατός τώρα ξεκίνησε να κινείται προς τα εμπρός για να αντιμετωπίσει τον ελληνικό στόλο, ο οποίος αποβιβάστηκε για να καταστρέψει τα περσικά πλοία. Παρά τη κούραση των στρατιωτών του μετά τη πρώτη μάχη, ο Κίμωνας, βλέποντας «ότι οι άνδρες του εξυψώθηκαν και ένιωθαν περήφανοι για τη νίκη τους, και ανυπομονούσαν να αντιμετωπίσουν τους Βάρβαρους», αποβιβάστηκε με τους πεζοναύτες του για να επιτεθεί στον περσικό στρατό.[44] Αρχικά, η περσική γραμμή κρατούσε την αθηναϊκή επίθεση, αλλά όπως και στη μάχη της Μυκάλης, οι βαριά τεθωρακισμένοι οπλίτες αναδείχθηκαν ανώτεροι, και κατέστρεψαν τον περσικό στρατό. Υποχωρώντας στο στρατόπεδο τους, οι Πέρσες αιχμαλωτίστηκαν, από τους νικηφόρους Έλληνες.[60]

Ο Θουκυδίδης λέει ότι 200 φοινικά πλοία καταστράφηκαν.[61] Είναι απίθανο ότι η καταστροφή του περσικού στόλου έγινε στη μικρής διάρκειας ναυμαχίας, και θεωρείται ότι τα περσικά πλοία καήκαν μετά τη μάχη, όπως έγινε στη Μυκάλη.[58] Ο Πλούταρχος λέει ότι 200 πλοία αιχμαλωτίστηκαν, επιπρόσθετα σε αυτά που καταστράφηκαν, ή τα οποία έφυγαν.[44] Είναι πιθανό ότι το «καταστράφηκαν» σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει ότι βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς οι Έλληνες θα κατέστρεφαν βεβαίως τα πλοία που επίσης αιχμαλώτισαν (όπως πράγματι προϋποθέτει ο Θουκυδίδης).[58] Καθώς ο Θουκυδίδης μόνο ρητά δίνει τον αριθμό των πλοίων που καταστράφηκαν, είναι πιθανό να συμβιβαστούν οι αριθμοί του Πλούταρχου και του Θουκυδίδη, αλλά δεν είναι σαφές ότι αυτή είναι η καλύτερη προσέγγιση. Δεν υπάρχουν υπολογισμοί στις αρχαίες πηγές για τις απώλειες των δύο μαχόμενων.

Ο Πλούταρχος λέει ότι, μετά από αυτή τη διπλή νίκη, «όπως ένας αθλητής είχε χάσει δύο διαγωνισμούς την ίδια μέρα...ο Κίμωνας συνέχιζε να αγωνίζεται με τις νίκες του».[60] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κίμωνας έπλευσε με τον ελληνικό στόλο όσο γρήγορα ήταν δυνατόν, για να παρακολουθήσουν τα 80 φοινικά πλοία που περίμεναν οι Πέρσες. Αφού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, ο ελληνικός στόλος κατέλαβε τα φοινικά πλοία και τα κατέστρεψε.[60] Ωστόσο, ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει αυτό το περιστατικό, και μερικοί αμφιβάλλουν αν αυτό το περιστατικό έγινε στη πραγματικότητα.[58]

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μια παρόδοση έλεγε ότι ο Πέρσης βασιλιάς (αυτή τη περίοδο βασιλιάς ήταν ο Ξέρξης) συμφώνησε να υπογράψει μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης μετά τη μάχη του Ευρυμέδοντα.[60] Ωστόσο, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι υπήρχε τέτοια συμφωνία ειρήνης αυτή τη περίοδο, και η πιο λογική ημερομηνία για συμφωνία ειρήνης είναι μετά τη κυπριακή εκστρατεία (450 π.Χ).[62] Η εναλλακτική λύση, την οποία δίνει ο Πλούταρχος, είναι ότι ο Πέρσης βασιλιάς ενεργούσε σαν να είχε υπογράψει ταπεινωτική ειρήνη με τους Έλληνες, επειδή δεν ήθελε να ξαναντιμετωπίσει σε μάχη τους Έλληνες.[60] Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, είναι απίθανο να υπογράφθηκε συμφωνία ειρήνης μετά τον Ευρυμέδοντα.[63]

Η νίκη στον Ευρυμέδοντα ήταν σημαντική για τη Δηλιακή Συμμαχία, και χάρη σε αυτή τη νίκη δεν υπήρχε πλέον η απειλή άλλης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.[22] Είναι φανερό ότι σταμάτησε να υπάρχει περσική προσπάθεια για ανακατάληψη της Ασιατικής Ελλάδας μέχρι, το ελάχιστο, το 451 π.Χ.[64] Η ένταξη των πόλεων της Μικράς Ασίας στη Δηλιακή Συμμαχία, ειδικά από τη Καρία, πιθανώς ακολούθησε την εκστρατεία του Κίμωνα εκεί.[65]

Παρά τη νίκη του Κίμωνα, υπήρξε κάποιο αδιέξοδο μεταξύ της Περσίας και της Συμμαχίας. Οι Έλληνες δεν φαίνεται να έχουν πιέσει το πλεονέκτημα στη πατρίδα τους με ένα ουσιαστικό τρόπο.[23] Αν η πιο αργή ημερομηνία, το 466 π.Χ, για την εκστρατεία του Ευρυμέδοντα είναι δεκτή, αυτό είναι επειδή η εξέγερση της Θάσου σήμαινε ότι τα εφόδια απομακρύνθηκαν από τη Μικρά Ασία για να αναγκάσουν τους κατοίκους της Θάσου να γίνουν μέλη της Συμμαχίας.[23] Αντιθέτως, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, οι Πέρσες υιοθέτησαν μια πολύ αμυντική στρατηγική στο Αιγαίο για την επόμενη δεκαετία, καθώς και για τη μισή μεθεπόμενη.[60] Ο περσικός στόλος ουσιαστικά απουσίαζε από το Αιγαίο μέχρι το 451 π.Χ και τα ελληνικα πλοία ήταν σε θέση να κάνουν εμπόριο στις ακτές της Μικράς Ασίας ατιμώρητα.[60][66] Η επόμενη μεγάλη εκστρατεία της Δηλιακής Συμμαχίας κατά των Περσών διεξήχθη το 460 π.Χ, όταν οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν την εξέγερση στο αιγυπτιακό σατραπείο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο πόλεμος θα διηρκήσει για 6 χρόνια, πριν τελείωσει καταστροφικά για τους Έλληνες.[67]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Finley, p. 16.
  2. Kagan, p. 77.
  3. 3,0 3,1 Sealey, p. 264.
  4. Fine, p. 336.
  5. 5,0 5,1 Finley, pp. 29–30.
  6. 6,0 6,1 6,2 Sealey, pp. 248–250
  7. Fine, p. 343.
  8. π.χ Θεμιστοκλής 25 έχει άμεση παραπομπή στον Θουκυδίδη I, 137
  9. Fine, p. 360.
  10. Green, p. xxiv.
  11. 11,0 11,1 Oldfather, note to Diodorus XI, 62
  12. Fine, pp. 357–358.
  13. Sealey, p. 248.
  14. 14,0 14,1 Fine, p. 344.
  15. 15,0 15,1 15,2 Sealey, p. 250.
  16. Πλούταρχος, Κίμωνας 8
  17. Perrin, note to Plutarch, Θεμιστοκλής, 25
  18. Kagan, p. 45.
  19. 19,0 19,1 Fine, pp. 338–342.
  20. Kagan, p. 47.
  21. 21,0 21,1 21,2 Cawkwell, p. 132.
  22. 22,0 22,1 Holland, p. 363.
  23. 23,0 23,1 23,2 Fine, p. 345.
  24. Holland, pp. 147–151.
  25. Fine, pp. 269–277.
  26. Ηρόδοτος V, 35
  27. Holland, pp. 155–157.
  28. Holland, pp. 160–162.
  29. 29,0 29,1 Holland, pp. 175–177.
  30. Holland, pp. 183–186.
  31. Holland, pp. 187–194.
  32. Holland, pp. 202–203.
  33. Holland, pp. 240–244.
  34. Holland, pp. 276–281.
  35. Holland, pp. 320–326.
  36. Holland, pp. 342–355.
  37. Holland, pp. 357–358.
  38. Lazenby, p. 247.
  39. Θουκυδίδης I, 89
  40. Ηρόδοτος IX, 114
  41. 41,0 41,1 41,2 Θουκυδίδης I, 95
  42. 42,0 42,1 42,2 Holland, p. 362.
  43. Θουκυδίδης I, 96
  44. 44,00 44,01 44,02 44,03 44,04 44,05 44,06 44,07 44,08 44,09 44,10 44,11 44,12 Πλούταρχος, Κίμωνας, 12
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 45,5 45,6 45,7 45,8 Cawkwell, p. 133.
  46. Ηρόδοτος IX, 106
  47. Sealey, p. 247.
  48. Fine, p. 332.
  49. Πλούταρχος, Αριστείδης 25–26
  50. Powell, p. 19–20.
  51. Cawkwell, p. 135.
  52. Gardiner, pp. 219–220
  53. Pryor, p. 70.
  54. Goldsworthy, p. 102.
  55. 55,0 55,1 Lazenby, p. 46.
  56. 56,0 56,1 Ηρόδοτος VII, 184
  57. Goldsworthy, p. 103.
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 58,4 58,5 Cawkwell, p. 134.
  59. Hooper, p. 174.
  60. 60,0 60,1 60,2 60,3 60,4 60,5 60,6 Πλούταρχος, Κίμωνας, 13
  61. Θουκυδίδης I, 100
  62. Fine, p. 363.
  63. see Cawkwell, pp. 137–138, note 13.
  64. Cawkwell, pp. 132–134.
  65. Hornblower, pp. 22–23.
  66. Powell, pp. 19–20.
  67. Θουκυδίδης I, 110

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτογενείς πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερογενείς πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Cawkwell, George (2005). The Greek Wars: The Failure of Persia. Oxford University Press. ISBN 0674033140. 
  • Fine, John Van Antwerp (1983). The ancient Greeks: a critical history. Harvard University Press. ISBN 0674033140. 
  • Finley, Moses (1972). «Introduction». Thucydides – History of the Peloponnesian War (translated by Rex Warner). Penguin. ISBN 0140440399. 
  • Gardiner, Robert (Ed.) (2004). AGE OF THE GALLEY: Mediterranean Oared Vessels since pre-Classical Times. Conway Maritime Press. ISBN 978-0851779553. CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  • Goldsworthy, A. (2003). The Fall of Carthage. Cassel. ISBN 0304366420. 
  • Green, Peter (2008). Alexander the Great and the Hellenistic Age. Phoenix. ISBN 0753824139 Check |isbn= value: checksum (βοήθεια). 
  • Holland, Tom (2006). Persian Fire: The First World Empire and the Battle for the West. Abacus. ISBN 0385513119. 
  • Hooper, Finley (1978). Greek realities: life and thought in ancient Greece. Wayne State University Press. ISBN 0814315976. 
  • Hornblower, Simon (1999). The Greek world, 479-323 B.C. Routledge. ISBN 0415163269. 
  • Kagan, Donald (1989). The Outbreak of the Peloponnesian War. Cornell University Press. ISBN 0801495563. 
  • Lazenby, JF (1993). The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd. ISBN 0856685917. 
  • Powell, Anton (1988). Athens and Sparta: constructing Greek political and social history from 478 BC. Routledge. ISBN 0415003385. 
  • Pryor, John H. (1988). Geography, Technology, and War: Studies in the Maritime History of the Mediterranean, 649–1571. Cambridge University Press. ISBN 0521428920. 
  • Sealey, Raphael (1976). A history of the Greek city states, ca. 700-338 B.C. University of California Press. ISBN 0520031776.