Χημική ονοματολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η χημική ονοματολογία (chemical nomenclature) είναι ένα σύνολο κανόνων για τη δημιουργία συστηματικών ονομάτων για τις χημικές ενώσεις. Η ονοματολογία που χρησιμοποιείται πιο συχνά παγκοσμίως είναι αυτή που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε από την Διεθνή Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας (IUPAC).

Οι κανόνες της IUPAC για την ονομασία των οργανικών και των ανόργανων ενώσεων περιέχονται σε δύο εκδόσεις, γνωστές ως Γαλάζιο βιβλίο[1][2] και την Ονοματολογία των ανόργανων ενώσεων (κόκκινο βιβλίο),[3] αντίστοιχα. Μια τρίτη έκδοση, γνωστή ως Μεγέθη, Μονάδες και Σύμβολα στη Φυσικοχημεία (Quantities, Units and Symbols in Physical Chemistry) (πράσινο βιβλίο),[4] περιγράφει τις συστάσεις για τη χρήση των συμβόλων για τα φυσικά μεγέθη (physical quantities) (σε συνεργασία με την Διεθνή Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Φυσικής (IUPAP)), ενώ μια τέταρτη έκδοση, η Επιτομή της χημικής ορολογίας (Compendium of Chemical Terminology) (χρυσαφί βιβλίο),[5] περιέχει τους ορισμούς ενός μεγάλου αριθμού τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται στη χημεία. Παρόμοιες επιτομές υπάρχουν για τη βιοχημεία[6] (το Λευκό βιβλίο (White Book), σε συνεργασία με την Διεθνή Ένωση Βιοχημείας και Μοριακής Βιολογίας (IUBMB), την αναλυτική χημεία[7] (το Επιτομή της αναλυτικής ονοματολογίας (Compendium of Analytical Nomenclature) (πορτοκαλί βιβλίο)), τη μακρομοριακή χημεία[8] (το πορφυρό βιβλίο) και την κλινική χημεία[9] (το Ασημί βιβλίο). Αυτά τα "χρωματιστά βιβλία (color books)" συμπληρώνονται με πιο σύντομες συστάσεις για ειδικές περιπτώσεις που δημοσιεύονται κατά καιρούς στο επιστημονικό περιοδικό Pure and Applied Chemistry.

Σκοποί της χημικής ονοματολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια λειτουργία της χημικής ονοματολογίας είναι να εξασφαλίσει ότι το προφορικό ή γραπτό χημικό όνομα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την χημική ένωση στην οποία αναφέρεται το όνομα: κάθε χημικό όνομα πρέπει να αναφέρεται σε μια μοναδική ουσία. Ένας λιγότερο σημαντικός σκοπός είναι η εξασφάλιση ότι κάθε ουσία έχει ένα μοναδικό όνομα, αν και ένας περιορισμένος αριθμός εναλλακτικών ονομάτων είναι αποδεκτός σε κάποιες περιπτώσεις.

Κατά προτίμηση, το όνομα μεταφέρει επίσης κάποιες πληροφορίες για τη δομή ή τη χημεία μιας ένωσης. Οι αριθμοί CAS αποτελούν ένα ακραίο παράδειγμα ονομάτων που δεν επιτελούν αυτήν τη λειτουργία: κάθε αριθμός CAS αναφέρεται σε μια μοναδική ένωση, αλλά δεν περιέχει πληροφορίες για τη δομή.

Η μορφή της χρησιμοποιούμενης ονοματολογίας εξαρτάται από το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία μοναδικά σωστή μορφή, αλλά υπάρχουν μάλλον διαφορετικές μορφές που είναι περισσότερο ή λιγότερο κατάλληλες σε διάφορες περιπτώσεις.

Ένα κοινό όνομα θα επαρκεί συχνά για ένα συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για να είναι γενικότερα εφαρμόσιμο, το όνομα πρέπει να δείχνει τουλάχιστον τον χημικό τύπο. Για να είναι πιο ακριβές, ίσως να χρειάζεται να οριστεί η τρισδιάστατη διάταξη των ατόμων.

Σε λίγες ειδικές περιπτώσεις (όπως η κατασκευή μεγάλων ευρετηρίων), γίνεται απαραίτητη η εξασφάλιση ότι κάθε ένωση έχει ένα μοναδικό όνομα: Αυτό απαιτεί πρόσθετους κανόνες στο τυπικό σύστημα IUPAC (της Υπηρεσίας Περιλήψεων Χημικών Μελετών (Chemical Abstracts Service) που είναι το πιο χρησιμοποιούμενο για αυτήν την περίπτωση ), με μειονέκτημα μιας μεγαλύτερης και λιγότερο οικείας ονοματολογίας για τους περισσότερους αναγνώστες. Ένα άλλο σύστημα του οποίου αυξάνεται η δημοφιλία είναι το InChI (Διεθνές χημικό αναγνωριστικό IUPAC - International Chemical Identifier) που αντικατοπτρίζει τη δομή και τη σύσταση μιας ουσίας, γεγονός που το καθιστά πιο γενικό από έναν αριθμό CAS.

Το σύστημα IUPAC κριτικάρεται συχνά για τις παραπάνω αποτυχίες όταν γίνεται σχετικό (παραδείγματος χάρη, στη διαφοροποίηση της δραστικότητας των αλλοτρόπων του θείου, που η IUPAC δεν διακρίνει). Ενώ η IUPAC έχει το πλεονέκτημα της ανθρώπινης αναγνωσιμότητας συγκριτικά με την αρίθμηση CAS, θα ήταν δύσκολος ο ισχυρισμός ότι τα ονόματα IUPAC για κάποια μεγαλύτερα, σχετικά μόρια (όπως η ραπαμυκίνη (rapamycin)) είναι αναγνώσιμα από ανθρώπους και έτσι οι περισσότεροι ερευνητές χρησιμοποιούν απλώς τα ανεπίσημα ονόματα.

Διαφορετικοί σκοποί της χημικής ονοματολογίας και της λεξικογραφίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι γενικά κατανοητό ότι οι σκοποί της λεξικογραφίας ως προς τη χημική ονοματολογία διαφέρουν και είναι σε κάποια έκταση σε δυσαρμονία. Τα λεξικά , είτε στην παραδοσιακή έντυπη μορφή είτε στο διαδίκτυο, συλλέγουν και αναφέρουν τις έννοιες των λέξεων καθώς αναφύονται οι χρήσεις τους και μεταβάλλονται με τον χρόνο. Για τα λεξικά του διαδικτύου με περιορισμένη ή χωρίς καμία εκδοτική επεξεργασία, οι ορισμοί—σε αυτήν την περίπτωση, οι ορισμοί των χημικών ονομάτων και όρων—μπορούν να αλλάξουν γρήγορα χωρίς έγνοιες για την επίσημη ή την ιστορική σημασία. Η χημική ονοματολογία όμως, (με την ονοματολογία IUPAC, ως το καλύτερο παράδειγμα) είναι αναγκαστικά πιο περιοριστική: Σκοπεύει στην προτυποποίηση της επικοινωνίας και της πρακτικής έτσι ώστε, όταν χρησιμοποιείται ένας χημικός όρος να έχει μια σταθερή σημασία ως προς τη χημική δομή, συνεπώς να δίνει μια γνώση των χημικών ιδιοτήτων και των παράγωγων μοριακών ουσιών. Αυτοί οι διαφορετικοί σκοποί μπορεί να έχουν βαθιά αποτελέσματα στην έγκυρη κατανόηση της χημείας, ιδιαίτερα ως προς τις χημικές τάξεις που έχουν πετύχει μαζική προσοχή. Παραδείγματα της επίπτωσης αυτών μπορούν να φανούν στα παρακάτω παραδείγματα:

  • Η ρεσβερατρόλη, μια μοναδική ένωση καθορισμένη σαφώς από το κοινό της όνομα, αλλά που μπορεί να μπερδευτεί, γενικά, με το cis ισομερές της,
  • Τα ω-3 λιπαρά οξέα, μια τάξη χημικής δομής που λογικά είναι καλώς ορισμένη και παρ'όλα αυτά πλατιά ως αποτέλεσμα του επίσημου ορισμού της και
  • Οι πολυφαινόλες (polyphenols), μια μάλλον πλατιά δομική τάξη με έναν επίσημο ορισμό, αλλά όπου οι εσφαλμένες μεταφράσεις και η γενική κατάχρηση του όρου ως προς τον επίσημο ορισμό, έχουν οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα χρήσης και έτσι σε ασάφεια στη σχέση μεταξύ δομής και δραστικότητας ((Structure–activity relationship ή SAR).

Ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίον μπορούν να αλλάξουν οι έννοιες στο διαδίκτυο, ειδικά για τις χημικές ενώσεις με κατανοητά οφέλη υγείας, ορθά ή εσφαλμένα αποδιδόμενες, περιπλέκει τη σημασία της διατήρησης μιας τέλειας ονοματολογίας (και συνεπώς πρόσβασης στην κατανόηση SAR).

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη σελίδα του Chymical Nomenclature του Λαβουαζιέ στα αγγλικά.

Η ονοματολογία της αλχημείας είναι πλούσια στην περιγραφή, αλλά δεν καλύπτει αποτελεσματικά τους σκοπούς που περιγράφηκαν παραπάνω. Οι απόψεις για το αν ήταν εξεπίτηδες εκ μέρους των πρώιμων επαγγελματιών της αλχημείας ή αν ήταν συνέπεια του ιδιαίτερου (και συχνά εσωτερικού) θεωρητικού σκελετού στον οποίον δούλευαν διίστανται.

Είναι αξιοπαρατήρητο ότι το πρώτο "σύγχρονο" σύστημα χημικής ονοματολογίας εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την διάκριση (από τον Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ) μεταξύ στοιχείων και ενώσεων, προς το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα.

Ο Γάλλος χημικός Λουί-Μπερνάρ Γκιτόν ντε Μορβώ (Louis-Bernard Guyton de Morveau) δημοσίευσε τις προτάσεις του[10] το 1782, ελπίζοντας ότι η "σταθερή μέθοδος ονομασίας" θα "βοηθούσε την ευφυΐα και θα ανακούφιζε τη μνήμη". Το σύστημα επεξεργάστηκε σε συνεργασία με τους Μπερτολέ (Berthollet), Αντουάν Φρανσουά (Antoine François, comte de Fourcroy) και Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ[11] και προωθήθηκε από τον τελευταίο σε ένα εγχειρίδιο που θα επιβίωνε πολύ μετά τον θάνατό του στην γκιλοτίνα το 1794.[12] Το έργο υποστηρίχτηκε επίσης από τον Γιονς Γιάκομπ Μπερζέλιους,[13][14] που υιοθέτησε τις ιδέες για τον γερμανόφωνο κόσμο.

Οι προτάσεις του Γκιτόν κάλυψαν μόνο αυτό που σήμερα θα ήταν γνωστό ως ανόργανες ενώσεις. Με την τεράστια επέκταση της οργανικής χημείας στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και την καλύτερη κατανόηση της δομής των οργανικών ενώσεων, η ανάγκη για ένα λιγότερο αυτοργανωμένο σύστημα ονοματολογίας έγινε αισθητή επειδή έγιναν διαθέσιμα τα αντίστοιχα θεωρητικά εργαλεία. Μια διεθνής σύσκεψη συνεκλήθη στη Γενεύη το 1892 από τις διεθνείς χημικές ενώσεις, από την οποία προέκυψαν οι πρώτες πλατιά αποδεκτές προτάσεις για την προτυποποίηση.[15]

Μια επιτροπή δημιουργήθηκε το 1913 από το συμβούλιο του διεθνή συνδέσμου των χημικών ενώσεων, αλλά η εργασία του διακόπηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, το καθήκον πέρασε στη νεοσχηματισμένη Διεθνή Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας, που ανέθεσε πρώτη σε επιτροπές την οργανική, ανόργανη και βιοχημική ονοματολογία το 1921 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Τύποι ονοματολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οργανική χημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Όνομα υποκατάστασης (Substitutive name)
  • Όνομα ρίζας και τάξης (χαρακτηριστικής ομάδας) (Functional class name ή radicofunctional name)
  • Όνομα σύζευξης (Conjunctive name)
  • Όνομα προσθήκης (Additive name)
  • Όνομα αφαίρεσης (Subtractive name)
  • Όνομα πολλαπλασιασμού (Multiplicative name)
  • Όνομα συνένωσης (Fusion name)
  • Ονοματολογία Hantzsch–Widman
  • Όνομα αντικατάστασης (Replacement name)

Ανόργανη χημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ονοματολογία σύστασης (Compositional nomenclature)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιονικές δυαδικές ενώσεις τύπου I[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τον τύπο-I ιονικών δυαδικών ενώσεων (Ionic binary compounds), το κατιόν (ένα μέταλλο στις περισσότερες περιπτώσεις) ονομάζεται πρώτα και το ανιόν (συνήθως ένα αμέταλλο) ονομάζεται δεύτερο (αυτό ισχύει τουλάχιστον για τα αγγλικά). Το κατιόν διατηρεί το στοιχειακό του όνομα (π.χ., σίδηρος ή ψευδάργυρος), αλλά η κατάληξη του αμέταλλου αλλάζει σε -ide (στα αγγλικά). Παραδείγματος χάρη, η ένωση LiBr αποτελείται από κατιόντα Li+ και ανιόντα Br· συνεπώς, λέγεται (lithium bromide στα αγγλικά - βρωμιούχο λίθιο στα ελληνικά). Η ένωση BaO, που αποτελείται από κατιόντα Ba2+ και ανιόντα O2−, αναφέρεται ως (barium oxide στα αγγλικά - οξείδιο του βαρίου στα ελληνικά).

Ο αριθμός οξείδωσης κάθε στοιχείου είναι σαφής. Όταν αυτά τα ιόντα συνδυάζονται σε μια δυαδική ένωση τύπου I, τα ίσα αλλά αντίθετου πρόσημου φορτία εξουδετερώνονται, έτσι το καθαρό φορτίο της ένωσης είναι μηδέν.

Ιονικές δυαδικές ενώσεις τύπου II[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιονικές δυαδικές ενώσεις τύπου II είναι αυτές στις οποίες το κατιόν δεν έχει μόνο μια κατάσταση οξείδωσης. Αυτό είναι συνηθισμένο μεταξύ των μέταλλα μετάπτωσης (transition metals). Για να ονομαστούν αυτές οι ενώσεις, πρέπει να καθοριστεί το φορτίο του κατιόντος και έπειτα να γράψει το όνομα όπως θα έκανε με τις ιονικές ενώσεις τύπου I, εκτός από το ότι γράφεται ένας λατινικός αριθμός σε παρένθεση δίπλα στο όνομα του κατιόντος, που δείχνει το φορτίο του κατιόντος. (Αυτό μερικές φορές αναφέρεται ως ονοματολογία Στοκ (Stock nomenclature)). Παραδείγματος χάρη, πάρτε την ένωση FeCl3. Το κατιόν, σιδήρου, μπορεί να εμφανιστεί ως Fe2+ και Fe3+. Για να έχει η ένωση ένα καθαρό μηδενικό φορτίο, το κατιόν πρέπει να είναι Fe3+ έτσι ώστε τα τρία ανιόντα Cl να μπορούν να εξισορροπηθούν (3+ και 3− ίσον με 0). Συνεπώς, αυτή η ένωση ονομάζεται (iron(III) chloride στα αγγλικά) (στα ελληνικά τριχλωριούχος σίδηρος). Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η ένωση PbS2. Επειδή το ανιόν θείου S2− έχει έναν δείκτη 2 στον τύπο (δίνοντας ένα φορτίο 4−), η ένωση πρέπει να εξισορροπηθεί με ένα φορτίο 4+ από το κατιόν του Pb (ο μόλυβδος είναι ένα μέταλλο μετάπτωσης και μπορεί να σχηματίσει κατιόντα με φορτίο 4+ ή 2+). Συνεπώς, η ένωση αποτελείται από ένα κατιόν Pb4+ για κάθε δύο ανιόντα S2−, η ένωση εξισορροπείται και το όνομά της γράφεται ως (lead(IV) sulfide στα αγγλικά) (στα ελληνικά, θειούχος μόλυβδος ή θειούχος μόλυβδος (IV)). Ένα πιο παλιό σύστημα - που βασίζεται στα λατινικά ονόματα των στοιχείων - χρησιμοποιείται επίσης μερικές φορές για να ονομάσει τις ιονικές δυαδικές ενώσεις τύπου II. Σε αυτό το σύστημα, το μέταλλο (αντί για έναν λατινικό αριθμό δίπλα του) έχει μια κατάληξη "-ικός (-ic)" ή "-ούχος (-ous)" που προστίθεται σε αυτό για να δείξει την κατάσταση οξείδωσής του ("-ούχος" για τη πιο χαμηλή, "-ικός" για την πιο υψηλή). Παραδείγματος χάρη, η ένωση FeO περιέχει το κατιόν Fe2+ (που εξισορροπείται με το ανιόν O2−). Επειδή η κατάσταση οξείδωσης είναι πιο χαμηλή από την άλλη δυνατότητα (Fe3+), αυτή η ένωση ονομάζεται μερικές φορές (ferrous oxide στα αγγλικά) (στα ελληνικά θα ονομαζόταν σιδηρούχο οξείδιο - συνήθως ονομάζεται οξείδιο του δισθενούς σιδήρου) . Για την ένωση, SnO2, το ιόν του κασσίτερου είναι Sn4+ (και εξισορροπείται με το φορτίο 4− των ανιόντων O2−) και επειδή αυτή είναι πιο υψηλή κατάσταση οξείδωσης από την εναλλακτική (Sn2+), αυτή η ένωση ονομάζεται και (stannic oxide στα αγγλικά) (στα ελληνικά θα ονομαζόταν κασσιτερικό οξείδιο - συνήθως ονομάζεται διοξείδιο του κασσιτέρου) .

Μερικές ιονικές ενώσεις περιέχουν πολυατομικά ιόντα (polyatomic ions), που είναι φορτισμένες οντότητες που περιέχουν δύο ή περισσότερους τύπους ατόμων ομοιοπολικά ενωμένους. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα ονόματα των συνηθισμένων πολυατομικών ιόντων· αυτά συμπεριλαμβάνουν:

  • Αμμώνιο (NH4+)
  • Νιτρώδες (nitrite) (NO2)
  • Νιτρικό (nitrate) (NO3)
  • Θειώδες (sulfite) (SO32−)
  • Θειικό (sulfate) (SO42−)
  • Όξινο θειικό (HSO4)
  • Υδροξείδιο (OH)
  • Κυάνιο ή κυανίδιο (cyanide) (CN)
  • Φωσφορικό (phosphate) (PO43−)
  • Όξινο φωσφορικό (hydrogen phosphate) (HPO42−)
  • Δισόξινο φωσφορικό (dihydrogen phosphate) (H2PO4)
  • Ανθρακικό (CO32−)
  • Όξινο ανθρακικό (hydrogen carbonate ή bicarbonate) (HCO3)
  • Υποχλωριώδες (hypochlorite) (ClO)
  • Χλωριώδες (chlorite) (ClO2)
  • Χλωρικό (chlorate) (ClO3)
  • Υπερχλωρικό (perchlorate) (ClO4)
  • Οξικό (acetate) (C2H3O2), υπερμαγγανικό (permanganate) (MnO4)
  • Διχρωμικό (dichromate) (Cr2O72−)
  • Χρωμικό (chromate) (CrO42−)
  • Υπεροξείδιο (peroxide) (O22−)

Ο τύπος Na2SO3 δηλώνει ότι το κατιόν είναι το νάτριο, ή Na+ και το ανιόν είναι το θειώδες ιόν (SO32−). Συνεπώς, αυτή η ένωση ονομάζεται (sodium sulfite στα αγγλικά - θειώδες νάτριο στα ελληνικά). Αν ο δεδομένος τύπος είναι Ca(OH)2,μπορεί να θεωρηθεί ότι το OH είναι το ιόν ου υδροξειδίου. Αφού το φορτίο του ιόντος ασβεστίου είναι 2+, θα πρέπει να υπάρχουν δύο ιόντα OH για να εξισορροπήσουν το φορτίο. Συνεπώς, το όνομα της ένωσης είναι (calcium hydroxide στα αγγλικά - υδροξείδιο του ασβεστίου στα ελληνικά). Αν ζητηθεί ο τύπος για το χρωμικό χαλκό(I), ο λατινικός αριθμός δείχνει ότι το ιόν του χαλκού είναι το Cu+ και μπορεί να αναγνωριστεί ότι η ένωση περιέχει το χρωμικό ιόν (CrO42−). Δύο ιόντα χαλκού 1+ απαιτούνται για να εξισορροπήσουν το φορτίο ενός χρωμικού ιόντος 2−, έτσι ο τύπος είναι Cu2CrO4.

Δυαδικές ενώσεις τύπου III[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυαδικές ενώσεις τύπου III είναι ομοιοπολικά ενωμένες. Ο ομοιοπολικός δεσμός εμφανίζεται μεταξύ μη μεταλλικών στοιχείων. Οι ομοιοπολικά ενωμένες ενώσεις είναι επίσης γνωστές ως μόρια. Στην ένωση, το πρώτο στοιχείο ονομάζεται πρώτο (στα αγγλικά) και με το πλήρες όνομα του στοιχείου. Το δεύτερο στοιχείο (στα αγγλικά) ονομάζεται σαν να ήταν ανιόν (όνομα ρίζας του στοιχείου συν την κατάληξη ίδιο (-ide)). Έπειτα, χρησιμοποιούνται προθέματα για να δείξουν τον αριθμό κάθε ατόμου που είναι παρόν: αυτά τα προθήματα είναι μονο-(mono-), δι- (di-), τρι- (tri-) κ.ο.κ. Το πρόθημα μονο- δεν χρησιμοποιείται ποτέ με το πρώτο στοιχείο. Συνεπώς, το NCl3 ονομάζεται (nitrogen trichloride στα αγγλικά - τριχλωριούχο άζωτο στα ελληνικά), το P2O5 ονομάζεται (diphosphorus pentoxide στα αγγλικά - πεντοξείδιο του φωσφόρου στα ελληνικά) και το BF3 ονομάζεται (boron trifluoride στα αγγλικά - τριφθοριούχο βόριο στα ελληνικά).

Το (Carbon dioxide - διοξείδιο του άνθρακα) γράφεται CO2· το (sulfur tetrafluoride- τετραφθοριούχο θείο) γράφεται SF4. Λίγες ενώσεις, όμως, έχουν κοινά ονόματα που επικρατούν. Το H2O, παραδείγματος χάρη, ονομάζεται συνήθως νερό αντί για (dihydrogen monoxide - μονοξείδιο του διυδρογόνου) και η NH3 ονομάζεται συνήθως αμμωνία αντί για (hydrogen nitride - νιτρίδιο του υδρογόνου).

Ονοματολογία υποκατάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή η μέθοδος ονοματολογίας ακολουθεί γενικά την καθιερωμένη από την IUPAC οργανική ονοματολογία. Στα υδρίδια των στοιχείων της κύριας ομάδας (ομάδες 13–17) δίνεται ένα όνομα με την κατάληξη -άνιο (-ane), π.χ. βοράνιο (B H3), οξιδάνιο (oxidane) ( H2O), φωσφάνιο (phosphane) (P H3) (το όνομα φωσφίνη που είναι επίσης συνηθισμένο, δεν συνιστάται από την IUPAC). Η ένωση PCl3 θα ονομαζόταν συνεπώς με υποκατάσταση ως τριχλωροφωσφάνιο (trichlorophosphane) (με το χλώριο "να υποκαθιστά"). Όμως, δεν παράγονται από το όνομα του στοιχείου όλα αυτά τα ονόματα (ή στελέχη). Παραδείγματος χάρη, το N H3 ονομάζεται "αζάνιο (azane)".

Ονοματολογία προσθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή η μέθοδος ονοματολογίας έχει αναπτυχθεί κυρίως για ενώσεις συναρμογής ή σύμπλοκες ενώσεις (coordination compounds) αν και μπορεί να εφαρμοστεί πιο πλατιά. Ένα τέτοιο παράδειγμα εφαρμογής της αποτελεί το [CoCl(NH3)5]Cl2 pentaamminechloridocobalt(III) chloride (χλωριούχο πενταμμωνιοχλωριδοκοβάλτιο(III)).

Οι προσδέτες (Ligands), επίσης, έχουν μια ειδική συνθήκη ονοματολογίας. Ενώ το χλωρίδιο (chloride) γίνεται το πρόθημα χλωρο- (chloro-) στην ονοματολογία προσθήκης, σε έναν προσδέτη γίνεται χλωριδο- (chlorido-).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Nomenclature of Organic Chemistry (3rd έκδοση), London: Butterworths, 1971, ISBN 0-408-70144-7 .
  2. Rigaudy, J.· Klesney, S. P., επιμ. (1979). Nomenclature of Organic Chemistry. IUPAC/Pergamon Press. ISBN 0-08022-3699. . Panico, R.· Powell, W. H.· Richer, J. C., επιμ. (1993). A Guide to IUPAC Nomenclature of Organic Compounds. IUPAC/Blackwell Science. ISBN 0-632-03488-2.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια).IUPAC, Chemical Nomenclature and Structure Representation Division (27 Οκτωβρίου 2004). https://old.iupac.org/reports/provisional/abstract04/favre_310305.html |chapter-url= missing title (βοήθεια). Nomenclature of Organic Chemistry (Provisional Recommendations. IUPAC. .
  3. International Union of Pure and Applied Chemistry (2005). Nomenclature of Inorganic Chemistry (IUPAC Recommendations 2005). Cambridge (UK): RSCIUPAC. (ISBN 0-85404-438-8). Electronic version.
  4. International Union of Pure and Applied Chemistry (1993). Quantities, Units and Symbols in Physical Chemistry, 2nd edition, Oxford: Blackwell Science. (ISBN 0-632-03583-8). {Electronic version..
  5. Compendium of Chemical Terminology, IMPACT Recommendations (2nd Ed.), Oxford:Blackwell Scientific Publications. (1997)
  6. Biochemical Nomenclature and Related Documents, London:Portland Press, 1992.
  7. International Union of Pure and Applied Chemistry (1998). Compendium of Analytical Nomenclature (definitive rules 1997, 3rd. ed.). Oxford: Blackwell Science. (ISBN 0-86542-6155). section {{{section}}}.
  8. Compendium of Macromolecular Nomenclature, Oxford:Blackwell Scientific Publications, 1991.
  9. Compendium of Terminology and Nomenclature of Properties in Clinical Laboratory Sciences, IMPACT Recommendations 1995, Oxford: Blackwell Science, ISBN 0-86542-612-0 .
  10. Guyton de Morveau, L. B. (1782), J. Phys. 19: 310 .
  11. Guyton de Morveau, L. B.; Lavoisier, A. L.; Berthollet, C. L.; Fourcroy, A. F. de (1787), Méthode de Nomenclature Chimique, Paris: Cuchet, http://imgbase-scd-ulp.u-strasbg.fr/displayimage.php?album=692&pos=3, ανακτήθηκε στις 2016-01-13 .
  12. Lavoisier, A. L. (1801), Traité Élémentaire de Chimie (3e έκδοση), Paris: Deterville .
  13. Berzelius, J. J. (1811), J. Phys. 73: 248 .
  14. Wisniak, Jaime (2000), «Jöns Jacob Berzelius A Guide to the Perplexed Chemist», Chem. Educator 5 (6): 343–50, doi:10.1007/s00897000430a .
  15. «Congrès de nomenclature chimique, Genève 1892», Bull. Soc. Chim. Paris, Ser. 3 7: xiii–xxiv, 1892, http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k2820064.image .

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]