Χανς Πφίτσνερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χανς Πφίτσνερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hans Pfitzner (Γερμανικά)
Γέννηση5  Μαΐου 1869[1][2][3]
Μόσχα[4][5][6]
Θάνατος22  Μαΐου 1949[2][5]
Σάλτσμπουργκ[7][5]
Τόπος ταφήςΚεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[8][9]
Ρωσικά[9]
ΣπουδέςHoch Conservatory
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
διευθυντής ορχήστρας
διδάσκων πανεπιστημίου
συγγραφέας
πιανίστας
ΕργοδότηςΑνώτατη Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου
Αξιοσημείωτο έργοDas Christ-Elflein
Οικογένεια
ΓονείςRobert Pfitzner
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΔαχτυλίδι της Τιμής της πόλης της Βιέννης
Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες
Βραβείο Γκαίτε (1934)
Goethe Plaque of the City of Frankfurt (1940)
Βαυαρικό Μαξιμιλιανό Τάγμα για τις Επιστήμες και Τέχνες (1926)
Pour le Mérite[10]
d:Q1535113
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χανς Έριχ Πφίτσνερ (γερμ. Hans Erich Pfitzner, 5 Μαΐου 186922 Μαΐου 1949) ήταν Γερμανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, αυτοχαρακτηριζόμενος ως «αντιμοντερνιστής». Το γνωστότερο έργο του είναι η μεταρομαντική όπερα Παλεστρίνα (1917), βασισμένη χαλαρά στη ζωή του Ιταλού συνθέτη του 16ου αιώνα Τζοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα και του έργου του Missa Papae Marcelli. Επίσης ήταν ικανός δάσκαλος της μουσικής.

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πφίτσνερ γεννήθηκε στη Μόσχα, όπου ο πατέρας του έπαιζε βιολοντσέλο στην ορχήστρα ενός θεάτρου. Η οικογένεια επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη του πατέρα, τη Φραγκφούρτη, το 1872. Ο Χανς ήταν τότε νήπιο και θεωρούσε πάντοτε ιδιαίτερη πατρίδα του τη Φραγκφούρτη. Ο πατέρας του τού έκανε από ενωρίς μαθήματα βιολιού και σε ηλικία 11 ετών ο Χανς συνέθεσε τα πρώτα μουσικά έργα του. Το 1884 έγραψε τα πρώτα τραγούδια του και από το 1886 έως το 1890 σπούδασε σύνθεση με καθηγητή τον Ίβαν Κνορ και πιάνο με τον Τζέιμς Κβαστ στη Μουσική Σχολή Χοχ της Φραγκφούρτης. (Αργότερα νυμφεύθηκε την κόρη του Κβαστ, τη Μιμή, που ήταν και εγγονή του Φέρντιναντ Χίλερ.) Νεαρός ακόμα, ο Πφίτσνερ δίδαξε πιάνο και θεωρία στο Ωδείο του Κόμπλεντς το 1892-1893. Το 1894 διορίσθηκε μαέστρος στο Κρατικό Θέατρο του Μάιντς, αλλά έμεινε στη θέση αυτή μόλις μερικούς μήνες. Αργότερα διετέλεσε ως Α΄ Kapellmeister στο μουσικό Θέατρο της Δύσης στο Βερολίνο, αλλά η πρώτη θέση της ζωής του με αξιοπρεπή μισθό ήταν αυτή του διευθυντή όπερας και επικεφαλής του Ωδείου του Στρασβούργου το 1908, δηλαδή σε ηλικία σχεδόν 40 ετών.

Στο υπό γερμανική κατοχή Στρασβούργο ο συνθέτης βρήκε επιτέλους κάποια επαγγελματική σταθερότητα και μπόρεσε για πρώτη φορά να διευθύνει τις δικές του όπερες. Από τότε θεωρούσε τον έλεγχο της σκηνοθεσίας στις όπερες δική του υπόθεση, κάτι που του προκάλεσε δυσκολίες στην υπόλοιπη σταδιοδρομία του. Αλλά με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τον Νοέμβριο του 1918, το Στρασβούργο προσαρτήθηκε και πάλι στη Γαλλία και ο Πφίτσνερ έμεινε επαγγελματικά μετέωρος στα 50 του. Το γεγονός αυτό επεδείνωσε δυσκολίες του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του: έναν ελιτισμό, μια πεποίθηση ότι του χρωστούσαν κάποιες παροχές για την προσφορά του στη γερμανική τέχνη, κοινωνική αδεξιότητα και έλλειψη τακτ, καθώς και μια ειλικρινής πίστη ότι η μουσική του δεν είχε αντάξιά της αναγνώριση.[11] Η πικρία του και η πολιτισμική του απαισιοδοξία βάθυναν τη δεκαετία του 1920 με τον θάνατο της συζύγου του (1926) και με την προσβολή από μηνιγγίτιδα του μεγαλύτερου γιου του, του Πάουλ, που από τότε παρέμεινε με ιατρική φροντίδα σε ίδρυμα.

Το 1895 ο Ρίχαρντ Μπρούνο Χάιντριχ ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο στην πρώτη όπερα του συνθέτη, την Der arme Heinrich, βασισμένη στο ομώνυμο μεσαιωνικό ποίημα του Χάρτμαν φον Άουε. Το αριστούργημα του Πφίτσνερ, η όπερα Παλεστρίνα, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Μόναχο στις 12 Ιουνίου 1917 με μαέστρο τον Γερμανοεβραίο Μπρούνο Βάλτερ. Την παραμονή του θανάτου του τον Φεβρουάριο του 1962, ο Βάλτερ υπαγόρευσε το τελευταίο γράμμα του, που κατέληγε: «Παρ' όλες τις σκοτεινές εμπειρίες του σήμερα, είμαι ακόμη πεπεισμένος ότι η όπερα Palestrina θα παραμείνει. Το έργο έχει όλα τα στοιχεία της αθανασίας.»[12]

Ο Χανς Πφίτσνερ το 1905

Το κατά πολύ γνωστότερο από όλα τα πεζά κείμενα του Πφίτσνερ είναι η διακήρυξή του Futuristengefahr (= «Ο κίνδυνος των φουτουριστών»), γραμμένη ως απάντηση στο Σκιαγράφημα για μια νέα αισθητική της μουσικής του Φερρούτσιο Μπουζόνι. «Ο Μπουζόνι», εξηγεί ο Πφίτσνερ, «τοποθετεί όλες τις ελπίδες του για τη Δυτική μουσική στο μέλλον και αντιλαμβάνεται το παρόν και το παρελθόν ως μια διστακτική απαρχή, ως μια απλή προετοιμασία για το μέλλον. Αλλά αν είναι αντίθετα τα πράγματα; Αν σήμερα βρίσκουμε τους εαυτούς μας σε ένα σημείο ακμής, ή ακόμα περισσότερο αν έχουμε ήδη περάσει αυτό το σημείο;»

Ο Πφίτσνερ και οι ναζιστές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σχέση του Πφίτσνερ με το ναζιστικό καθεστώς και τους εκπροσώπους του αποτελεί ένα σύνθετο και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Αρχικώς τον συμπαθούσαν για τον εθνικισμό του σημαντικά πρόσωπα της Ναζιστικής Γερμανίας, ιδίως ο Χανς Φρανκ. Σύντομα όμως ηγετικά μέλη του καθεστώτος απογοητεύθηκαν από τη μακρά μουσική συνεργασία του με τον εβραϊκής καταγωγής μαέστρο Μπρούνο Βάλτερ. Επέσυρε επίσης την οργή των ναζιστών επειδή αρνήθηκε να υπακούσει στην απαίτηση του καθεστώτος να γράψει νέα μουσική για το έργο του Σαίξπηρ Όνειρο Θερινής Νυκτός, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση της αντίστοιχης διάσημης μουσικής του Εβραίου Μέντελσον. Ο Πφίτσνερ επέμεινε ότι το έργο του Μέντελσον ήταν πολύ καλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσε να προσφέρει ο ίδιος ως υποκατάστατο.

Στην πραγματικότητα ο Πφίτσνερ και ο Χίτλερ είχαν συναντηθεί τυχαία σε ανύποπτο χρόνο, το 1923: Ο συνθέτης νοσηλευόταν μετά από εγχείρηση χοληδόχου κύστης, όταν ο Άντον Ντρέξλερ, που γνώριζε και τους δύο καλά, κανόνισε να τον επισκεφθεί ο Χίτλερ, ο οποίος αναζητούσε τότε οπαδούς στον χώρο του πολιτισμού. Στη συνάντηση ο Χίτλερ μίλησε την περισσότερη ώρα, ενώ ο Πφίτσνερ τόλμησε να τον αντικρούσει στη γνώμη του για τον αντισημίτη και ομοφυλόφιλο αυτόχειρα διανοητή Όττο Βάινινγκερ, οπότε ο Χίτλερ απεχώρησε αναστενάζοντας. Αργότερα ο Χίτλερ είχε πει στον επικεφαλής του επί των πολιτιστικών θεμάτων Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ ότι δεν ήθελε «καμία περαιτέρω σχέσιν με αυτόν τον Εβραίο ραββίνο». Αλλά ο συνθέτης, μη γνωρίζοντας αυτή τη δήλωση, νόμιζε ότι ο Χίτλερ διέκειτο ευμενώς προς αυτόν.

Ωστόσο, όταν το Ναζιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία το 1933, ο Ρόζενμπεργκ στρατολόγησε τον Πφίτσνερ (αν και καθόλου καλό ομιλητή) να δώσει διαλέξεις στη ναζιστική οργάνωση Kampfbund für deutsche Kultur και ο συνθέτης δέχθηκε, ελπίζοντας να βοηθηθεί έτσι στην εξεύρεση κάποιας καλής θέσεως. Ο Χίτλερ όμως φρόντισε να μην επιλεγεί ο Πφίτσνερ για τη θέση του διευθυντή της Όπερας του Ντύσσελντορφ, ούτε για τη θέση του Generalintendant (γενικού υπευθύνου) της Δημοτική Όπερα του Βερολίνου, παρά το ότι αμφότερες οι θέσεις ήταν «κρατημένες» για εκείνον.

Το 1934 ο Πφίτσνερ έχασε τις θέσεις του ως μαέστρου της όπερας, σκηνοθέτη της όπερας και καθηγητή, συνταξιοδοτούμενος υποχρεωτικώς με ελάχιστη σύνταξη. Το 1939 είχε πλέον απογοητευθεί τελείως από το ναζιστικό καθεστώς, εκτός του Χανς Φρανκ με τον οποίο υπήρχε μέχρι τέλους ένας αμοιβαίος σεβασμός.

Οι απόψεις του Πφίτσνερ για το «εβραϊκόν ζήτημα» ήταν αντιφατικές[11]: Θεωρούσε την «εβραιοσύνη» ως πολιτιστικό αντί φυλετικό χαρακτηριστικό. Μια δήλωσή του το 1930 που τού προκάλεσε δυσκολίες ήταν ότι, αν και οι Εβραίοι ως σύνολο ίσως να αποτελούσαν «κίνδυνο για τη γερμανική πνευματική ζωή και τον γερμανικό πολιτισμό», ωστόσο πολλοί Εβραίοι είχαν πράξει πολλά υπέρ της Γερμανίας καί ότι ο αντισημιτισμός per se έπρεπε να καταδικασθεί.[13] Για τον λόγο αυτόν ήταν πρόθυμος σε εξαιρέσεις από μια γενική πολιτική αντισημιτισμού. Συνέστησε π.χ. το ανέβασμα της όπερας του Χάινριχ Μάρσνερ Ο Ναΐτης και η Εβραία, προστάτευσε τον Εβραίο μαθητή του Φέλιξ Βόλφες (Felix Wolfes, 1892-1971), βοήθησε μαζί με τον διευθυντή ορχήστρας Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ τον νεαρό μαέστρο Χανς Σβήγκερ, ο οποίος είχε Εβραία σύζυγο, και διετήρησε τη φιλία του με τον Μπρούνο Βάλτερ και ιδίως με τον παιδικό φίλο του δημοσιογράφο Πάουλ Κόσμαν, έναν μη θρήσκο Εβραίο που φυλακίσθηκε το 1933. Συνεργάσθηκε με Εβραίους μουσικούς σε όλη τη σταδιοδρομία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνόδευε συχνά σε συναυλίες τη φημισμένη τότε κοντράλτο Οτιλίε Μέτσγκερ-Λάτερμαν, που αργότερα δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς, ενώ της είχε αφιερώσει τα 4 άσματά του, Op. 19, ήδη από το 1905. Επίσης είχε αφιερώσει τα τραγούδια που αποτελούν το Op. 24 στον Εβραίο κριτικό Άρτουρ Ελοέσερ το 1909. Από την άλλη πλευρά, ο Πφίτσνερ διατηρούσε στενές επαφές με ακραίους αντισημίτες, όπως τους μουσικοκριτικούς Βάλτερ Άμπεντροτ και Βίκτορ Γιουνκ.

Ο τάφος του Πφίτσνερ στη Βιέννη

Το σπίτι του συνθέτη καταστράφηκε από βομβαρδισμό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε ο Πφίτσνερ βρέθηκε το 1945 άστεγος και με νοητικά προβλήματα. Μεταπολεμικώς όμως του δόθηκε σύνταξη εκ νέου και επιτράπηκε να παίζονται όλα τα έργα του, ενώ του εξασφαλίσθηκε η διαμονή στο γηροκομείο του Σάλτσμπουργκ, στην Αυστρία, όπου και απεβίωσε τέσσερα έτη αργότερα, σε ηλικία οδόντα ετών. Δύο μήνες μετά τον θάνατό του, ο Φούρτβενγκλερ διεύθυνε μια εκτέλεση της Συμφωνίας σε Ντο μείζονα του Πφίτσνερ στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ με τη Φιλαρμονική της Βιέννης. Μετά από μακρά περίοδο λησμονιάς, η μουσική του Πφίτσνερ άρχισε να ξανακούγεται στις όπερες, στις αίθουσες συναυλιών και στα στούντιο ηχογραφήσεως μετά το 1990.

Το 2001 η μουσικολόγος Ζαμπίνε Μπους εξέτασε την ανάμιξη του συνθέτη με το ναζιστικό καθεστώς, βασισμένη και σε έως τότε άγνωστο υλικό. Συμπέρανε ότι ο Πφίτσνερ συμμάχησε με ναζιστές για τους οποίους πίστευε πως θα προήγαν τη μουσική του και πικράθηκε όταν οι ναζιστές έκριναν ότι η μουσική του «ελιτιστή παλαιού δεξιοτέχνη» είχε «μικρή αξία για την προπαγάνδα τους».[14] Από την άλλη ο Πφίτσνερ ήταν πιστός Χριστιανός και η όπερά του Παλεστρίνα τού απέφερε τον προσωπικό έπαινο του Πάπα.[15]

Μουσικό ύφος και αποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση του Πφίτσνερ σε γερμανικό γραμματόσημο του 1994

Ο Χανς Πφίτσνερ έγραψε μουσική σε όλες τις κλασικές φόρμες (εκτός από το συμφωνικό ποίημα) και έχαιρε σεβασμού από συγχρόνους του όπως ο Γκούσταβ Μάλερ και ο Ρίχαρντ Στράους, οι οποίοι δεν νοιάζονταν πολύ για την ενδογενώς απωθητική συμπεριφορά του. Παρά το ότι η μουσική του προδίδει βαγκνερικές επιδράσεις, ο συνθέτης δεν ελκυόταν από το Μπάυροϊτ. Τα έργα του συνδυάζουν ρομαντικά και υστερορομαντικά στοιχεία με εκτεταμένη θεματική ανάπτυξη, ατμοσφαιρικότητα στις όπερες και την οικειότητα της μουσικής δωματίου. Δημιούργησε ένα πολύ προσωπικό κλάδο της κλασικής/ρομαντικής παραδόσεως και της συντηρητικής μουσικής αισθητικής[16], και υπερασπίσθηκε το ιδιαίτερο ύφος της μουσικής του με δικά του κείμενα.[17]

Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτα είναι τα πολλά και λεπταίσθητα λήντερ του, επηρεασμένα από τον Χούγκο Βολφ, αλλά με τη δική τους, μάλλον μελαγχολική, χάρη. Αρκετά από αυτά ηχογραφήθηκαν τη δεκαετία του 1930 από τον διακεκριμένο βαρύτονο Γκέραρντ Χυς, με τον συνθέτη στο πιάνο. Η πρώτη του συμφωνία είχε μια ασυνήθιστη γένεση: δεν συνελήφθη με ορχηστρικούς όρους, αλλά υπήρξε μια επεξεργασία ενός έργου για κουαρτέτο εγχόρδων. Τα έργα προδίδουν μια ευσεβή έμπνευση και, παρά το ότι λαβαίνουν μια ύστερη ρομαντική ποιότητα, παρουσιάζουν και ιδιότητες συνδεόμενες με την αύξουσα δυσχέρεια ενός σύγχρονου ιδιώματος.[18] For example, composer Αρτύρ Ονεγκέρ γράφει το 1955, αφού πρώτα επικρίνει την υπερβολική πολυφωνικότητα (και τη μακρότατη ορχηστρική γραφή) σε ένα μεγάλο δοκίμιο αφιερωμένο στην όπερα Παλεστρίνα: «Μουσικώς, το έργο φανερώνει έναν ανώτερο σχεδιασμό, ο οποίος απαιτεί τον σεβασμό. Τα θέματα είναι καθαρά σχηματισμένα, πράγμα που διευκολύνει την παρακολούθησή τους...»[19]

Οι Ρίχαρντ Στράους και Γκούσταβ Μάλερ, χαρακτήρισαν το πρώτο κουαρτέτο εγχόρδων του, σε Ρε μείζονα, (1902-1903) ως αριστούργημα.[20] Ο Τόμας Μαν σε κείμενό του τον Οκτώβριο του 1917 εξύμνησε την όπερα Παλεστρίνα και το επόμενο έτος συνίδρυσε την «Ένωση Χανς Πφίτσνερ για τη γερμανική μουσική». Ωστόσο αναπτύχθηκαν εντάσεις μεταξύ Μαν και Πφίτσνερ, και οι δυο τους διέκοψαν τις σχέσεις τους έως το 1926.

Μετά το 1925 περίπου η μουσική του Πφίτσνερ άρχισε να επισκιάζεται όλο και περισσότερο από τη μουσική του Ρίχαρντ Στράους. Η όπερα του Πφίτσνερ Das Herz (1932) ήταν αποτυχημένη. Ο Πφίτσνερ παρέμεινε μια περιθωριακή μορφή στη μουσική ζωή της ναζιστικής Γερμανίας και η μουσική του παιζόταν λιγότερο συχνά από όσο στις ύστερες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.[21]

Ο Γερμανός μουσικοκριτικός Hans Heinz Stuckenschmidt, σε κείμενό του το 1969, βλέπει τη μουσική του Πφίτσνερ με μια αμφισημία και τη θεωρεί μια συντηρητική επανάσταση ενάντια σε όλο τον μοντερνιστικό κομφορμισμό.[22]

Μαθητές του Πφίτσνερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπερες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίτλος Περιγραφικός υπότιτλος Αρ. έργου Λιμπρετίστας Έτος Πρεμιέρα Σημειώσεις
Der arme Heinrich Μελόδραμα σε 3 πράξεις WoO 15 Τζέιμς Γκρουν (1868-1928) από το ποίημα του Χ. φον Άουε 1891-1893 1895, Μάιντς Ο Ρίχαρντ Μπρούνο Χάιντριχ τραγούδησε στην πρεμιέρα
Die Rose vom Liebesgarten Ρομαντική όπερα με πρελούδιο, 2 πράξεις και επίλογο WoO 16 Τζέιμς Γκρουν 1897-1900 1901, Έλμπερφελντ
Das Christ-Elflein (1η εκδοχή) Χριστουγεννιάτικη ιστορία Op. 20 Ίλζε φον Σταχ 1906 1906, Μόναχο
Das Christ-Elflein (2η εκδοχή) Spieloper σε 2 πράξεις Op. 20 Ίλζε φον Σταχ & Πφίτσνερ 1917 1917, Δρέσδη Επιπλέον αδημοσίευτη αναθεώρηση το 1944
Παλεστρίνα Μουσικός θρύλος σε 3 πράξεις WoO 17 Πφίτσνερ 1909-1915 1917, Μόναχο Το γνωστότερο έργο του συνθέτη
Das Herz Δράμα για μουσική σε 3 πράξεις (4 σκηνές) Op. 39 Χανς Μάνερ-Μονς (1883-1956) 1930-1931 1931, Βερολίνο και Μόναχο

Ορχηστρικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έργο Αρ. έργου Έτος Σημειώσεις
Σκέρτσο σε Ντο ελάσσονα 1887
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Λα ελάσσονα Op. Post. 1888
Μουσική επένδυση του θεατρ. έργου του Ίψεν Η γιορτή στο Σολχάουγκ 1890
Herr Oluf Op. 12 1891 μπαλάντα για βαρύτονο και ορχήστρα
Die Heinzelmännchen Op. 14 1902-03 μπαλάντα για βαθύφωνο και ορχήστρα
Das Käthchen von Heilbronn Op. 17 1905 μουσική επένδυση
Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα Op. 31 1922 για τον Βάλτερ Γκήζεκινγκ
Κοντσέρτο για βιολί σε Σι ελάσσονα Op. 34 1923 για την Άλμα Μούντι
Lethe Op. 37 1926 για βαρύτονο και ορχήστρα
Συμφωνία σε Ντο δίεση ελάσσονα Op. 36a 1932 Προσαρμογή από το κουαρτέτο εγχόρδων, Op. 36
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Σολ μείζονα Op. 42 1935 για τον Γκασπάρ Κασαντό
Ντουέτο για βιολί, βιολοντσέλο και μικρή ορχήστρα Op. 43 1937
Μικρή συμφωνία σε Σολ μείζονα Op. 44 1939
Ελεγείο και ροντελέ Op. 45 1940
Συμφωνία σε Ντο μείζονα Op. 46 1940 «An die Freunde»
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο σε Λα ελάσσονα Op. 52 1944 για τον Λούντβιχ Χαίλσερ
Χαιρετισμοί από την Κρακοβία Op. 54 1944
Φαντασία σε Λα ελάσσονα Op. 56 1947

Μουσική δωματίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίτλος Αρ. έργου Έτος Σημειώσεις
Τρίο πιάνων σε Σι ύφεση μείζονα 1886 ολοκληρώθηκε από τον Γκέραρντ Φρόμελ
Κουαρτέτο εγχόρδων [No 1.] σε Ρε ελάσσονα 1886
Σονάτα σε Φα δίεση ελάσσονα (βιολοντσέλο και πιάνο) Op. 1 1890 «Das Lied soll schauern und beben…»
Τρίο πιάνων σε Φα μείζονα Op. 8 1890-1896
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 2] σε Ρε μείζονα Op. 13 1902-1903
Κουιντέτο πιάνων σε Ντο μείζονα Op. 23 1908
Σονάτα σε Μι ελάσσονα για βιολί και πιάνο Op. 27 1918
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 3] σε Ντο δίεση ελάσσονα Op. 36 1925
Κουαρτέτο εγχόρδων [No. 4] σε Ντο ελάσσονα Op. 50 1942
Ανορθόγραφο φουγκάτο 1943 για κουαρτέτο εγχόρδων
Σεξτέτο σε Σολ ελάσσονα Op. 55 1945 για κλαρίνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και πιάνο

Έργα για ένα όργανο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίτλος Αρ. έργου Έτος Σημειώσεις
5 κομμάτια για πιάνο Op. 47 1941
6 μελέτες Op. 51 1942 για πιάνο

Χορωδιακά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίτλος Αρ. έργου Έτος Σημειώσεις
Der Blumen Rache 1888 μπαλάντα for women's chorus, alto & orchestra (after Ferdinand Freiligrath)
Du altes Jahr. Rundgesang zum Neujahrsfest 1901 1900 για βαθύφωνο, μεικτή ή ανδρική χορωδία και πιάνο
Columbus Op. 16 1905 για μεικτή χορωδία
Gesang der Barden 1906 για ανδρική χορωδία και ορχήστρα
Δύο γερμανικά τραγούδια Op. 25 1915-1916 για βαρύτονο, ανδρική χορωδία ad. lib. και ορχήστρα
Von Deutscher Seele Op. 28 1921 για 4 σολίστες, μεικτή χορωδία, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο
Das dunkle Reich Op. 38 1929 Χορωδιακή φαντασία με σοπράνο, βαρύτονο, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο
Fons Salutifer Op. 48 1941 ύμνος για μεικτή χορωδία, ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο
Δύο ανδρικές χορωδίες Op. 49 1941
Τρία τραγούδια Op. 53 1944 για ανδρική χορωδία και ορχήστρα δωματίου
Urworte. Orphisch Op. 57 1948-49 cantata for four soloists, mixed chorus, orchestra and organ, completed by Robert Rehan

Λήντερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α/Α έργου Τίτλος Έτος Στίχοι Σημειώσεις
Έξι πρώιμα τραγούδια 1884-1887 Γιούλιους Στουρμ, Μ. Γκραφ-Μπαρτόλομιου, Λούντβιχ Ούλαντ,
Όσκαρ φον Ρέντβιτς, Έντουαρντ Μέρικε, Ρόμπερτ Ράινικ
για πολύ υψηλή φωνή
2 Επτά τραγούδια 1888-1889 Ρίχαρντ φον Φόλκμαν, Χέρμαν Λινγκ,
Άλντοφ Μπέτγκερ, Αλεξάντερ Κάουφμαν, ανώνυμος
Τα αρ. 2, 5, 6, 7 ενορχηστρωμένα
3 Τρία τραγούδια 1888-1889 Φρήντριχ Ρύκερτ, Φρήντριχ φον Σάλετ, Εμάνουελ Γκάιμπελ για μέση φωνή, τα 2, 3 ενορχηστρωμένα
4 Τέσσερα τραγούδια 1888-1889 Χάινριχ Χάινε για μέση φωνή, επίσης ενορχηστρωμένα
5 Τρία τραγούδια 1888-1889 Γιόζεφ φον Άιχεντορφ για σοπράνο, το 1ο ενορχηστρωμένο
6 Έξι τραγούδια 1888-1889 Χάινε, Γκρουν, Πάουλ Νικόλαους Κόσμαν για υψηλό βαρύτονο
7 Πέντε τραγούδια 1888-1900 Βόλφγκανγκ φον Καίνιγκσβίντερ, Άιχεντορφ, Πάουλ Χάιζε, Γκρουν το 3ο ενορχηστρωμένο
9 Πέντε τραγούδια 1894-1895 Άιχεντορφ ):(
10 Τρία τραγούδια 1889-1901 Ντέτλεφ φον Λίλενκρον, Άιχεντορφ για μέση φωνή
11 Πέντε τραγούδια 1901 Φρήντριχ Χέμπελ, Λούντβιχ Γιακομπόβσκι, Άιχεντορφ,
Ρίχαρντ Ντέμελ, Καρλ Χέρμαν Μπούσε
τα 4 και 5 ενορχηστρωμένα
«Untreu und Trost» 1903 Άνον για μέση φωνή, επίσης και ενορχηστρωμένο
15 Τέσσερα τραγούδια 1904 Μπούσε, Άιχεντορφ, φον Σταχ τα 2, 3 και 4 ενορχηστρωμένα
18 «An den Mond» 1906 Γκαίτε μεγαλύτερης διάρκειας (περ. 8 λεπτά), επίσης και ενορχηστρωμένο
19 Δύο τραγούδια 1905 Μπούσε
21 Δύο τραγούδια 1907 Χέμπελ, Άιχεντορφ για υψηλή φωνή
22 Πέντε τραγούδια 1907 Άιχεντορφ, Άντελμπερτ φον Σαμίσο, Γκότφρηντ Άουγκουστ Μπύργκερ ):(
24 Τέσσερα τραγούδια 1909 Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε,
Πετράρχης (σε μετάφρ. Καρλ Άουγκουστ Φέρστερ), Φρήντριχ Λήνχαρτ
το 1ο ενορχηστρωμένο
26 Πέντε τραγούδια 1916 Φρήντριχ Χέμπελ, Άιχεντορφ, Γκότφρηντ Άουγκουστ Μπύργκερ, Γκαίτε το 2ο και το 4ο ενορχηστρωμένα
29 Τέσσερα τραγούδια 1921 Χαίλντερλιν, Ρύκερτ, Γκαίτε, Νταίμελ αφιερωμένο στην οικογένειά του, το 3ο ενορχηστρωμένο
30 Τέσσερα τραγούδια 1922 Νικόλαους Λενάου, Μέρικε, Ντέμελ ):(
32 Τέσσερα τραγούδια 1923 Κόνραντ Φέρντιναντ Μέγιερ για βαρύτονο ή βαθύφωνο
33 «Alte Weisen» 1923 Γκότφρηντ Κέλερ ):(
35 Έξι Liebeslieder 1924 Ρικάρντα Χους για γυναικεία φωνή
40 Έξι τραγούδια 1931 Λούντβιχ Γιακομπόβσκι, Άντολφ Μπάρτελς, Ρικάρντα Χους,
Μάρτιν Γκράιφ, Γκαίτε, Άιχεντορφ
τα 5 και 6 ενορχηστρωμένα
41 Τρία σονέτα 1931 Πετράρχης (σε μετάφρ. Μπύργκερ), Άιχεντορφ για ανδρική φωνή


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13898438j. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Hans-Pfitzner. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 5,2 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 1948. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  6. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 1948.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13898438j. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  9. 9,0 9,1 CONOR.SI. 59258467.
  10. Ανακτήθηκε στις 21  Σεπτεμβρίου 2021.
  11. 11,0 11,1 Michael Kater: Composers of the Nazi Era: Eight Portraits, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 2000, σσ. 144-182, ιδ. 146, 160
  12. Σημειώσεις του Liner στην ηχογράφηση της όπερας από την Deutsche Grammophon με τους Ραφαέλ Κούμπελικ/Νικολάι Γκέντα/Ντήτριχ Φίσερ-Ντήσκαου
  13. Williamson, John (1992). The Music of Hans Pfitzner (Oxford Monographs on Music). Oxford University Press. σελίδες 318–319. 
  14. Busch, Sabine (2001). Hans Pfitzner im Nationalsozialismus. Στουτγάρδη: Metzler. 
  15. Δ. Αυγερινός: «Αναζητήσεις στο λυρικό θέατρο του εικοστού αιώνα», περιοδικό Ακτίνες, τεύχος 617 (Ιανουάριος 2001), σελ. 18
  16. dtv-Atlas zur Musik: Tafeln und Text, Vol. 2: Historischer Teil: Vom Barock bis zur Gegenwart. Μόναχο: Bärenreiter Verlag. 1985. σελ. 517. 
  17. Brockhaus, F.A. (1979). Riemann Musiklexikon, Vol. 2. Mainz: Schott. σελ. 297. 
  18. Schmidt, Felix; Metzmacher, Ingo (3 January 2008). «Warum ein Linker die Musik der Nazi-Zeit dirigert». Die Welt (Βερολίνο). https://www.welt.de/kultur/article1503764/Warum-ein-Linker-die-Musik-der-Nazi-Zeit-dirigiert.html. Ανακτήθηκε στις 20 July 2018. 
  19. Reclam, Philipp· Arthur Honegger (1980). Beruf und Handwerk des Komponisten – Illusionslose Gespräche, Kritiken, Aufsätze. Λειψία. σελ. 55. 
  20. Mahler-Werfel, Alma (1991). Mein Leben. Φραγκφούρτη: Fischer Taschenbuch Verlag. σελ. 69. 
  21. Hermand, Jost (2008). Glanz und Elend der deutschen Oper. Κολωνία-Βαϊμάρη: Böhlau Verlag. σελ. 176. 
  22. Vogel, Johann Peter (1989). Hans Pfitzner – Mit Selbstzeugnissen und Bilddokumenten. Reinbek: Rowohlt. σελ. 143. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]