Κοντραμπάσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Το κοντραμπάσο ή αλλιώς βαθύχορδο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει μήκος περίπου 1.80 μέτρα και διαθέτει τέσσερις χορδές (μι, λα, ρε, σολ), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Παλιότερα, ήταν τρίχορδο, ενώ σήμερα υπάρχουν και πεντάχορδα όργανα. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και με τον πιο βαθύ ήχο από τα μέλη της "οικογένειας" του βιολιού. Παίζεται με το κάτω μέρος να στηρίζεται στο έδαφος με τη βοήθεια μεταλλικής ράβδου.

Η καταγωγή του ανάγεται στο β’ μισό του 16ου αι., όπου ανήκε στην οικογένεια της βιόλας ντα γκάμπα και ονομαζόνταν βιολόνε. Για δύο αιώνες και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μόνο για να ενισχύσει την μπάσα μελωδική γραμμή ενός μουσικού έργου, την οποία παίζει το βιολοντσέλλο.
Ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Μότσαρτ ενώ αξιοποιήθηκε επιτυχώς και από άλλους συνθέτες όπως ο Σούμπερτ και ο Στραβίνσκι. Ασφαλώς, το μάκρος των χορδών και οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στους φθόγγους του, δυσκολεύουν κάποιες τεχνικές εκτέλεσης ενω είναι πιο δύσκολο να παίξει γρήγορες μελωδίες σαν αυτές που αποδίδουν τα υπόλοιπα έγχορδα.

Το κοντραμπάσο είναι επίσης βασικό όργανο της τζαζ μουσικής όπου παίζεται συνήθως όχι με το δοξάρι αλλά με τα δάχτυλα (pizzicato).

Γνωστοί κοντραμπασίστες της τζαζ είναι οι Τσαρλς Μίνγκους, Σκοτ Λα Φάρο, Τσάρλι Χέιντεν, Ρέι Μπράουν κ.ά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]