Πάμελα ή Η ανταμειφθείσα αρετή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάμελα ή Η ανταμειφθείσα αρετή
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του 1741
ΣυγγραφέαςΣάμουελ Ρίτσαρντσον
ΤίτλοςPamela; or, Virtue Rewarded
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1740
Μορφήμυθιστόρημα
ΧαρακτήρεςPamela Andrews
ΤόποςΑγγλία[1]
LC ClassOL1150772W
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πάμελα, ή Η ανταμειφθείσα αρετή (αγγλικός τίτλος: Pamela; or, Virtue Rewarded) είναι επιστολικό μυθιστόρημα του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον που εκδόθηκε το 1740. Θεωρείται ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας. Αναφέρεται στην ιστορία μιας υπηρέτριας που ο κύριός της, αποτυγχάνοντας να την αποπλανήσει, την παντρεύεται.[2]

Η Πάμελα οφείλει τη δημοτικότητά της σε δύο βασικούς λόγους: αφενός, στην αναφορά στην κοινωνική άνοδο της ηρωίδας και, αφετέρου, στη μορφή που υιοθέτησε ο συγγραφέας, αυτή των επιστολών που γράφτηκαν στο απόγειο των παθών, των δοκιμασιών και του κινδύνου της ηρωίδας — με το πλεονέκτημα ότι ο αναγνώστης βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους χαρακτήρες, ότι ζει στην καθημερινότητά τους, γνωρίζει ακόμη και τις πιο κρυφές τους σκέψεις, που το καθιστά πρόδρομο του σύγχρονου ψυχολογικού μυθιστορήματος.[3]

Ο συναισθηματικός και διδακτικός χαρακτήρας της ιστορίας εξασφάλισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία για το βιβλίο. Η αποτελεσματικότητα της επιστολικής μορφής, μια καινοτομία που ήταν πηγή μεγάλης υπερηφάνειας για τον Ρίτσαρντσον, που αποκαλύπτει την πλοκή μέσα από τις επιστολές του πρωταγωνιστή, συνέβαλε περαιτέρω στην αποδοχή του μυθιστορήματος από την αστική τάξη του 18ου αιώνα.[4]

Η τεράστια επιτυχία, που έκανε τον Ρίτσαρντσον έναν από τους πιο διάσημους συγγραφείς της εποχής του, ώθησε τον συγγραφέα να γράψει μια συνέχεια, Η Πάμελα στην ανώτερη θέση της που στην εποχή του σημείωσε επίσης μεγάλη επιτυχία, αλλά σήμερα θεωρείται έργο μικρότερου ενδιαφέροντος.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση από την πολυτελή έκδοση του 1742, ο Κ. Μπ υποκλέπτει το πρώτο γράμμα της Πάμελα προς τη μητέρα της.

Η Πάμελα Άντριους είναι μια 15χρονη υπηρέτρια, ένα φτωχό αλλά ενάρετο και όμορφο κορίτσι. Εργάζεται στην υπηρεσία της Λαίδης Μπ. και, όταν αυτή πεθαίνει, μπαίνει στην υπηρεσία του γιου της. Ο Κύριος Μπ. γοητεύεται από την αθωότητα και την εξυπνάδα της, αλλά η κοινωνική του θέση τον εμποδίζει να της κάνει πρόταση γάμου. Την απαγάγει σε ένα από τα κτήματά του, όπου προσπαθεί να την πείσει να γίνει ερωμένη του, την κρατά φυλακισμένη για σαράντα μέρες και δύο φορές σχεδόν φτάνει στο σημείο να τη βιάσει. Αυτή αντιστέκεται στις προτάσεις του με αγανάκτηση και αρνείται να γίνει ερωμένη του. Η Πάμελα, απελπισμένη, προσπαθεί ανεπιτυχώς να δραπετεύσει, έτσι φτάνει να σκέφτεται την αυτοκτονία, αλλά σύντομα συνειδητοποιεί ότι, παρά την άγρια ​​συμπεριφορά του, υπάρχει κάτι συναρπαστικό στον κύριό της και σταδιακά τον ερωτεύεται. [5]

Ο άντρας αντιλαμβάνεται ότι η βαρβαρότητα που έδειξε δεν θα τον οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα και αρχίζει να γοητεύει το κορίτσι με τρυφερό και ευγενικό τρόπο. Αφού υποκλέψει και διαβάζει τα γράμματα που γράφει η κοπέλα στους γονείς της, συγκινείται και καταλήγει να την ερωτευτεί, αναγνωρίζοντας σ' αυτήν τις εξαιρετικές ηθικές της αξίες.

Δύο φορές ο Κ. Μπ. ζητά το χέρι της - ένα αποτέλεσμα που ο Ρίτσαρντσον παρουσιάζει ως ανταμοιβή για την αρετή της - πριν η Πάμελα πειστεί πραγματικά για τις προθέσεις του, στο τέλος της αφήγησης, ο αναγνώστης θα δει τους δύο ήρωες ευτυχισμένους παντρεμένους και αποδεκτούς από την κοινωνία της εποχής, αν και γίνεται σαφές ότι η κοινωνική άνοδος της Πάμελα είναι μια εξαίρεση, που έγινε λόγω των ασυνήθιστων προτερημάτων της.

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, η Πάμελα προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα της θέση στην κοινωνία της ανώτερης τάξης και να δημιουργήσει μια επιτυχημένη σχέση με τον σύζυγό της, κερδίζοντας εκείνους που είχαν αποδοκιμάσει τον αταίριαστο γάμο της.[6]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πάμελα προσπαθεί να δραπετεύσει, Φράνσις Χέιμαν, 1741.

Σε αντίθεση με τον Ντάνιελ Ντεφόου, συγγραφέα του μυθιστορήματος Ροβινσώνας Κρούσος (1719), που δεν παρουσιάζει κανένα ψυχολογικό και ηθικό στοιχείο του ήρωα, ο Σάμιουελ Ρίτσαρντσον εισάγοντας το συναισθηματικό μυθιστόρημα δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις σκέψεις και τα συναισθήματα της Πάμελα. Ο ίδιος ο τίτλος του μυθιστορήματος υποδηλώνει ότι το κορίτσι είναι προικισμένο με ήθος και αρετή: αντιστοιχεί στο στερεότυπο του κοριτσιού που ανήκει στην αγγλική πουριτανική κοινωνία του 18ου αιώνα, μιας νεαρής γυναίκας που νοιάζεται για την αρετή και την παρθενία περισσότερο από τη ζωή της. Το έργο είναι εξομολογητικό και διδακτικό, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα της Πάμελα για να συστήσει τις αρετές της στις κοπέλες της εποχής. Η αφηγηματική ένταση οφείλεται στις συνεχείς δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται η ηρωίδα: δοκιμασίες ηθικής φύσεως κυρίως αλλά και πραγματικές «περιπέτειες». Το ύφος είναι δραματικό και οι διάλογοι με συναισθηματική ένταση και γεμάτοι έμφαση.[7]

Πολλοί αναγνώστες της εποχής, ωστόσο, συγκλονίστηκαν από τις τολμηρές σκηνές και από κάποια αμφισβητήσιμη συμπεριφορά των χαρακτήρων του έργου. Ήταν εύκολο, για παράδειγμα, η ηρωίδα να θεωρηθεί ως μια νεαρή μηχανορράφος που προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά μέσω του γάμου της με έναν ευγενή. Οι πολέμιοι του υπερβολικού συναισθηματισμού της Πάμελα κατήγγειλαν τον ηθικισμό και διδακτισμό του βιβλίου.[8]

Παρωδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιτυχία του έργου ενέπνευσε μια σειρά από παρωδίες, σημαντικότερες από τις οποίες είναι δύο του Χένρυ Φήλντινγκ: η πρώτη, γραμμένη με την ίδια επιστολική μορφή με το αρχικό έργο έχει τίτλο Σάμελα με υπότιτλο Μια απολογία της ζωής της κυρίας Σάμελα Άντριους, όπου αποκαλύπτονται τα πολλά περιβόητα ψέματα και παραποιήσεις ενός βιβλίου με το όνομα Πάμελα,[9] δημοσιεύτηκε ανώνυμα μόλις τέσσερις μήνες μετά το πρωτότυπο και αποκάλυπτε την πραγματική ταυτότητα της Πάμελα και η δεύτερη παρωδία: Τζόζεφ Άντριους, όπου ο Φήλντινγκ παρουσιάζει χιουμοριστικά έναν αδερφό της ηρωίδας, υπερβολικά αγνό όπως εκείνη, που αντιστέκεται με την ίδια αρετή σε παραπλήσιες καταστάσεις. Η Ελίζα Χέυγουντ έγραψε επίσης ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά της, Αντι-Πάμελα (1741), όπου χλευάζει την ιδέα να ανταλλάξει την παρθενιά της για μια θέση στην κοινωνία μετά από όσα βίωσε. Η Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής του Μαρκήσιου ντε Σαντ (1791) δεν είναι παρωδία του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντσον, ο τίτλος μπορεί ωστόσο να διαβαστεί ως σκόπιμη αναφορά, δηλώνοντας μια αντίθεση της Πάμελα.

Επιρροή - Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πάμελα λιπόθυμη, Τζόσεφ Χάιμορ (1743).

Το έργο ενέπνευσε ζωγράφους που δημιούργησαν σειρές από πίνακες και χαρακτικά.

Η επιτυχία του έργου το έφερε σύντομα στη σκηνή σε θεατρικές παραστάσεις και στην όπερα, όπως στην Καλή κόρη (1760) από τον Νικολό Πιτσίνι, ενώ ο αββάς Πρεβώ το μετέφρασε σύντομα στα γαλλικά.

Στην Ιταλία, το μυθιστόρημα διασκευάστηκε από τον Πιέτρο Κιάρι και τον Κάρλο Γκολντόνι. Στη Γαλλία, ο Λουί ντε Μπουασύ έγραψε μια Πάμελα ή η καλύτερα δοκιμασμένη αρετή, κωμωδία σε στίχους και σε 3 πράξεις (1743). Ο Νεφσατώ έγραψε μια κωμωδία σε 5 πράξεις, σε στίχους (1793). Ο Ρομπέρ-Μαρτέν Λεζύρ μιμήθηκε το έργο με τη γαλλική Πάμελα, ή οι επιστολές μιας νεαρής αγρότισσας και ενός νεαρού που περιλαμβάνει τις περιπέτειές τους (1803).[10]

Το 1970 διασκευάστηκε σε κινηματογραφική ταινία με τίτλο Mistress Pamela.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]