Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ
Ο εφημέριος Πρίμροουζ και οι κόρες του (περ. 1840 -41) πίνακας του Φορντ Μάντοξ Μπράουν
ΣυγγραφέαςΌλιβερ Γκόλντσμιθ
ΕικονογράφοςArthur Rackham
ΤίτλοςThe Vicar of Wakefield
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1766
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΑγγλία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ (αγγλικός τίτλος: The Vicar of Wakefield, A Tale, Supposed to be written by Himself) με υπότιτλο Μια ιστορία που υποτίθεται ότι έγραψε ο ίδιος, είναι μυθιστόρημα του Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα Όλιβερ Γκόλντσμιθ που εκδόθηκε το 1766. Ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας 18ου αιώνα, με επιρροή στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.[1]

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια αγροτική περιοχή μιας από τις αγγλικές κομητείες. Με φόντο τα ποιμενικά τοπία, εκτυλίσσεται το δράμα του εφημέριου Πρίμροουζ και της οικογένειάς του, που έπεσαν θύματα ενός αδίστακτου γαιοκτήμονα.

Ο εφημέριος του Γουέικφιλντ αναφέρεται συχνά ως συναισθηματικό μυθιστόρημα το οποίο δείχνει πίστη στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων. Μπορεί όμως να διαβαστεί και ως σάτιρα του συναισθηματικού μυθιστορήματος και των αξιών του λόγω των υπερβολών του, στα όρια του κωμικού.[2]

Ιστορικό δημιουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως αναφέρει ο Σάμιουελ Τζόνσον, ένας από τους πιο στενούς φίλους του Όλιβερ Γκόλντσμιθ, ο συγγραφέας έγραψε αυτό το μοναδικό του μυθιστόρημα από το 1761 έως το 1762. Στη συνέχεια απειλήθηκε με φυλάκιση για χρέη και έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει το χειρόγραφο για 60 λίρες στερλίνες. Η αφήγηση του Τζόνσον:[3]

«Ένα πρωί έλαβα ένα μήνυμα από τον φτωχό Γκόλντσμιθ στο οποίο μου έλεγε ότι ήταν πολύ στενοχωρημένος και επειδή δεν μπορούσε να έρθει να με βρει, με παρακαλούσε να πάω κοντά του το συντομότερο δυνατό. Του έστειλα μια γκινέα και του υποσχέθηκα ότι θα πήγαινα σύντομα. Πήγα, λοιπόν, μόλις ντύθηκα και διαπίστωσα ότι η σπιτονοικοκυρά του τον είχε συλλάβει επειδή δεν πλήρωσε το ενοίκιο, γεγονός για το οποίο ήταν έξαλλος: συνειδητοποίησα ότι είχε ήδη ξοδέψει τη γκινέα μου καθώς είχε ένα μπουκάλι Μαδέρα και ένα ποτήρι μπροστά του. Έβαλα τον φελλό στο μπουκάλι, του είπα να ηρεμήσει και άρχισα να του μιλάω για τον τρόπο που θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί. Στη συνέχεια, μου είπε ότι είχε έτοιμο για εκτύπωση ένα μυθιστόρημα, γραμμένο για μένα. Το ξεφύλλισα και αντιλήφθηκα την αξία του. Είπα στη σπιτονοικοκυρά ότι θα επιστρέψω σύντομα, και πηγαίνοντας σε ένα βιβλιοπωλείο, το πούλησα για 60 λίρες. Πήγα τα χρήματα στον Γκόλντσμιθ και εκείνος πλήρωσε το ενοίκιο του, εγώ μάλωσα τη σπιτονοικοκυρά που του φέρθηκε τόσο άσχημα».

Η επιτυχία του βιβλίου ήταν άμεση και καθιέρωσε τον Γκόλντσμιθ ως έναν από τους σημαντικούς συγγραφείς της εποχής του. Εκδόθηκε στα τέλη Μαρτίου 1766, είχε μια δεύτερη έκδοση πριν από τα τέλη Μαΐου και μια τρίτη τρεις μήνες αργότερα. Μεταφράστηκε σε άλλες γλώσσες και επηρέασε συγχρόνους και μεταγενέστερους συγγραφείς όπως το σύνολο του έργου της Τζέιν Όστεν, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ και Όλιβερ Τουίστ του Τσαρλς Ντίκενς, μεταξύ άλλων.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

William Powell Frith: Μετρώντας το ύψος, 1863 (σκηνή από το Κεφάλαιο 16: Η Ολίβια και ο Θόρνχιλ στέκονται πλάτη με πλάτη, έτσι ώστε η κυρία Πρίμροουζ να μπορεί να καθορίσει ποιος είναι πιο ψηλός)

Ο εφημέριος Τσαρλς Πρίμροουζ ζει μια ειδυλλιακή ζωή σε μια επαρχιακή ενορία με τη σύζυγό του Ντέμπορα, τον γιο του Τζορτζ, τις κόρες Ολίβια και Σοφία και άλλα τρία παιδιά. Είναι πλούσιος λόγω της επένδυσης μιας κληρονομιάς που έλαβε από έναν συγγενή του και χαρίζει τις 35 λίρες του μισθού του ετησίως στις χήρες και τα ορφανά της περιοχής. Το βράδυ του γάμου του Τζορτζ με την πλούσια Αραμπέλα Γουίλμοτ, ο εφημέριος χάνει όλα του τα χρήματα λόγω της χρεοκοπίας του μεσίτη του που εξαφανίστηκε ξαφνικά.

Ο γάμος ακυρώνεται από τον πατέρα της Αραμπέλα, ο οποίος είναι γνωστός για τη σύνεσή του στα οικονομικά θέματα. Ο Τζορτζ, που σπούδασε στην Οξφόρδη και είναι αρκετά μεγάλος για να θεωρείται ενήλικος, στέλνεται στην πόλη. Η υπόλοιπη οικογένεια μετακομίζει σε μια νέα και πιο ταπεινή ενορία ιδιοκτησίας του γαιοκτήμονα Θόρνχιλ, που είναι γνωστό ότι είναι ανήθικος και γυναικοκατακτητής. Στο δρόμο ακούνε για την αμφίβολη φήμη του νέου τους ιδιοκτήτη. Επίσης, γίνονται αναφορές στον θείο του, τον σερ Ουίλιαμ Θόρνχιλ, γνωστός σε όλη την περιοχή για την αξιοπρέπεια και τη γενναιοδωρία του.[4]

Ένας φτωχός και εκκεντρικός φίλος, ο κ. Μπάρτσελ, τον οποίο συναντούν σε ένα πανδοχείο, σώζει τη Σοφία από πνιγμό. Η κοπέλα τον ερωτεύεται αμέσως, αλλά η φιλόδοξη μητέρα της δεν ενθαρρύνει τα συναισθήματά της.

Στη συνέχεια ακολουθεί μια περίοδος ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής, που διακόπτεται μόνο από τακτικές επισκέψεις του τολμηρού γαιοκτήμονα Θόρνχιλ και του κ. Μπάρτσελ. Η Ολίβια γοητεύεται από τον σαγηνευτικό Θόρνχιλ. Η κυρία Πρίμροουζ ενθαρρύνει τις κοινωνικές φιλοδοξίες για τις κόρες της.

Η επιστροφή της Ολίβιας

Τέλος, η Ολίβια φέρεται να έφυγε με κάποιον. Ο ύποπτος απαγωγέας είναι ο κ. Μπάρτσελ, αλλά μετά από μια μακρά καταδίωξη ο εφημέριος Πρίμροουζ βρίσκει την κόρη του, που τη συγχωρεί με ανοιχτές αγκάλες, η οποία στην πραγματικότητα εξαπατήθηκε από τον γαιοκτήμονα Θόρνχιλ, ο οποίος σχεδίαζε να την παντρευτεί σε έναν ψεύτικο γάμο και να την εγκαταλείψει λίγο αργότερα, όπως είχε κάνει με πολλές γυναίκες στο παρελθόν.

Όταν η Ολίβια και ο πατέρας της επιστρέφουν στο σπίτι, βρίσκουν το σπίτι τους να καίγεται. Αν και η οικογένεια έχει χάσει σχεδόν όλα τα υπάρχοντά της, ο ανηλεής γαιοκτήμονας Θόρνχιλ επιμένει στην πληρωμή του ενοικίου. Καθώς ο εφημέριος δεν μπορεί να πληρώσει, οδηγείται στη φυλακή.

Ακολουθεί μια διαδοχή τρομερών γεγονότων: Η κόρη του εφημέριου, η Ολίβια, αναφέρεται νεκρή, η Σοφία απάγεται και ο Τζορτζ φυλακίζεται αλυσοδεμένος και αιμόφυρτος, καθώς είχε προκαλέσει τον Θόρνχιλ σε μονομαχία όταν άκουσε για την απαγωγή της αδελφής του.[5]

Τότε εμφανίζεται ο κύριος Μπάρτσελ και λύνει όλα τα προβλήματα. Σώζει τη Σοφία, ανακοινώνει ότι η Ολίβια δεν είναι νεκρή και αποδεικνύεται ότι ο κύριος Μπάρτσελ είναι στην πραγματικότητα ο άξιος σερ Ουίλιαμ Θόρνχιλ, που ταξιδεύει στην περιοχή μεταμφιεσμένος. Στο τέλος, γίνεται διπλός γάμος: ο Τζορτζ παντρεύεται την Αραμπέλα, όπως είχε αρχικά σκοπό, και ο σερ Ουίλιαμ Θόρνχιλ παντρεύεται τη Σοφία. Ο υπηρέτης του γαιοκτήμονα Θόρνχιλ αποδεικνύεται ότι τον ξεγέλασε, και έτσι ο εικονικός γάμος του Θόρνχιλ και της Ολίβιας είναι στην πραγματικότητα έγκυρος. Τέλος, αποκαθίσταται ακόμη και η περιουσία του εφημέριου, όταν βρέθηκε ο χρεοκοπημένος έμπορος.

Δομή και τεχνική αφήγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιλέγοντας το νυφικό, William Mulready (1845)

Το βιβλίο αποτελείται από 32 κεφάλαια τα οποία χωρίζονται σε τρία μέρη:

  • Κεφάλαια 1–3: αρχή
  • Κεφάλαια 4–29: κύριο μέρος
  • Κεφάλαια 30–32: τέλος

Το κεφάλαιο 17, όταν αναφέρεται ότι η Ολίβια έφυγε με κάποιον, μπορεί να θεωρηθεί ως το αποκορύφωμα καθώς και ως ουσιαστική καμπή του μυθιστορήματος. Από το κεφάλαιο 17 και μετά, από μια κωμική αφήγηση της αγροτικής ζωής του 18ου αιώνα μετατρέπεται σε μελόδραμα με διδακτικά χαρακτηριστικά.

Υπάρχουν αρκετές παρεμβολές διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών, όπως ποιήματα, ιστορίες ή κηρύγματα, που διευρύνουν την περιορισμένη άποψη του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και χρησιμεύουν ως διδακτικοί μύθοι.

Το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ως φανταστικά απομνημονεύματα, καθώς την ιστορία αφηγείται ο ίδιος ο εφημέριος αναδρομικά.[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα έγινε η λογοτεχνική βάση για τις ομώνυμες ταινίες που κυκλοφόρησαν το 1910, το 1913 και το 1916, καθώς και για την ιταλική τηλεοπτική σειρά του 1959. Διασκευάστηκε επίσης σε θεατρικό έργο και το 1906 σε μια κωμική οπερέτα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]